ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Φανενή φωνητική-γλωσσική παράδοση (έκτο μέρος)
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
751. Φ Εχχάκηκεν ο ίσκιος δρόμος; (Μ.Ε.) ΝΕ Χάθηκε ο ίσιος δρόμος; Ε/Π Ούτε ανηφόρα ούτε κατηφόρα. Η μέση οδός.
752. Φ Γέτο καλά, μην έχει μέσα γλίνες. ΝΕ Δες το νερό, μην έχει μέσα γλίτσα. Ε/Π Γλίνα = γλίτσα = λάσπη λιπαρής ουσίας
753. Φ Πάνε κόψε φτηγά τη μαλτούππα, να λαφρύνει το καφκαλτό σου. ΝΕ Πήγαινε κόψε τα μαλλιά σου, να ελαφρώσει το κεφάλι σου.
754. Φ Εκύζίτησεν ο λαός πάνω στο σίερο. ΝΕ Έσκασε ο λαγός πάνω στο σίδερο.
755. Φ Απάεις με το λκιόγερμα. ΝΕ Να πας με το ηλιοβασίλεμα, όταν βασιλεύει ο ήλιος.
756. Φ Αν έπιασε τη λίμα, αούμε πότε ννάρτει. ΝΕ Άν έπιασε την κουβέντα, να δούμε πότε θα φανεί.
757. Φ Ήμπεμε μιά αγκία, καίξηψα. ΝΕ Μου μπήκε μια ακίδα και πόνεσα.
758. Φ Φέτι έχει ανεργιά (ανομβρία). ΝΕ Φέτος δεν έβρεξε πολύ.
759. Φ Βάρντα, α σειστείς. ΝΕ Μη τυχόν και κουνηθείς! Ε/Π Για τον αναποφάσιστο ή τον οκνηρό.
760. Φ Έλα καίχουσσε κουλτούρκια. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και σε περιμένουν. Ε/Π Να σε καλοδεχτούν (ειρωνικά).
761. Φ Το περίπεσμα έχειτο μπρός-εμπρός. ΝΕ Συνέχεια κοροϊδεύει. Ε/Π Αυτή την νοοτροποία έχει.
762. Φ Επήα και μάεψα τα ποκήππια. ΝΕ Πήγα και μάζεψα, ότι έμεινε στον κήπο.
763. Φ Ε ποκοττώ να της τα πω. ΝΕ Δεν τολμώ να του τα πω.
764. Φ Έσφαξα τη λούγκρα. ΝΕ Έσφαξα τον χοίρο. Ε/Π Λούγκρα: θηλικός χοίρος.
765. Φ Εξεφτένιασε που τη πολτυκαιρία. ΝΕ Έχασε την αξία του γιατί πέρασε πολύς καιρός. Φτηνό, φτενός, φτήνια.
766. Φ Πουλάσε και γοράζησε μέχρι α πεις κίμινο. ΝΕ Σε πουλάει και σ’ αγοράζει στο πι και φι. Ε/Π Σε ξεγελά.
767. Φ Εφφύλκιασάτο, αλλτά βαστά μμόνι-μμόνι. ΝΕ Το ένωσα, αλλά κρατάει ίσα-ίσα.
768. Φ Τα φτιά του γλαρίνο. ΝΕ Τ’ αυτιά του είναι ορθάνοιχτα.
769. Φ Α στημέρνεις τα φράγκα σου. ΝΕ Να υπολογίζεις τα λεφτά σου.
770. Φ Έκαμέμε ολοσύχριστο. ΝΕ Με λέρωσε πολύ, ολόκληρο.
771. Φ Αν ήταν βολετό. ΝΕ Αν βόλευε, αν εξυπηρετούσε.
772. Φ Επήα καίκοψα μερικά τσούδκια. ΝΕ Πήγα κι’ έκοψα μερικά στάχυα.
773. Φ Κάχχε βολά τα ίδκια και τα ίδκια, εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια, βαρέθηκα πια να τα λέω.
774. Φ Α ρίχνεις τη δκιάφη με στα σσόμαλτα (έσω μόλα). ΝΕ Να ρίχνεις το θειάφι μέσα στο βάθος της κληματαριάς.
775. Φ Εμούνταρε πάνω, α με φάει. ΝΕ Μου επιτέθηκε σαν τρελός. Ε/Π Λες και ήθελε να με φάει. Ιταλικά: montare = ορμώ.
776. Φ Βρουλντόνου και στακτώνου, κάμνε ότι καταλαβαίνεις. ΝΕ Δε με νοιάζει κάνε, ότι θέλεις (βλέπε 255).
777. Φ Μιλάστον καίγκουει, εντιπάργκιασε κιά. ΝΕ Τον μιλάς και δεν ακούει, κόλλησε εκεί.
778. Φ Άσκημο ντέρντι ήβραμε. ΝΕ Άσχημο μπελά βρήκαμε.
779. Φ Εντικόπην η φόρα του. ΝΕ Κόπηκε η φόρα του, κόπηκε η αποφασιστικότητα του..
780. Φ Εχτυπήσαν τα θρονιά; ΝΕ Χτυπήσαν τα στασίδια της εκκλησίας; (στην Α΄ Ανάσταση).
781. Φ Ε σηκώνεται που τα κούμελτα ο αθθοκούφης. ΝΕ Δε σηκώνεται από το τζάκι, κάθεται πάνω στις στάχτες.
782. Φ Η ντζιάρα εμισόδκιασε. ΝΕ Το βαρέλι του λαδιού είναι μισογεμάτο.
783. Φ Σφογκίστου με το μεσάλτι. ΝΕ Σκούπισε τα χέρια σου με την πατσαβούρα. Ε/Π Μεσάλτι: mensalium - mensa - τράπεζα, τραπεζομάντυλο;
784. Φ Πάει σαν την πορντούα. ΝΕ Πάει πολύ αργά, σαν τη χελώνα.
785. Φ Έρριξα μερικά πατηχόφυλλτα στον χοίρο. ΝΕ Έριξα μερικές καρπουζόφλουδες στον χοίρο.
786. Φ Κλείσε τον αομά, γιατί εννάβγκουν όξω οι πούλτες. ΝΕ Κλείσε το κοτέτσι, για να μην βγουν οι κότες έξω.
787. Φ Ήβγκε πάνω στη τσούντη. ΝΕ Ανέβηκε σχεδόν στην κορυφή του δέντρου.
788. Φ Σφόγγα τα γακτήλκια σου, που είν’ ολόλαα. ΝΕ Σκούπισε τα δάχτυλά σου που είναι γεμάτα λάδια.
789. Φ Έκαμε κάτι πατήχες να !! μπουκατά. ΝΕ Έκανε κάτι καρπούζια!! τόσο μεγάλα!
790. Φ Το χωράφι ήτα στο ττάβι του. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα.
791. Φ Εκαρυκλιάσαν τα νεύρα μου. ΝΕ Μουδιάσανε τα νεύρα μου.
792. Φ Εμαεφτήκασι ποσό! ΝΕ Μαζευτήκανε πολλοί.
793. Φ Α πρε καμμυστέ. ΝΕ Α βρε κοιμισμένε, με κλειστά μάτια.
794. Φ Χχέλει ζέξιμο, πριν εσφίξει. ΝΕ Θέλει όργωμα το χωράφι, πριν σφίξει το χώμα.
795. Φ Εμείς άχουμε και φτη τη σκάση; ΝΕ Εμείς θάχουμε κι’ αυτό το πρόβλημα;
796. Φ Μπάλκια-μπούλκιου γουλκιές. ΝΕ Δουλειές της πλάκας.
797. Φ Ο ήλκιος είναι πυρός. ΝΕ Ο ήλιος καίει πολύ.
798. Φ Εκαρβέλτωσε πάνω και κατσε χαλούρι. ΝΕ Κάθισε στο σαμάρι του γαϊδάρου, πιάνοντας τα καρβέλια του σαμαριού.
799. Φ Α σε σουστάρω καλά. ΝΕ Θα σε φτιάξω καλά. Ε/Π Θα σε παίξω χορό σούστας.
800. Φ Τα Σάββατα είν’ κοντά. (ΜΕ) ΝΕ Όπου νάναι, κοντεύει η ώρα. Ε/Π Για να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
801. Φ Γυαλτίζει σα μονήμερος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι δηλητηριώδες.
802. Φ Εμεχούλκιασε κι έκαμνε γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Μέθυσε και πηγαίνει εδώ κι’ εκεί, παραπατεί.
803. Φ Το πανί εφουρντούκλωσε. ΝΕ Το πανί δεν ράφτηκε καλά, ξεχείλωσε.
804. Φ Το ύφασμα ήμπε. ΝΕ Το ύφασμα μάζεψε.
805. Φ Ιχιαλτά, να τον γεις, όπως χχέλεις. ΝΕ Μακάρι, να τον δεις, όπως θέλεις.
806. Φ Ε κάμνουσι χωρκιό φαώνουνται σαν το σκύλτο με τον κάττη. ΝΕ Δεν τα βρίσκουν τσακώνονται συνέχεια, όπως ο σκύλος με τον γάτο.
807. Φ Χάτε ναούμε οττούρ-μπακκαλούμ. ΝΕ Άντε να δούμε, ορίστε, κάθισε!
808. Φ Επήεν αλάργκιου. ΝΕ Πήγε μακριά.
809. Φ Εβρόμεσε ντο κόσμο. ΝΕ Μύρισε άσχημα παντού.
810. Φ Πρε, που να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά)
811. Φ Γυαλτοκοπά σαν όφκιος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι.
812. Φ Εξεμπρόστιασέντον καλά-καλά. ΝΕ Του τάπε ένα χεράκι, κατάμουτρα.
813. Φ Πάννε κατούρα να λαφρύνεις. (ΜΕ, Περίπαισμα)
814. Φ Ότι ειννά κάμνεις στα σίντα, γιατί εν έχουμε τράτος. Ν Ε Κάνε γρήγορα, γιατί δεν προλαβαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο.
815. Φ Εκόντεψε να φουρκιστεί το ζο, τσα που τόγεσες. ΝΕ Κόντεψε να πνιγεί το ζώο, έτσι που το έδεσες.
816. Φ Πάνω που φφουρφουήσεν είναι. Ν Μόλις χάραξε η αυγή. Ε/Π Έγινε φυρφύρι, κοκκίνησε η ανατολή.
817. Φ Βγκιατίζετε να φύουμε. ΝΕ Δουλεύετε γρήγορα, για να τελειώσουμε και να φύγουμε.
818. Φ Επήρε το κολάι ντου πιό. ΝΕ Βρήκε το κουμπί του, την ευκολία του, τον τρόπο του.
819. Φ Μιλτέττι, πρε, είν’ εφτό; ΝΕ Σόϊ (ή φυλή) είναι, βρε, αυτό;
820. Φ Εξετσίννησε, ήβγκεν ένα τσουννί. ΝΕ Φύτρωσε και μόλις, που φαίνεται.
821. Φ Κάχχεται χαστός. (ΜΕ) ΝΕ Κάθεται και περιμένει με ανοιχτό το στόμα.
822. Φ Έκαμε το καφκαλτό μου, καζάνι. ΝΕ Με πήρε το κεφάλι μου, από τα πολλά λόγια και από τη φλυαρία του.
823. Φ Έν έχει τίποτα, ανύχους. ΝΕ Δεν έχει τίποτα, τέρμα.
824. Φ Κιά που κάχχουμουν, εκούτλιζα. ΝΕ Εκεί που καθόμουν νύσταξα.
825. Φ Λε-λε, εκαταφερέντα. ΝΕ Με το πες-πες, τα κατάφερε.
826. Φ Φτύξε στον κόρφο σου, α μη σε λάχει. ΝΕ Να παρακαλάς, να μη σου συμβεί. Ε/Π Διώξε το κακό με μάγια, να μη σε βρεί.
827. Φ Εβρόμησε ο στόμας του, που τη πείνα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έχει μέρες να φάει.
828. Φ Κάχχε λτιό και λτιάκι, βγκαίνει ένα φασούλτι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι κάτι βγαίνει στην επιφάνεια, κάποιο πρόβλημα.
829. Φ Εκάμαμας, ελάτε να ήτε. ΝΕ Μας έκανε του αλατιού, ρεζίλι, ελάτε να δείτε θέαμα να γελάσετε.
830. Φ Κάχχεται και ξύεται. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έρχεται σε δύσκολη θέση και δεν ξέρει τι να κάνει.
831. Φ Είε τα φράγκα και ξεσπάστη. ΝΕ Είδε τα λεφτά και ξαφνιάστηκε.
832. Φ Ήρτε πάνω στην άψη της γουλκειάς. ΝΕ Ήρθε το φουλ της δουλειάς.
833. Φ Χώργκιε κει, κατακομμό! ΝΕ Βλέπε κει, δεν λέει να σταματήσει την κούραση!
834. Φ Μοναχός του είν’ ένα χωργκιό. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά πολύ και κάνει θόρυβο. Ε/Π Ο πολυλογάς γίνεται αντικείμενο προσοχής από μέρους των άλλων.
835. Φ Μη χχαρρείς και ξεφυσά πουκιά. ΝΕ Μη νομίζεις, παίρνει τα χούγια του (βγάζει αέρα από κει …).
836. Φ Η μούρη του είναι σα τσερπί. ΝΕ Αυτός που έχει αδύνατο πρόσωπο. Ε/Π Τσερπί: σκατζόχοιρος.
837. Φ Κατακόβγκιεται κιά μοναχός του. (ΜΕ) ΝΕ Παραμιλάει μόνος του, κουράζεται ασταμάτητα. Ε/Π Ασχολείται μόνος του (για τον εσωστροφή άνθρωπο).
838. Φ Καλός καρντιαλής είν’ καιφτός. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που φοβάται πολύ. Ε/Π Ειρωνεία για κείνον, που δεν έχει τόλμη.
839. Φ Κάτσε πρε κάτω, σαρταμπέλτο. ΝΕ Κάθησε κάτω πιά. Ε/Π Μην κάνεις σαν τον σαλτιμπάγκο.
840. Φ Όσο βαρεί, ξίζει. (ΜΕ) ΝΕ Γενικά ο καλός άνθρωπος. Ε/Π Η καλοσύνη μετριέται, θαρρείς, όπως το βάρος.
841. Φ Εσήκωσεμε πάνω με τη μπουκιά στο στόμα. ΝΕ Με σήκωσε πάνω, πριν προλάβω να φάω.
842. Φ Επέρασε που τις χαραμάες. ΝΕ Αυτός που γλύτωσε στο τσακ, την τελευταία Ε/Π Πέτυχε το ακατόρθωτο.
843. Φ Εκόκκιασε το ψαλί και χχέλει κόνισμα. ΝΕ Τι ψαλίδι θέλει ακόνισμα, γιατί δεν κόβει.
844. Φ Εφέραν το κόνισμα της Παναγιάς. ΝΕ Φέρανε την εικόνα της Παναγίας.
845. Φ Ήψαν οι ποδκιές του. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που κάνει πολλές δουλειές.
846. Φ Επέρασε που τη χαντακιά να μη το γούσι. ΝΕ Πέρασαν από άλλο δρόμο, για να μην τους δουν.
847. Φ Ήψαν τα φιτίλκια. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που νευρίασε. Πήρε φωτιά από θυμό.
848. Φ Τανεί παστρικά. ΝΕ Δουλεύει καθαρά.
849. Φ Το συνί είναι στρωμένο. ΝΕ Το φαγητό είναι στο τραπέζι.
850. Φ Εκαταλάγιασε στο γιαττάκι του. ΝΕ Ησύχασε στο κρεβάτι του.
851. Φ Πενήντα χρονών λαός. (ΜΕ) ΝΕ Ο μεγάλος στην ηλικία. Ε/Π Αντλημένο από τις αστείες συμπεριφορές των χαλκητών.
852. Φ Έκαμε το χωράφι πατούρι. ΝΕ Έκανε το χωράφι δρόμο. Ε/Π Σκληρό από τα από τα περάσματα του.
853. Φ Είν’ καιφτός μισόκαλτος. ΝΕ Δεν είναι στα καλά του. Ε/Π Δεν είναι πέρα για πέρα υγιής.
854. Φ Το ένα ξινίζει, το άλτο μυρίζει, αούμε πουννά σέβρουμε. ΝΕ Τόνα ξινίζει τ’ άλλο μυρίζει, πού θα σε βρούμε ποιο σ΄ αρέσει! Ε/Π Δεν έχεις πάρει μια θέση.
855. Φ Είναι κομμάτι ττέρσης. ΝΕ Είναι λίγο απότομος, σκληρός.
856. Φ Εννά τα πάρει μαζί του. (ΜΕ) ΝΕ Γι΄ αυτόν, που δεν ξοδεύει (ο τσιγκούνης). Ε/Π Ειρωνικά: στον τάφο δεν παίρνει κανείς τιποτα.
857. Φ Και τι μορκιά κακομά. ΝΕ Είδες τι ωραία, καυμένη μου.
858. Φ Αγεράτιστος άχρωπος. ΝΕ Αχαΐρευτος άνθρωπος, που δεν αξίζει.
859. Φ Επήρε μιά καλαγιά που κάτω, μη ε βω, εν ε ξέρω. ΝΕ Πήρε μια καλή παρτίδα στα χαρτιά, τόση μεγάλη, δεν ξέρω πόσα.
860. Φ Μουϊζει το φαϊ, σαν το χοίρο. ΝΕ Μυρίζει το φαγητό σαν τον χοίρο.
861. Φ Η γουλκειά εφοήχχη τον τακτικό κι’ όχι τιν τταμαχιάρη. (Μ.Ε.) ΝΕ Η δουλειά φοβάται τον τακτικό, κι’ όχι αυτόν που δουλεύει στο φουλ.
862. Φ Εφτός είν’ αρνί καλέ και κάμνουντον, όπως χχέλουν. (ΜΕ) ΝΕ Είναι μαλακός άνθρωπος και τον κάνουν ότι θέλουν. Ε/Π Τον άκακο και τον αγαθό τον εκμεταλλεύονται.
863. Φ Χχαρείς και κατουρήσαμε στο φλετρό. (ΜΕ) ΝΕ Λέγεται, όταν παν όλα στραβά και αποφεύγουμε το κάθε τι.
864. Φ Εν έχουνμε κανένα να μας φυσήξει στο στόμα. (ΜΕ) ΝΕ Δεν έχουμε βοήθεια από κανέναν. Ε/Π Δεν έχουμε κανέναν να μας δώσει πνοή ζωής.
865. Φ Ούλτο στράβιν εβρίσκει. ΝΕ Όλο αιτίες, προφάσεις βρίσκει.
866. Φ Τραβούντον τσα που τραβούν οι σκύλτοι το προβκιακό. ΝΕ Τον τραβούν, όπως οι σκύλοι τα δέρμα του προβάτου.
867. Φ Μερικωνών γεννούν κι’ οι πετεινοί τους. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτοί που έχουν μεγάλη τύχη. Ε/Π Αυτοί που πετυχαίνουν το ακατόρθωτο και ευνοούνται σκανδαλωδώς.
868. Φ Νεροσταλτιά που είσαι! ΝΕ Είσαι σαν τη βρύση που στάζει.
869. Φ Α φτύξω κάτω, φτύω τα γένια μου, α φτύξω πάνω φτύω το Θεό. (ΜΕ) ΝΕ Όπως και να κάνω βρίσκομαι μπλεγμένος. Ε/Π (όταν πρόκειται για συγγενικό πρόσωπο).
870. Φ Η πωρνή σήμερα ήτα για δκιάφισμα. ΝΕ Το πρωινό ήταν καλό για το θειάφισμα.
871. Φ Κάχχεται μουτεμένος. Ν Κάθεται σφιχτός και σκεπτικός.
872. Φ Τρώεις το και νατριχάς. ΝΕ Το τρως και σηκώνεται η τρίχα σου, αηδιάζεις.
873. Φ Εν ήμουν στο ταπάνι μου. ΝΕ Δεν ήμου στα καλά μου, στις δυνάμεις μου.
874. Φ Το χωράφι είναι μπριάρικο. ΝΕ Το χωράφι βγάζει νερό. Ε/Π Μπριάρικο: ομβρίζει.
875. Φ Έλα καίχωσε πασταχιούτα. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και δεν κάνουμε χωρίς εσένα. Ε/Π Ειρωνικά (σου έχουμε μακαρονάδα με τυρί).
876. Φ Εχαμπίναν οι λαμπατίνες. (ΜΕ) ΝΕ Αρχίζω να μην βλέπω καλά. Ε/Π Αιτία το θάμπωμα των ματιών
877. Φ Εόκαμε λο, μέχρι να τα φανερώσουμε. ΝΕ Δώσαμε το λόγο μας (για αρραβώνες μέχρι να τα ξεφανερώσουμε).
878. Φ Κάμνει σα πατή της. ΝΕ Κάνει σα νάναι μόνη της.
879. Φ Επαίξαμε μιάν αντουνάτα, του καλού καιρού. ΝΕ Κάναμε έναν καυγά του καλού καιρού.
880. Φ Έκαμε το χωράφιν αβγκό. (ΜΕ) ΝΕ Καθάρισε το χωράφι από τα μπάζα και τα χόρτα.
881. Φ Τε-τε εν επέτυχεν η γουλκειά. ΝΕ Προσπάθησα, αλλά η δουλειά δεν πέτυχε. Ε/Π Τελικά απέτυχε.
882. Φ Εφτόν εγίνηκε ρουμάνι. ΝΕ Αυτό γέμισε από πεύκα κι’ άγριους θάμνους.
883. Φ Εκρίπαρεν η καραματάρια. ΝΕ Έσπασε η σαμπρέλα. Ε/Π Αεροθάλαμος (κάμερα αέρα).
884. Φ Εντιργκιούνταν να πάει. ΝΕ Το σκεφτόταν για να πάει. Ε/Π Δεν έχει θάρρος, διστάζει.
885. Φ Πε-πε εκατάφερεντα. ΝΕ Πες-πες τα κατάφερε.
886. Φ Α μωρή χαστοκουρούνα! (Βρισιά)
887. Φ Και που των απροέλοιπιων. ΝΕ Και από των υπολοίπων, παιδιών σου (εννοείται του γάμου).
888. Φ Καλός ντεληξίζης είσαι. ΝΕ Είσαι κι’ εσύ κοκαλιάρης.
889. Φ Ποιός έχει τον πιό πολτύ (νου); ΝΕ Ποιός έχει το πιό πολύ μυαλό;
890. Φ Επήα να νοιαστώ τα μαντάλκια. ΝΕ Πήγα να δω τους φράχτες με φυτείες, π.χ. της ντομάτας.
891. Φ Α σπιρτίσεις τώρα βα, α καλαφουνίσει ο τόπος. ΝΕ Ν’ ανάψεις ένα σπίρτο τώρα εδώ, θα καεί ο τόπος.
892. Φ Γλυκατσούα τον έκαμες. ΝΕ Τον έκανες πολύ γλυκό τον καφέ.
893. Φ Εβώ καλό χαπάρι και συ παχύν αρνί. ΝΕ Λεγόταν για την κουρούνα που έκραζε (έκρωζε). Ε/Π Η κραυγή της κουρούνας ήταν σημάδι κακού οιωνού.
894. Φ Λτάξε τη καντέλτα. ΝΕ Άλλαξε το μπουζί.
895. Φ Κόψε το γέμμα, που τον καταπότη. ΝΕ Γύρισε το νερό πίσω στο μεγάλο (κεντρικό) αυλάκι.
896. Φ Ε μας πολείπου οι αθθοί. ΝΕ Δε μας λείπουν τα προβλήματα.
897. Φ Έππεσε κούππα. ΝΕ Έπεσε μπρούμυτα.
898. Φ Πάει που χάμαι, ώς χάμαι. ΝΕ Αυτός που δεν έχει κουράγιο να σταθεί στα πόδια του.
899. Φ Εστράβωσε το παραφάνκο. ΝΕ Στράβωσε ο προφυλακτήρας (το φτερό) του τροχού του ποδηλάτου ή του αυτοκινήτου.
900. Φ Ό,τι χχέλεις κάμνε, το μόσμα της είν’ κιά. ΝΕ Ότι και να κάνεις το ενδιαφέρον της είναι εκεί. Ε/Π Έχει ομόσει να το κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου