Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία: αρχ. Βλέπε: βλ.
Τουρκικά: τουρκ. Δηλαδή: δηλ.
Λατινικά: λατ. Παράβαλλε: πρβλ.
Ιταλικά: ιταλ. Λεξικό: λεξ.
Αραβικά: αραβ. Σελίδα: σελ.
Βυζαντινά: βυζαν. Πρόθεμα: προθ.
Σλαβικά: σλαβ. Ετυμολογία: ετυμολ.
Βενετικά: βενετ. Μεταφορικά: μεταφ.
Αγγλικά: αγγλ.
Ρουμάνικα: ρουμ.
Γαλλικά: γαλλ.
Λ (λάμδα):
λαΐνα
|
λαγήνι
|
Λάγυνος,
λάγηνος, πήλινο δοχείο, λατ.: lagena.
|
λακέρντα
|
κουβεντολόι
|
Πολυλογία,
λατ.: lacerta = είδος παστού
ψαριού. Συνέπεσε παρετυμολογικά με
την τουρκ.
λέξη: lacirdi = κουβέντα.
|
λαμένω
|
περιμένω
|
Από το: αναμένω
- ναμένω - λαμένω.
|
λαμπατίνα
|
λάμπα του φακού
|
Αρχ.: λαμπάς,
λαμπάδα, ιταλ.: lampa (λάμπω).
|
λαμπριώτης
|
πασχαλινό αρνί
|
Κάθε ζώο προς
σφαγή την περίοδο του Πάσχα, της Λαμπρής.
|
λάου-λάου
|
σιγά-σιγά
|
Λαγού-λαγού περπάτημα.
|
λαούμα
|
λαγούμι
|
Υπόγειο όρυγμα,
οχετός. Τουρκ.: lagim.
|
λαουμάνος
|
κανάτα νερού
|
Lavo+manus, αντιστοιχία
προς το
ομηρικό χέρ-νιψ
= χέρνιβας (χειρ+νίπτω) χερνίπτομαι.
|
λαουνιάρης
|
Ζώο, σκύλος που
ψάχνει καλά
|
Κυριολεκτείται
για τον σκύλο που έχει
την ικανότητα
να βρίσκει λαγούς.
|
λαουργκιά
|
μεγάλος λαγός
|
Μεγεθυντική
λέξη.
|
λαούτες
|
οχετός, όρυγμα
|
Λαγούτες,
τουρκ.: lagim = όρυγμα, οχετός.
Λούκι, λούκια,
ολούκα = ξύλινο αυλάκι.
|
λατός
|
χαβάσι, διάθεση
|
Βαθιά επιθυμία:
ελάω, ελαύνω. «έλασε το ζώο». Περίοδος οργασμού των κατσικιών, κατά συνέπεια
λατός = επιθυμία. Αρχ.: ελάω = διεγείρω.
|
λατσωμένος
|
λερωμένος
|
Λετσωμένος,
λέτσος = βρόμικος. Ιταλ.: lezzo.
|
λαττάς
|
χοντρό ξύλο
|
Ξύλο από μεγάλο
κορμό δέντρου, τουρκ. λέξη.
|
λαφαντάρης
|
λαχανιασμένος
|
Αρχ.: λαφύσσω =
αναπνέω βαθιά, λαχανιάζω.
|
λαφάσσω
|
λαχανιάζω
|
Αρχ.: λαφύσσω.
|
λαφατός
|
λαχάνιασμα
|
Λαφάσσω =
ασθμαίνω, αρχ.: λαφύσσω = ροφώ άπληστα.
|
λαφροπάλαντζα
|
αυτός που χάνει
|
Ελαφρόμυαλος,
αμφιταλαντευόμενος. Παλάντζα: φορητή ζυγαριά, βεν.: balanza, αρχ.: φάλαγξ!
|
λαχαίνω
|
συναντώ
|
Αρχ.: λαγχάνω.
|
λέβα
|
βόλτα
|
Σήκωμα για
βόλτα, λατ.: levo = σηκώνομαι.
|
λείβγω
|
αλείφω
|
Αρχ.: λείφω.
|
λείπης (ο)
|
το μυαλό του
είναι αλλού
|
Σήμερα
χρησιμοποιείται ως «φευγάτος», ρήμα: λείπω, απουσιάζω (υποχωρητικός τύπος).
|
λείψουμε, λείψου-με
|
παράταμε
|
Απο-λείψου με!
απολείπω = εγκαταλείπω.
|
λε-λε
|
λέγε-λέγε
|
Λέγε-λέγε, τα
κατάφερες!
|
λέρα
|
βρομιά, κακός χαρακτήρας
|
Αρχ.: ολερός = λασπερός.
|
λεσπέρης
|
αγρότης
|
Γεωργός,
τουρκ.: zencper.
|
λεχούι
|
μωρό
|
Λεχούδι, το
νεογέννητο που είναι κοντά
στη λεχώνα.
|
ληνός
|
πατητήρι των
σταφυλιών
|
Δεξαμενή, αρχ.:
ληνός.
|
λιβόρβορο
|
περίστροφο
|
Ιταλ. λέξη,
αγγλ.: revolver.
|
λίγδα
|
βρομιά
|
Αρχ.: λίγδην -
λιγδερός = λιπαρός.
|
λικοτίζουμαι
|
χασομερώ
|
Χάνω χρόνο
εργασίας μου.
|
λίλιρα
|
ιλαρά
|
Ιλαρός - ιλαρά,
λίλτιρα.
|
λίλτηρας
|
ιλαρά
|
Ίληρη: ιλαρός =
χαρούμενος, καλοσήμαντη λέξη για την αρρώστια (ευφημισμός) και λίληρη.
|
λίμα
|
κουτσομπολιό,
πολυλογία
|
Λιμάρω = ομιλώ,
μεταφορικά από το
ιταλ.: lima = εργαλείο
λείανσης σκληρής επιφάνειας,
|
λιμάγρα
|
βουλιμία
|
Λιμάζω, πεινώ
πολύ, αρχ.: λιμώττω, ιταλ.: limare, λιμάγρα από το λιμός = πείνα και μάργος = άπληστος =
άπληστη πείνα.
|
λιμασμένος
|
πεινασμένος
|
Αρχ.: λιμώττω.
|
λιμόγντουρο
|
αδύνατος
|
Το παιδί που
πεινά και δεν χορταίνει (βλ.: λιμός - λίμα - λιμώττω). Λιμοκτονώ, λιμόγδουρο,
πρβλ.: ξυλάγγουρο.
|
λιμπί
|
συνήθεια
|
Ρήμα:
λιμπίζομαι, λιμβόζομαι. Λατ.: libido.
|
λιμπίζομαι
|
επιθυμώ
|
Λιμβίζομαι. Λατ.: libido =
επιθυμία.
|
λίφι
|
σφουγγάρι
|
Το αλείφειν, το
λείφειν, το λείφι!
|
λιφτήρι
|
καλάμι με
σφουγγάρι για το άλειμμα
|
Κάθε τι που
αλείφει, αλείφω - αλειφτήριο όργανο!
|
λκιώμα
|
έλιωσε
|
Αλλοίωμα,
αλλοιώνω, λοιώμα, εξουδετέρωση, ή λειώνω - λειώμα.
|
λοές
|
ποικιλίες
σταφυλιών
|
Λογές-λογές,
λογή. «Τι λογής είναι;» ή «λογιών - λογιών», «τί λιος είναι ο άνθρωπος» = πώς
είναι; ποιάς λογής είναι;
|
λόκοπα
|
κόψιμο θάμνων
|
Υλο-κοπώ, ύλη =
δάσος = ξυλεία,
υλόκοπα,
λόκοπα!
|
λολντοκόπελντο
|
τρελό παιδί
|
Λωλό+κοπέλι,
λωλός (απολωλώς), κοπέλι
= αγόρι, βυζαν.:
κοπέλιο = το παιδί του καπηλειού της ταβέρνας. Στις Φάνες: Κόπελτος.
|
λολός
|
τρελός
|
Απο-λωλός =
χαμένος.
|
λόπια (τα)
|
φασόλια
|
Αρχ.: λοβός = φασόλι.
|
λόρδα
|
η μεγάλη πείνα
|
Ειρωνεία, από
το: Λόρδος.
|
λούβα
|
μια αρρώστια
|
Λέπρα, αρχ.:
λώβη (λουβιάρης). Ρήμα: λωβώμαι.
|
λουβιάρης
|
βρομιάρης
|
Αρχ.: λωβός = λεπρός.
|
λούγκρα
|
θηλυκός χοίρος
|
Σκρόφα, η
γουρούνα που έχει γεννήσει. Αρχ.: γρομφάς.
|
λούτσικας
|
λόξυγγας
|
Κλώξυγγας -
κλώξος, από το κλώζω = βγάζω τραχύ ήχο.
|
λτίγκι-λτίγκι
|
βήμα-βήμα
|
Ειρωνική
διατύπωση, νάτος, ήρθε λτίγκι-λτίγκι. Προφανώς από τα κουδούνια του αλόγου
της άμαξας. Λέξη ηχομιμητική.
|
λτιολέης
|
λίγες φορές το
λές
|
Ολιγολογώ,
-εις, λέω λίγα = λιγολέω.
|
λωνάρι
|
κομμένο σε
πολλά μέρη
|
«Το πουκάμισο
έγινε λωνάρι», κόπηκε κι έγινε κομμάτια, λωρίδες! ρίζα λώρος = ζώνη, ιμάντας.
Λατ.: lorum.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου