Μια σειρά με θαυμάσια κείμενα εμπλουτισμένα με φωτογραφίες,
για τη ζωή τον περασμένο αιώνα στη Βιλλανόβα (Παραδείσι) γραμμένα από τη
φιλόλογο κ. Ευαγγελία Μ. Παναή.
Επόληκεν η εκκλησκιά (της φιλολόγου κ. Ευαγγελίας Μ.
Παναή) Μέρος τρίτο
23-12-2017 Συνέχεια της εργασίας μου: "Επόληκεν η
Εκκλησκιά...". Το 3ο μέρος, που αφορά τα μεσημέρια των παλιών Κυριακών,
όπως σας είχα υποσχεθεί, Αγαπημένοι μου Φίλοι! Με την αγάπη μου και τις θερμές
ευχές μου! Απολαύστε το!
"Επόληκεν η εκκλησκιά...
κι ήρτασιν οι κυργκιακάσιμες χαρές!"
Αναμνήσεις από το παλιό Παραδείσι, που θα μπορούσαν να είναι, από κάθε χωριό...
Μέρος τρίτο
Πίσω λοιπόν τώρα, στα χαρούμενα "Κυργκιακάσιμα" πρωινά!...
Μετά "το μανάβικον της Μαργκιάς" και "το παγωτατζήδικον του
Πολοιφαδγκιού", άλλη μια στάση περίμενε τα παιδιά, στην αυλή "του
μπακκάλικου του Βασίλη της Μαρτίνας" (Βασίλης Παπαμανώλης), όπου βρισκόταν
ο τρίποδος διαφημιστικός πίνακας του "Σινεμά ο Παράδεισος", των
αδελφών Ανάστασου. Εκεί, μικροί και μεγάλοι, έβλεπαν φωτογραφίες και εικόνες
από το έργο που θα παιζόταν το ίδιο βράδυ "στον σινεμά του Φιλιππή",
όπως τον αποκαλούσαν. Όταν στον πίνακα υπήρχε και η ένδειξη "ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
ΔΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ" ή απλώς ένα κεφαλαίο "Α", τότε, με ύφος σχεδόν
συνωμοτικό, το ένα παιδί έλεγε στο άλλο: " 'πόψε είναι άκα!" Αυτό
όμως, συνέβαινε σπανίως, μόνο κάποιες καθημερινές...
Το βράδυ της Κυριακής, το έργο έπρεπε να είναι αυστηρά οικογενειακό και τούτο
διότι ήταν η μόνη βραδιά της εβδομάδας, όπου όλη η οικογένεια - γονείς και
παιδιά -, μπορούσαν να πάνε στον κινηματογράφο κι αυτό φυσικά γινόταν όχι κάθε
Κυριακή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε η οικονομική ευχέρεια. Όταν όμως πήγαιναν μια
φορά στις τόσες, το απολάμβαναν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, κι ας "εστυλλτοπαδγκιάζαν
τα στελλγκιά τους, να στέκουνται", μιας και χρειάζονταν πολλές φορές να
δουν όλο το έργο όρθιοι στους διαδρόμους, - λόγω υπεράριθμων θεατών -, αφού
πρώτα "εκάμναν και την νουρά, πιττακωμένοι σαν τα σκάδγκια"(πιεσμένοι
σαν τα ξερά σύκα) ο ένας με τον άλλο, ώσπου να βγάλουν το εισιτήριο... ...Ή σε
καμιά κωμωδία όπου "εξεγκαρντίζουνταν"(γελούσαν μέχρι δακρύων), ή σε
κανένα δραματικό, - όπου πάλι - εκεί πια κι αν ήταν!, - στα δάκρυα κατέληγαν,
με ιδιαίτερη προτίμηση στο ...δακρύβρεχτο ελληνικό δίδυμο Νίκος
Ξανθόπουλος-Μάρθα Βούρτση, ή σε καμιά χολλυγουντιανή ή της cinecitta'
υπερπαραγωγή..., πόσο κλάμα να χωρέσει πια κι αυτός ο έρημος ο
"Σπάρτακος";!... Κι όσο πιο πολύ "εσυκκιρντίζουνταν"
(στενοχωριούνταν) κι "εσκούσαν κι επλαντούσαν" στο κλάμα, τόσο πιο
πολύ το "φκαριστιούνταν"! Κι ύστερα, το αφηγούνταν και το σχολίαζαν
είτε "στις ληνοβόθκειες" (στη διάρκεια των ομαδικών εργασιών)
"στα χωράφκια", είτε στα " 'ποσπερίσματα" τους, όλη την
εβδομάδα που ακολουθούσε, σαν να συζητούσαν "τις έννοιες και τις
σκάσες" του γείτονα ή της ξαδέρφης τους: "- Είδες πιον, τα βάσανα
απού περνά το καμόφτικον(καημένο) το παιδάκι, ο Νίκος;", "- Τί
περιμένεις κακομά; Ο καλός, καλόν δεν εβλέπει!", "- Άστα πιον και να
πάει, τσα τυραννία! Όπου φτωχός κι η μοίρα του!..."
Η μεγάλη χαρά όμως για τους "μικρολοούς", ήταν το "Σινεάκ"
της Κυριακής, όπου το κάθε παιδί, μπορούσε να πάει μόνο του, χωρίς την συνοδεία
των γονιών του, που εθεωρείτο απ' όλους υποχρεωτική στις βραδινές
παραστάσεις.
Ειδικά στα καθημερινά βράδια, "ουαί κι αλλοίμονο" σ' όποιον μαθητή
πήγαινε στον κινηματογράφο και μάλιστα, αν το έργο είχε και κάποιες σκηνές,
αδιανόητες για τα μάτια των ανηλίκων της εποχής εκείνης! Αφενός, υπήρχε ο
έλεγχος του "σινεματζή" στην είσοδο: "Ξέρουν ντα, ο πατέρας σσου
κι η μάνα σου;"! Αφετέρου, ένας δάσκαλος έκανε πάντα μια αιφνίδια έφοδο
μέσα στον κινηματογράφο κι "εστάμπερνε" τους μαθητές που έβλεπαν το
έργο, ακόμα κι αν ήταν με κάποιον ενήλικα... Ο κόλαφος περίμενε τους
δύστυχους... "αμαρτωλούς" την άλλη μέρα στο σχολείο, την ώρα της
πρωινής προσευχής, παρουσία όλων των μαθητών και των δασκάλων!... Το
"ττιμάρι" (τιμωρία, επίπληξη), περιελάμβανε συν τοις άλλοις, την
σωματική ποινή με την μορφή "βιτσιών με την ρήγλα"(χάρακα), ή
"πλακωννιών"(χαστουκιών), που "εντιωννιάζαν" (αντηχούσαν)
σ' όλο το προαύλιο του σχολείου! - Άλλο κι αυτό με τις "ρήγλες"!: που
"ετρέχναμε σαν τους χλωρούς"(τρελλούς) στο μαραγκούδικο, στο ξεκίνημα
της σχολικής χρονιάς, να μας φτιάξει ο μαραγκός "ξύλενη ρήγλα ένα
μμέτρος-μάκρος", όπου μετά, με το μολύβι, σημειώναμε και τα εκατοστά,
μετρώντας τα με την μοδιστρική "κουρντέλλτα" των μανάδων μας, και
ύστερα, όλο προθυμία και καμάρι, την παρουσιάζαμε στον δάσκαλο, ξέροντας ήδη,
ότι μ' αυτήν, "θα ππέφταν οι κοφτές της τιμωρίας" μέσα στις τρεμάμενες
προτεταμένες παιδικές παλάμες που "εξήφτασιν"(έκαιγαν), για κάθε
μαθητικό στραβοπάτημα! "Τέθκοια βόδγκια, τρων οι λύκοι!", που λεν και
"στο χωργκιό μμας"!... - Αλλά, κι από τη "ρήγλα" κι από τα
"πλακώννια"(χαστούκια), εκείνο που πονούσε απείρως περισσότερο, ήταν
"το γεβέντισμα"(διαπόμπευση): ο μαθητής ανέβαινε στα σκαλιά του
προαυλίου αν η προσευχή γινόταν στην αυλή, ειδάλλως, μπορούσε να είναι μια
καρέκλα που τοποθετούνταν στην μέση της μεγάλης αίθουσας, αν η μέρα ήταν
"βροχιανή". Ο διαπομπευόμενος ανέβαινε όρθιος πάνω στην καρέκλα για
να μπορούν να τον βλέπουν όλοι κι ο δάσκαλος, δείχνοντας τον σαν να ήταν το πιο
"νατριχιασμένο"(μιαρό) πράγμα στον κόσμο, τον ρωτούσε: "Πες μας!
Πού ήσουν χθες βράδυ;" "Καπαρντισμένος"(κατακόκκινος) από ντροπή
ο διαπομπευόμενος, δήλωνε το αμάρτημα του, κι όλοι οι μαθητές, σαν αληθινός
όχλος που βλέπει σημεία και τέρατα, μουρμούριζαν "μετά βδελυγμίας":
"Αα! Επήε στο σινεμά!" Όλο αυτό το σκηνικό, ήταν σκοπίμως τόσο
ταπεινωτικό, αφού κατόρθωνε να λειτουργεί αποτρεπτικά για τους
επίδοξους...κινηματογραφόφιλους, είτε των έργων "άκα", είτε των
πιο... αθώων έργων!...
Πίσω στα Σινεάκ λοιπόν, που άρχιζαν γύρω στις έντεκα με δώδεκα το μεσημέρι και
περιελάμβαναν ένα σωρό μαγευτικά και διασκεδαστικά, κι ας ήταν ότι πιο...
αρχαιολογικό είχε βγάλει το Χόλλυγουντ: από τον ξεκαρδιστικό Αλφάφα με τα
μπριγιαντωμένα μαλλιά με την χωρίστρα στη μέση και το σουβλερό, παστωμένο,
ολόρθο τσουλούφι στην κορφή του κεφαλιού του και την παρέα του, μέχρι τους
λατρεμένους "Χονδρό-Λιγνό"("ο Παχχύς κι ο Λγκιανός", που
λέγαν κι οι παλιοί), ως τον κρυπτομελαγχολικό "Σαρλώ"(Τσάρλυ
Τσάπλιν), και τα... "Μικυμάου", όπως αποκαλούσαν τότε όλοι, όλα τα
κινούμενα σχέδια, "Γούντυ ο Τρυποκάρυδος", ο Πλούτο, κλπ, μέχρι και
ντοκιμαντέρ για την φύση και τα παράξενα του κόσμου!... Ήταν το μοναδικό θέαμα
που μπορούσαν να απολαύσουν τα παιδιά, μέχρι πια που ο ερχομός και η εισβολή
της τηλεόρασης σε όλα τα σπιτικά κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970,
κυριολεκτικά έσβησε, εξαφάνισε αυτή τη μορφή ψυχαγωγίας...
Κι ύστερα ερχόταν το μεσημέρι της Κυριακής, με το φαγητό του!...
Το μεσημέρι της Κυριακής, θα μπορούσε να ξεχωρίσει απ' όλα τα άλλα μεσημέρια,
απ' όλες τις άλλες ημέρες της εβδομάδας, και μόνον από τους ήχους ή από τις
εικόνες του! Γαστριμαργική πανδαισία, σ' έναν κόσμο που, ανάλογα την χρονική
περίοδο, το φαγητό ή δεν το είχε χορτάσει, ή δεν το είχε ακόμη καλά-καλά
χορτάσει, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, λόγω του συνδρόμου που είχε αφήσει η πείνα
του πολέμου! Γι αυτό, ένα πιάτο φαγητό, μαγειρεμένο με μεγάλη προσμονή και
μεράκι, ήξερε να το απολαμβάνει όσο τίποτε άλλο στον κόσμο!
Το κατ' εξοχήν "κυργκιακάσιμο" φαγητό, ήταν η "πούλλτα" και
συγκεκριμένα, η "πουλλτόσουππα". Σπουδαίο και πολύτιμο πράμα "οι
πούλλτες"! Αφού, - για να καταλάβετε,- αυτές ήταν και η βάση για το γλέντι
"της Δευτέρας του γάμου"! "Εγυρίζασιν το χωργκιόν τότες, τα
παλγκιά τα χρόνια οι "κλεφτοπουλλτάδες", φίλοι και συγγενείς του
νιόπαντρου ζευγκαργκιού, με ένα μακρύ κοντάρι πάνω στους "νώμους"
τους, και όπου είχασιν το θάρρος, μισοαστεία-μισοσοβαρά, "χωραττόντας και
κολλτόντας, που λέασιν", "εμπαίννασι μέσα στους αουμάδες (τρύπα κάτω
από τους οικιακούς ξυλόφουρνους, όπου κοιμούνταν και γεννούσαν οι κότες) κι
εκλέφτασιν τις πούλλτες κι εδένναν ντες τα πόδγκια τους κι εκρεμμούσαν ντες τα
πάνω-κάτω στα κοντάργκια, για να τις πάρουσιν να τις εσφάξου, για να κάμουσιν
το πιλάβιν για το τραπέζιν της Δευτέρας του γάμου!..."
Είναι παροιμιώδεις οι αφηγήσεις των παλιών, για το... πόσες μερίδες μπορούσαν
να εξοικονομηθούν και πόσα άτομα μπορούσαν να φάνε "σούππα" από μια
"πούλλτα". Μια όρνιθα γινότανε πολλές "φαγιές" ή
"μαεργκιές", δεδομένου ότι, η κάθε "φτερούχα" ήταν για δυο
άτομα, ο λαιμός ήταν άλλη μερίδα, το κάθε "στελλτάκι με τα
δαχτύλγκια" σε ξεχωριστό πιάτο και τέλος, "την κεφάλη", την έτρωγε
συνήθως ο αιώνιος... "σκουπιδοφάγος" της κάθε οικογένειας, η μάνα...
και γενικά αυτές, δεν ήταν "πούλλτες", αλλά μάλλον οι... ιχθείς και
οι άρτοι του Ιησού Χριστού, που όσο περισσότεροι έτρωγαν, τόσο οι μερίδες
πολλαπλασιάζονταν!...
Ο κυρίαρχος ήχος λοιπόν του κυριακάτικου μεσημεριού, ήταν ο ήχος "του αυγκολέμονου".
Το ρυθμικό, γεμάτο μπρίο, "τσιάκκα-τσιούκκου" που κάνει το πιρούνι
πάνω στο πιάτο, στο χτύπημα του αυγολέμονου, -και έτσι που τότε, οι πόρτες όλων
των σπιτιών ήταν συνεχώς "τρουλλτάννοιχτες"(ορθάνοιχτες) από το πρωί
ως το βράδυ, - αντηχούσε σε όλα τα σοκκάκια, σε διάφορους τόνους και ρυθμούς,
από allegro vivace, έως vivacissimo! Καμπάνα γιορτινή!... Χαράς ευαγγέλια!...
Στην μεταβατική περίοδο των δεκαετιών 1960 και 1970, τότε που οι παραδοσιακοί
πέτρινοι οικιακοί ξυλόφουρνοι έχασκαν παρατημένοι πια, σκοτεινοί και κρύοι,
στις αυλές των παλιών σπιτιών, και οι νοικοκυρές της εποχής εξυπηρετούνταν με
"γαζιέρες" και "πετρογκάς" και κανείς ακόμη δεν είχε στο
σπίτι του κουζίνα με φούρνο, μια άλλη χαρούμενη εικόνα υπήρχε στα σοκκάκια του
χωριού μας τα μεσημέρια των μεγάλων γιορτών και των Κυριακών: νοικοκυρές που
επέστρεφαν από τους φούρνους στα σπίτια τους, κρατώντας στα χέρια τους
καμαρωτές-καμαρωτές "τον ταβά" με το "καλοφαούδι", δηλαδή
"πούλλτα με παρα'ί'μωση" (κοτόπουλο γεμιστό) με τις πατάτες, ή παστίτσιο,
ή γεμιστά.
Είχαν φροντίσει να σηκωθούν πρωί-πρωί της μεγάλης ημέρας, να ετοιμάσουν το φαί
και πηγαίνοντας προς την εκκλησία, να το αφήσουν σε έναν από τους τρεις
επαγγελματικούς ξυλόφουρνους του χωριού μας: "Του Σταυρή του Ζωγιού"
(Σταύρος Τσαμπίκου, το Ζωγιό=Ζωή, ήταν η μάνα του), στην
"Μισοχωργκιά", με τα "εφτάζυμα παξιμάδγκια", ατμοσφαιρικός,
με τους τοίχους στο χρώμα της σκούρας ώχρας, σαν να βγήκε από ταινία του
ιταλικού νεορεαλισμού, ή "παραόξω"(δυτικότερα), "Της Κυργκίτσας
του Σαλακενού" (Κυριακή Λιαμάκη-Μαστρονικήτα), με την σχολαστική
καθαριότητα και τα "γλυκοφάωτα ψυμιθθάκια", -η μόνη που κάποια στιγμή
μετέτρεψε τον φούρνο της σε ηλεκτρικό-, ή "Του Γιάννη του Φουρνάρη"
(Γιάννης Χατζηδιάκος), μ' εκείνο το "καντράκι" στον τοίχο, που αποτέλεσε
το πρώτο - και συγκλονιστικότερο - της ζωής μας, μάθημα επιχειρηματικότητας:
"Ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει"... Όπου, κάθε φορά
που μας έστελλαν να αγοράσουμε ψωμί, "εχασκιάζαμε" να βλέπουμε, τον
καλοντυμένο κορδωμένο κοιλαρά "τοις μετρητοίς", με το αστραφτερό
γραφείο του γεμάτο με τα τσουβαλάκια τις λίρες και δίπλα, - παράδειγμα
συντριπτικής διδακτικής σύγκρισης,- τον "καμόφτη"(καημένο),
"τσολλτοντυμένο"(ρακένδυτο), σκυφτό "επί πιστώσει", με το "ολόζζετο"(βρώμικο)
γραφείο με τις "λωναρισμένες"(σχισμένες) ταπετσαρίες, και το
"ολόαδγκειο" χρηματοκιβώτιο, όπου "εσολατσέρναν"(έκαναν
βόλτες) οι ποντικοί!... Ξεχνιέται πια ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τέτοιο
μάθημα επιχειρηματικότητας;
Το μεσημέρι λοιπόν οι νοικοκυρές, κρατώντας σαν τρόπαιο πάνω από τον
"νώμον ντους", "τον ταβά με το φαϊ", επέστρεφαν
θριαμβευτικά στα σπίτια τους, κάνοντας καθ' οδόν την απαραίτητη στάση,
οπουδήποτε τύχαινε να "παντύξουν"(συναντήσουν)
"αγκαστρωμένη", η οποία έπρεπε "στέρις-στεμές!"(οπωσδήποτε)
"να πιάσει μυρωδγκιά" από τον προτεταμένο "ταβά", "για
να μην την εππέσει το μωρό"! Άσε δε, που αυτή η ιστορία, με "το μωρό
που... ππέφτει 'α δέ μπιάσει η αγκαστρωμένη μυρωδγκιά", ήταν πάντα εν
ισχεί, "καθεμμερινές και σκόλες"! Κι έτσι, ό,τι φαγητό κι αν
μαγείρευε κάθε νοικοκυρά, ειδικά αν ήταν κανένα
"καουρντιστό"(τηγανιτό) ή "τσιαπάπι"(ψητό) που τσίκνιζε,
ήταν κανόνας απαράβατος, πριν ακόμα "γεματίσει"(γευτεί, δοκιμάσει) το
φαγητό κανένας από την οικογένεια της, να σπεύσει η ίδια ή να στείλει το παιδί
της στην όποια εγκυμονούσα της γειτονιάς, με την εντολή: "τρέξε πάρε
μυρωδγκιά στην Τάδε πού 'ναι αγκαστρωμένη κι 'έν κάμνει να την εννιώννει,
'α(να) μην εξυστεί κι ε ννα κάμει το μωρό με το ρέξιμο(ρέψιμο,
αιμαγγείωμα)!" Κι η έγκυος που έπιανε "την μυρωδγκιά", όσο μικρή
κι αν ήταν, έπρεπε να την κόψει στα δυο και να την φάει σε δυο μπουκιές διότι,
- σύμφωνα με την δοξασία, - "αν τα παιδγκιά ήτα διμέλλγκια(δίδυμα), κι
έτρωε μόνο ΄το ένα μυρωδγκιά, το άλλο θά 'βγκαιννε χαστό (με ανοιχτό στόμα,
χαζό)!" Αυτά και άλλα... επιστημονικά! που, τα πίστευαν - δεν τα πίστευαν,
- επειδή "ποττέ 'εν εξέρεις τί σε γένεται"!, - για καλόν και για
κακόν, όλοι τα εφαρμόζανε!...
Και κάπως έτσι, "μ' αυταδά και μ' αυταδά", ερχόταν το απόγευμα της
"Κερεκής"!...
Τέλος του τρίτου μέρους.
Δεν τελείωσε "η Κερεκή"! Συνεχίζεται στο επόμενο...
Ευαγγελία Παναή
Φιλόλογος-Επιχειρηματίας
Δημοτική Σύμβουλος Ρόδου
1. Δεκαετία 1940. Παραδείσι. Γιάννης Χατζηδιάκος, "ο
Γιάννης ο Φουρνάρης".
2. Δεκαετία 1970. Παραδείσι. Έξω από τον φούρνο "της
Κυργκίτσας", Κυριακής Μαστρονικήτα. Η Κατίνα Σκαμπίλη-Μαγκαφά και η
Γεωργία Σκαμπίλη, φτιάχνουν τα πασχαλινά κουλούρια τους.
3. Δεκαετία 1960. Παραδείσι. Στο σοκκάκι μπροστά στο
φουρνάρικο του Γιάννη "του Φουρνάρη". Εικονίζονται η σύζυγος, η κόρη
του και άλλες γυναίκες και παιδιά της γειτονιάς.
4. Δεκαετία 1950. Παραδείσι. Ο θερινός κινηματογράφος
ΕΔΕΜ ιδιοκτησίας Εμμανουήλ Μαχλή (Μαννιά). Βρισκόταν εκεί όπου σήμερα είναι το
super market Χατζηνικολάκη. Ο εικονιζόμενος είναι ο Γιώργος Γιαννιού.
5. 1992, Καλαμώνα, Παραδείσι. Ο πέτρινος ξυλόφουρνος στο
περβόλι του προπάππου μου Κωσταντή Παπακωσταντίνου(ο Κωσταντής του
Κοτσονικόλα). Το τετράγωνο άνοιγμα στο κάτω μέρος του φούρνου, είναι "ο
αουμάς", το μέρος όπου έμπαιναν και "εκοιτάζαν οι πούλλτες"(κοιμούνταν
οι όρνιθες). Από εκεί τις έπιαναν "οι κλεφτοπουλλτάδες", για να τις
πάρουν, να φτιάξουν "το πιλάβιν της Δευτέρας του γάμου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου