Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
901. Φ Σαν τον γιρούκην εκατάντισες πιό! ΝΕ Κατάντησες σαν τον αλήτη. Ε/Π Γιρούκης: τούρκος στρατιώτης
902. Φ Έντο χωρείς που τσουμουκλαίει; ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που σιγοκλαίει;
903. Φ Α με τουφλοπανιάσεις ξαννείς; ΝΕ Θέλεις να μου ρίξεις στάχτι στα μάτια; Ε/Π Να μου κλείσεις τα μάτια με πανιά προσπαθείς;
904. Φ Εστούππωσε πιό, που το τσιάρο. ΝΕ Έκλεισε ο λαιμός του από το τσιγάρο.
905. Φ Κόλτα του σιταρκιού. (ΜΕ, βρισιά) Ε/Π Κόλτα = αρρώστια κολλώδης.
906. Φ Παχιαρντίζιτα ούλτα. ΝΕ Τα προλαβαίνει όλα.
907. Φ Εμούραρε κια, που να μεταπατήσει; ΝΕ Επιμένει εκεί, και δεν αλλάζει γνώμη. Ε/Π Εμούραρε = έπεσε με τα μούτρα, όρμησε.
908. Φ Επάεννε ζιρίττι. ΝΕ Πήγαινε γρήγορα-γρήγορα. Ε/Π Ζιρίττι: άλογο της ερήμου, για ταχυδρομικές μεταφορές.
909. Φ Καματέβγκει πάνω - κάτω. ΝΕ Πάει πάνω-κάτω, εργάζεται πολύ.
910. Φ Κκιούρου το νερό. ΝΕ Το νερό έπεσε απότομα σαν καταράκτης. Ε/Π Κιούρου = λέξη ηχοποίητη από τον θόρυβο του νερού.
911. Φ Καλντικά πάνω και δρόμο. ΝΕ Κάθεται πάνω φεύγει. Ε/Π Καθίζει (καβαλλά) στο άλογο (στο κινητό) και φεύγει γρήγορος.
912. Φ Ρχινά πιο και μαμμαλά. ΝΕ Αρχίζει πιά και πάει γονατιστός (και με τα τέσσερα). Ε/Π Μαμμαλά: μπουσουλάει.
913. Φ Έκαμα μιά λέβα γύρου-γύρου. ΝΕ Έκανα ένα γύρο για να δω.
914. Φ Επέρασε που τις αραμάες. (ΜΕ) ΝΕ Πέρασε από τις χαραμάδες. Ε/Π Κατάφερε το ακατόρθωτο.
915. Φ Μίχχι κακομά, είες μυρωδκιά; ΝΕ Πώς μυρίζει, είδες μυρωδιά, κακομοίρα μου!
916. Φ Ππούφφου εβρόμεσε τον κόσμο. ΝΕ Πω-πω βρόμισε το μέρος γύρω.
917. Φ Είμαι νηστική, καρβούνι! ΝΕ Δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου.
918. Φ Πάνω που έσπασεν η κούνια του. (ΜΕ) ΝΕ Ναι παιρνιέται για μικρός ακόμα. Ε/Π Ειρωνικά, για όποιον θέλει να τρέφει αυταπάτες, ότι είναι νέος ακόμα.
919. Φ Εδκιαλίστηκα στον καρβέττη. ΝΕ Χτενίστηκα στον καθρέφτη. Ε/Π Διάλα = κτένα.
920. Φ Εχτήπα πάπλα. ΝΕ Χτυπούσε παλαμάκια.
921. Φ Ήβρεν εφτός ένα λουφέ! ΝΕ Βρήκε αυτός τα έτοιμα! Ε/Π Λούφες: τούρκικα = μισθός.
922. Φ Έριξα μερικά ρόσιτα τις πούλτες. ΝΕ Έριξα φαγητό στις κότες. Ε/Π Ρόσιτα: παράσιτα του σιταριού.
923. Φ Τα λόγια ε φυρούν. ΝΕ Τα λόγια δεν τελειώνουν.
924. Φ Σαρπετός άχρωπος. ΝΕ Ευκολοκίνητος άνθρωπος. Ε/Π Ευέλικτος σαν ερπετό.
925. Φ Νακατόστρα που είναι! ΝΕ Ανακατεύει τον κόσμο. Ε/Π Δημιουργεί προβλήματα.
926. Φ Ξαννά, α την εβγκάλει πόχηκα. ΝΕ Προσπαθεί να τη βγάλει καθαρή, χωρίς να καταβάλει κόπο, μόχθο.
927. Φ Εποκάμμυσέμμε το κουλούκι και τρεξε. ΝΕ Με κοίμησε ο μικρός και έτρεξε, το’σκασε.
928. Φ Όξω είναι ζιντάνι. ΝΕ Έξω είναι σκοτάδι. Ε/Π Ζιντάνι = φυλακής σκοτάδι 929. Φ Επέρασε ένα ζαμάνι. ΝΕ Πέρασε χρόνος.
930. Φ Το λεφορείον είναι ζίγκα μέσα. ΝΕ Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο, αδιαχώρητο.
931. Φ Τράβα-τράβα, ήβγκε λωνάρι. ΝΕ Από το πολύ τράβηγμα, κόπηκε. Ε/Π Λωνάρι: κομμάτι ρούχου (λπυρί, λώρος).
932. Φ Α σε όκω μιά στραβοκουππιά. ΝΕ Να σου δώσω μιά ανάποδη.
933. Φ Είναι κάργκα-πίλα. ΝΕ Είναι πάρα πολύ γεμάτο.
934. Φ Επαίξαμεν ένα καβγκά τριτσάτο. ΝΕ Παίξαμε καυγά τρικούβερτο.
935. Φ Α γελάσουν, τα Μασαρομάλωνα. ΝΕ Θα γελάσουν και τα γύρω χωριά. Ε/Π Μασαρομάλωνα: τα χωριά Μάσαρι και Μαλώνα.
936. Φ Ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Θα βγει μιά είδηση.
937. Φ Ήρτε λτίγκι-λτίγκι. ΝΕ Ήρθε σιγά-σιγά, περπατώντας. Ε/Π Λτίγκι-λτίγκι: σινάμενος κουνάμενος και με άνεση.
938. Φ Εκαμέντα πιτούτου. ΝΕ Τάκανε επίτηδες.
939. Φ Επάεννε μούλτα-μούλτα. ΝΕ Πήγαινε σιγά-σιγά, σκυφτός.
940. Φ Το φαϊ, είν’ ανήψητο. ΝΕ Το φαγητό είναι άψητο.
941. Φ Τυραννείς με άϊκα των αΐκων. ΝΕ Άδικα με τυραννάς, είναι ποιο μεγάλη αδικία.
942. Φ Κόψε φτες γα τις ποκροκίες. ΝΕ Κόψε τα τσουλιά, από τα μακριά μαλλιά.
943. Φ Εγίνηκες σα την αφτάλτα. ΝΕ Έγινες ολόμαυρος.
944. Φ Επετάχτηκε σα το σκατοπάμπουλτο. ΝΕ Πετάχτηκε ξαφνικά να πάρει το λόγο. Ε/Π Όπως πετάγεται το καλαμπόκι, όταν ζεσταίνεται.
945. Φ Εκάμασι τον αλοϊνό. ΝΕ Κάνανε τα πάνω κάτω.
946. Φ Έφαε μιά φουρτιά κούννες. ΝΕ Έφαγε μιά φούχτα πασατέμπο, κουκούτσια.
947. Φ Τρίτσαρε τη καρέκλα παραπέρα. ΝΕ Τράβηξε το κάθισμα πιό πέρα.
948. Φ Το χώμα ήταν κούμι. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ μαλακό.
949. Φ Ήταν κόμμα-ράμμα. ΝΕ Σταμάτησε, μέχρι εδώ. Ε/Π Παροιμία.
950. Φ Α πρε κοκιά λύχνος. ΝΕ Αχ βρε ολόκληρος άντρας.
951. Φ Ε ττοπέ πιό. ΝΕ Αμάν πιά.
952. Φ Σούκκιουρου και ήρθε βολικά, πάλε εστράβωσε η γουλκειά. ΝΕ Μιας κι’ ήρθαν βολικά τα πράγματα, κάτι πήγε στραβά πάλι.
953. Φ Ζαττί, αδκιαφόρετα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιως, τζάμπα μιλώ.
954. Φ Ε ντο χωρείς που είναι σαλούκι. ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που είναι μεθυσμένος.
955. Φ Πάει με το σεσελέ ντου. ΝΕ Πάει με το πάσο του.
956. Φ Πετά ο κώλος του τσαμπιρίες. (ΜΕ) ΝΕ Τρέχει και δεν προλαβαίνει. Ε/Π Για τον βιαστικό λόγω ανάγκης. Τσαμπιρίες, τσάμπες = φλόγες, Τσαμπίκος, Τσαμπίκα.
957. Φ Εκαλάντισάτον ένα χεράκι. ΝΕ Του τάψαλα ένα χεράκι.
958. Φ Φτογά το τρισβαρί, ε με κούει. ΝΕ Αυτός ο βλάκας δεν ακούει. Ε/Π Τρισβαρί = τρις βαρύς.
959. Φ Σπαρί την εβγκάλαμε. ΝΕ Καλά τα βολέψαμε. Ε/Π Σπαρί = σπάρος, ψάρι.
960. Φ Εί ναι, σιά τώρα. ΝΕ Όχι καλέ, σιγά τώρα.
961. Φ Άλτα λε, σώπα καλέ. ΝΕ Όχι δα, σώπα τώρα. Ε/Π Άλλα λεγε, σώπα τώρα! Δεν είναι έτσι.
962. Φ Εκαμέντα μαξούς καλέ. ΝΕ Τάκανε επίτηδες.
963. Φ Ξέρεις τι αμάχη την έχω; ΝΕ Ξέρεις πόσο την μισώ, την μάχομαι.
964. Φ Φτα καλέ είναι ξερά κούκκουρα. ΝΕ Αυτά είναι κατάξερα (όχι απλά ξερά). Ε/Π Πέρα για πέρα, πλεονασμός.
965. Φ Έχει όξω μια παγιά, άστα να πάει. ΝΕ Έξω έχει κρύο, μη το συζητάς.
966. Φ Κόμα λεχούην είναι, άϊστον. ΝΕ Ακόμα μωρό είναι, άστο.
967. Φ Καλή μου φορτοτήρα. ΝΕ Καλό μου ξύλο.
968. Φ Εγίνασι μιά μαλαή. ΝΕ Γίνανε αχταρμάς. Ε/Π Μαλαή, αχταρμάς = μείγμα.
969. Φ Εμολάρασι τα κοκκαλά μου. ΝΕ Λύσανε τα κόκκαλά μου.
970. Φ Καννέβγκεις καλά; ΝΕ Σημαδεύεις καλά;
971. Φ Τι το μαγντανίζεις και το μαγντανίζεις. ΝΕ Τι το ψάχνεις και το ψάχνεις.
972. Φ Εγίναμε χιούμουντο στο χωρκιό. ΝΕ Γίναμε ρεζίλι στο χωριό. Ε/Π ( χι, χι, χι, γελάνε όλοι).
973. Φ Επήε γιαπανά. ΝΕ Πήγε τσάμπα. Ε/Π Γιαπανά = τσάμπα = άδικα.
974. Φ Χρόνο γυρί, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Συνέχεια αυτή τη δουλειά.
975. Φ Έριξε δκιό με το τσιφτέ. ΝΕ Έριξε δυό ντουφεκιές με το όπλο.
976. Φ Εχάχηκε που της γης την όψη. ΝΕ Λες και τον κατάπιε η γη.
977. Φ Η πούντα του χάρου είν’ όξω. (ΜΕ) ΝΕ Τα κρύα του χάρου είναι έξω. Ε/Π Κρύο, όπως ο χάρος γυρνά, φυσά έξω.
978. Φ Επόμεινεν ένα στίμμα καιν εβγκαίνει. ΝΕ Έμεινε ένα σημάδι και δεν καθαρίζει. Ε/Π Στίμμα = στίγμα = σημάδι.
979. Φ Σα τον τσόλτο είσαι. ΝΕ Σα τον ρακένδυτο είσαι.
980. Φ Βάλε τη πόησή σου. ΝΕ Βάλε τα παπούτσια σου. Ε/Π Πόηση = υπόδηση, υποδήματα
981. Φ Ραντουλντά και πάει. ΝΕ Αυτός που περπατώντας, του πέφτουν αυτά που κρατά. Ε/Π Ρίχνει σταγόνες νερού (Λαντουρώ, ψεκάζω - ραντουρώ - ραντίζω).
982. Φ Ρέντουλντος άχρωπος ΝΕ Ανοικοκύρευτος άνθρωπος.
983. Φ Ήρτεν ο σκιαστικός. ΝΕ Ήρθε ο αρραβωνιαστικός
984. Φ Που να σε φάει η βλάττα και να μη σε φήκει. (Βρισιά) Ε/Π Αρρώστια με ερυθρό εξάνθημα (οστρακιά).
985. Φ Εφκέρωσέντα ούλτα βα! ΝΕ Όλα εδώ τα άδειασε. Ε/Π Εφκέρωσέ = εκένωσε = άδειασε.
986. Φ Πού να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά) Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου - θέση και άρση εκφράζουν το ίδιο!
987. Φ Άλλντο κάρο με πατάτες. (Κοροϊδία) ΝΕ Αυτός που δεν του κόβει.
988. Φ Που να καμώνεσαι και να μπιρίζεσαι. (Βρισιά)
989. Φ Καλή μου ζόππα. ΝΕ Καλό μου ξύλο.
990. Φ Τρέχουν τα αργκιακούλκια. ΝΕ Τρέχουν τα ρυάκια νερό.
991. Φ Έφαε το χάκκι του. ΝΕ Έφαγε τον κόπο του άλλου.
992. Φ Α πρε λολντοκόπελντο. ΝΕ Α, βρε τρελό παιδαρέλι.
993. Φ Εννάρτει σε τρία τέρμενα. ΝΕ Θάρθει σε τρεις -ώρες, μέρες, μήνες κ.λ.π.
994. Φ Έϊ ναι κουκουνούκους. ΝΕ Όχι, τίποτε.
995. Φ Εν ποτάσσει ο τύμπανος. ΝΕ Δεν έχει μια, ο αδιαφόρετος.
996. Φ Ένοιξε το ξεμισκιλντί που πίσω. ΝΕ Άνοιξε το κατουρίδι. Ε/Π Έπιασε το φυτό, πέταξε μάτι (η καταβολάδα).
997. Φ Εφτή είναι πιάνα-πιάνα (ΜΕ) ΝΕ Δε μπορεις να τη βρεις. Ε/Π Μια λέει έτσι, μια αλλοιώς.
998. Φ Άλι-άλι πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, βρε.
999. Φ Επόμεινε και μπροκκόνει τον. ΝΕ Έμεινε να του βάζει λόγια.
1000. Φ Η γουλκειά ήρτε στάφνι. ΝΕ Ήρθε κι’ έδεσε. Ε/Π Στάνι - στάθμη, αλφάδι.
1001. Φ Εννά χέλει να πρεσβάρουμε και μεις. ΝΕ Θα θέλει να πάμε κι’ εμείς. Ε/Π Να παρουσιαστούμε, πρέσβεις!
1002. Φ Μάεψε τις αβγκοφιλτίες που κάτω. ΝΕ Μάζεψε τα τσόφλια του αβγού από χάμω.
1003. Φ Άτε πάλε, ξαναπίταχά. ΝΕ Άντε πάλι, ξανα από την αρχή.
1004. Φ Εφτή είναι φεβγκιά που τα χάνια. ΝΕ Έφυγε εδώ και πολύ χρόνο.
1005. Φ Α πιάσω ένα κοντόκουρο καιννά κάμω τα παϊδγκια σου μελανά. ΝΕ Θα πάρω ένα ξύλο και θα σπάσω τα πλευρά σου.
1006. Φ Άταν μπρός-αλκιώς να χώργκιες. ΝΕ Ας ήταν διαφορετικά και θάβλεπες.
1007. Φ Κοκιά κκαμάννα αδκιαφόρετη. ΝΕ Δυό μέτρα ύψος, αλλά τίποτα.
1008. Φ Φτιά η ξεκεφάλιση έλειπε τωρά. ΝΕ Αυτός ο πονοκέφαλος έλειπε τώρα. Ε/Π Αυτός ο πρόσθετος συλλογισμος.
1009. Φ Το χωράφιν έχει ανάωση. ΝΕ Το χωράφι μπορεί να σκαφτεί, να οργωθεί. Ε/Π Ανάωση = ανάδοση = υγρασία.
1010. Φ Ήπιεντο μολολάη. ΝΕ Το ήπιε όλο με μια.
1011. Φ Στραγκά η καρντιά σου. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά αργά και περιμένεις πότε να τελειώσει. Ε/Π Η καρδιά μου χάνει τη δύναμη της (στραγγίζει).
1012. Φ Ετρουλτόφτιασε να κούσει. ΝΕ Τέντωσε τ’ αφτιά του, ν’ ακούσει. Ε/Π Τα αυτιά της τα έκανε τρούλα, τα ύψωσε.
1013. Φ Ήμπε πούμπε, άϊστο κιά. ΝΕ Μπήκε που μπήκε, άστο εκεί.
1014. Φ Εν τον χχέλω φτογά, μακάρι και τι. ΝΕ Δεν τον θέλω αυτόν, ότι και να μου πεις.
1015. Φ Πόψε, ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Απόψε θα μας ακούσει το χωριό.
1016. Φ Ήβρε τη γλύτια ντου. ΝΕ Μπόρεσε και γλύτωσε.
1017. Φ Κουβαλά μαζί ντου ούλτη τη τσέργκα. ΝΕ Κουβαλάει μαζί του όλα τα πράγματα.
1018. Φ Έκαμε τη μπόρκα ντου. ΝΕ Έκανε χωρίστρα στα μαλλιά του.
1019. Φ Αναπάμπουλτος άχρωπος. ΝΕ Άσκεφτος άνθρωπος, ασυνάρτητος.
1020. Φ Ελίμαξε που τη πείνα. ΝΕ Πείνασε πολύ.
1021. Φ Έφηκε ένα ζωνό και ποβρόμεσε το κόσμο. ΝΕ Αερίστηκε και βρόμισε τον κόσμο.
1022. Φ Α! μωρή μέκκια!! (ΜΕ) ΝΕ Α μωρή καμωματού. Ε/Π Μέκκια: μικ(κ)ός - μική, μιτσός = πολύ μικρός (αρχαία). Προφανώς λέγεται για μικροκαμωματού.
1023. Φ Το χώμα είναι καπάϊκο. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα.
1024. Φ Ακόπονο πιο, είχε μέσα κι’ έναν άϊκο. ΝΕ Είχε μέσα πολύ πράμα. Ε/Π Ακόπονο: συν τοις άλλοις επιπλέον.
1025. Φ Τώρα είμαι δκιό όρη και δκιό βουνά. (Παροιμία) ΝΕ Είμαι πολύ αγανακτισμένος.
1026. Φ Ά πρε χλωραππία. (Βρισιά) Ε/Π Χλωρό απίδι, αγίνωτο. Χλωρέ.
1027. Φ Το ζον είναι φορτωμένο κατά ψόφου. ΝΕ Το ζώο είναι παραφορτωμένο.
1028. Φ Εμάνιζε και πάεννε. ΝΕ Μίλαγε και χειρονομούσε νευρικά μόνος του.
1029. Φ Εκατόρτεν ο άχρωπος. ΝΕ Πήρε την κάτω βόλτα.
1030. Φ Επήα στη στάλα, καίρμεξα τις αελκιές. ΝΕ Πήγα στον στάβλο κι’ άρμεξα τις αγελάδες. Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου.
1031. Φ Εκλειοστόμιασε καιν τον ενοί. ΝΕ Έκλεισε το στόμα του και δεν το ανοίγει.
1032. Φ Τον έκαμα ταρντάνια. ΝΕ Τον έκανα τα πάνω-κάτω.
1033. Φ Ά πάεις στον ανήστροφο. (Βρισιά) Ε/Π Να νη γυρίσεις, στο αγύριστο
1034. Φ Πάει σαν τα βρυά του ποταμού. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που τρεκλίζει, δεν μπορεί να αντιστέκεται.
1035. Φ Μέλτι μου εξαιρέστα καίνηπες τίποτα. ΝΕ Δηλαδή τάξερες και δεν είπες τίποτα.
1036. Φ Κάχεται και χαίνει. ΝΕ Κάθεται μ’ ανοιχτό το στόμα.
1037. Φ Ήρτε φωνηστός. ΝΕ Ήρθε γρήγορα και πολύ απότομα.
1038. Φ Κάχεται ναπαμένος. ΝΕ Κάθεται ησυχασμένος.
1039. Φ Η ψέλτα είναι κοκκιασμένη. ΝΕ Το μαχαίρι δεν κόβει.
1040. Φ Ά την έβρω, ά τη σουραλτίσω καλά. ΝΕ Δε θα τη βρω; θα τη φτιάξω καλά.
1041. Φ Εφαέντον η κνιά. ΝΕ Τον έφαγε η τεμπελιά (οκνηρία).
1042. Φ Ήβρεντα χαζίρικα ΝΕ Τα βρήκε έτοιμα.
1043. Φ Εκάχουμουν νιοτός και λάμενα ΝΕ Καθόμουν ξύπνιος και περίμενα.
1044. Φ Έκατσε γιπλοπόη. ΝΕ Κάθησε διπλοπόδι.
1045. Φ Άτε πατί. ΝΕ Άντε δρόμο τώρα.
1046. Φ Η μέντα τη βαστά ΝΕ Είναι θυμωμένη.
1047. Φ Ξάννα νάναι γερλεστισμένα. ΝΕ Κοίταξε νάναι γερά, τακτοποιημένα.
1048. Φ Χαρείς και κατάπιε το γόντι ντου. (ΜΕ) ΝΕ Τόλεγαν για κάτι καχεκτικό. Ε/Π Υπάρχει η πρόληψη «όποιος καταπίνει το δόντι του στη μικρή ηλικία δεν μεγαλώνει».
1049. Φ Ήβγκε κιά ξετσινί. ΝΕ Εκεί φύτρωσε. Ε/Π Φύτρωσε κάποιο μάτι φυτού.
1050. Φ Άχανε πρε. ΝΕ Άνοιξε το στόμα σου.
1051. Φ Εν έχει γινάντηση. ΝΕ Δεν είναι της εμπιστισύνης.
1052. Φ Να σε πάρουν οι δκιαόλοι και οι τριόλοι. (Βρισιά) Ε/Π Κατάρα για τιμωρία από τους κακούς (διαβόλους, τροβόλους).
1053. Φ Κακόν αγγειό. ΝΕ Κακής ποιότητας άνθρωπος. Ε/Π κακκό αγγείο.
1054. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Εκείνος που έτρωγε τα φαγητά των άλλων, φαταούλας. Ε/Π Είναι ο αρχαίος «άβαξ». Ήταν ένα ορθογωνικό τραπέζι - ένας πίνακας - που παίζανε ντάμα και ήταν αριθμημένος. Φαίνεται πως βάζανε κάνω τα φαγητά, έτσι ο φαταούλας, ήταν εκείνος που έτρωγε τον άμπακο των φαγητών.
1055. Φ Το χωράφι ήταν μπινιάς. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ σκληρό. Ε/Π Μπινιάς: λέξη τούρκικη, «λεπτή ξύλινη σανίδα τοποθετημένη για στήριξη - σταθεροποίηση.
1056. Φ Εβραστολόισε το πετσί μου. ΝΕ Ζεστάθηκα πολύ. Ε/Π Βραστολογώ = ζεσταίνομαι.
1057. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Χρησιμοποίησα τα κοφίνια. Ε/Π Κουσουμέρνω = χρησιμοποιώ.
1058. Φ Τταμαχιάρης άχρωπος. ΝΕ Αυτός που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Ε/Π Τταμαχιάρης = άπληστος (τουρκ.: tamah).
1059. Φ Μάεψε που και τα μπράτη. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα. Ε/Π Μπράτη = αποσκευές, ίσως από την ιταλική λέξη: baratta.
1060. Φ Τώρα έχει μιάλην άγκρη. ΝΕ Έχει μεγάλη γκρίνια. Ε/Π Άγγρη = διχόνοια, έχθρα, γκρίνια (αρχ.). Ιταλικά: Grugno = κλάμα αλλά και τσαγγρίζω φωνάζω.
1061. Φ Χχένια μη τα πεις πούετα. ΝΕ Μη τυχόν και τα πεις πουθενά. Ε/Π Έχε έννοια = χένια!
1062. Φ Νεσακκά και πάει. ΝΕ Πάει αγκομαχώντας. Ε/Π Ίσως από το ανασαίνει δύσκολα
1063. Φ Εκαμνέντο χάζι. ΝΕ Τόβλεπε με ευχαρίστηση. Ε/Π Χάζι, τουρκ. λέξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου