Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
451. Φ Χα, παραιτα, πρε. ΝΕ Άστα μωρέ, έλα παράτησέ τα.
452. Φ Σουρτούκι επόμενες και βοττογυρίζεις. ΝΕ Έμεινες και γυρίζεις όλη την ώρα. Ε/Π Σουρτούκι: ιδιότροπο άτομο, τουρκικά: surtuc. Έγινες ιδιότροπος χαρακτήρας. βοττο+γυρίζεις = βόλτα+γυρίζω.
453. Φ Κάχχεται καραωμένος. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Έτοιμος να εκραγή. Γεμάτος οργή.
454. Φ Επόμεινα μόνια-μονάχη. ΝΕ Έμεινα ολομόναχη.
455. Φ Βουάρα το χωρκιό. ΝΕ Ησυχία στο χωριό.
456. Φ Και που δω, έβαλε λο. ΝΕ Και από δω έβγαλε λόγο (αναμίχθηκε). Ε/Π Είπε τον κακό του ή καλό του λόγο (λος = λόγος, ο μεγάλος λός)
457. Φ Ακόπονο πιό, εβάϊσε κιά. ΝΕ Αμάν πιά επιμένει εκεί. Ε/Π Από χαρακτήρα επιμένει πεισματικά εκεί. Βαύζω = γαυγίζω. Απόκονο, ή ακόπονο = εμμονή.
458. Φ Ετσά, έκοψε το κάφκαλτό του. ΝΕ Έτσι του κατέβηκε.
459. Φ Ήβγκε σαλαμέττι. ΝΕ Βγήκε σώος.
460. Φ Χωρείτε να ήτε πρε παιδκιά, γουλκειές. ΝΕ Κοιτάξτε να δείτε δουλειές, βρε παιδιά
461. Φ Εφαέμας ούλτα τα μαξούλκια. ΝΕ Έφαγα όλα τα έσοδα, όλες τις σοδιές.
462. Φ Μπρόαλε που τη σόκκα. ΝΕ Πρόβαλε από το στενό.
463. Φ Μολολάησέ τα ούλτα μαζί. ΝΕ Βάλτα όλα μαζί σε τάξη.
464. Φ Α πρε πεντοκούλουκο! (Βρισιά) Ε/Π Πεντοκούλουκο: πέντε φορές κουλούκι, μικρό σκυλί.
465. Φ Χατέστε να παένουμε. ΝΕ Άντε να πηγαίνουμε.
466. Φ Ξεσκάλτει το φαϊ σαν τη πούλντα. ΝΕ Ανακατώνει το φαγητό σαν την κότα, που σκαλίζει το χώμα.
467. Φ Τσαρουχάς και πάεις. ΝΕ Σέρνεις τα πόδια σου και πας.
468. Φ Έκατσε στο καρύ του. ΝΕ Κάθησε στο λαρύγγι του.
469. Φ Στέρι-στεμές, εκλούφηξάτον. ΝΕ Με το ζόρι τον ακολούθησα.
470. Φ Ετσιμπολόησε το βοτρύ. ΝΕ Τσίμπησε μερικές ρώγες από το τσαμπί.
471. Φ Κάχχεται σα βρεμένη πούλντα. (ΜΕ) ΝΕ Όταν φταις για κάτι. Ε/Π Δεν δείχνεις ικανός να δείξεις τη δύναμη σου.
472. Φ Τ’ αμπέλι χχέλει λολτό νοικοκύρη. ΝΕ Το αμπέλι θέλει τρελό νοικοκύρη Ε/Π Χχέλει - θέλει. Υπετβολή για καλλιέργεια.
473. Φ Τα λόγια μου επήασι στο βρόντο. ΝΕ Τα λόγια μου πέσαν στο κενό.
474. Φ Ήρτε ξεπέχχυμος. ΝΕ Ήρθε κεφάτος, χωρίς καμιά επιθυμία.
475. Φ Εφτά ε φυρούν, άλλτα να χωρείς. ΝΕ Αυτά δεν τελειώνουν, άλλα να βλέπεις.
476. Φ Νεροκαμένος εκάχχουσουν; ΝΕ Καιγόσουνα για λίγο νερό; Ε/Π Καθόσουν διψασμένος.
477. Φ Εχασολόησε και πήε στανάθεμα. ΝΕ Τα έχασε και πάει από το κακό στο χειρότερο.
478. Φ Εναούλγκιασα το φαϊ. ΝΕ Αναγούλιασα από το φαγητό.
479. Φ Εσυκκηρντίστικα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα, μη πας να πεις, πόσο!
480. Φ Έβαλέντο αμέττι-μοχαμέττι. ΝΕ Το ΄βαλε σκοπό, επίμονο.
481. Φ Έπιασε το λακκιρντί. ΝΕ Έπιασε το κους-κους. Ε/Π Λακκιρντί: κουβεντολόι, (τούρκικa: lacirdi).
482. Φ Σα του λουβγκιάρη τα γακτήλκια. (Βρισιά) Ε/Π Γακτήλκια: δάκτυλα. Λούβα, αρχαία: Λωβή = λέπρα.
483. Φ Ετάνισές τον, έμπλεξες. ΝΕ Τον άγγιξες, έμπλεξες.
484. Φ Τι ακάουμε πιό; ανάγκη, βάρος. ΝΕ Τι να κάνουμε; βλέπεις η ανάγκη το επιτάσσει.
485. Φ Εφάνην ο σταφυλτίτης του. ΝΕ Φάνηκε ο λάρυγγάς του, η σταφυλή του.
486. Φ Έστεσε το κανταρμάντου. ΝΕ Έστεισε το κάλλος του.
487. Φ Κλείσε, πρε, τη μακκέλτα! ΝΕ Κλείσε την πόρτα στο περιβόλι.
488. Φ Ε΄ θα σε ποστομόσω σήμερο. ΝΕ Δεν μπορώ να σου κλείσω το στόμα σήμερα.
489. Φ Πρε, που να πρηστής και νάβγκεις ττουλούμι (κουσί). (Βρισιά)
490. Φ Συνομαέφτου πιό. ΝΕ Μαζέψου πιά.
491. Φ Εξάναντο οι πούλντες. ΝΕ Τον φάγανε οι κότες. Ε/Π Τον έκαναν άνω κάτω.
492. Φ Πρε ζο τ’ αλέτρου. (Βρισιά) Ε/Π Το βόδι, που σέρνει το αλέτρι.
493. Φ Είναι μιά φάουσα. ΝΕ Είναι πάρα πολλοί, κακοί άνθρωποι. Ε/Π Φάουσα: ασθένεια που κατατρώει το σώμα (αρχαία: φαγέδαινα).
494. Φ Μπονάτσα τ’ Αβούστου. (ΜΕ) ΝΕ Ο ήρεμος άνθρωπος.
495. Φ Κάτσε να ψακωχχείς τον πόνο και τη φάουσα. (Βλαστήμια)
496. Φ Εξήψαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Καίνε τα σωθηκά μου. Ε/Π Υποφέρω από νερό. Έξηψα, εξάπτω = ανάβω.
497. Φ Η γουλκειά επίττησε. ΝΕ Η δουλειά πέτυχε, τελείωσε.
498. Φ Στελκιάρι που χχέλεις. ΝΕ Ξύλο που θέλεις!!
499. Φ Κόψεμε μιά ολκιά τυρί. ΝΕ Κόψε μου λίγο τυρί.
500. Φ Ήρτε γέρι-γερινέ. ΝΕ Ήρθε στα καλά καθούμενα και με το έτσι θέλω.
501. Φ Το νερό είναι πούζι. ΝΕ Το νερό είναι παγωμένο.
502. Φ Κουνιού πρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Κουνήσου ρε, ακόμα εκεί είσαι;
503. Φ Ε συγκαλαμίζεται φτος. ΝΕ Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, στα καλαμια του.
504. Φ Εντιονήσαν τα φτιά μου. ΝΕ Σφυρίζουν τ’ αφτιά μου. Ε/Π Εντιονήσαν: αντιδονούν.
505. Φ Επογρομάχησεν ο άχρωπος. ΝΕ Ίδρωσε ο άνθρωπος πάρα πολύ.
506. Φ Έππεσε και μισερέφτη. ΝΕ Έπεσε και χτύπησε άσχημα.
507. Φ Επήρες άξαμο; Ν Πήρες μέτρα;
508. Φ Εμακκελτοκόπη, με τη ψέλτα. ΝΕ Κόπηκε με το μαχαίρι.
509. Φ Κολοκύτια στον απαταρό. Ε/Π Πράγματα ανάξια λόγου.
510. Φ Χάννια χαπίπουλτο, βα είσαι πρώτη. ΝΕ Πεθαίνεις για κουβέντα, κουτσομπολιό!
511. Φ Έβαλε τη τσαγκριά, φιέστε που μπρός. ΝΕ Έβαλε μια φωνή, κάντε στην άκρη.
512. Φ Πόψε είχαμε ποσπέρι. ΝΕ Απόψε ξενυχτήσαμε.
513. Φ Κάτσε κάτω τα χαράκια. (Βρισιά)
514. Φ Είσαι σαν τον ακούρκιο. ΝΕ Είσαι ακούρευτος (αναμαλλιασμένος). Ε/Π Ακούρκιος, ακούρευτος, αναμαλλιασμένος.
515. Φ Κάχχεται σα τον αγκινόβατο. ΝΕ Κάθεται και ψάχνει αιτία, για να δημιουργήσει πρόβλημα.
516. Φ Εκκουπάσαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Ανακατώθηκαν τα σωθηκάμου. Ε/Π Συνήθως λέγεται στην έλλειψη φαγητού, πείνας.
517. Φ Ελτίανεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Λιγόστεψε η καρδιά μου (εφοβήθηκα). Ε/Π Λέγεται σε περίπτωση φόβου, αγωνίας.
518. Φ Εσηκώστηκε που τα νυχατά. ΝΕ Σηκώθηκε από τα ξημερώματα. Νυχατά: αρχαία = έννυχα.
519. Φ Ενέβηκαν τα ψωμιά; ΝΕ Ανέβηκαν τα ψωμιά; (είναι τα ψωμιά έτοιμα για τον φούρνο;)
520. Φ Έπεσε και νεχαράσση. ΝΕ Έπεσε και αναμασάει (την τροφή, μηρυκάζει).
521. Φ Επάενε με μιά στίμη! ΝΕ Πήγαινε φουλαριστός, έτρεχε πολύ γρήγορα. Ε/Π Στίμη: από το λατινικλο Stimulo = κεντρίζω. Stimulus = το κεντρί.
522. Φ Ούλτα καλά καωμένα. ΝΕ Όλα καλά καμωμένα.
523. Φ Εφκρίστηκέντον, μπρος - πίσω. ΝΕ Τον κοίταξε μπρος-πίσω. Ε/Π Τον ακροάστηκε μπρος-πίσω ο γιατρός.
524. Φ Σφίξε τη ποκατενή. (ΜΕ) ΝΕ Κάνε οικονομία, για ν’ αντέξεις τις δυσκολίες. Ε/Π Όπως στηρίζει η αποκατενή το σαμάρι στα άλογα.
525. Φ Πολτύ καταπαλίκι κάμνεις. ΝΕ Πολύ φασαρία κάνεις.
526. Φ Κχιά, ξένη πούλτα. ΝΕ Έξω, ξένη κότα.
527. Φ Λάμενε πρε βα. ΝΕ Περίμενε εδώ.
528. Φ Αππανάς που ήταν νάβγκη. ΝΕ Ατημέλητος που ήτανε να βγει (βρόμικος στις δουλείες του).
529. Φ Τρώε-τρώε εγίνη σαντό ττουσούνι. ΝΕ Απο το πολύ φαγητό πάχυνε.
530. Φ Μη χαστιάζεις πρε! ΝΕ Μην αφαιρείσαι βρε!
531. Φ Πηλοϊσου μωρή ε γκούεις; ΝΕ Απάντησε βρε, δεν ακούς; (απολογήσου).
532. Φ Πιάσε πατός σου, α ξέρουμε τι κάμνουμε. ΝΕ Ανάλαβε ο ίδιος, για να έχουμε αποτέλεσμα.
533. Φ Η γουλκειά εμπατάλεψε. ΝΕ Η δουλειά χάλασε.
534. Φ Εστάχχει σα τον γράμπαπα. ΝΕ Στάθηκε σαν άγαλμα. Ε/Π Γράμπαπα: grande papa
535. Φ Εβά έχει βραστασκιά. ΝΕ Εδώ έχει ζέστη.
536. Φ Εποσκέφτηκα κομμάτι. ΝΕ Βολεύτηκα κάπου, προστατεύτηκα κάπου.
537. Φ Ούλτο βερεσίδκια. ΝΕ Όλο βερεσέ, πάντα με πίστωση.
538. Φ Τωρά σ’ έπιασε το συκλέττι. ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; η ανάγκη;
539. Φ Ο καιρός εμπονοφάλκιασε. ΝΕ Ο καιρός συννέφιασε.
540. Φ Φτος γα είναι πήουλος. ΝΕ Αυτός είναι ύπουλος. Ε/Π Πήουλος: ύπουλος, επίβουλος = σκέπτεται πάντα το κακό.
541. Φ Ούλτα για λτόου του. ΝΕ Όλα για τον εαυτό του.
542. Φ Ετσά κόττου-πλώρου. ΝΕ Έτσι στα καλά καθούμενα.
543. Φ Εμπυαλτόχχηκε η αελκιά. ΝΕ Απέβαλε η αγγελάδα.
544. Φ Ακκοπέττι, α νεφάνει χχέλει. ΝΕ Που θα πάει θα φανεί, θάρθει η ώρα κάποτε.
545. Φ Εκουλτουργκιάστηκε μάνι-μάνι. ΝΕ Ξάπλωσε γρήγορα - γρήγορα. Ε/Π Κουλουριάζω = γίνομαι κουλούρι για να κοιμηθώ.
546. Φ Ένα καφίζι σκάδκια. ΝΕ Ένας κουβάς ξερά σύκα. Ε/Π Καφίζι, τούρκικο μέτρο χωρητικότητας.
547. Φ Κουρέτο που ππέφτει!! ΝΕ Το κους-κους (κουβεντολόι) πάει σύννεφο.
548. Φ Επήα στο ργκιολόησμα πορνό-πορνό. ΝΕ Πήγα στο κορφολόγισμα (ή αραιολόγισμα) πρωί-πρωί.
549. Φ Κουκουλτώσου, γιατί έχει κρυάβα όξω. ΝΕ Σκεπάσου καλά, γιατί κάνει κρύο.
550. Φ Ένας κουτουμανάς μέχρι κιά πάνω, ΝΕ Ένας ματράχαλος, μέχρι κει πάνω.
551. Φ Α, πρε, λύχνο τριφύτηλτε. (Βρισιά)
552. Φ Έψε τη καλαφούνα. ΝΕ Άναψε τη φωτιά.
553. Φ Αούμε που βόσκει! (ΜΕ) ΝΕ Να δούμε, πού γυρίζει.
554. Φ Χοχλάζει η ρότσα. (ΜΕ) ΝΕ Η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο.
555. Φ Εστέκνωσεν ο στόμας μου. ΝΕ Στέγνωσε το στόμα μου.
556. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η κολυμπήθρα. ΝΕ Αυτός που τάχει τετρακόσια. Ε/Π Τοπική έκφραση αλαζονείας των χωριανών μας.
557. Φ Επετάχτηκε μιά φιάκλα. ΝΕ Πετάχτηκε ένα μεγάλο φίδι.
558. Φ Έπιασε μας τριμυστήριση. ΝΕ Μας έπιασε τρεμούλα και φόβος.
559. Φ Εστράγγιξεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Στράγγιξε η καρδιάμου.
560. Φ Είσαι ένας κεβερσελές, που ε λέεται. ΝΕ Είσαι μιά πληγή, που δεν λέγεται.
561. Φ Ανορεξιά έχει, ε τον χωρείς; ΝΕ Δεν έχει όρεξη, δεν το βλέπεις;
562. Φ Γιαβάχης άχρωπος. ΝΕ Ήρεμος άνθρωπος.
563. Φ Έσπρισε που τον φο του. ΝΕ Χλώμιασε απο τον φόβο του.
564. Φ Εκαμέντα φλούκο! ΝΕ Τα έφαγε όλα.
565. Φ Κάχχε λτίο και λτιάκι, κρι-κρι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι γκρινιάζει.
566. Φ Λαφροπαλάτζα που είναι! ΝΕ Είναι πολύ αγαθός.
567. Φ Εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Βαρέθηκα πιά να τα λέω.
568. Φ Μοναχοφάς είσαι. ΝΕ Τα θέλεις όλα για σένα.
569. Φ Νοάς, πρε, για ενεννοάς; ΝΕ Καταλαβαίνεις βρε ή όχι;
570. Φ Μη με ρίζεσαι, καίχω και βω τάικά μου. ΝΕ Μη με συνορίζεσαι, έχω κι’ εγώ τα δικά μου προβλήματα.
571. Φ Έκαμα τη φέσταντου να με θυμάται. ΝΕ Έκανα την ποινή του, να με θυμάται.
572. Φ Εφτό είν’αγκίνιο. ΝΕ Αυτό είναι καινούργιο.
573. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Δοκίμασα (δούλεψα) τα κοφίνια, τα χρησιμοποίησα.
574. Φ Εκόλτησεν η βελόνα. (ΜΕ) ΝΕ Λέει τα ίδια και τα ίδια. Ε/Π Όπως, όταν πάθει βλάβη η βελόνα του φωνογράφου.
575. Φ Με φτα εννά ποσοστής; ΝΕ Μ’ αυτά θα σωθείς;
576. Φ Τταμαχιάρης που είναι. ΝΕ Πέφτει με τα μούτρα στη δουλεία.
577. Φ Πιά μωρή, φτοά του κουχιό; (Βρισιά)
578. Φ Επίνταρε κιά, άτε να ξεκολτήσει. ΝΕ Πιστεύει αυτά και δεν του αλλάζεις γνώμη.
579. Φ Λείπει που τα ρούχα του. (ΜΕ) ΝΕ Είναι έξω από τα ρούχα του (δεν προσέχει, δεν σκέπτεται καθόλου).
580. Φ Σφογγίστου καλά! ΝΕ Σκουπίσου καλά.
581. Φ Μπακοτίλκιας είναι πρε. ΝΕ Αδιαφόρετος είσαι, ρε!
582. Φ Ήβρες τι στράτα, κήρτες πιό; ΝΕ Βρήκες το δρόμο κι’ ήρθες πια; Ε/Π Το καταδέχτηκες να έρθεις πια; (ειρωνεία).
583. Φ Έφαε το βασταό. ΝΕ Χάλασε τα σύνορα του χωραφιού.
584. Φ Τσάππωσε πρε, ναούμε σήμερο. ΝΕ Σπρώξε να δούμε.
585. Φ Αστριόλους έχεις που κάτω; (Βρισιά)
586. Φ Α πρε κνιάρη!! ΝΕ Α βρε τεμπέλη (οκνηρέ)!!
587. Φ Μάεψε τα καταπαλίκια. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα.
588. Φ Μιά φλέτσα μπακκαλκιέρο. ΝΕ Ένα κομμάτι βακαλάο.
589. Φ Ήβγκε κουσί. ΝΕ Πρήστηκε ολόκληρος.
590. Φ Ε κάμνει στέμμα. ΝΕ Δεν σταματά πουθενά.
591. Φ Επιασέ με στελτίτης (ποδάγρα). ΝΕ Πιάστηκα από την ορθοστασία.
592. Φ Πάει κιά που είν’ το ζαράρι. ΝΕ Πάει εκεί που κάνουν ζημιά.
593. Φ Έβγκαλε το τσάρουγκα, να φωνάζει. ΝΕ Έβγαλε τα λαρύγγι του να φωνάζει.
594. Φ Τοσογά ναγκατό!! ΝΕ Τόσο αγκομαχητό!!
595. Φ Χώρκιε κει ο λείπης. ΝΕ Βλέπε κει, αχαϊρευτε! Ε/Π Βλέπε εκεί αυτόν, που λείπει από τα ρούχα του.
596. Φ Παλταρός, πρε, είσαι; ΝΕ Δεν πιάνουν τα χέρια σου, βρε; (είσαι παλαβός!)
597. Φ Είναι φτη μιά σκιάστρα. ΝΕ Ξέρει και μπαλώνει τις καταστάσεις.
598. Φ Φάωμα που είσαι!! (ΜΕ) ΝΕ Σαν το σαράκι, που τρώει το ξύλο.
599. Φ Βρομεί που την απλησκιά. ΝΕ Δεν πλένεται και βρομάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου