Αλλαγή πλεύσης του Ιστολογίου “ΡΟΔΟΣυλλέκτης”

Το Ιστολόγιο του ΡΟΔΟΣυλλέκτη, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τον τόπο τους… εδώ είναι λοιπόν και περιμένει τα δελτία για τις εκδηλώσεις και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων αλλά και ότι αφορά τον τόπο μας – ακόμα και την πολιτική… Το Email μας είναι: r.telxinas@yahoo.gr

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Λέξεις: Φανενή φωνητική-γλωσσική παράδοση (Δ δέλτα Ε έψιλον) Μέρος 4ο


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα. 
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς. 
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.


Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία:                    αρχ.                                          Βλέπε:              βλ.
Τουρκικά:                 τουρκ.                                       Δηλαδή:            δηλ.
Λατινικά:                   λατ.                                           Παράβαλλε:        πρβλ.
Ιταλικά:                     ιταλ.                                          Λεξικό:  λεξ.
Αραβικά:                   αραβ.                                        Σελίδα:  σελ.
Βυζαντινά:                 βυζαν.                                       Πρόθεμα:           προθ.
Σλαβικά:                    σλαβ.                                       Ετυμολογία:       ετυμολ.
Βενετικά:                   βενετ.                                       Μεταφορικά:      μεταφ.
Αγγλικά:                    αγγλ.
Ρουμάνικα:                ρουμ.
Γαλλικά:                    γαλλ.

Δ (δέλτα):
διαμπλάζω
διασκορπίζω
Δια+εν+πλάσσω.
δκιάλα,
δκιαλίστρα
χτένα
Διαλίζω τα μαλλιά μου = χτενίζω. Ίσως
από το διαλύω, που σημαίνει και «χωρίζω». Η διάλα = το όργανο χτενίσματος, τύπος υποχωρητικός, κατά τη γλωσσολογία.
δκιαλοούμαι
αναρωτιέμαι
Σκέπτομαι, αναρωτιέμαι, διαλογίζομαι, διαλογούμαι.
δκιάφη (η)
θειάφι
Το θείον.
δκιό
δύο
Δύο - δκυό, π.χ. σχολείο - σχολκειο.
Ε (έψιλον):
εβά
εδώ
Εδώ δα – εδά, εβά ή εβανά.
εβούργκιανε
ζάλισε το κεφάλι μας
Εβούργκιανε τ’ αβκό ή εβούργκιανε τ’ αφτιά μου. Βουργιάζω = κλουβιάζω.
Αρχ.: ούριον ωόν = επωασμένο!
εβραστολόησα
ζεστάθηκα
Βραστολογώ = ζω τη ζεστασιά, τη
θαλπωρή γύρω μου.
εβυζάκωσε
κόλλησε σα βδέλλα
Βυζακώνω, από το: βυζαίνω, όπως κολλά
το βρέφος στο βυζί – βυζάω – βυζακώνω.
εγιπλοπόδγκια-σε
κάθισε σταυροπόδι
Εκάθισε καλά, τάχα για να φάει –
διπλοπόδι γύρω από το σινί…
εγκλάστρα ή αγκλάστρα
αιτία για να κάνεις κάτι
Η αιτία κάποιου κακού ή ο αίτιος.
Εγκαλώ: καταγγέλλω, κατηγορώ κάποιον. Ετυμολ: πιθανολογώ από το «εγκαλώ».
Η φράση του χωριού μας «πάαινε να με γκαλέσεις!», να με      πας στο δικαστήριο,
ή αγκλάστρα ήθελες!
εγκούλκιασε
το πολύ νερό, το
πολύ φαϊ - αναγούλιασε

Σταμάτησε το νερό λόγω αδιεξόδου. Γουλιάζω = σταματώ το φαγητό, όταν το
δω πολύ. Γούλα = λαιμαργία. «Κατεβάζει
η γούλα του», τρώει (βλ.: γουλιά-γουλιά). Επειδή γούλα είναι και ο οισοφάγος των πουλιών.
έγκραξε
έπεσε ένα κομμάτι τοίχου ή χώματα
Κυρίως το πηγάδι, το φλετρό. Εκ-ρηγνύω, έκκρηξη, σπάσιμο κομματιών του χώματος ή των τοιχωμάτων του πηγαδιού.
έι ναί
όχι δα
Ναι, σιγά τώρα! όχι δα. Από το «δεν είν’ έτσι» = εν’ειν έτσι = ε ειν’ε-(τσι).
εκακοφόρμησε
χειροτέρεψε
Κακή+φόρμα = κακή όψη. Ιταλ.: forma =
όψη, σχήμα.
εκατέλησε
τόφαγε λίγο-λίγο
Καταλύω, καταστρέφω, κατελώ.
εκατόρτε
πήρε την κάτω βόλτα
Κάτω έρχομαι – κάτω ήρτε = έπεσε η
υγειά του, έσπασε η δύναμή του.
εκατούνιασε
τα έφαγε καλά-καλά
Κατούνα είναι και το κιβώτιο. Στις Φάνες δέσμη πολλών ρούχων, λέξη λατινική -ιταλική.
εκάτσιαρα
βάθυνα το πηγάδι
Κατσέρω, ίσως από το ιταλ.: cacciare = κυνηγώ. Επιδιώκω το βάθος σε πηγάδι.
εκέντησα
άναψα το φούρνο, το τζάκι, … το σπίτι κ.λ.π.
Άναψε ή κέντησε το φούρνο. Κεντά ο
ήλιος, δηλ. θερμαίνει πολύ. Τρυπάει πολύ
η ζέστη, αλλά και κέντημα. Κεντώ =
τρυπώ, ξανάβω, καίω.
εκλειοστόμιασε
έκλεισε το στόμα
Κλείω το στόμα = δεν τρώγω.
εκλώσαν (τα ’ντερα)
ανακατώθηκα
Στεναχωρήθηκα. Ρήμα: κλώθω.
εκοίτταρε
έπεσε
«Εκοίτταρε η σιδερένια παγίδα» = έπεσε
ο μοχλός, το γλωσσί που την κρατούσε.
Η λέξη είναι ηχοποίητη από τον κρότο
που κάνει η φάκα.
εκόκκιασε
δεν κόβει
Εκόκκιασε το μαχαίρι = δεν κόβει. Κοκκιάζω το ξύλο = του κάνω τομές – κόκκες! Ιταλ.: cocca (κόκκα), τσάκιση παντελονιού με το σίδερο.
εκουκκουλτώχ-χηκε
σκεπάστηκε
Κουκκουλώνω = σκεπάζω ή βρίσκομαι
σαν μέσα στο κουκκούλι. Λέξη ξένη, cuculla = κουκούλι.
εκουλτουρκιά-στηκε
ξάπλωσε
Κουλουριάστηκε, κοιμήθηκε – Πήγαινε
να γίνεις κουλούρι - όπως συμβαίνει στο φίδι που κοιμάται.
εκουτσονεφρί-στηκα
έπεσαν τα νεφρά μου
Κουτσονεφρίζομαι, κουράζομαι πολύ στη μέση. Νεφρά στις Φάνες = και η πλάτη.
εκρύπαρε
έσκασε, έσπασε
έκανε πολύ θόρυβο, έκανε μπαμ. Θα κριπάρω = θα σκάσω (ιταλ.: crepare = εκρήγνυμαι).
εκύζντησε
έσκασε χωρίς ανάσα
Τουρκ. λέξη, κιζντίζω κάποιον, τον προκαλώ, τον κάνω να νευριάσει, τον πειράζω.
ελάμπασα
ξαφνιάστηκα
Λάμπω, λαμπάζω = είμαι ξεφνιασμένος
από το φως ή από κάτι που απέκτησα
(βλ.: λαμπάδα).
ελάργκιεψε
πήγε πιο μακριά
Απομακρύνθηκε. Αλαργεύω. Ιταλ.: alla larga = πάω ανοικτά στο πέλαγος.
ελιμπίστηκα
μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
Πολύ ζήλεψα και επεθύμησα. Αρχ.: λιμβίζομαι = μου αρέσει πολύ. Λιμβός = λαίμαργος. Libido = επιθυμία.
ελτεμές
αφρόκρεμα
Ελλεμές, διαλεκτός (τουρκ. λέξη).
έλτι-πέττι
πού θα μου πάει
Ίσως κάποτε (τουρκ.: elbette). Θα’ ρθει
ο καιρός, η σειρά μας!
ελύμαξα
πείνασα πολύ
Αρχ. λιμώττω = πάσχω από πείνα. Λιμός = πείνα. Φράση: «κάνει σα λιμασμένος».
ελυσοντέρκιασε
φοβήθηκε
Λύθηκαν τα έντερά του, ή τα ήπατα του.
εμακκελτοκό-πηκε
κόπηκε με το μαχαίρι,
σφάχτηκε
Μακελειό = σφαγή, σκοτωμός, μακελλεύω, μάκελλον. Ιταλ.: macellum = Μακελειό.
εμαχίστηκα (κάποιον)
μπούχτησα
Τον βαρέθηκα, τον μισώ. Αμάχη = συναίσθημα έχθρας, αμαχίζομαι = εχθρεύομαι (α+μάχη). Το α επιτείνει
τη σημασία της «μάχης».
εμεχούκλιασε
μέθυσε
Μεθύω, μεθύσκω, μεθώ, πολύ μεθουκλιάζω.
εμπατάλεψε
χάλασε
Έχασε την αξία. Τούρκ.: battal = άχρηστος (μπαταλεύω).
εμπιαλτόχχηκε
απέβαλε μωρό
Πύελος είναι η λεκάνη του σώματος. Εμπυελώθηκε – έπαθε ζημιά στην πύελο.
εμπούστα
κουτί μεταλλικό
Όπως το «τάπερ». Ίσως από το impostare
= θέτω εντός, ακουμπώ.
εμπρουμούτησα
σκόνταψα, έπεσα μπροστά
Έπεσε με τη μύτη. Μπρουμουτώ, εν+προ+μυττώ.
ενεργκιάστηκε

το ’βαλε στο μάτι
Το επισκέπτεται τακτικά για κακό σκοπό. Σαν να υπήρχε ρήμα «ενεργειάζομαι» = ενεργώ κάποια πράξη.
ενέσανα
δροσίστηκα
Ανέπνευσα, ανασαίνω " άνεση.
ενέτταρε
τελείωσε
Ιταλ.: nettero = καθαρίζω, netto = καθαρός, σκέτος. Nettoschietto = καθαρός, αμιγής.
εντερέσκια
υποθέσεις
Ενδιαφέροντα. Ιταλ.: interesso = ενδιαφέρον.
εντεροκόπηκε
φοβήθηκε
Εντερο-κόβομαι. Κόπηκαν τα έντερα του.
εντερόλυσα
φοβήθηκα
Εντερολύνω. «Εντελόρυσαν τα μέσα
μου» = φοβήθηκα πολύ, τρόμαξα.
εντικόπηκε
σταμάτησε, έκοψε
τη φόρα
Σταμάτησε τις απειλές. Ρήμα:
αντι+κόπτομαι.
εντιπάργκιασε
επέμενε στη γνώμη του
Αμετακίνητος, θυμωμένος, στη θέση
του. Αντί+παρα+τίθεμαι ή αντιποδάριασε, πάτησε πόδι.
εξαναστρόφεψε
έγινε ανάποδος
Έγινε παράξενος, ανάποδος. Εξ-ανα-στρέφω. Ξανάστροφος άνθρωπος!
εξέκαμα
ξεκουράστηκα
Κουράστηκα, αλλά και ανακουφίστηκα. Εξέκαμα από τον πόνο. Η λέξη αυτή έχει δίσημη σημασία, καλή και κακή.
εξεμησχηλή-στηκε,
ή ξεμησχηλήζω
χτύπησε στα σκέλη,
ή σχίστηκαν τα σκέλη του
Χώρισε στα δύο ή κτύπησε ή κινήθηκε με γρήγορους διασκελισμούς για να προλάβει.
Ξεμισχιλίζω = ξεμισχιλώ = αποσπώ ένα κλωναράκι, ένα κλαδί από το φυτό ή από
το δένδρο για να το φυτέψω (ξεμισκιλί).
Εκ-μισχι-λίζω (ρίζα: μίσχος).
εξεμουτσουνί-στηκε
έσπασε τα μούτρα του
Μούτσουνο = το πρόσωπο. Βενετ.:
musona = προσωπίδα.
εξεμπουρντα-κιάστηκα
έφαγα τον (αγλέορα), πάρα πολύ
Έφαγα τόσο πολύ, που έγινα σαν μπούρδα, δηλ. σαν το σακκί!  Μπούρδα = μεγάλο σακκί αλλά και η ανοησία.
εξενεμμίστηκα
ήρθα ξαφνικά
Φύτρωσα μπροστά σας ξαφνικά. Νεμώ = φυτρώνω, ξεφυτρώνω (αρχ.: αναμύω).
εξεντερίστηκε
τού βγήκαν τα έντερα
Εξ-εντερίζω.
εξεπούλκιασε
βγήκε απο τ’αυγό
Εκ-πουλιάζω, βγαίνω από τ’ αυγό ή φεύγω
από τη φωλιά, γίνομαι πια πουλί, πετώ!
εξεσπιτόχχηκε
έχασε το σπίτι του
Ξεσπιτώθηκε (βγήκε από το σπίτι του).
εξετσίννισε
φύτρωσε, άνοιξε το μάτι
Το φυτό/το δέντρο πέταξε μάτι. Τσινώ = κλοτσώ, θυμώνω. Είμαι τσινισμένος =
είμαι θυμωμένος.
εξέφεξε
άρχισε να χαράζει
Ή, είναι πολύ αδύνατος κάποιος (ξεφέγγω).
εξεχνουδκιάστη-κε
κοψομεσιάστηκε
Ξεχνουδιάζω, ξεχνούδιασμα: κάτι έπαθε στη μέση και πονάει.
εξεχχήμανε
πέρασε ο θυμός του
Εξεθύμανε.
έξηψα
αναψοκοκκίνησα
Τον εξάπτω, αόρ. εξήψα, νιώθω πολλή ζέστη.
εξόν
εκτός
Είναι τύπος της μετοχής εξόν με παρετυμολογία τού ‘έξω’.
εξορφάνεψε
έβγαλε το χώμα από τα θεμέλια
Στερήθηκε κάτι. Το σπίτι εξορφάνεψε στα
θεμέλια.
επαΐρντησα
αγανάκτησα πολύ
Αγανάκτησα, κουράστηκα πολύ. «Παϊρντώ από τον πόνο» (τουρκ.: bayildim).
επαράκαμέστο
το παράκανες
Υπερέβης τα όρια: παρακάμνω κάτι.
επαραμώρησε
τρελάθηκε
Τα’ χασε. Παρα-μωρός, παραμωρίζω.
επαράοκε
κουράστηκε
Παρέδωκε, κουράστηκε πολύ.
επαρίησε
τακτοποίησε
Ετακτοποίησε. Ρήμα: παριίζω (παριίζουν
το σπίτι), ή παριώ το σπίτι.
επατίκωσε
τη γέμισε καλά, έφαγε καλά
Γέμισε καλά την κοιλιά του. Πατικώνω =
το κάνω πάτο, σπρώχνω μέσα μου το φαγητό.
επάττησα
πάτησα στις λάσπες,
βούλιαξα
Παττίζω στις λάσπες ή στα χρέη. Ρήμα: πατέω, αρχ.: περι-πατέω, περιπατώ. Αλλά και: παττίζω ή είμαστε παττί = ισοπαλία, συμφωνήσαμε.
επεριδρομιάστη-κα
Έφαγα, πάρα πολύ
«Έφαγα τον περίδρομο», τρώω όσα έχει
το τραπέζι κυκλικά, γύρω-γύρω.
επλατοχώρεψε
βρήκε μέρος και άπλωσε
Έπιασε πλατύ χώρο – έγινε τρανός, μεγάλος.
επόβγκιε
κουράστηκε πολύ
Ξεθεώθηκε, επόβγκιε, απόδωσε, παρέδωσε
τον εαυτό του. Αλλά και «επόβγκαλες»
από το: αποβγάλλω, από-βγαίνω…
επογούλησε
τελείωσε τις δουλειές του
Αποδουλώ = σταματώ τις δουλειές. Στις Φάνες λένε: γουλεύω.
επογρομάχησε
ίδρωσε πολύ
Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. Από το: ιδρώ-μαχώ = μάχη με ιδρώτα.
επόθθησε
έσβησε η φωτιά
Απόθθησε, έμεινε πέρα για πέρα άθθος, στάχτη.
επόκαμε
κουράστηκε
Αρχ. αποκάμνω, αόρ.-Β΄ απέκαμε (βλ.: κάματος - μεροκάματο).
εποκάμμυσε
τον πήρε ο ύπνος
Έκανε πως δεν κατάλαβε. Αρχ.: αποκαμμύω - μύω = κλείνω τα μάτια (καμμυστός).
επόληκε
τελείωσε η εκκλησία
Απέλυσε το εκκλησίασμα. Από το: απολέλυκε. Απολύω = αφήνω κάποιον
να φύγει. Παρακείμενος του: απολύω - απολέλυκα!
επόλτανε
έγινε πιό πολύ
Πολλαίνω = πολλαπλασιάζω, αντίθετα: λτιαίνω  = ολιγαίνω!
επολώνεψα
τελείωσα τ’ αλώνι
Στη Ρόδο: λωνεύω = λωνεύκω = αρχ.: αλωνίζω, αλώνι, λώνισμα του σταριού.
επονέβημε
βγήκα απ’ τα ρούχα μου, μου μπήκε η ιδέα
Επεμβαίνω, αόρ.-Β΄ επενέβην. Μπήκε
μέσα μου η ιδέα, η απόφαση να πάρω
θέση, να μιλήσω, να αντιδράσω.
επορεύτηκα
τα βόλεψα, εξυπηρετήθηκα
Πορεύομαι = βρίσκω δρόμο…
επόσκεψάτο
επροφύλαξα
Έβαλα κάτι στον ήσκιο, στη σκιά, στην απανεμιά.
επόσταρα
έστειλα μήνυμα, γράμμα
Ταχυδρόμησα. Ιταλ.: la posta = ταχυδρομείο.
εποσταφύλτισα
τελείωσα τον τρύγο
Αποσταφυλίζω = τελειώνω τον τρύγο.
εποστάχχηκε
κόπηκε η ανάσα του
Αποστάθηκε η αναπνοή, κόπηκε η ανάσα από την ανηφόρα ή το πολύ φαγητό.
εποστέλτωσα
έβαλα στύλους
Στελλώνω: στήνομαι και περιμένω. Αρχ.: αποστυλώνω = στέκομαι, ως στύλος.
επόσωσα
έφτασα
Έφερα κάτι σε πέρας, το τελείωσα: αποσώζω ή αποσώνω.
εποχύλωσα
φάρδυνα το ύφασμα
Αποχυλώνω = λειώνω πέρα για πέρα,
κάνω κάτι χυλό.
ερακούνισέντο
το έφαγε
Το ’φαγε με ηχηρό δάγκωμα. Ταράζω+κουνώ = ρακουνώ ή αρχ.:
ρακόω-ώ = ρακώνω.
έρκεψε
άρχισε
Έρκεψε και μιλά…, ρκινώ ή ρκίνα να… διαβάζεις.
εσάβντισέντην
την γλύτωσε
Τουρκ.: savmakdim.
εσάχνιασε
του έδωσε πολύ ξύλο
Σαχνιάστηκε = έπαθε ζημιά στη μέση, δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Τον σάχνιασε στο ξύλο = τον έδειρε πολύ. Σαχνός = τρυφερός, σύχω (σάχω) = κονιορτοποιώ, σαχνιάζω = κάνω σκόνη κάποιον.
εσκλίωσε
μαλάκωσε τη ζύμη με τα χέρια
«Εσκλίωσε η ζύμη», γυάλισε η ζύμη,
είναι πια κατάλληλη να πλαστεί το κουλούρι. Σκλιβώνω = διπλώνω-στρώνω, σκληρύνω, αρχ.: στιλβώνω, γυαλίζω.
εσκορπολόησε-ντο
το πέταξε
Σκορπίζομαι ή σκορπολοϊζομαι, σκορπώ+ λογίζομαι (σκορπάω). Αρχ.: σκορπίζω.
εστρούφηξα
στράβωσα, κάτι δεν μου άρεσε
Στρουφίζω - στροφή - στρέφω = αλλαγή κατεύθυνσης. Στρούφιξε = άλλαξε γνώμη, αντέδρασε, γύρισε αντίθετα. Στρόφος = η αναστροφή. Στρούφιγκας = η στρόφιγγα.
εσυγκλήστη
ταρακουνήθηκε
Σεκλετίζομαι = βρίσκομαι σε μεγάλη ανάγκη. Siklet = βάρος, στενοχώρια.
εσυνόπαρε
τα μάζεψε κι έφυγε
Συνοπαίρνω. Συν+παίρνω = παίρνω μαζί μου (συν+από+αίρω).
εσφόγγισα
καθάρισα
Σπογγίζω = καθαρίζω με σπόγγο. Αρχ.: σπόγγος = το σφουγγάρι.
ετακκίμιασε
έκανε ταίρι
Τουρκ.: takim = φορεσιά, κάτι το όμοιο.
εταραχίστηκα
αγανάκτησα
αγανάκτησα, κατακυριεύτηκα από ταραχή, ταραχίζομαι.
ετρομαλτίστη-κα
ανατρίχιασα
Τρομαλίζομαι = ανατριχιάζω, Νιώθω ένα παράξενο αίσθημα αποστροφής (τρέμω - τρόμος).
ετρουλτόφτιασε
τέντωσε τ’ αυτιά του
Κάνω τα αφτιά μου τρούλλο, για να ακούσω, όπως ο γαΐδαρος!
ετσιλτάρισέν-τον
το έκανε λειώμα
Τον έκαμε τσίλτα, αρχ. ρήμα τιλέω-ώ = κάνω υδαρή κόπρανα. Τίλημα = κοπριά
των πουλιών = τσίλημα. Κοτοτίλησε – κοτοτιλία = κουτσουλιά. «Κουτσουλώ»
(το αμπέλι). Κόβω βλαστούς. Το προ. -κουτσο- σημαίνει αφαιρώ κάτι. Π.χ.: κουτσο-πίνω, τα κουτσο-φέρνω.
ετσουροκάηκα
κάηκα πολύ
Τσουρο-καίω, τσουρου-φλίζω.
εφαλτόκοψέ-ντον
του έκοψε τον οφάλιο λώρο
Αφαλοκόβω, ομφαλοκόπτω.
εφλόμωσα
εστόμωσα
Φλομώνω κάποιον, τον κάνω να κουραστεί. Φλόμος = ναρκωτικό.
εφουρκίστηκε
πνίγηκε με το σχοινί
Φούρκα είναι και ο θυμός. Λατ.: furca =
η Αγχόνη, έγινε βούρκα = εθύμωσε. Και
το δικό μας γιφούρκι που χρησιμοποιούν στον φούρνο (σωστά: διφούρκι).
εφουρτούκλωσε
ζάρωσε
Φουρδουκλώνω ή περδουκλώνω = λέω
κάτι όχι καθαρά, τα μπερδεύω σκόπιμα.
εφτός
αυτός
Επειδή λέμε ε-κείνος, λέχθηκε και ευτός. Εγώ, Εσύ, Ευτός, εκείνος!
έφτω
ανάβω
Άπτω = ανάβω.
εχερουλκιάστη-κα
τόπιασα με το χέρι
Χερουλιάζω, αδράχνω, χουφτιάζω.
εχολόσκασα
πικράθηκα πολύ
Λυπήθηκα  (μη χολοσκάς!)  Χολή+σκάω.
Χολιάζω = πικραίνομαι. Βλ.: μη χολιάζεις!
Μη χολοσκάς! Χολή = πικράδα, λύπη.
εχτίκιασε
αρρώστησε βαριά,
φθισικός
Έπεσε αρρώστια, χτικιό, δηλ. φυματίωση, φθίση. Ο χτικιάρης = ο φθισικός (φθικιό - χτικιό).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 1ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 2ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 3ο μέρος.

Η Ρόδος επί Ιταλοκρατίας 1920 – 1940

Εγω σωπαίνω....Φτύνω!!!

Μου μιλούν για δικαιοσύνη....οι δικαστές, Μου μιλούν για ηθική...οι αγύρτες, Μου μιλούν για ζωή...οι δολοφόνοι, Μου μιλούν για όνειρα...οι έμποροι, Μου μιλούν για ισότητα...τα αφεντικά, Μου μιλούν για φαντασία...οι υπάλληλοι, Μου μιλούν για ανθρωπιά...οι στρατοκράτες, Εγω σωπάινω....Φτύνω.


ΡΟΔΟΣυλλέκτης: e-mail r.telxinas@yahoo.gr
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στον ΝΕΟ ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://rouvim.blogspot.com

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: http://rouvim.blogspot.com/
ΚΡΗΤΗΝΙΑ: http://www.kritinia.gr/
ΙΣΤΡΙΟΣ: http://istrio.blogspot.com/
ΣΟΡΩΝΗ: http://www.ampernalli.gr/
Dj news: http://fanenos.blogspot.com/
ΠΑΛΜΟΣ: http://www.palmos-fm.gr/
ΕΚΟΦΙΛΜ: http://www.ecofilms.gr/
ΡΑΔΙΟ1: http://www.radio1.gr/
http://www.ksipnistere.blogspot.com/
ΣΦΕΝΤΟΝΑ: http://gipas.blogspot.com/
ΡΟΔΟΣυλλέκτης: http://www.rodosillektis.com/
Η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ρόδου: http://opsrodou.gr/
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: http://www.hamogelo.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ: http://rodosillektis.blogspot.gr/
Ιστοσελίδα του ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://www.rodosillektis.com/
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: http://www.pnai.gov.gr
ΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥ: http://www.rodos.gr/el/

Αρχειοθήκη ιστολογίου