Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία: αρχ. Βλέπε: βλ.
Τουρκικά: τουρκ. Δηλαδή: δηλ.
Λατινικά: λατ. Παράβαλλε: πρβλ.
Ιταλικά: ιταλ. Λεξικό: λεξ.
Αραβικά: αραβ. Σελίδα: σελ.
Βυζαντινά: βυζαν. Πρόθεμα: προθ.
Σλαβικά: σλαβ. Ετυμολογία: ετυμολ.
Βενετικά: βενετ. Μεταφορικά: μεταφ.
Αγγλικά: αγγλ.
Ρουμάνικα: ρουμ.
Γαλλικά: γαλλ.
Δ (δέλτα):
διαμπλάζω
|
διασκορπίζω
|
Δια+εν+πλάσσω.
|
δκιάλα,
δκιαλίστρα
|
χτένα
|
Διαλίζω τα
μαλλιά μου = χτενίζω. Ίσως
από το διαλύω,
που σημαίνει και «χωρίζω». Η διάλα = το όργανο χτενίσματος, τύπος
υποχωρητικός, κατά τη γλωσσολογία.
|
δκιαλοούμαι
|
αναρωτιέμαι
|
Σκέπτομαι,
αναρωτιέμαι, διαλογίζομαι, διαλογούμαι.
|
δκιάφη (η)
|
θειάφι
|
Το θείον.
|
δκιό
|
δύο
|
Δύο - δκυό,
π.χ. σχολείο - σχολκειο.
|
Ε (έψιλον):
εβά
|
εδώ
|
Εδώ δα – εδά, εβά
ή εβανά.
|
εβούργκιανε
|
ζάλισε το
κεφάλι μας
|
Εβούργκιανε τ’
αβκό ή εβούργκιανε τ’ αφτιά μου. Βουργιάζω = κλουβιάζω.
Αρχ.: ούριον
ωόν = επωασμένο!
|
εβραστολόησα
|
ζεστάθηκα
|
Βραστολογώ = ζω
τη ζεστασιά, τη
θαλπωρή γύρω
μου.
|
εβυζάκωσε
|
κόλλησε σα
βδέλλα
|
Βυζακώνω, από
το: βυζαίνω, όπως κολλά
το βρέφος στο
βυζί – βυζάω – βυζακώνω.
|
εγιπλοπόδγκια-σε
|
κάθισε σταυροπόδι
|
Εκάθισε καλά,
τάχα για να φάει –
διπλοπόδι γύρω
από το σινί…
|
εγκλάστρα ή αγκλάστρα
|
αιτία για να
κάνεις κάτι
|
Η αιτία κάποιου
κακού ή ο αίτιος.
Εγκαλώ:
καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον. Ετυμολ: πιθανολογώ από το «εγκαλώ».
Η φράση του
χωριού μας «πάαινε να με γκαλέσεις!», να με πας στο δικαστήριο,
ή αγκλάστρα
ήθελες!
|
εγκούλκιασε
|
το πολύ νερό,
το
πολύ φαϊ -
αναγούλιασε
|
Σταμάτησε το
νερό λόγω αδιεξόδου. Γουλιάζω = σταματώ το φαγητό, όταν το
δω πολύ. Γούλα
= λαιμαργία. «Κατεβάζει
η γούλα του»,
τρώει (βλ.: γουλιά-γουλιά). Επειδή γούλα είναι και ο οισοφάγος των πουλιών.
|
έγκραξε
|
έπεσε ένα
κομμάτι τοίχου ή χώματα
|
Κυρίως το
πηγάδι, το φλετρό. Εκ-ρηγνύω, έκκρηξη, σπάσιμο κομματιών του χώματος ή των
τοιχωμάτων του πηγαδιού.
|
έι ναί
|
όχι δα
|
Ναι, σιγά τώρα!
όχι δα. Από το «δεν είν’ έτσι» = εν’ειν έτσι = ε ειν’ε-(τσι).
|
εκακοφόρμησε
|
χειροτέρεψε
|
Κακή+φόρμα =
κακή όψη. Ιταλ.: forma =
όψη, σχήμα.
|
εκατέλησε
|
τόφαγε λίγο-λίγο
|
Καταλύω,
καταστρέφω, κατελώ.
|
εκατόρτε
|
πήρε την κάτω
βόλτα
|
Κάτω έρχομαι –
κάτω ήρτε = έπεσε η
υγειά του,
έσπασε η δύναμή του.
|
εκατούνιασε
|
τα έφαγε
καλά-καλά
|
Κατούνα είναι
και το κιβώτιο. Στις Φάνες δέσμη πολλών ρούχων, λέξη λατινική -ιταλική.
|
εκάτσιαρα
|
βάθυνα το
πηγάδι
|
Κατσέρω, ίσως
από το ιταλ.: cacciare = κυνηγώ. Επιδιώκω το βάθος σε πηγάδι.
|
εκέντησα
|
άναψα το
φούρνο, το τζάκι, … το σπίτι κ.λ.π.
|
Άναψε ή κέντησε
το φούρνο. Κεντά ο
ήλιος, δηλ.
θερμαίνει πολύ. Τρυπάει πολύ
η ζέστη, αλλά
και κέντημα. Κεντώ =
τρυπώ, ξανάβω,
καίω.
|
εκλειοστόμιασε
|
έκλεισε το
στόμα
|
Κλείω το στόμα
= δεν τρώγω.
|
εκλώσαν (τα ’ντερα)
|
ανακατώθηκα
|
Στεναχωρήθηκα.
Ρήμα: κλώθω.
|
εκοίτταρε
|
έπεσε
|
«Εκοίτταρε η
σιδερένια παγίδα» = έπεσε
ο μοχλός, το
γλωσσί που την κρατούσε.
Η λέξη είναι
ηχοποίητη από τον κρότο
που κάνει η
φάκα.
|
εκόκκιασε
|
δεν κόβει
|
Εκόκκιασε το
μαχαίρι = δεν κόβει. Κοκκιάζω το ξύλο = του κάνω τομές – κόκκες! Ιταλ.: cocca (κόκκα), τσάκιση παντελονιού με το σίδερο.
|
εκουκκουλτώχ-χηκε
|
σκεπάστηκε
|
Κουκκουλώνω =
σκεπάζω ή βρίσκομαι
σαν μέσα στο
κουκκούλι. Λέξη ξένη, cuculla = κουκούλι.
|
εκουλτουρκιά-στηκε
|
ξάπλωσε
|
Κουλουριάστηκε,
κοιμήθηκε – Πήγαινε
να γίνεις
κουλούρι - όπως συμβαίνει στο φίδι που κοιμάται.
|
εκουτσονεφρί-στηκα
|
έπεσαν τα νεφρά
μου
|
Κουτσονεφρίζομαι,
κουράζομαι πολύ στη μέση. Νεφρά στις Φάνες = και η πλάτη.
|
εκρύπαρε
|
έσκασε, έσπασε
|
έκανε πολύ
θόρυβο, έκανε μπαμ. Θα κριπάρω = θα σκάσω (ιταλ.: crepare = εκρήγνυμαι).
|
εκύζντησε
|
έσκασε χωρίς
ανάσα
|
Τουρκ. λέξη,
κιζντίζω κάποιον, τον προκαλώ, τον κάνω να νευριάσει, τον πειράζω.
|
ελάμπασα
|
ξαφνιάστηκα
|
Λάμπω, λαμπάζω
= είμαι ξεφνιασμένος
από το φως ή
από κάτι που απέκτησα
(βλ.: λαμπάδα).
|
ελάργκιεψε
|
πήγε πιο μακριά
|
Απομακρύνθηκε.
Αλαργεύω. Ιταλ.: alla larga = πάω ανοικτά στο πέλαγος.
|
ελιμπίστηκα
|
μου αρέσει κάτι
πάρα πολύ
|
Πολύ ζήλεψα και
επεθύμησα. Αρχ.: λιμβίζομαι = μου αρέσει πολύ. Λιμβός = λαίμαργος. Libido = επιθυμία.
|
ελτεμές
|
αφρόκρεμα
|
Ελλεμές,
διαλεκτός (τουρκ. λέξη).
|
έλτι-πέττι
|
πού θα μου πάει
|
Ίσως κάποτε
(τουρκ.: elbette). Θα’ ρθει
ο καιρός, η
σειρά μας!
|
ελύμαξα
|
πείνασα πολύ
|
Αρχ. λιμώττω =
πάσχω από πείνα. Λιμός = πείνα. Φράση: «κάνει σα λιμασμένος».
|
ελυσοντέρκιασε
|
φοβήθηκε
|
Λύθηκαν τα
έντερά του, ή τα ήπατα του.
|
εμακκελτοκό-πηκε
|
κόπηκε με το
μαχαίρι,
σφάχτηκε
|
Μακελειό =
σφαγή, σκοτωμός, μακελλεύω, μάκελλον. Ιταλ.: macellum = Μακελειό.
|
εμαχίστηκα (κάποιον)
|
μπούχτησα
|
Τον βαρέθηκα,
τον μισώ. Αμάχη = συναίσθημα έχθρας, αμαχίζομαι = εχθρεύομαι (α+μάχη). Το α επιτείνει
τη σημασία της
«μάχης».
|
εμεχούκλιασε
|
μέθυσε
|
Μεθύω, μεθύσκω,
μεθώ, πολύ μεθουκλιάζω.
|
εμπατάλεψε
|
χάλασε
|
Έχασε την αξία.
Τούρκ.: battal = άχρηστος (μπαταλεύω).
|
εμπιαλτόχχηκε
|
απέβαλε μωρό
|
Πύελος είναι η
λεκάνη του σώματος. Εμπυελώθηκε – έπαθε ζημιά στην πύελο.
|
εμπούστα
|
κουτί μεταλλικό
|
Όπως το
«τάπερ». Ίσως από το impostare
= θέτω εντός,
ακουμπώ.
|
εμπρουμούτησα
|
σκόνταψα, έπεσα
μπροστά
|
Έπεσε με τη
μύτη. Μπρουμουτώ, εν+προ+μυττώ.
|
ενεργκιάστηκε
|
το ’βαλε στο
μάτι
|
Το επισκέπτεται
τακτικά για κακό σκοπό. Σαν να υπήρχε ρήμα «ενεργειάζομαι» = ενεργώ κάποια
πράξη.
|
ενέσανα
|
δροσίστηκα
|
Ανέπνευσα,
ανασαίνω " άνεση.
|
ενέτταρε
|
τελείωσε
|
Ιταλ.: nettero = καθαρίζω, netto = καθαρός,
σκέτος. Netto – schietto = καθαρός, αμιγής.
|
εντερέσκια
|
υποθέσεις
|
Ενδιαφέροντα.
Ιταλ.: interesso = ενδιαφέρον.
|
εντεροκόπηκε
|
φοβήθηκε
|
Εντερο-κόβομαι.
Κόπηκαν τα έντερα του.
|
εντερόλυσα
|
φοβήθηκα
|
Εντερολύνω.
«Εντελόρυσαν τα μέσα
μου» = φοβήθηκα
πολύ, τρόμαξα.
|
εντικόπηκε
|
σταμάτησε,
έκοψε
τη φόρα
|
Σταμάτησε τις
απειλές. Ρήμα:
αντι+κόπτομαι.
|
εντιπάργκιασε
|
επέμενε στη
γνώμη του
|
Αμετακίνητος,
θυμωμένος, στη θέση
του.
Αντί+παρα+τίθεμαι ή αντιποδάριασε, πάτησε πόδι.
|
εξαναστρόφεψε
|
έγινε ανάποδος
|
Έγινε
παράξενος, ανάποδος. Εξ-ανα-στρέφω. Ξανάστροφος άνθρωπος!
|
εξέκαμα
|
ξεκουράστηκα
|
Κουράστηκα,
αλλά και ανακουφίστηκα. Εξέκαμα από τον πόνο. Η λέξη αυτή έχει δίσημη
σημασία, καλή και κακή.
|
εξεμησχηλή-στηκε,
ή ξεμησχηλήζω
|
χτύπησε στα
σκέλη,
ή σχίστηκαν τα
σκέλη του
|
Χώρισε στα δύο
ή κτύπησε ή κινήθηκε με γρήγορους διασκελισμούς για να προλάβει.
Ξεμισχιλίζω =
ξεμισχιλώ = αποσπώ ένα κλωναράκι, ένα κλαδί από το φυτό ή από
το δένδρο για
να το φυτέψω (ξεμισκιλί).
Εκ-μισχι-λίζω
(ρίζα: μίσχος).
|
εξεμουτσουνί-στηκε
|
έσπασε τα
μούτρα του
|
Μούτσουνο = το
πρόσωπο. Βενετ.:
musona = προσωπίδα.
|
εξεμπουρντα-κιάστηκα
|
έφαγα τον
(αγλέορα), πάρα πολύ
|
Έφαγα τόσο
πολύ, που έγινα σαν μπούρδα, δηλ. σαν το σακκί! Μπούρδα = μεγάλο σακκί αλλά και η ανοησία.
|
εξενεμμίστηκα
|
ήρθα ξαφνικά
|
Φύτρωσα μπροστά
σας ξαφνικά. Νεμώ = φυτρώνω, ξεφυτρώνω (αρχ.: αναμύω).
|
εξεντερίστηκε
|
τού βγήκαν τα
έντερα
|
Εξ-εντερίζω.
|
εξεπούλκιασε
|
βγήκε απο
τ’αυγό
|
Εκ-πουλιάζω,
βγαίνω από τ’ αυγό ή φεύγω
από τη φωλιά,
γίνομαι πια πουλί, πετώ!
|
εξεσπιτόχχηκε
|
έχασε το σπίτι
του
|
Ξεσπιτώθηκε
(βγήκε από το σπίτι του).
|
εξετσίννισε
|
φύτρωσε, άνοιξε
το μάτι
|
Το φυτό/το
δέντρο πέταξε μάτι. Τσινώ = κλοτσώ, θυμώνω. Είμαι τσινισμένος =
είμαι
θυμωμένος.
|
εξέφεξε
|
άρχισε να
χαράζει
|
Ή, είναι πολύ
αδύνατος κάποιος (ξεφέγγω).
|
εξεχνουδκιάστη-κε
|
κοψομεσιάστηκε
|
Ξεχνουδιάζω, ξεχνούδιασμα:
κάτι έπαθε στη μέση και πονάει.
|
εξεχχήμανε
|
πέρασε ο θυμός
του
|
Εξεθύμανε.
|
έξηψα
|
αναψοκοκκίνησα
|
Τον εξάπτω,
αόρ. εξήψα, νιώθω πολλή ζέστη.
|
εξόν
|
εκτός
|
Είναι τύπος της
μετοχής εξόν με παρετυμολογία τού ‘έξω’.
|
εξορφάνεψε
|
έβγαλε το χώμα
από τα θεμέλια
|
Στερήθηκε κάτι.
Το σπίτι εξορφάνεψε στα
θεμέλια.
|
επαΐρντησα
|
αγανάκτησα πολύ
|
Αγανάκτησα,
κουράστηκα πολύ. «Παϊρντώ από τον πόνο» (τουρκ.: bayildim).
|
επαράκαμέστο
|
το παράκανες
|
Υπερέβης τα
όρια: παρακάμνω κάτι.
|
επαραμώρησε
|
τρελάθηκε
|
Τα’ χασε.
Παρα-μωρός, παραμωρίζω.
|
επαράοκε
|
κουράστηκε
|
Παρέδωκε,
κουράστηκε πολύ.
|
επαρίησε
|
τακτοποίησε
|
Ετακτοποίησε.
Ρήμα: παριίζω (παριίζουν
το σπίτι), ή
παριώ το σπίτι.
|
επατίκωσε
|
τη γέμισε καλά,
έφαγε καλά
|
Γέμισε καλά την
κοιλιά του. Πατικώνω =
το κάνω πάτο,
σπρώχνω μέσα μου το φαγητό.
|
επάττησα
|
πάτησα στις
λάσπες,
βούλιαξα
|
Παττίζω στις
λάσπες ή στα χρέη. Ρήμα: πατέω, αρχ.: περι-πατέω, περιπατώ. Αλλά και: παττίζω
ή είμαστε παττί = ισοπαλία, συμφωνήσαμε.
|
επεριδρομιάστη-κα
|
Έφαγα, πάρα
πολύ
|
«Έφαγα τον
περίδρομο», τρώω όσα έχει
το τραπέζι
κυκλικά, γύρω-γύρω.
|
επλατοχώρεψε
|
βρήκε μέρος και
άπλωσε
|
Έπιασε πλατύ
χώρο – έγινε τρανός, μεγάλος.
|
επόβγκιε
|
κουράστηκε πολύ
|
Ξεθεώθηκε,
επόβγκιε, απόδωσε, παρέδωσε
τον εαυτό του.
Αλλά και «επόβγκαλες»
από το: αποβγάλλω,
από-βγαίνω…
|
επογούλησε
|
τελείωσε τις
δουλειές του
|
Αποδουλώ =
σταματώ τις δουλειές. Στις Φάνες λένε: γουλεύω.
|
επογρομάχησε
|
ίδρωσε πολύ
|
Κατέβαλε μεγάλη
προσπάθεια. Από το: ιδρώ-μαχώ = μάχη με ιδρώτα.
|
επόθθησε
|
έσβησε η φωτιά
|
Απόθθησε,
έμεινε πέρα για πέρα άθθος, στάχτη.
|
επόκαμε
|
κουράστηκε
|
Αρχ. αποκάμνω,
αόρ.-Β΄ απέκαμε (βλ.: κάματος - μεροκάματο).
|
εποκάμμυσε
|
τον πήρε ο
ύπνος
|
Έκανε πως δεν
κατάλαβε. Αρχ.: αποκαμμύω - μύω = κλείνω τα μάτια (καμμυστός).
|
επόληκε
|
τελείωσε η
εκκλησία
|
Απέλυσε το
εκκλησίασμα. Από το: απολέλυκε. Απολύω = αφήνω κάποιον
να φύγει.
Παρακείμενος του: απολύω - απολέλυκα!
|
επόλτανε
|
έγινε πιό πολύ
|
Πολλαίνω =
πολλαπλασιάζω, αντίθετα: λτιαίνω =
ολιγαίνω!
|
επολώνεψα
|
τελείωσα τ’
αλώνι
|
Στη Ρόδο:
λωνεύω = λωνεύκω = αρχ.: αλωνίζω, αλώνι, λώνισμα του σταριού.
|
επονέβημε
|
βγήκα απ’ τα
ρούχα μου, μου μπήκε η ιδέα
|
Επεμβαίνω,
αόρ.-Β΄ επενέβην. Μπήκε
μέσα μου η
ιδέα, η απόφαση να πάρω
θέση, να
μιλήσω, να αντιδράσω.
|
επορεύτηκα
|
τα βόλεψα, εξυπηρετήθηκα
|
Πορεύομαι =
βρίσκω δρόμο…
|
επόσκεψάτο
|
επροφύλαξα
|
Έβαλα κάτι στον
ήσκιο, στη σκιά, στην απανεμιά.
|
επόσταρα
|
έστειλα μήνυμα,
γράμμα
|
Ταχυδρόμησα.
Ιταλ.: la posta = ταχυδρομείο.
|
εποσταφύλτισα
|
τελείωσα τον
τρύγο
|
Αποσταφυλίζω =
τελειώνω τον τρύγο.
|
εποστάχχηκε
|
κόπηκε η ανάσα
του
|
Αποστάθηκε η
αναπνοή, κόπηκε η ανάσα από την ανηφόρα ή το πολύ φαγητό.
|
εποστέλτωσα
|
έβαλα στύλους
|
Στελλώνω:
στήνομαι και περιμένω. Αρχ.: αποστυλώνω = στέκομαι, ως στύλος.
|
επόσωσα
|
έφτασα
|
Έφερα κάτι σε
πέρας, το τελείωσα: αποσώζω ή αποσώνω.
|
εποχύλωσα
|
φάρδυνα το
ύφασμα
|
Αποχυλώνω =
λειώνω πέρα για πέρα,
κάνω κάτι χυλό.
|
ερακούνισέντο
|
το έφαγε
|
Το ’φαγε με
ηχηρό δάγκωμα. Ταράζω+κουνώ = ρακουνώ ή αρχ.:
ρακόω-ώ =
ρακώνω.
|
έρκεψε
|
άρχισε
|
Έρκεψε και
μιλά…, ρκινώ ή ρκίνα να… διαβάζεις.
|
εσάβντισέντην
|
την γλύτωσε
|
Τουρκ.: savmakdim.
|
εσάχνιασε
|
του έδωσε πολύ
ξύλο
|
Σαχνιάστηκε =
έπαθε ζημιά στη μέση, δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Τον σάχνιασε στο ξύλο =
τον έδειρε πολύ. Σαχνός = τρυφερός, σύχω (σάχω) = κονιορτοποιώ, σαχνιάζω =
κάνω σκόνη κάποιον.
|
εσκλίωσε
|
μαλάκωσε τη
ζύμη με τα χέρια
|
«Εσκλίωσε η
ζύμη», γυάλισε η ζύμη,
είναι πια κατάλληλη
να πλαστεί το κουλούρι. Σκλιβώνω = διπλώνω-στρώνω, σκληρύνω, αρχ.: στιλβώνω,
γυαλίζω.
|
εσκορπολόησε-ντο
|
το πέταξε
|
Σκορπίζομαι ή
σκορπολοϊζομαι, σκορπώ+ λογίζομαι (σκορπάω). Αρχ.: σκορπίζω.
|
εστρούφηξα
|
στράβωσα, κάτι
δεν μου άρεσε
|
Στρουφίζω -
στροφή - στρέφω = αλλαγή κατεύθυνσης. Στρούφιξε = άλλαξε γνώμη, αντέδρασε,
γύρισε αντίθετα. Στρόφος = η αναστροφή. Στρούφιγκας = η στρόφιγγα.
|
εσυγκλήστη
|
ταρακουνήθηκε
|
Σεκλετίζομαι =
βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη. Siklet = βάρος, στενοχώρια.
|
εσυνόπαρε
|
τα μάζεψε κι
έφυγε
|
Συνοπαίρνω.
Συν+παίρνω = παίρνω μαζί μου (συν+από+αίρω).
|
εσφόγγισα
|
καθάρισα
|
Σπογγίζω =
καθαρίζω με σπόγγο. Αρχ.: σπόγγος = το
σφουγγάρι.
|
ετακκίμιασε
|
έκανε ταίρι
|
Τουρκ.: takim = φορεσιά,
κάτι το όμοιο.
|
εταραχίστηκα
|
αγανάκτησα
|
αγανάκτησα,
κατακυριεύτηκα από ταραχή, ταραχίζομαι.
|
ετρομαλτίστη-κα
|
ανατρίχιασα
|
Τρομαλίζομαι =
ανατριχιάζω, Νιώθω ένα παράξενο αίσθημα αποστροφής (τρέμω - τρόμος).
|
ετρουλτόφτιασε
|
τέντωσε τ’
αυτιά του
|
Κάνω τα αφτιά
μου τρούλλο, για να ακούσω, όπως ο γαΐδαρος!
|
ετσιλτάρισέν-τον
|
το έκανε λειώμα
|
Τον έκαμε
τσίλτα, αρχ. ρήμα τιλέω-ώ = κάνω υδαρή κόπρανα. Τίλημα
= κοπριά
των πουλιών =
τσίλημα. Κοτοτίλησε – κοτοτιλία = κουτσουλιά. «Κουτσουλώ»
(το αμπέλι).
Κόβω βλαστούς. Το προ. -κουτσο- σημαίνει αφαιρώ κάτι. Π.χ.: κουτσο-πίνω, τα
κουτσο-φέρνω.
|
ετσουροκάηκα
|
κάηκα πολύ
|
Τσουρο-καίω,
τσουρου-φλίζω.
|
εφαλτόκοψέ-ντον
|
του έκοψε τον
οφάλιο λώρο
|
Αφαλοκόβω,
ομφαλοκόπτω.
|
εφλόμωσα
|
εστόμωσα
|
Φλομώνω κάποιον,
τον κάνω να κουραστεί. Φλόμος = ναρκωτικό.
|
εφουρκίστηκε
|
πνίγηκε με το
σχοινί
|
Φούρκα είναι
και ο θυμός. Λατ.: furca =
η Αγχόνη, έγινε
βούρκα = εθύμωσε. Και
το δικό μας γιφούρκι
που χρησιμοποιούν στον φούρνο (σωστά: διφούρκι).
|
εφουρτούκλωσε
|
ζάρωσε
|
Φουρδουκλώνω ή
περδουκλώνω = λέω
κάτι όχι
καθαρά, τα μπερδεύω σκόπιμα.
|
εφτός
|
αυτός
|
Επειδή λέμε
ε-κείνος, λέχθηκε και ευτός. Εγώ, Εσύ, Ευτός, εκείνος!
|
έφτω
|
ανάβω
|
Άπτω = ανάβω.
|
εχερουλκιάστη-κα
|
τόπιασα με το
χέρι
|
Χερουλιάζω, αδράχνω, χουφτιάζω.
|
εχολόσκασα
|
πικράθηκα πολύ
|
Λυπήθηκα (μη χολοσκάς!) Χολή+σκάω.
Χολιάζω =
πικραίνομαι. Βλ.: μη χολιάζεις!
Μη χολοσκάς!
Χολή = πικράδα, λύπη.
|
εχτίκιασε
|
αρρώστησε
βαριά,
φθισικός
|
Έπεσε αρρώστια,
χτικιό, δηλ. φυματίωση, φθίση. Ο χτικιάρης = ο φθισικός (φθικιό - χτικιό).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου