Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία: αρχ. Βλέπε: βλ.
Τουρκικά: τουρκ. Δηλαδή: δηλ.
Λατινικά: λατ. Παράβαλλε: πρβλ.
Ιταλικά: ιταλ. Λεξικό: λεξ.
Αραβικά: αραβ. Σελίδα: σελ.
Βυζαντινά: βυζαν. Πρόθεμα: προθ.
Σλαβικά: σλαβ. Ετυμολογία: ετυμολ.
Βενετικά: βενετ. Μεταφορικά: μεταφ.
Αγγλικά: αγγλ.
Ρουμάνικα: ρουμ.
Γαλλικά: γαλλ.
Κ (κάππα):
καβαλτίνα
|
περιττώματα
αλόγου/ γαϊδάρου
|
Από το: caballus = ίππος " καβαλίνα.
|
|
κάβνταλο
|
καμένο
|
Καίω, κάβω,
καύδαλον.
|
|
καβρουμάς
|
καβουρντισμένο
χοιρινό με λίπος
|
Τουρκ:. kavurma.
|
|
καελίζομαι
|
δέχομαι τελικά
|
Τουρκ.: kaïl = συμφωνώ.
Καταφέρνω.
|
|
καζαντίζω
|
αποκομίζω οφέλη
|
Τουρκ.: kazandum.
|
|
καζίκι
|
πάσσαλος, χρέος
|
Τουρκ.: kazik.
|
|
καϊμη
|
ήρθαμε πάτσι
|
Ισοπαλία,
πατσίσαμε! Τουρκ. λέξη.
|
|
καϊράτι
|
μην τυχόν
|
Τουρκ.: gayret.
|
|
καίρκου
|
και έλα
|
Αντί: και
έρχου, ακολούθα!
|
|
καιτώοντι
|
πράγματι
|
Αρχ. ελληνική
λέξη που διατηρείται ακόμα στις Φάνες! Και τω όντι, μετοχή τού ρήματος είναι =
συμβαίνει πραγματικά.
|
|
κακκαρώνω
|
πεθαίνω, κάρωση = νάρκωση
|
Αρχ.: καρώ - καρώνω.
|
|
κακκιρντώ
|
διαφεύγω
|
Κατσιρδώ =
φεύγω χωρίς να γίνω αντιληπτός, η γλυτώνω. Τουρκ.: kacirmak.
|
|
κακοβάλλω
|
βάζω κακό στο
μυαλό μου
|
Κακά+βάλλω.
|
|
κακομά
|
κακομοίρα
|
Δυστυχής.
Συνεπτυγμένος τύπος:
κακή+μοίρα.
|
|
κακόμος
|
κακόμοιρος
|
Κακή+μοίρα.
|
|
κακομούσουρος
|
άσχημος στη φάτσα
|
Κακός+musona.
|
|
κακοφορμίζω
|
μολύνω (η πληγή
πήρε άσχημη φόρμα)
|
Κακή φόρμα = επιφάνεια ύποπτη...
|
|
καλαγιά
|
φουρνιά
|
Σύνολο αλιευμένων
ψαριών. Καλάρω = ρίχνω τα δίχτυα, ιταλ.: calare.
|
|
καλαμπάουρας
|
σκαθάρι
|
Ζωύφιο μικρού
μεγέθους, που ζεί στην κόπρο, την μετατρέπει σε σβώλο και τον μετακινεί
εντυπωσιακά.
|
|
καλαντίζω
|
τα λέω ένα
χεράκι σε κάποιον
|
Τού τα ψάλλω τα
κάλαντα. Κάνω πολλές
αυστηρές
παρατηρήσεις.
|
|
καλαόροι
|
καραβόλοι
|
Κοχλίες,
βενετ.: caraquol.
|
|
καλαφατίζω
|
αλείφω το πλοίο
με πίσσα, ενέργεια καλαφάτη
|
Τουρκ.: kalafat.
|
|
καλαφούνα
|
φωτιά, σωρός
αναμμένων ξύλων
|
Αλλού:
καλαφουνός, τα κάλα = τα ξύλα (κάλα+πόδι = ξύλινο πόδι) από το κάλα+
fumus/φουμός =
καπνός, «καλαφουνεί το σπίτι».
|
|
κάλκιο, καλκjo
|
είναι καλύτερα
|
Κάλλιον -
προτιμότερο, καλύτερο.
|
|
καλλικεύω
|
καβαλικεύω το άλογο,
|
Λατ.: caballico.
|
|
καλντικώ
|
καβαλικεύω
|
Ανεβαίνω στο
άλογο, στο ποδήλατο. Καβαλώ.
|
|
κάλτος
|
πληγή, σκληρός
φλοιός δέρματος
|
Σκληρός ρόζος
κρέατος στο πόδι. Λaτ.: callus.
|
|
κάλτος
|
ύφος, ομορφιά
|
Αρχ.: κάλλος -
καλλονή.
|
|
καματέβγκιω
|
πάω και έρχομαι
|
Εργάζομαι, κάνω
κάτι. Αρχ.: καματεύω.
|
|
καματερός
|
αυτός που
δουλεύει καλά
|
«Δουλεύει σαν
το καματερό», πολλήν
και καλή
δουλειά (κάματος).
|
|
κάματος
|
πέρασμα
|
-
|
|
καμμυστός
|
αυτός που έχει
κλειστά τα μάτια
|
Βλ.:
κατσοκαμμώ.
|
|
καμμώ
|
κλείνω τα μάτια
|
Αρχ.: καμμύω.
|
|
καννέβκιω
|
σημαδεύω
|
Στοχεύω με την
κάννη.
|
|
καννήρης
|
βλέπει με ένα
το μάτι μισόκλειστο.
|
Από το καννεύω
= σημαδεύω με την
κάννη του
όπλου, κλείνοντας το ένα μάτι.
|
|
καννί
|
σκεύος που ρίχνει μυρωδικό
|
Καννέα ή καννία
= ραντιστήρι μυρωδικών (βυζαντ. λέξη).
|
|
καννιά
|
πόδια
|
Αρχ.: η κάννα =
καλάμι, τα κανιά.
Χτύπησα στο
καλάμι = στο πόδι.
|
|
καννιά
|
αδύνατα, λεπτά
πόδια
|
Αρχ.: κάννα =
καλάμι.
|
|
καννίρα
|
αλλοίθωρη
|
Προσπαθεί να
δει, όπως στην κάννη.
|
|
καντάρι
|
ζυγαριά
|
Στατήρ, όργανο
μέτρησης βάρους ίσο με
44 οκάδες,
ιταλ.: cantare, τουρκ.: kantar.
|
|
κανταρμάς
|
το σίδερο στο
στόμα του αλόγου
|
Τουρκ. λέξη.
|
|
καντέλτα
|
μπουζί
|
Ιταλ. λέξη.
Ελληνικά: Σπινθηριστής.
|
|
καντήρα
|
παιδικό
παιχνίδι
|
Κουβαλάς τους
άλλους στον ώμο σου.
Σήκωμα πάνω
στους ώμους. Ξένη λέξη;
|
|
κάντιο
|
καθαρό
|
Ιταλ.: candi, λατ.: canditus = λευκός,
λαμπερός.
|
|
καντούνι
|
γωνιά,
|
Βενετ.: canton, ιταλ.: cantone.
|
|
καοματού
|
πολύξερη
|
Καμωματού
(τύπος υποχωρητικός).
|
|
κάος
|
καλικάντζαρος
|
Πιστεύω ότι
κρύβεται ο κακός Κάιν, ο αδελφοκτόνος, πρωτόπλαστος!
|
|
κάος
|
γραμμή
παιχνιδιού με μπίλιες
|
Παίζουμε κάους;
είδος παιχνιδιού.
|
|
καουρόλασπη
|
λάσπη από χώμα
|
Λάσπη ολισθηρή,
γλοιώδης, του
καβουριού,
καβουρόλασπη!
|
|
καπάϊκο
|
μαλακό χώμα
|
- (Ξένη λέξη).
|
|
καπίστρι
|
σκευή γαϊδάρου
|
Σχοινί που
σέρνεις το γαϊδούρι, καπιστρόσχοινο. Λατ. Caput = κεφάλι
(πρβλ.: κεφαλαιοκρατία, Kapitalismus) καπίστριον - capistrum.
|
|
καπλάνι
|
μεγαλόσωμη/ος
|
Τουρκ.: kaplan = τίγρης.
|
|
κάποττο
|
πανοφόρι του
βοσκού
|
Παλτό, συνήθως
με κουκούλα. Ιταλ.: capotto.
|
|
καπράτσι
|
σκεύος φαγητού
|
Τουρκ.: bacras,
αναγραμματισμός
καπράτσι.
|
|
καραματάρια
|
σαμπρέλλα
|
Αεροθάλαμος
(camera aeria), αγγλ.:
air chamber.
|
|
καρατέρνω
|
βάζω στόχο
|
Υπολογίζω, ιταλ.:
caratare.
|
|
καρβελντώνω
|
σκαρφαλντώνω
|
Πιάνω το
καρβέλι του σαμαριού για να ανέβω. Καρβέλι, μεσαιωνικά: γαρβέλι.
|
|
καρβέττης
|
καθρέφτης
|
Κάτοπτρο.
|
|
κάργκα-πήλα
|
πολύ γεμάτο
|
Κάργα, βενετ.: garga, ρήμα:
καργάρω.
Pila = κολώνα,
πυλώνας.
|
|
καρίκα
|
κούφια, ξερή
κολοκύθα
|
Κολοκύθα
αδειασμένη για να γίνει δοχείο νερού
(ετυμολ.: καρίκι… κάρα...).
|
|
καρίκι
|
κούτελο του
ριφιού
|
Το σκληρό
κούτελο του ριφιού, κάρα = κεφαλή, καρίκιον = μικρό κεφάλι, κεφαλάκι.
|
|
κάρικο
|
καθήκον αλλά
και φορτωμα
|
Ιταλ.: Garico.
|
|
καρκαθκιά
|
κουτσουλιά
|
Κοτοτσιλιά,
κοπριά κότας. Λέμε κάρκαθο την αποξηραμένη μύξα (ίσως κράκαθον). Κάκαδο είναι
και η κρούστα πληγής. Λατ.: caracala = κουκούλα, πέτσα της πληγής.
|
|
καρκαλτέβ-γκιουμαι
|
γαργαλιέμαι
|
Γαργαλίζω, λέξη
ηχοποιημένη από το
γαρ-γαρ.
|
|
κάρκαχο
|
πέτσα της πληγής
|
Ή κάκαθο (βλ.
καρκαθκιά).
|
|
καρναπήττι
|
κουνουπίδι
|
Τουρκ.: karnabik.
|
|
καρντιαλής
|
άφοβος
|
Αντί:
καρδιαλής.
|
|
καρπίδι
|
βουτιά με το
κεφάλι
|
Από το:
κάρα-πήδι, κάρα = κεφάλι+
πήδημα,
καραπήδημα και καρφίδι.
|
|
καρσί
|
ακριβώς
απέναντι
|
Καρσί μου ήρτες
κι έκατσες. Τουρκ.: karsi.
|
|
καρύ
|
λαρύγγι
|
Καρύδι,
λαρύγγι, το μήλο του Αδάμ.
|
|
κασαβέττι
|
βιασύνη,
φασαρία
|
Θόρυβος,
σύγχυση, Τουρκ.: kasavet = θλίψη, κλάμα.
|
|
κασκανίχρα
|
φαγώσιμος
βολβός
|
Υπόγειος
βολβός, εδώδιμος, «κασκανήθρα».
|
|
κάσση
|
βρομιά, αλλά
και
φωλιά
|
Λέρα. Κάσση
είναι ο χώρος που γεννούν
οι κότες
(κασιά). Ιταλ.: cassa = φωλιά.
|
|
κατάκατσε
|
κάτσε καλά
|
Αντί:
κατακάθισε, κατάκαθσε.
|
|
κατακάφκαλτα
|
κατακέφαλα
|
Ακριβώς πάνω
στο κεφάλι. Καύκαλο, καύκος ή καυκί =
της χελώνας το όστρακο.
|
|
κατάκλια
|
αρθρώσεις
|
Προφανώς τα
σημεία (όργανα) του
σώματος που
κλείνουν (κλείουν), που
έχουν
κλειδώσεις, συναρμογή; ή κρύβεται
η λέξη:
γάγγλια!
|
|
κατάκοιττος
|
κλινήρης, ανήμπορος
|
Κατά+κειμαι.
|
|
κατακομμός
|
υπερβολική
κούραση
|
Κατά-κόπτομαι,
κατά-κόβομαι,
κατακομμός " κατακομμός.
|
|
κατακούτελτα
|
στο μέτωπο
|
Πέρα για πέρα
στο κούτελο.
|
|
καταπαλίκι
|
βαβούρα,
φασαρία
|
Τουρκ.: katapalik = πλήθος κάθε
είδους.
|
|
καταπότης
|
κεντρικό αυλάκι
στο πότισμα
|
Κατά+πίνω.
|
|
καταρικό
|
συνάχι
|
Αρχ.: καταρροή
– καταρροϊκό " καταρικό.
|
|
κατάρραχα
|
πάνω στη ράχη
|
Στο ύψος της
ράχης του βουνού.
|
|
κατασταλλάσ-σω
|
παίρνω τελική
απόφαση
|
Κατασταλάζω.
|
|
καταχανάς
|
μεγαλόσωμος
|
Αυτός που τρώει
πολύ. Καταχώνω, καταχωνιάζω στο στομάχι. Ρίζα: χωνί.
|
|
κατελώ
|
καταναλώνω, ξοδεύω
|
Τρώγω: καταλύω.
|
|
κατέφλι
|
σκαλοπάτι
πόρτας, σκάλας
|
Κατώφλι,
κάτω+φλίον ή φλιά = η παραστάδα της πόρτας.
|
|
κατούνα
|
βουνό από ρούχα
|
Βουνό ρούχων
περιτυλιγμένο με άλλο μεγάλο ρούχο, λατ.: canto-onis.
|
|
κάτουρα
|
ούρα
|
Κάτω+ούρα.
|
|
κατουρί
|
παραφυάδα
|
Έβαλα
κατουρίδια = φυτεύω κατωρίζια, κάτω ρίζες του δέντρου = παραφυάδες.
|
|
κατρούλης
|
αυτός που ουρεί
πάνω του
|
Κατουρούλης = κάτω+ούρο.
|
|
κατρουλκιά
|
τα ούρα
|
Αντί:
κατρουλιά. Κατουρλιό, κατρουλιό.
|
|
κατρουλτίχρα
|
ουροδόχος κύστη
|
Κατρουλήθρα
(κάτω+ούρα+ουρήθρα).
|
|
κατσιέρνω
|
βαθαίνω τον
λάκκο, το πηγάδι
|
Ίσως από την
ιταλ. λέξη: cacciare =
κυνηγώ.
|
|
κατσοκαμμώ
|
μισοκλείνω τα
μάτια
|
Από πόνο, αρχ.:
καμμύω, κάτω καμμύω, κατσοκαμμώ.
|
|
κατσοπέρνι
|
είδος θάμνου ή
δένδρου
|
Από το
αγκάθι+πρίνος, περνάρι, πουρνάρι,
δέντρο με
αγκαθωτά φύλλα.
|
|
κατσουλτώνο-μαι
|
πιάνω καυγά
|
Κάποιος
στρέφεται εναντίον μου εριστικά.
«Με
κατσουλτώχηκε… από το καττί
(γατί)» = μού
επιτέθηκε σαν γάτα! Καττουλώνω " κατσουλώνω =
ανεβαίνω στο δέντρο σαν τη γάτα. Βλ.: κατσουνάς.
|
|
κατσουνάς
|
κρεμούσαν επάνω
τα κουλουράκια
|
Πολλές
σημασιολογικές αποχρώσεις.
Κυρτή λεπίδα
μαχαιριού, όργανο που κρεμούν τα κουλουράκια, κλάδος/κλαδί
σε κυρτή θέση
για χαμήλωμα των κλώνων και κοπή των σύκων. Αρχ.: κάνθος ή
κανθός =
κυρτότητα. Κάνθων, κάνθωνος,
ο κάνθωνας,
κάνθουνας, κανθουνάς κατσουνάς (ρήμα: κατσουλώνω).
|
|
κάττης
|
γάτος
|
Γάτης - κάττης.
|
|
καττί
|
γατάκι
|
Γατίον - κατίον - καττί.
|
|
καφάμπρικο
|
μπρίκι
|
Καφές+μπρίκι.
|
|
καφαρτί
|
πρωινό
|
Πρωινό, ή
απογευματινό έκτακτο. Τουρκ.: kahvalt.
|
|
καφάς
|
μεγάλη μπίλια
(παιχνίδι)
|
Μάλλον τουρκ.
προέλευσης.
|
|
καφίζι
|
μέτρο γέμισης
|
Μέτρο
χωρητικότητας για σιτηρά, αραβ.: cafiz.
|
|
καφκάλτας
|
κεφάλας
|
Καύκαλο, κρανίο,
όστρακο χελώνας. Καύκος = ποτήρι, καυκί = γαβάθα, πιατέλα.
|
|
κάφκαλτο
|
κεφάλι
|
Κρανίο, καύκαλο
χελώνας, ξερό καύκαλο!
|
|
καχούρα
|
καθισιό
|
Αντί: καθούρα.
|
|
κάχρη (τα)
|
βάσανα
|
Άγγρη - γάγρη -
κάχρη. Άγγρη = κλάμα, γκρίνια μωρού.
|
|
καχχαιρνώ
|
ξεφλουδίζω,
|
Αρχ.: καθαιρώ.
|
|
καωματού
|
αυτή που φτιάχνει λόγια
|
Κάμωμα-του.
|
|
κεβερσελές
|
κάτι σα σαράκι
|
Τουρκ. λέξη.
|
|
κείττομαι
|
κείμαι
|
Κείτομαι
-(κείμαι).
|
|
κεπούλτι
|
μικρός κήπος
|
Υποκοριστικό
τού κήπος, κηπούλιον,
κηπούλτι,
κεπούλτι.
|
|
κερατούκλης
|
πονηρός
|
Ενέχει τη
σημασία της ειρωνείας και της προσβολής. Μικρός κερατάς.
|
|
κερεστές
|
ξυλοφόρτωμα
|
Σανίδα, ξυλεία
του κτίστη. «Θέλεις ένα κερεστέ..» = θέλεις ένα ξύλο! Τουρκ.: kereste.
|
|
κερκαντζής
|
καταφερτζής
|
Ίσως από τη
λέξη κέρκος = ουρά ζώου/πιθήκου. Αυτός με ουρά, σατανάς, δόλιος (κερκόπορτα!).
|
|
κεροτήανο
|
ειδικό τηγάνι
|
Τηγάνι που
ψήνει με ελάχιστο λάδι. Ξεροτήγανο είναι και γλύκισμα.
|
|
κεσβές
|
μπρίκι
|
Καφόμπρικο, τουρκ. λέξη.
|
|
κετσές
|
κάτι το σκληρό
|
Σκληρή
επιφάνεια του γιαουρτιού ή ό,τι σκληρό. Τουρκ.: kece = ποτήρι,
δοχείο μικρό.
|
|
κήττικα
|
λίγα
|
-
|
|
κίλι-κίλι
|
είναι κάτι που
κυλάει
|
Επίρρημα τρόπου
από το κυλώ - κυλώ,
λέξη παιδική.
|
|
κιλίντρι
|
τροχός
παιχνιδιού
|
Τροχός
ποδηλάτου χωρίς ακτίνες, αρχ.: κύλινδρος, ρήμα: κυλώ.
|
|
κιόλα
|
ήδη, πια
|
Φράση: τα’καμες
κιόλα; (και όλα, κιόλας).
|
|
κκαμάννα
|
ψηλός και
γεμάτος άντρας
|
Μάλλον τουρκ.
λέξη.
|
|
κκέλης
|
φαλακρός
|
Τουρκ.: kelek = άγουρο
πεπόνι, φαλακρό.
|
|
κκεχρές
|
φάτσα
|
-
|
|
κκιαπράζι
|
δυσκολία
|
Τα βρήκε
κκιαπράζι! Τούρκ.: capraz (τσαπράζι) = είδος μαχαίρας, άρα συνάντησε δυσκολίες.
|
|
κκιούλι
|
ρεζίλεμα
|
Μάλλον τουρκ.
προέλευσης.
|
|
κκιούρου
|
τρέχει πολύ
|
Λέξη ηχοποίητη
από τη ροή του νερού.
|
|
κκούρος
|
κουρεμένος
σύρριζα
|
Αρχ.: κούρος,
άγαλμα αρχαϊκής τέχνης,
κούρος, κόρη.
|
|
κλαευτήρι
|
είδος μαχαιριού
|
Κλαδεύ-ω+τήρι = κλαδευτήρι.
|
|
κλάος
|
κλάδεμα
|
Κλάω = σπάζω.
|
|
κλαουργκιός
|
κλαδευτής
|
Αντί:
κλαδουργός, κλάδος+έργο " κλαδουργός.
|
|
κλησέρημο
|
κλειστό και
έρημο
|
Αντί: τρις
έρημο, (πρβλ.: τρισκατάρατος).
|
|
κλιαμούρι
|
κλάμα συνεχές
|
Υποχωρητικός
γραμματικής τύπος.
|
|
κλούβγιο
|
αβγό παλιό,
ανάλαφρο
|
Κλούβα =
κοτέτσι, άρα αυγό της κλούβας, του κοτετσιού (μπαγιάτικο).
|
|
κλουφώ
|
ακολουθώ
|
Κολουθώ,
κλουθώ! κλούφα = ακολούθα!
|
|
κλωσταργκιά
|
κλώσσα
|
Από το κλώσσω =
κακαρίζω. Ηχοποιημένη
λέξη από το
κλου-κλού ή κλω-κλώ κ.λπ.
|
|
κλωστρός
|
στριφογυριστός
|
Ελικοειδής
καπνός, από το κλώθω, γυρίζω κυκλικά.
|
|
κνάζω
|
ωριμάζω
|
Ίσως από το:
κοκκινίζω - εκοκκίνησε - εκοκίνασε - έκνασε, ή από το: ακμάζω.
|
|
κναστό
|
ώριμο
|
Κνάζω =
ωριμάζω, από: ακμάζω.
|
|
κνιάρης
|
τεμπέλης
|
Αρχ.: οκνηρός,
παραφθορά τής λέξης.
|
|
κοκιάμ
|
πολύ
μεγάλ-ος,-η
|
Κοτζάμ, τουρκ. λέξη
= μεγάλος, τόσος.
|
|
κοκκιασμένο
|
αυτό που δεν
κόβει καλά
|
Χαλά η κόψη του
μαχαιριού, κοκκιάζει.
|
|
κοκόνα
|
όμορφη γυναίκα
|
Ρουμ.: cocoana.
|
|
κολάι
|
ευκολία
|
Τουρκ.: kolay, κολαϊνός =
εύκολος.
|
|
κόλαση
|
κουτσός
(παιχνίδι)
|
Αυστηρή
δοκιμασία κίνησης σ’ ένα μόνο πόδι!
|
|
κολοκάσσα
|
αγκάθι που έχει
μέσα μαστίχι
|
Αρχ.:
κολοκασιά, φυτό με αγκάθια και κολλώδη ουσία.
|
|
κολονούραο
|
κόκκυγας
|
Κόλον+ουρά,
νουρά (στις Φάνες).
|
|
κολορίζια
|
άγριες ρίζες
των δέντρων
|
Παράρριζα,
παράρριζοι βλαστοί του δέντρου (κάτω ρίζες του κορμού). Παρετυμολογία αντί
κατωρίζια. Βλ.
κατουρί ή και
κατουρίδια.
|
|
κολοσαφφάς
|
έντερο με
γέμισμα
|
Έντερο
γεμισμένο με τεμάχια σφαγίου.
Κόλον = το
έντερο+φαγητό.
|
|
κόμμα-ράμμα
|
σταμάτησε μέχρι
κει
|
Κόβω+ράβω.
|
|
κομματσούλτι
|
μικρό κομμάτι
|
Κομμάτι+σούλιον
- σούλι - σούλτι.
|
|
κόνισμα
|
τρόχισμα
|
Το ακόνισμα, η
ακόνη, ακονίζω, αρχ.: η ακόνη, αλλά και ει-κόνισμα, εικόνα.
|
|
κόνισμα
|
εικόνισμα
|
Βλ. παραπάνω.
|
|
κοντόκουρο
|
βίτσα, το ξύλο
|
Κοντός, αρχ.:
το κοντάρι. «θα πιάσω
κανένα
κοντόκουρο να σε χτυπήσω».
|
|
κοντοκόφτεις
|
τρέχεις εδώ
γύρω
|
Τρέχεις
συνέχεια άνω-κάτω. Κοντά+κόφτεις.
|
|
κόξα-κόνξα
|
φάτσα
|
Αντιδράσεις,
σκέρτσα, ιδιοτροπίες, πείσματα.
|
|
κοπελλάκι
|
παιδάκι
|
Κόπελος (μεσαιωνική λέξη).
|
|
κοπποκυλκιού-μαι
|
κυλιέμαι στη
λάσπη
|
Χώμα, χάμαι,
κούπα+κυλίομαι, ορθότερα: κόπρο+κυλιέμαι, κοπποκυλιέμαι!
|
|
κοπροσκυλκιά-ζω
|
είμαι αραχτός…
|
Κόπρος+σκύλος,
παραμένω αδιάφορος,
όπως ο οκνηρός
σκύλος.
|
|
κοπροφίκι
|
λάκκος για
κοπριά
|
Αντί: κοπροθήκη….
|
|
κόρδινος
|
πλεκτό κόσκινο
|
Πλεγμένο με
χορδές - χόρδινος, κόρδινος.
|
|
κορομπίλτες (οι)
|
βλακείες
|
Ανοησίες,
ψεύτικες δικαιολογίες. Ίσως
από το β’
συνθετικό: «μπίλιες», που είναι γυάλινοι χρωματιστοί βώλοι. Άρα δηλώνει κάτι
το ψεύτικο, κοροϊδομπίλιες.
|
|
κορφάι
|
ξύλινος κορμός
στη σκεπή
|
Κορυφάδα,
κορφάδα, κορφάδια,
αρχ.: η
κορυφάς.
|
|
κόρφος
|
στήθος, θώρακας
|
Κόλπος, αγκαλιά, βλ.: εγκόλπιο.
|
|
κόττι
|
μπουφάν
|
Αγγλ. λέξη.
Ρήμα: boffer = φουσκώνω.
|
|
κόττου-πλώρου
|
στα καλά
καθούμενα
|
Κόττος ή κότσος
είναι τα μαζεμένα στο κεφάλι μαλλιά. Κόττος+πλώρη = με
πλώρη τον
κότσο, προβάλλεις και προχωρείς, δηλ. είσαι αφελής.
|
|
κουγιάζω
|
ζαρώνω σε μια
γωνιά
|
Από το τουρκ.:
κουγιαττί = απάνεμο
μέρος (Λεξ. Μ.
Σκανδαλίδη).
|
|
κουζί
|
πήλινο δοχείο
νερού ή
κοντόχοντρη
γυναίκα
|
Κουζί, η κούζα
= στάμνα χωρίς χέρι,
από δω κι η
λέξη κουζουλός, χαζός ή κουλοχέρης. Κουζουλαίνω.
|
|
κουκνούκεμα
|
ντάντεμα
|
Κανάκευμα,
χάδι, αρχ.: καναχή.
|
|
κουκού (τα)
|
τα γλυκά για τα
μωρά
|
Κάθε είδους
γλυκά, γλώσσα νηπιακή,
δηλ. για μικρά
παιδιά.
|
|
κουκουνούκους
|
τίποτα
|
Πράγματα
ανύπαρκτα, σκωπτική λέξη ειρωνείας.
|
|
κούκουρα
|
πολύ ξερά,
στεγνά
|
-
|
|
κουλαντρίζω
|
νταντεύω
|
Μεταχειρίζομαι
κάποιον ευνοϊκά, τουρκ.: kolandim.
|
|
κούλι
|
όταν θέλεις να
διώξεις το σκύλο
|
Κούλι
βρε...(φύγε σκύλε!). Σκύλαξ = μικρό σκυλλί. Αιολικά: κύλλα - κούλα - κούλη.
|
|
κουλούκι
|
μικρός σκύλος
|
Σκύλος, κύλαξ,
κυλάκιον, κολλάκιο, καλούκι = μικρό παιδί (στις Φάνες).
|
|
κούλουμπας
|
στάσιμο νερό
|
Νερό σε μεγάλο
λάκκο. Αρχ.: Κόλυμβος. Κολύμπια, ελιές κολυμπητές, κολυμβώ, κολυμπώ.
|
|
κούμελτα
|
οι ποδιές τού
τζακιού
|
Κούμελα, λατ.: cumulus = το ύψωμα
από χώμα,
κουμούλα, κουμούλια, (αρχ.: τύμβος = προεξοχή - λόφος).
|
|
κουμέντια
|
κουμάντα
|
Ιταλ.: commando «κουμέντια
είναι και τα χάλια σου» (ειρωνείας σχήμα λόγου). Λατ.: comoedia = κωμωδία.
|
|
κούμι
|
μαλακό χώμα
|
-
|
|
κούμουλτο
|
γεμάτο
|
Ύψωμα, λατ.: cumulus, πρβλ.
κουμούλι, πιάτο πολύ γεμάτο, κούμουλο.
|
|
κουνάρα
|
δυνατό μπάμ
|
Κρότος:
κουναρίζω. Μήπως από τον θόρυβο της καιόμενης κουκουνάρας;
|
|
κουνέττα
|
το χαντάκι στην
άκρη του δρόμου
|
Ιταλ. λέξη.
|
|
κουνιού
|
κουνήσου
|
Προστακτική του
κουνιέμαι, κινούμαι.
|
|
κούννες
|
πασατέμπο
|
Σπόρος
καρπουζιού, κολοκύθας, ήλιου
κ.λπ. Κολοκυθόκουννο.
Αρχ.: κόκκων -ος, πληθ.: κόκκωνες = κούννες.
|
|
κουντραπάντι-κο
|
απαγορευμένο
|
Ιταλ.: contra bando = λαθρεμπόριο.
|
|
κούπα
|
μπρούμυτα
|
Ρήμα: κουπάζω,
αρχ.: κύπτω-κυπτάζω,
γέρνω - σκύβω.
|
|
κούππαση
|
λιγοθυμιά
|
Κυπτάζω =
σκύβω.
|
|
κουρέττο
|
κουτσομπολιό
|
Λατ.: curro = ρέω,
επεκτείνομαι. Πρβλ.: ρύμη λόγου.
|
|
κουρκουνώ
|
χτυπώ,
κουρκουνώ την πόρτα,
|
Λέξη μάλλον
γεννημένη από τον θόρυβο -κουρ-κουρ-,
που προκαλείται σ’ έναν
τενεκέ γεμάτο
πέτρες, ή με το κτύπημα
της πόρτας με
τα δάκτυλα.
|
|
κουρκούταβλος
|
είδος σαύρας
των δέντρων
|
Κουρκούτης =
χαζός. Η σαύρα αυτή κινεί το κεφάλι άνω-κάτω, δεν δείχνει να πανικοβάλλεται
και εύκολα σκοτώνεται λόγω δυσκινησίας (σαύρα η τοιχοβάμων).
|
|
κουρού-καπάκ
|
ξερό κεφάλι
|
Αγύριστο
κεφάλι, τουρκ. λέξη = ξερή κολοκύθα.
|
|
κουρσούνι
|
σφαίρα
|
Τουρκ.: cursum. «Έφυγε σαν
κουρσούνι!».
|
|
κουσκουλτήχ-τρα
|
φαγώσιμο
χορταρικό
|
Καυκαλίδα,
καυκαλήθρα, αγριόχορτο εδώδιμο, αρχ.: καυκαλίς.
|
|
κουσκούνι
|
γουρουνάκι
|
Μικρός χοίρος.
|
|
κουσουμέρνω
|
χρησιμοποιώ
|
Λατ.: consumo = καταναλώνω.
|
|
κούσπα
|
λαγούμι
|
Σπηλιά, τρύπα
λαγού. Βυζαν.: κούσπος, λατ.: cuspus = χώρος
βασανιστηρίων φυλακής.
|
|
κουτάλα
|
ώμος
|
Ο ώμος, αρχ.:
σκυτάλη-σκουτάλη, λατ:. scutum = η ασπίδα.
|
|
κούτελτο
|
μέτωπο
|
Χτύπησε
κατακούτελα! Βυζαν.: κύτελον
ή κότυλος =
κοιλότητα.
|
|
κουτλίζω
|
νυστάζω
|
Κουτουλώ,
κουτουλίζω, κίνηση της κεφαλής προς ύπνο! Αρχ.: κότυλος - κουτουλώ = κούτελο.
|
|
κουτουμανάς
|
ψηλός και
εύρωστος
|
Ίσως από το
κουτούζης, Τουρκ.: kutp = αυτός που είναι δυνατός με κακές προθέσεις, φοβερός.
|
|
κουτουρού
|
στην τύχη
|
Τουρκ.: götürü =
απερίσκεπτα.
|
|
κουτσούλτημα
|
κορφολόϊσμα
|
Κουτσουλίζω =
κόβω τις κορυφές των βλαστών του αμπελιού. «Μας τα λές κουτσουλά», δηλ.
κομμένα, άρα
κουτσουλώ = κόβω!
|
|
κουφόβραση
|
ζέστη χωρίς
ήλιο
|
Ζέστη και
υγρασία, κλίμα αποπνικτικό.
|
|
κούφτιο
|
είδος πουλιού
|
Αρχ.: Σκωψ.
Ρήμα: σκώπτω = κοροϊδεύω.
|
|
κουχιό
|
μαραζωμένο
|
Κουγιό. Φανενά:
να δούμε που κούγιασε
= που
μαζεύτηκε. Βλ.: κουγιάζω.
|
|
κράι
|
παγετός
|
Μάλλον τουρκ.
λέξη, ή από το: ακραής = άνεμος δυνατός.
|
|
κράτει
|
σταμάτημα
|
Λέξη που
απευθύνεται σ’ άλλον να σταματήσει.
|
|
κρέτιτο
|
βερεσέ
|
Εμπιστοσύνη.
Λατ.: credo: πιστεύω,
ιταλ.:
credito = πίστωση.
|
|
κρικέλντι
|
σιδερένιος
κρίκος
|
Αρχ.: κρίκος,
κρικέλλιον.
|
|
κρόκινο
|
κίτρινο
|
Κρόκος αυγού,
χρώμα κρόκινο. Π.χ.:
πράσο =
πράσινο, κίτρο = κίτρινο,
λάχανο = λαχανί
κ.λ.π.
|
|
κρομμύ
|
κρεμμύδι
|
Αρχ.: κρόμμυον
(κρομμύδια).
|
|
κρυάβα
|
παγωνιά
|
Το κρύο που
κρατεί γύρω.
|
|
κρυφοκούσπα
|
δεν φανερώνει
τα μυστικά της
|
Δεν θέλει να
αποκαλυφθεί, η κρυφή-κούσμπα, βλ.: κούσπα.
|
|
κυλίντρι
|
τροχός χωρίς
ακτίνες
|
Αρχ.:
κύλινδρος, κυλώ.
|
|
Κυρά - Λεσένη
|
ουράνιο τόξο
|
Η εμφάνιση της
κ. Λεσένης, ώς φαινομένου ανεξήγητου, θεωρούνταν καλός οιωνός, βεβαίωση του
Θεού ότι δεν θα γίνει κατακλυσμός. Αναγραμματισμός: Κυρά Σελένη!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου