Μια σειρά με θαυμάσια κείμενα εμπλουτισμένα με φωτογραφίες,
για τη ζωή τον περασμένο αιώνα στη Βιλλανόβα (Παραδείσι) γραμμένα από τη
φιλόλογο κ. Ευαγγελία Μ. Παναή.
Επόληκεν η εκκλησκιά (της φιλολόγου κ. Ευαγγελίας Μ.
Παναή) Μέρος δεύτερο
22-12-2017 Αγαπημένοι μου Φίλοι, μέσα στο γιορτινό πνεύμα
των ημερών, ορίστε και το 2ο μέρος από την εργασία μου, όπως σας είχα υποσχεθεί
χθες, δώρο για όλους Εσάς, μαζί με την αγάπη και τις θερμές ευχές μου!
Απολαύστε το!
"Επόληκεν η εκκλησκιά...
κι ήρτασιν οι Κυργκιακάσιμες χαρές!"
Αναμνήσεις από το Παραδείσι, που θα μπορούσαν να είναι από κάθε χωριό...
Μέρος δεύτερο
Καθ' οδόν από την "εκκλησκιά" προς το σπίτι
όμως, (στις δεκαετίες 1960-1970), τρεις-τρεις οι... πειρασμοί περίμεναν τα
παιδιά: πρώτα, "τα γραμύθκια" (οι καρποί "της γραμυθκιάς",
του δέντρου τερέβυνθος), "τα λουμπούννια" (τα λούπινα) και "τα
μηλαράκια της Μαργκιάς"!... Και παρακάτω, "το
παγωτατζήδικο-γλυκατζήδικο του Πολοιφαδγκιού", με τις μπουγάτσες του, τα
παστάκια του και το παγωτό του, ανάλογα με την εποχή πάλι!...
"Η Μαργκιά"(Μαρία), όπως την ξέραμε όλοι οι πιτσιρικάδες, που ήταν
Σεβαστή στην πραγματικότητα, αλλά "κληρονόμησε" το όνομα από την μάνα
της, ήταν μια συμπαθητική γριούλα - γριούλες έτσι κι αλλιώς μας φαινόταν τότε,
όλες οι μεγάλες γυναίκες με τα "σκουφομάντηλα"(το μαντήλι από λευκό
"τουλουπάννι" που φορούσαν οι γυναίκες τυλιγμένο με ειδικό τρόπο στο
κεφάλι τους, μέσα από το χρωματιστό "κεφαλομάντηλο"), - που
διατηρούσε ένα υποτυπώδες μανάβικο στον κεντρικό δρόμο του χωριού, λίγο μετά
αφού κατεβαίναμε τα σκαλάκια της γραφικής οδού Ορφέως.
Πάνω στον πάγκο λοιπόν, έξω από το μανάβικο, μέσα σ' ένα "χασεδένο
σακκούλλτι", ήταν τα "γραμύθκια", που σε αφθονία έδιναν οι
"γραμυθκιές του Πάνω Χωργκιού" (της Μεσαιωνικής Βιλλανόβας). Και μέσα
στο "σακκούλλτι με τα "γραμύθκια", ήταν και ένα φλυτζανάκι του
καφέ, που αποτελούσε τη... "μιζούρα". Μισό φράγκο έδινες, κι ένα
φλιτζανάκι γεμάτο "γραμύθκια" με πράσινα και μπλε χρώματα και με τις
χίλιες-δυο πανέμορφες αποχρώσεις τους, ήταν μέσα σ' ένα χωνάκι από εφημερίδα, ή
στην παλάμη σου, να τα μασουλάς λίγα-λίγα καθ' οδόν για το σπίτι και να
απολαμβάνεις τον θόρυβο που έκανε σπάζοντας η "κούννα" (ο σπόρος)
τους!
Άλλοτε πάλι, μέσα σε μια πλαστική "σακκούλλτα", ήταν τα
"λουμπούννια", υγρά και αλμυρά. Αυτά, περισσότερο διασκέδαζε εμάς τα
παιδιά, να "πιττακώννουμε" (πιέζουμε) τη φλούδα τους και να βλέπουμε
να πετάγεται από μέσα το "λουμπούνι" καθαρό, παρά η γεύση τους που
ήταν περισσότερο της αρεσκείας των μεγάλων, κατά την απογευματινή
"κυργκιακάσιμη βόττα" (βόλτα) τους...
Άλλες φορές τέλος, πάνω στον πάτο μιας αναποδογυρισμένης "αλιμιννιένης
τσανάκας" (αλουμινένιας λεκάνης), βρισκόταν το "αντικείμενο του
πόθου" των παιδικών μας χρόνων: τα υπέροχα, κατακόκκινα, λαχταριστά
καραμελλωτά φιρίκια, με το "μηλαράκι" από κάτω κι ένα κομμάτι
καλαμιού, μπηγμένο στο καθένα, να περισσεύει προς τα πάνω! Χονδρικά, γι αυτά τα
"μηλαράκια", ξέραμε πώς φτιαχνόταν: η γρια-Μαργκιά έμπηγε ένα
καλαμάκι στο καθένα, ενώ, σε μια κατσαρόλα, είχε ήδη ετοιμάσει την
"καραμέλλτα" με νερό και μπόλικη ζάχαρη και κρατώντας το κάθε φιρίκι
απ' το καλάμι του, το βουτούσε μέσα στη ζεστή καραμέλα. Το παχύρευστο υγρό, κάλυπτε
έτσι όλη την επιφάνεια του φρούτου και πολύ γρήγορα έπηζε, σκλήραινε και
σχημάτιζε ένα λαχταριστό, κόκκινο γλειφιτζούρι! Εκείνο που κανείς μας δεν
μπόρεσε ποτέ να μάθει, είναι το πώς, η καραμέλα, αποκτούσε εκείνο το ζωηρό,
κατακόκκινο χρώμα! Κι όπως κανείς τότε, δεν είχε ιδέα απ' αυτά που σήμερα
λέγονται περί υγιεινής και μη υγιεινής διατροφής, τον κυρίαρχο λόγο και ρόλο,
τον είχε φυσικά, η απόλαυση!
Γι αυτά τα "καραμελλτωτά μηλαράκια", άξιζε και χαλάλιζε κανείς
ολόψυχα και το πρωινό εγερτήριο της Κυριακής, άσε δε που πολλά από τα παιδιά
της εποχής εκείνης, ήταν διατεθειμένα να διαπράξουν και...
"αμαρτήματα", προκειμένου να εξασφαλίσουν το φράγκο για το
"καραμελλτωτό μηλαράκι"! Και το αμάρτημα, δεν ήταν άλλο, από το να
κρύψουν "τα μαδγκιά" (τα χρήματα) που τους έδιναν οι γονείς τους για
το παγκάρι της "εκκλησκιάς", ώστε να τα χρησιμοποιήσουν για τον
άλλον, τον τόσο πιο επίγειο, "ποταπό" σκοπό, που γι αυτά όμως, ήταν
μια από τις πιο μεγάλες απολαύσεις τους!
Γλύφοντας "καραμελλτωτά μηλαράκια" ή μασουλώντας "γραμύθκια"
ή "λουμπούννια", το παιδομάνι ερχόταν "ίσκια όξω"(προς τα
δυτικά), μέσα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, όπου τότε, τα αυτοκίνητα ήταν
ακόμη ελάχιστα...
Μα κι αν ακόμη... γλύτωναν από τους... πειρασμούς "της Μαργκιάς", από
τους πειρασμούς "του Πολοιφαδγκιού"(πολύ αδύνατος), που είχε ήδη
"γλυκατζήδικο" τη δεκαετία του 1960, δεν ξέφευγαν! Ανάλογα την εποχή,
ήταν εκεί και καρτερούσαν όλο γλυκάδα: τα παστάκια του, γεμάτα με εκείνην την
κρέμα, που ήταν καμωμένη λες από αμβροσία!... Παστάκια εμείς τα ξέραμε, και τα
μάθαμε από τα χέρια του "Πολοιφαδγκιού"... Μεγαλώνοντας, ακούγαμε
"σου" και "σου", και τί να είναι άραγε αυτό το
"σου" που τό 'χουν οι πρωτευουσιάνοι κι εμείς δεν το 'χουμε; Κι όταν
βγαίνοντας από τα... σύνορα του χωριού, ήρθε η ώρα και τα δοκιμάσαμε,...-
"χαράς τα σου"!..., όταν παιδάκι ακόμα, έχεις φάει "παστάκιν του
Πολειφαδγκιού, πού 'ταν και τρίδιπλο", γλύφοντας μετά, όχι μόνο τα δάχτυλα
σου, αλλά και την παλάμη σου από την κρέμα που ξεχείλιζε,
"κυργκιακάσιμο" όνειρο ολόκληρης της - συνήθως - στερημένης παιδικής
εβδομάδας !... Τα παγωτά του, σαν νά 'ταν καμωμένα από "κα'ι'μάκκι"
και που σάλπιζαν θαρραλέα στην "τσούντα"(άκρη) του χειμώνα, την
έλευση του καλοκαιριού!... Κι εκείνες οι μπουγάτσες, που η πλούσια κρέμα τους
ευωδίαζε παραδεισένια, γιατί έραινε με "αθθόνερο" και πασπάλιζε με
ζάχαρη και κανέλλα τις γιορτινές "Κερεκές" των χειμώνων της
παιδικότητας μας!...
Τα παλαιότερα ακόμη χρόνια και μέχρι και την δεκαετία του 1960, το χωριό μας
είχε τρεις πλανόδιους παγωτατζήδες που χάριζαν μια, μοναδικής ομορφιάς εικόνα
και τις "Κερεκές" και τις "καθεμμερινές", τόσο στο κέντρο
του χωριού, κάτω από τους πεύκους "του Σταθμού" δηλαδή της πλατείας,
όσο και στα σοκκάκια του χωριού και όχι μόνον, με τα γραφικά ποδήλατα-καροτσάκια
τους που πουλούσαν τα παγωτά τους: ο Νικόλας Νικηταρής "το
Πολοιφάδι", ο Βολονάκης "ο Κουτσός" που λόγω της αναπηρίας του,
"επετάλιζε" το καροτσάκι του με το ένα πόδι, κι ο Γιάννης Περιφεράκης
"ο Παγωτατζής" (ο παλαιότερος απ' όλους, γι αυτό και του έμεινε το
επάγγελμα για παρατσούκλι). Είχαν ένα χειροκίνητο μηχάνημα σαν βαρέλι, ξύλινο
εξωτερικά, με κενό ενδιάμεσα, όπου τοποθετούσαν τον θρυμματισμένο πάγο που
έφερναν σε παγοκολώνες από την πόλη και μεταλλικό κάδο στο εσωτερικό, όπου
έβαζαν το γάλα και τα υπόλοιπα υλικά και τα χτυπούσαν για να πήξουν και να
γίνουν παγωτό, γυρίζοντας το με την "μαναβέλλτα"... Όλη αυτή η
διαδικασία, γινόταν υπαίθρια, στην πλατεία, κάτω από τους πεύκους, προς τέρψιν
όλων των παρισταμένων και κυρίως των μικρών, που το έβρισκαν για παιχνίδι να
βοηθούν τον παγωτατζή γυρίζοντας την "μαναβέλλτα"!... Πάνω στα
καροτσάκια τους, είχαν την γραφική "τσαμπούνα"(κόρνα) με το μεταλλικό
χωνί μπροστά και την λαστιχένια φούσκα από πίσω. Όταν γύριζαν στις γειτονιές
του χωριού, "ετσαμπουνούσαν"(κόρναραν) για να ειδοποιήσουν για την
παρουσία τους, "πιττακόννοντας"(πιέζοντας) την λαστιχένια φούσκα της
κι όπου τους σταματούσε κανείς για να αγοράσει κάτι, ένας αγόραζε, ένα
"ασμάρι μικρολοοί" μαζευόταν "γύρου-τριγύρου", να δουν την
ιεροτελεστία που άνοιγαν τα "καππάκια" του καροτσιού και έβαζαν το
παγωτό πάνω στο χωνάκι, ή ανάμεσα στα δύο "πισκότα", για να
ακολουθήσει μετά από όλη την παρέα που "έχαινε" (ήταν με το στόμα
ανοιχτό) κι "εξεροκατάπιννε", το αναμενόμενο: "Πρε!...'α (θα) με
δώσεις κι εμένα, να γλύψω κομμάτι;;"!...
Αξίζει πιστεύω τώρα, να κάνουμε και μια... αφηγηματική παράκαμψη από τις
"Κερεκές στο χωργκιό", στις "καθεμμερινές στα χωράφκια"!...
Είχαν και... επαγγελματικό ανταγωνισμό οι παγωτατζήδες στο Παραδείσι, διότι δεν
ήταν ένας μόνο, αλλά όπως είπαμε, τρεις! Και είχαν και οι τρεις τα καροτσάκια
τους! Την άνοιξη και το καλοκαίρι λοιπόν, όταν ήταν η καλή γι αυτούς εποχή της
ζέστης, που θα πουλούσαν κι οι καλοί μας παγωτατζήδες τα παγωτά τους, όλος ο
κόσμος, από πολύ νωρίς το πρωί, ήταν στα χωράφια, από όπου θα γύριζαν πια το
βράδυ. Έτσι, το χωριό ερήμωνε ολόκληρη μέρα, διότι όλοι δούλευαν στους
"Άμμους", "στα πρώμα κηππουρικά" (πρώιμα κηπευτικά) ή στα
πιο "βαργκιά χωράφκια", "στις εψιμμιές" (όψιμες
καλλιέργειες).
"Το αγώι, ξυπνά τον αγωγιάτη!", έλεγαν οι πρόγονοι μας. Κι έτσι,
εφαρμόζοντας τις αρχές της... ευρηματικής επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας,
αφού μέσα στο χωριό δεν υπήρχαν οι πελάτες για να πάνε στα...
"παγωτατζήδικα" τους, πήγαιναν τα "παγωτατζήδικα" στους...
πελάτες και πιο συγκεκριμένα, οι καλοί μας παγωτατζήδες,
"εκαβαλλτικούσασιν" τα ποδήλατα-καροτσάκια τους και μια και δυο,
έφταναν κάτω στους λεγόμενους "Άμμους", δηλαδή στα παραθαλάσσια
"αμμουδγκιάρικα" κτήματα, όπου οι Παραδεισιώτες καλλιεργούσαν τα
φημισμένα πρώιμα τους! Κατά μήκος όλου του κάμπου όπου σήμερα ευρίσκεται το
Αεροδρόμιο Διαγόρας, από την Βάρη, μέχρι και τον ποταμό του Παραδεισίου, τότε,
υπήρχε ένας ευθύς χωματόδρομος για την πρόσβαση και την εξυπηρέτηση των
"Άμμων". Τα απομεσήμερα, "η κάψη"(ο καύσωνας) όπως και η
κούραση, άγγιζαν το μέγιστο μέσα "στα μαντάλγκια"(τετράγωνα,
παραθαλάσσια, μικρά τεμάχια γης, περιφραγμένα με πυκνούς και ψηλούς φράχτες για
την δημιουργία άπνοιας, άρα και υψηλής θερμοκρασίας, όπου καλλιεργούνταν τα
πρώιμα, πριν από την καθιέρωση των θερμοκηπίων). Όμως οι αγρότες, σκυφτοί μέσα
"στο ίσαυρον του ήλγκιου" (στο κατακόρυφο της ζέστης), δούλευαν
πυρετωδώς, ώστε να προλάβουν να "γουμαργκιάσουν τα
κηππουρικά"(συλλέξουν τα κηπευτικά) και "να τα τελαργκιάσουν"
(επιμελής, γραμμική, πυκνή τοποθέτηση των κηπευτικών, μέσα σε τελάρα), για
"να μπροκάμουν να πάρουσιν το γουμάρι" (το φορτίο από κηπευτικά) στο
λιμάνι, στα μότορσιπς, που θα μετέφεραν τα προ'ι'όντα τους στα μεγάλα αστικά
κέντρα Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης... Κατά μήκος του μεγάλου χωματόδρομου
λοιπόν, αλώνιζαν όλο τον κάμπο οι παγωτατζήδες με τα καροτσάκια τους, από την
μια άκρη ως την άλλη, διαλαλώντας την παρουσία τους, με εκείνη την γραφική
"τσαμπούνα" που την "επιττακώνναν" (πίεζαν), κι αυτή
αντηχούσε πάνω από τα χωράφια, με την ελπίδα ότι, θα λειτουργούσε σαν το καμπανάκι
με το σκυλάκι, στο πείραμα του Παυλώφ και ότι οι αγρότες, απηυδισμένοι από
"την κάψη", θα "χαναλίζαν" στον εαυτό τους κανένα παγωτό,
να δροσιστούν!... Κι ήταν, όποιος από τους τρεις παγωτατζήδες προφτάσει να
περάσει πρώτος, "απού τους Άμμους με τα μαντάλγκια"!... Έτσι, για να
βγάλουν το ψωμάκι τους οι παγωτατζήδες του Παραδεισίου, έφταναν καθημερινά
μέχρι την περιοχή "Θόλαρος" στα δυτικά, ενώ πολλές φορές,
"πεταλίζοντας" το καροτσάκι τους, έφταναν στα γύρω χωριά, μέχρι ακόμα
και στη Ρόδο!...
Έτσι, έλαβε χώρα και το κωμικό επεισόδιο που κάποτε μου διηγήθηκε ο αείμνηστος
Ναστάσης Δημητράκης: ..."Οι παλγκιοί, το παγωτόν, ελέαν ντο
σχιόνι(χιόνι)... έ!, άμμαν έλειπεν ο Κόσμος στα πρώιμα, οι παγωτατζήδες
επιάνναν την κλαδόπολη(γύριζαν σε διάφορα μέρη) για να πουλήσουν κανέν
μπαγωτό... Επήεν κι ο σσυχχωρεμένος ο "Παγωτατζής" με το καρότσιν
ντου στη Δαματριά, ππας και πουλήσει τίποτα... Εγύριζεν-εγύριζεν μέσα στο
χωργκιόν, 'έν ήβρε ψυχή! Οι Δαματρενοί ούλλτοι, ήταν κι ευτοί στα χωράφκια
τους!... Πιάννει το δρόμο να γυρίσει στο χωργκιό μμας... Κειά που πέρναν 'που
το Σελλγκιώτη(αγροτική περιοχή κοντά στη Δαματριά, πίσω από το βουνό του
Παραδεισίου), για να κόψει δρόμο, να σου! και 'νταμώννει ένα βρακά Δαματρενό
πάνω στο γαδουράκιν ντου! Σταματά τον ο Δαματρενός και ρωτά τον, λε:
"-Πόσα το πουλάς το σόνι;" ( χιόνι, -σ, είναι η προφορά του -χ όταν
ακολουθείται από -ι ή -ε, που είχαν στην Δαματριά, όπως και σε ορισμένα άλλα
χωριά της Ρόδου). Λέει τον "ο Παγωτατζής", λε: "- Ένα φράγκο!"...
Κάμνει τον ο Δαματρενός, λε: "- Έ κακόμε! (καημένε), πανάκριβα τό
'χεις!" Λέει τον πάλαι "ο Παγωτατζής", λε: "- Με (μα), πρε
άθρωπε, μόνον το χωνάκιν, κάμνει μισό φράγκο!" Έ!... 'Έν έχασεν κι ο
Δαματρενός καιρόν, για να γλυτώσει το μισό φράγκο, τραβά 'που τη βρακοζώνην
ντου το κλαυτήριν (κλαδευτήρι, καμπύλο εργαλείο κοπής που είχαν πάντα οι
αγρότες περασμένο στη ζώνη τους), πλώννει το στον "Παγωτατζή", και
λέει τον , λε: "- Τα λοιπό, βάρ' με (βάλε μου) κομμάτι σονάτσι (χιονάκι,
παγωτάκι) 'δωνά πάνω στο κλαυτήρι!!"... Εκατάλαβες εσύ, πονηργκιάν ο
Δαματρενός;!..."
Τέλος του δεύτερου μέρους.
Δεν τελείωσε η "Κερεκή"!... Συνεχίζεται στο επόμενο...
Ευαγγελία Μ. Παναή
Φιλόλογος - Επιχειρηματίας
Δημοτική Σύμβουλος Ρόδου
1. Αρχές δεκαετίας 1950. Παραδεισιώτες στο καροτσάκι του
παγωτατζή: Γρηγόρης Χατζηβάσιλας, Αναστάσης Δημητράκης, Καλετός Πότσος, δύο
άτομα που δεν είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν, Γιώργος Πήχης.
2. Δεκαετία 1950. "Κάτω Σκολείο", Παραδείσι.
Δάσκαλοι και μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Παραδεισίου, "με τα καλά
τους", έτοιμοι για τον εκκλησιασμό.
3. Δεκαετία 1960. Παραδείσι. Μαθητές σε παρέλαση, στον
κεντρικό δρόμο, μπροστά "στου Γλάρου" το σπίτι, καθ' οδόν για την
εκκλησία.
4. Δεκαετία 1960. Οι δύο από τους τρεις παγωτατζήδες του
Παραδεισίου με τα γραφικά καροτσάκια τους, "στον Σταθμό", την πλατεία
του χωριού.Μπροστά ο Βολονάκης ("ο Κουτσός") και στο βάθος, μάλλον ο
Γιάννης Περιφεράκης("ο Παγωτατζής").
5. 1989. Η γραφική οδός Ορφέως, που συνδέει τον Άι Νικόλα
και την "Μισοχωργκιά", με τον κεντρικό δρόμο του Παραδεισίου.
Πανδαισία αιγαιακών χρωμάτων και σχημάτων!
6. Δεκαετία 1970. Η Σεβαστή "η Μαργκιά", έξω
από το μανάβικο της. Πάνω σε αυτόν τον πάγκο που φαίνεται,
περίμεναν εκτεθειμένα, "την μικρολογιά" να κατέβει από την οδό Ορφέως
μετά τον εκκλησιασμό, τα "καραμελλτωτά μηλαράκια", "τα
λουμπούννια", και "τα γραμύθκια"! (Ευχαριστώ τον Μανώλη Φωταρά,
για την παραχώρηση της φωτογραφίας).
7. Δεκαετία 1950. Στους "Άμμους" του
Παραδεισίου. "Παραδεισιώτικη μερακλωσύνη και νοικοκυριό"! Ένα μικρό
δείγμα, από "τα μαντάλγκια", τα παραθαλάσσια αμμώδη, τετραγωνικά
χωράφια, περιφραγμένα με φράχτες, που επεκτείνονταν σε όλο το μήκος του κάμπου,
σχεδόν επτά χιλιόμετρα, από τη Βάρη, μέχρι τη Θολό, όπου οι αγρότες, με μεγάλη
εμπειρική γνώση, που μεταδίδονταν από γενεά σε γενεά, καλλιεργούσαν γραμμικά,
τα φημισμένα πρώιμα της Βιλλανόβας - Παραδεισίου, πριν την καθιέρωση των
θερμοκηπίων. Το Παραδείσι καθημερινά, τροφοδοτούσε με "πρώμα
κηππουρικά" (πρώιμα κηπευτικά), τόσο τη Ρόδο, όσο και τα αστικά κέντρα
Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου