ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΒΟΤΑΝΑ
ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΤΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙΤΕ
Δεντρολίβανο (ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός)
Φυτό της οικογένειας των Χειλανθών. Αειθαλές φρυγανώδες θαμνίο, πολύκλαδο και πυκνόφυλλο, με φύλλα μικρά, γραμμοειδή και χείλη περιτυλιγμένα, πράσινα πάνω λευκά εριώδη κάτω. Τα άνθη, μικρά, κυανόλευκα, είναι συγκεντρωμένα κατά μήκος του ακραίου τμήματος των βλαστών σε σπονδύλους στις μασχάλες των φύλλων. Η στεφάνη τους, τυπικά δίχειλη, έχει το άνω χείλος δισχιδές και το κάτω τρίλοβο, με το μεσαίο λοβό φαρδύ και κυρτό. Ο καρπός είναι τετραχαίνιον.
Φυτό αυτοφυές σε πετρώδεις τόπους σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, φυτεύεται συχνά στους λαχανόκηπους και στους ανθόκηπους. Ολόκληρο το φυτό και ειδικότερα τα φύλλα και τα άνθη περιέχουν άχρωμο ή κιτρινωπό λεπτόρευστο αιθέριο έλαιο(ροσμαρινέλαιο) με διαπεραστικό ευχάριστο άρωμα. Τα φύλλα περιέχουν και δεψικές ουσίες. Το ροσμαρινέλαιο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική εξωτερικά σαν αλοιφή κατά των ρευματικών παθήσεων. χρησιμοποιείται επίσης σαν τονωτικό και ανθελμινθικό. Εκτός από τις χρήσεις αυτές, το έλαιο και το αλκοόλ του δεντρολίβανου αποτελούν τη βάση σε διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα με διεγερτικές και τονωτικές ιδιότητες.
Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Αυτοφύεται σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σ’ όλη την Ελλάδα και ανήκει στην οικογένεια των Ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, με φύλλα αντίθετα, ωοειδή – μυτερά, πριονωτά. Τα άνθη, μικρά και μονογενή, είναι πρασινωπά. Τα αρσενικά έχουν 4 στήμονες και περιγόνιο τετραμερές και τα θηλυκά τέσσερα σέπαλα. Το φυτό είναι γνωστό για τον κνησμό που προκαλεί μόλις το αγγίξει κανείς. Ο κνησμός οφείλεται στο γεγονός ότι τα φύλλα, έχουν λεπτότατες τρίχες που μπαίνουν στην επιδερμίδα, όπως μια βελόνα και σπάζοντας στην κορυφή, χύνουν ένα καυστικό υγρό που προκαλεί μια έντονη φαγούρα. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τρία ακόμα είδη: τη σφαιριανθή, τη μεμβρανώδη και την καυστική.
Πόα της οικογένειας των Πολυποδιιδών είναι γνωστό με την ονομασία αδίαντο (adiantum L). Ονομασία γένους πτεριδόφυτων (Pteridorhyta) που περιλαμβάνει πάνω από 100 είδη, καλλωπιστικά και φαρμακευτικά, ιθαγενή των θερμών και εύκρατων χωρών και κυρίως των υγρών περιφερειών. Τα φύλλα τους έχουν συνήθως μίσχο γυαλιστερό, μαύρου ή ορφνομαύρου χρώματος με λεπτό έλασμα. Απ’ όλα τα είδη του γένους, μόνο ένα ανήκει στην ελληνική χλωρίδα, το καλλίτριχο, γνωστό και ως κόμη της Αφροδίτης. Είναι πολυετής, κομψή, λεπτοφυής πόα, 10 ως 40 εκ. ύψους με ρίζωμα που έρπει. Έχει φύλλα λεπτά με λεπτό, λείο μίσχο, με διακλαδώσεις τριγωνικές ή ημικυκλικές. Το είδος αυτό είναι υγρόφιλο και σκιόφιλο και φυτρώνει στις πηγές και στα τοιχώματα των πηγαδιών των ασβεστούχων κατά προτίμηση εδαφών. Είναι κοινό φυτό σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες και σχεδόν σε ολόκληρη την υδρόγειο. Καλλιεργείται σε γλάστρες σαν καλλωπιστικό για το λεπτό και ωραίο φύλλωμα του και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται για την παρασκευή σιροπιού για όσους υποφέρουν από βρογχικά.
Μέντα η πιπερώδης. Ποώδες φυτό της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές σε διάφορες περιοχές. Είναι φυτό πολυετές, με φύλλα αντίθετα, ωοειδή – λογχοειδή, πριονωτά τα ροδόχροα άνθη της σχηματίζουν επάκριους στάχεις και αποτελούνται από μια στεφάνη χοανοειδή με 4 λοβούς, σχεδόν ισομήκεις, από τους οποίους ο ένας είναι δισχιδής έχει 4 στήμονες, όλους όμοιους. Η μέντα χρησιμοποιείται στην κουζίνα για αρωματισμό των φαγητών, αλλά από αυτή εξάγεται με απόσταξη ένα αξιόλογο αιθέριο έλαιο, με διαπεραστικό άρωμα και γεύση, που χρησιμοποιείται στην ποτοποιία. Η αξία του αιθέριου ελαίου της μέντας εξαρτάται από την ποσότητα των περιεχομένων εστέρων μενθόλης, η οποία χρησιμοποιείται στη φαρμακοποιία.
Η μέντα η πιπερώδης φαίνεται ότι είναι προϊόν διασταύρωσης των ειδών μέντα η πράσινη (δυόσμος) και μέντα η υδροχαρής, που σταθεροποιήθηκε εξαιτίας του πολλαπλασιασμού της με ριζώματα. Η καλλιέργεια της μέντας για παραλαβή αιθέριου ελαίου άρχισε στην Ελλάδα το 1956 η πρώτη φυτεία δοκιμαστικής καλλιέργειας εγκαταστάθηκε σε έκταση 90 στρεμμάτων του Σταθμού Γεωργικής Ερεύνης Αλιάρτου (Κωπαίδα) στα επόμενα χρόνια η μέντα καλλιεργείται και σε άλλες περιοχές της χώρας. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, αλλά όχι υπερβολικά υγρά και απαλλαγμένα από ζιζάνια. Καλύτερη εποχή φύτευσης ων ριζωμάτων θεωρείται για την Ελλάδα το φθινόπωρο. Η κοπή των βλαστών της μέντας γίνεται δύο φορές το χρόνο: αρχές Ιουλίου (εποχή άνθησης της μέντας) και Οκτώβριο επιμελημένη καλλιέργεια μέντας μπορεί να αποδώσει περί τα 7 κιλά αιθέριου ελαίου το στρέμμα.
Πολυάριθμα είναι τα συγγενή είδη (μέντα η μακρόφυλλη , μέντα η άγρια, μέντα η υδροχαρής) που αυτοφύονταιστην Ελλάδα, στις άκρες των δρόμων, σε υγρούς αγρούς ιδιαίτερα η μέντα η υδροχαρής συναντιέται στις όχθες των ποταμών και στα αυλάκια. Γενικά έχουν (όπως η μέντα η πιπερώδης) βλαστό τετραγωνικό, φύλλα αντίθετα και ένα αδενώδες σύστημα αρκετά αναπτυγμένο. τα φύλλα τους είναι πάντα τριχωτά και σε μερικά είδη (μέντα η μακρόφυλλη) το τρίχωμα δίνει στο φυτό ένα χρώμα λευκωπό – αργυρόχροο – τα άνθη είναι διαταγμένα είτε κατά κεφαλιόμορφους στάχεις, όπως στη μέντα την υδροχαρή, είτε κατά επιμήκεις στάχεις χωρισμένους σε σπονδύλους (μέντα η μακρόφυλλη , μέντα η αγρία). Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη: μέντα η χνουδωτή, μέντα η μελανωπή, μέντα η στρογγυλόφυλη, (αγριόδυοσμος), μέντα η μικρόφυλλη, μέντα η ρεβερχόνεια, μέντα η πολιά, μέντα η πράσινη (δυόσμος) και μέντα η πουλέγεια (βληχούνι ή φλησκούνι).
Μονοετής πόα της οικογένειας των Συνθέτων ή Κομποζίτων (δικοτυλήδονα), κοινότατο
είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς παντού στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν τριχοειδή τα άνθη σχηματίζουν μοναχικά κεφάλια, με γλωσσοειδή ανθίδια λευκά, γύρω από τον κίτρινο, κωνικό – προεξέχοντα ταξιανθικό δίσκο, που είναι σχηματισμένος από μικρά σωληνοειδή άνθη. Το χαμομήλι είναι φυτό εύοσμο, με άνθη πολύ αρωματικά, που χρησιμεύουν για την παρασκευή ενός αφεψήματος με καταπραϋντικές ιδιότητες.
Άλλο είδος χαμόμηλου είναι το λεγόμενο ρωμαϊκό, η ανθεμίδα η ευγενής, πολυετής πόα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη ματρικάρια. Τα φύλλα είναι αρωματικά, ελαφρά χνουδωτά, πολύ σχισμένα, αλλά με τμήματα κόντα τα περιφερειακά άνθη των κεφαλίων είναι λευκά, ενώ του δίσκου είναι σωληνοειδή κίτρινα. Περιέχει τις ίδιες φαρμακευτικές ουσίες του κοινού χαμομηλιού αν και στην ανθεμίδα είναι πιο άφθονες οι πικρές.
Από τα κεφάλια και των δύο ειδών παρασκευάζουν αφεψήματα, ρευστά εκχυλίσματα, αποστάγματα όλα τα παρασκευάσματα έχουν κοινές ιδιότητες: καταπραϋντικές, αντισπαστικές και τονωτικές της πέψης το απόσταγμα έχει ιδιότητες θεραπευτικές επί των τοπικών φλογώσεων.
Εκτός από το χαμομήλι υπάρχουν και δύο άλλα φυτά, που χαρακτηρίζονται ως αγριοχαμομήλι. Πρόκειται για την πουλκιαρία τη δυσεντερική και την ανθεμίδα την κοτούλα, και τα δύο της οικογένειας των Συνθέτων. Το πρώτο είναι πόα με βλαστό ύψους 20-60 εκ., όρθιο και χνουδωτό και φύλλα χνουδωτά επίσης ωοειδή και κυματιστά. Ο καρπός του είναι αχαίνιο τριχωτό. Φυτρώνει σε έλη και υγρούς τόπους όλης της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι πόα επίσης, με δυσάρεστο άρωμα. Έχει 20-50 εκ. ύψος, με διακλαδώσεις προς τα πάνω και καρπό αχαίνιο. Φυτρώνει σε χέρσα και καλλιεργούμενα χωράφια, σε όλη την Ελλάδα, Ευρώπη, Ασία, και Β. Αφρική.
Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η πρώτη, που είναι αυτοφυής στην Ελλάδα όπου επίσης καλλιεργείται σαν λαχανικό, έχει βλαστό όρθιο, περισσότερο ή λιγότερο τριχωτό, διακλαδιζόμενο, με φύλλα λυροειδή, πτεροσχιδή, επίσης τριχωτά. Τα κίτρινα άνθη είναι διατεταγμένα κατά βότρυς. Ο καρπός είναι κέρας, τριχωτό, με τρίχες λευκές, υποκυλινδρικό, με ράμφος μακρύ και πλατύ. Τα σπέρματά του είναι μικρά, υποστρόγγυλα και έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε λάδι (20-30%), που καμιά φορά χρησιμοποιείται για διατροφή. Περιέχουν επίσης ένα γλυκοσίδιο, τη σιναλπίνη, και ένα ένζυμο, τη μυροσίνη, που ενεργεί, παρουσία νερού, επί του γλυκοσίδιου και παρέχει την ουσία που δίνει το άρωμα στην μουστάρδα, η οποία παρασκευάζεται από αλεύρι των σπερμάτων. Η μουστάρδα έχει ευχάριστη και πικάντικη γεύση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα.
Η σίναπις η μελανή είναι, αντίθετα, λεία πόα, με φύλλα τραχιά, λυροειδώς πτεροσχιδή τα κατώτερα, επιμήκη-λογχοειδή τα ανώτερα. Τα μικρά άνθη έχουν 4 κίτρινα πέταλα και είναι διατεταγμένα κατά επάκριους βότρυς. Οι καρποί είναι κέρατα, επιμήκη, τετράγωνα, με σπέρματα στρογγυλά, καστανόμαυρα και επιφάνεια δικτυωτή. Όπως η πρώτη, περιέχει κι αυτή ένα παχύ λάδι, η χρήση του οποίου όμως είναι αρκετά περιορισμένη. Επειδή είναι πιο σκληρό φυτό και έχει μεγαλύτερη προσαρμογή στην ξηρασία, χρησιμοποιείται κατά προτίμηση για χλωρή νομή, χορηγείται κυρίως στις αγελάδες που την προτιμούν ιδιαίτερα. Η μουστάρδα που παρασκευάζεται από τα σπέρματα της είναι πιο δυνατή: το αλεύρι που προέρχεται από αυτά χρησιμοποιείται, περισσότερο από της λευκής, στη φαρμακευτική.
Με τον όρο συναπισμός χαρακτηρίζονται διάφορες θεραπευτικές εφαρμογές των σπόρων του είδους σίναπης η μελανή, με τη μορφή του επισπαστικού από σιναπέλαιο και οινοπνευματώδες βάμμα, και πιο συχνά με τη μορφή της σιναπούχας πάστας και του σιναπούχου χάρτου. Το σινάπι περιέχεται επίσης σε μερικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα του εμπορίου (καταπλάσματα, τσιρότα, αλοιφές).
Φυτό της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), φρυγανώδες, πολυετές, πολύ κοινό σε ξηρούς, άγονους τόπους όλης της Ελλάδας. Έχει τετράγωνο βλαστό, λεπτό, όρθιο, διακλαδιζόμενο, με φύλλα αντίθετα, ελλειψοειδή-ωοειδή, ελαφρά ωχρά στην κάτω επιφάνεια, τα ρόδινα άνθη σχηματίζουν σφαιροειδή σταχύδια, που είναι διατεταγμένα κατά επάκρια φόβη με βράκτια. Ρίγανη ονομάζεται επίσης και το πολύ διαδομένο είδος της ελληνικής χλωρίδας ορίγανο το ηρακλεωτικό.
Τα φυτά της ρίγανης είναι ευχάριστα αρωματικά, εξαιτίας της παρουσίας ενός αιθέριου έλαιου (οριγανέλαιο ή ριγανόλαδο), γι’ αυτό και τα ξηρά, τριμμένα μικρά φύλλα της χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως αρτυματικά. Μερικές φορές το φυτό καλλιεργείται.
Εκτός της γνωστή ρίγανη υπάρχουν και δύο άλλα είδη, που ονομάζονται επιστημονικά λαγοικία η κυμινοειδής και καλαμίνθη η νεπέτη. Το πρώτο, που ανήκει στην οικογένεια των Σκιαδοφόρων είναι άγριο κύμινο. Το δεύτερο, που ανήκει στην οικογένεια των Λαμπιατών είναι πολυετής πόα, 30-80εκ. ύψους, με βαριά μυρωδιά και με βλαστό όρθιο, πολύκλαδο έχει φύλλα μικρά, χνουδωτά, ωοειδή, με μικρό μίσχο και άνθη σε αραιούς κορύμβους. Πρόκειται για είδος κοινό της ελληνικής χλωρίδας που φυτρώνει σε τόπους, πετρώδεις, ή χέρσους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου