Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
600. Φ Που φτό το τταράφι, τι λαμένεις. ΝΕ Απ’ αυτό το σόϊ τι περιμένεις.
601. Φ Εβυζάκωσε πάνω μου, σα βντέλντα. ΝΕ Κόλλησε πάνω μου, σα βδέλλα
602. Φ Εκκίτταρε το σίερο. ΝΕ Έπεσε το σίδερο που στήσαμε για το λαγό. Ε/Π Κιτ = ο θόρυβος της παγήδας.
603. Φ Νου κιανού, τζάπα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιώς άδικα μιλώ.
604. Φ Επήρεν ένα τεσσάρι κι’αν τον γείς. ΝΕ Πήρε δρόμο κι’ εξαφανίστηκε (όπως τρέχει το ζώο).
605. Φ Πως με κακκίρντισε, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Πως μου τη γλύτωσε αυτή η δουλειά.
606. Φ Κασαβέττι πούχει! ΝΕ Ανυπόμονος είσαι. Έχεις θλίψη. Ε/Π Κασαβέττι, τούρκικα kasavet = θλίψη
607. Φ Ναγκάζει που κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Βαρυγκομάει από το βάρος, δυσφορεί. Ε/Π Όπως το γαϊδούρι από το πολύ βάρος.
608. Φ Ο καπνός είναι κοντραπάντικος. ΝΕ Ο καπνός είναι απαγορευμένος.
609. Φ Στενοκοπιά είναι βα. ΝΕ Εδώ είναι στενά.
610. Φ Ο γιακκάς είναι ξετραχειλισμένος. ΝΕ Ξεχείλωσε ο γιακάς.
611. Φ Εκαμέσε μπουλουστρίνα; ΝΕ Σου έδωσε λεφτά την Πρωτοχρονιά;
612. Φ Εκαταρικώχχηκε το κουλούκι. ΝΕ Συναχώθηκε ο μικρός. Ε/Π Καταροϊκό = συνάχι.
613. Φ Έπιάστηκε το πουάζι μου. ΝΕ Κρυώσανε τα λαιμά μου.
614. Φ Νακόλομα που είσαι! ΝΕ Ρεζίλι που είσαι.
615. Φ Ε σαϊτίζει κανένα. ΝΕ Δεν υπολογίζει κανέναν.
616. Φ Ήβγκε κάβνταλο. ΝΕ Βγήκε κάρβουνο.
617. Φ Εκέντησα τον φούρνο. ΝΕ Άναψα τον φούρνο.
618. Φ Ε χχωρείς τη κόξα του; (το παράστημά του;) ΝΕ Δεν βλέπεις τα μούτρα σου. Ε/Π Κόξα, λατινικά: coxa = η οσφύς, ο μηρός.
619. Φ Εφτός περνιέται στα νάτσια του. ΝΕ Αυτός στηρίζεται σε πλάτες άλλων.
620. Φ Κλείσε πρε τη γράππα. ΝΕ Κλείσε την καταπακτή.
621. Φ Επάντηξά τον και χώρκιεν αλλτού. ΝΕ Τον συνάντησα και κοίταζε αλλού.
622. Φ Γιατί σφογκελντάς πρε; ΝΕ Γιατί μουτζώνεις βρε; γιατί δείχνεις ανοικτή παλάμη; Ε/Π Σφάκελος = ο μέσος δακτυλος του χεριού. Φάσκελος = απρεπής χεορονομία.
623. Φ Εμετάγεσα τις αελκίες. ΝΕ Έδεσα πιο πέρα τις αγελάδες.
624. Φ Επατησέντον πάνω στο κάλτο. (ΜΕ) ΝΕ Βρήκε το τρωτό του σημείο, που πονάει.
625. Φ Που να μαϊσει η κοιλκιά της μάνας σου. (Βρισιά)
626. Φ Εννά (θε να) με κόψει το κρέτιτο μαχές (μαθές). ΝΕ Μήπως θα μου κόψει τον μισθό; την εμπιστοσύνη;
627. Φ Λαχχένει καμμιά βολά. ΝΕ Συμβαίνει καμμιά φορά.
628. Φ Ήρταμε καΐμι. ΝΕ Ήρθαμε πάτσι.
629. Φ Βάλεμε ένα χερόλοο ρύζι. Ν Βάλε μου λίγο ρύζι. Ε/Π Χερόλοο: όσο χωράει η φούχτα.
630. Φ Και πάλε ρο. ΝΕ Και πάλι τα ίδια.
631. Φ Ήρτε λαφαντάρης. Ν Ε Ήρθε λαχανιασμένος. Ε/Π Αρχαία: λαφύσσο = εξαντλούμε.
632. Φ Εκατέβασε τα μόσκλα. (ΜΕ) ΝΕ Κατέβασε τα μούτρα (θύμωσε).
633. Φ Είμαι ζουμί τους ύγρους. ΝΕ Έγινε μούσκεμα από τον ιδρώτα.
634. Φ Ολίστον πουννά τη πάρει. ΝΕ Αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα την πάρει.
635. Φ Ζόρι-ζορινά, Χριστός Ανέστη. (ΜΕ) ΝΕ Πρέπει οπωσδήποτε να γίνει κάτι.
636. Φ Ό,τι καχχίζει του αλόου η νουρά καχχίζει και συ. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτός που δεν κάθεται ποτέ ήσυχος. Ε/Π Είναι σαν την αεικίνητη ουρά του ζώου.
637. Φ Παρά τρίχα κκέλης. ΝΕ Παρά τρίχα φαλακρός.
638. Φ Εχχελέντα, καίπαχχέντα. ΝΕ Τάθελε και τάπαθε.
639. Φ Μαϊναρε κομμάτι. ΝΕ Πάτα λίγο φρένο, χαλάρωσε τα πανιά!
640. Φ Φτος και γάδαρο σκα. ΝΕ Αυτός σκάει και τον γάϊδαρο. Ε/Π Γάϊδαρος, το υπομενετικό ζώο!
641. Φ Έχασε τα πασκάλκια του. ΝΕ Έχασε τ’ αβγά και (με) τα καλάθια. Ε/Π Πασκάλκια, πασχάλια, τα ημερολόγια.
642. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Έφαγε πολύ. Ε/Π Αμπακα, άβακας = το τραπέζι με φαγητό.
643. Φ Το νερό είναι γλυφό. (Γεύση)
644. Φ Για να σηκωστεί, χχέλει βίντζι. ΝΕ Για να σηκωθεί πρέπει να τον τραβάς. Ε/Π Να βοηθήσει ο γερανός.
645. Φ Ενέχουμε τράτος, συκλετιάζου. ΝΕ Δεν έχουμε περιθώριο, βιάσου.
646. Φ Τι λέει μέσα ο τεσκερές; ΝΕ Τι λένε τα δευτέρια;
647. Φ Επιττάκωσέντο καίκαμέντο λκιώμα. ΝΕ Το πίεσε πολύ και το έλειωσε.
648. Φ Εκάτσιαρα το φλετρό. ΝΕ Βάθυνα το πηγάδι.
649. Φ Τεργκιακκιλήκι που έχει! ΝΕ Είναι πολύ εθισμένος.
650. Φ Α μωρή ρηχομαρκιά. ΝΕ Α μωρή αγαθή. Ε/Π Μαρία, κουτή Μαρία, ρηχή = χωρίς βάθος.
651. Φ Φέρε πουκιά τη βούργκια. ΝΕ Φέρε μου το ταγάρι, από εκεί.
652. Φ Έκατσε σα στρόππος στο στομάχι μου. ΝΕ Βαρυστομάχιασα από το φαί.
653. Φ Α σε κάμω ένα μπανίνο να φάεις; ΝΕ Θέλεις ένα σαντουίτς; Ε/Π Ιταλικά: μπανίνο, αγγλικά: σαντουίτς, ελληνικά: αμφίψωμο, νεολογισμός.
654. Φ Εχει που σκιαμπότε που τα λέω. ΝΕ Πόσο καιρό έχει που τα λέω;
655. Φ Χάννια μάχλα!! (ΜΕ) ΝΕ Μόνο στο φαϊ είσαι καλός. Ε/Π Στα άλλα όλα υστερείς.
656. Φ Ε κακόμε! μυρμιόγκηχτος που είσαι. ΝΕ Μυγιάγκιχτος, πολύ ευαίσθητος που είσαι.
657. Φ Εχόλκιασα με φτιγά τη γουλκειά. ΝΕ Λυπήθηκα γι’ αυτή την κατάσταση.
658. Φ Μη τα κάμνεις φφούρου-φφούρου. ΝΕ Μην τα κάνεις, όπως-όπως.
659. Φ Ε χχωρείς τα κουμέντια του. ΝΕ Δεν βλέπεις τα κουμάντα του; (τις προκοπές του;).
660. Φ Εττίρντισε την εικόνα. ΝΕ Έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό της εικόνας.
661. Φ Έπεσε σέκος. ΝΕ Έπεσε ξερός.
662. Φ Πού επήες και χχιόλεψες πάλε; ΝΕ Που έψαχνες πάλι;
663. Φ Εκαμέντα σάτρα-πάτρα. ΝΕ Τάκανε αχταρμά, τα μπέρδεψε.
664. Φ Ετακκίμιασε μαζί του. ΝΕ Έγινε ένα μαζί του.
665. Φ Έκαμε τον ψόφιο κορκιό. ΝΕ Έκανε πως δεν άκουσε.
666. Φ Ε ρατίζει τίποτα. ΝΕ Δεν υπολογίζει τίποτε.
667. Φ Κοντοκόφτει βα, γύρου-γύρου. ΝΕ Κόβει βόλτες εδώ κοντά.
668. Φ Ξάννα καλά και νάρτει ο κάος, που τον αλαφάντη. Ε/Π Κάος = Κάιν (φοβέρα για τα μικρά παιδιά).
669. Φ Βούρκιο κεφάλι Ε/Π Κεφάλι κενό, άδειο, ελαφρύ. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί/δεν ξέρει να σκεφτεί. Βουργιο αυγό, άχρηστο, επωασμένο, κλούβιο.
670. Φ Λουκκούμιν ήρτε η γουλκειά. ΝΕ Η δουλειά ήρθε, όπως θέλαμε.
671. Φ Έκαμε μπλούππου. ΝΕ Έπεσε στο νερό ή έπεσε για ύπνο. Ε/Π Λέξη από τον ήχο του νερού.
672. Φ Ξέρεις τι κρυφοκούσπα είναι; ΝΕ Ξέρεις τι σιγανοπαπαδιά είναι;
673. Φ Ήρτε φάτσα-κάρτα. ΝΕ Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο.
674. Φ Εζουργκιασέντον στη γωνιά. ΝΕ Τον στρίμωξε στη γωνιά.
675. Φ Σόττα κι’είπε το ναι, ήρταν τα πάνω-κάτω. ΝΕ Μιάς και δέχτηκε, ήρθαν ανάποδα.
676. Φ Έχει βα μερικά πετσοκόλκια. ΝΕ Έχει εδώ μερικά κομμάτια ψωμί, ξερό!
677. Φ Που δω παν κι’ άλλτοι. (ΜΕ) ΝΕ Δεν με νοιάζει πια τίποτα. Ε/Π Αυτός είναι κοινός τόπος, δεν υπάρχει τίποτα νέο.
678. Φ Τι τουζένια είναι φτα; Ν Ε Τι πράγματα είναι αυτά;
679. Φ Χχιανέτης άχρωπος. Ν Αφιλότιμος άνθρωπος.
680. Φ Που πάεις πρε ολόγιοτος; ΝΕ Που πας, βρε, έτσι λερωμένος που είσαι;
681. Φ Ήρταν τα χαπάργκια. ΝΕ Μάθατε τα νέα.
682. Φ Ξέρεις τι μαμμούι είσαι; ΝΕ Ξέρεις πόσο μισμίζης είσαι;
683. Φ Ήρτε με μίαν αραχύμια (αραθυμιά). ΝΕ Ήρθε με μιά φόρα.
684. Φ Εσένα όξω η νουρά σου. ΝΕ Εσύ έχεις την ουρά σου απ’ έξω.
685. Φ Επορέφτηκα, που τη γειτόνισα. ΝΕ Βολεύτηκα από τη γειτόνισα.
686. Φ Ήβγκεν άλλτο φασούλτι. (ΜΕ) ΝΕ Ήρθε ξαφνικά κάτι άλλο, προβληματικό.
687. Φ Άλλτος έχανε, κι’άλλτος εκατάπιε. ΝΕ Άλλος άνοιξε το στόμα του κ’ άλλος κατάπιε.
688. Φ Ούλτα φτα είν’ ανήπλυτα. ΝΕ Όλα αυτά είναι άπλυτα.
689. Φ Εσήκωσε μπαϊράκι. ΝΕ Σήκωσε σημαία, επαναστάτησε!
690. Φ Το φαϊ ξίφτει. ΝΕ Το φαγητό καίει.
691. Φ Ήβραμεν ένα μπλέμα, άστα να παει. ΝΕ Βρήκαμε τον μπελά μας, μην το συζητάς, (ένα μπλέξιμο).
692. Φ Επιάστην η αγκάθθα μου. (ΜΕ) ΝΕ Πιάστηκε η μέση μου, από τον κόπο, την κούραση.
693. Φ Σόσοντας, τι χαπάρκια; ΝΕ Τελικά τι έγινε;
694. Φ Ετρύπησεν η καραματάρια και χχέλει κόλτημα. ΝΕ Τρύπησε η σαμπρέλα και θέλει κόλλημα. Ε/Π Καμαρατάρια: κάμαρα αέρια = αεροθάλαμος.
695. Φ Το πιάτο είναι κούμουλτο. ΝΕ Το πιάτο είναι γεμάτο.
696. Φ Επέρασε λαφαντάρης ΝΕ Πέρασε τρέχοντας, λαχανιάζοντας
697. Φ Κάμνει γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Κάνει ζικ-ζακ.
698. Φ Ρίξε κομμάτι βαρεκίνα. ΝΕ Ρίξε λίγη χλωρίνη.
699. Φ Όξω κάμνει όφρες. ΝΕ Έξω κάνει αφόρητη ζέστη.
700. Φ Ενέσυρα που το φλετρό κομμάτι νερό. ΝΕ Έβγαλα από το πηγάδι νερό.
701. Φ Τα φυτά εξετσιννήσαν. ΝΕ Τα φυτά φυτρώσανε. Ε/Π Άρχισαν να βγάζουν βλαστούς, μάτια.
702. Φ Άϊστο κομμάτι, να ποχλιάνει. Ν Ε Άστο λιγάκι να κρυώσει. Ε/Π Να γίνει πιο χλιαρό.
703. Φ Εταραχίστηκα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα πάρα πολύ, τόσο που δεν λέγεται.
704. Φ Α πάω να ποσύρω, γιατί έχω απόσυρτα. ΝΕ Πάω να σκουπίσω. Ε/Π Αρχαία: σαίρω = σκουπίζω.
705. Φ Έριξε ππούσι τις αβγκιές. ΝΕ Έριξε δροσιά την αυγή. Ε/Π Πάχνη μαζί με ομίχλη. Πούσι, τούρκικα pus = ομίχλη.
706. Φ Εσηκώστηκε που τη μαύρη νύχτα. (ΜΕ) ΝΕ Σηκώθηκε από τα χαράματα. Ε/Π Δείχνει τον χαρακτήρα τον ανήσυχο και τον εργατικό.
707. Φ Σαλαουνεί πρε, για όχι; ΝΕ Κουνιέτε βρε ή όχι;
708. Φ Εγίμωσεν ο πλοκός μέχρι πάνω. ΝΕ Γέμισε ο αχυρώνας με άχυρο.
709. Φ Ήβγκεν η κυρά-Λεσένη. ΝΕ Βγήκε το ουράνιο τόξο.
710. Φ Κάμε τον κάο να ρίξουμε. (Παιχνίδι) ΝΕ Κάνε τη γραμμή του παιχνιδιού.
711. Φ Εταφκιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον έδωσε πολύ ξύλο, μέχρι θανάτου.
712. Φ Εσάβντισέντη που τη τρίχα. ΝΕ Παρά τρίχα τη γλύτωσε.
713. Φ Πέντα βόδκια, τρία ζευγκάρια. (ΜΕ, Βρισιά) Ε/Π Για τους ανόητους που δεν έχουν δύναμη να συλλογιστούν.
714. Φ Ερακούνησέντα μάνι-μάνι. ΝΕ Τα έφαγε μάνι-μάνι.
715. Φ Τάξει καί ξερεντα ούλτα. ΝΕ Λες και τα ήξερε όλα.
716. Φ Μη τον φιαρέβγκεσαι και πολτύ. ΝΕ Μην τον εμπιστεύεσαι και πολύ.
717. Φ Έχει ένα λατό! Ν Ε Έχει ένα χαβάσι, έχει όρεξη. Ε/Π Μεγάλη εσωτερική επιθυμία.
718. Φ Μη λικοτίζεις τον άχρωπο. Ν Ε Μη χασομεράς τον άνθρωπο, μην τον καθυστερής.
719. Φ Επόβγκιε πιό, εν έχει κουράγιο. ΝΕ Κουράστηκε πια, δεν μπορεί άλλο.
720. Φ Εχρώπεψε πιό, έπηξε το μυαλό του. (ΜΕ) ΝΕ Έγινε άνθρωπος πια, έβαλε μυαλό, ωρίμασε.
721. Φ Έχειτον κιά και πουργκιέβγκει. ΝΕ Τον έχει και κάνει λάσπη (διορθώνει κάτι συνέχεια). Ε/Π Τον έχει βοηθώ, υπουργό.
722. Φ Πόμπαρε κιά τη γαζιέρα. ΝΕ Τρόμπαρε τη γαζιέρα. Ε/Π Γαζιέρα = θερμαντικό μηχάνημα, γαλλικά: gaziere.
723. Φ Φτο πρε είναι χάλαβρο. ΝΕ Αυτό βρε είναι έτοιμο να πέσει.
724. Φ Που να σε φάει η λούβα και να σε χχερίσει. (Βλαστημιά) Ε/Π Να σε φάει η λέπρα και να σε θερίσει.
725. Φ Εφαέντον η μαραμάγκα. ΝΕ Τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Ε/Π Μαραμάγκα: το δηλητηριώδες ψάρι.
726. Φ Μωρή βοάκλα, ανατολίτικη. (Βρισιά) Ε/Π Ανθρωπος σκέτο βόδι.
727. Φ Χολέρα Αλεξαντριανή. (Βρισιά)
728. Φ Το ψωμί είναι πρωτινό. ΝΕ Το ψωμί είναι χθεσινό, παλιό, ημερών, μπαγιάτικο.
729. Φ Αγροίκητο παιί καλέ, εν κούει. ΝΕ Δεν ακούει καλέ αυτό το παιδί.
730. Φ Έβγκαλε την πέμπελη. ΝΕ Έβγαλε την ιλαρά.
731. Φ Το χωργκιόν εμαέφτει πιττούνικο. ΝΕ Μαζεύτηκε όλο το χωριό.
732. Φ Εφάαμεν έναν τράκκο του καλού καιρού. ΝΕ Φάγαμε έναν κόπο, άστα και να πάει.
733. Φ Χοραττώντας και κολτώντας. ΝΕ Του τα λες με χαμόγελο, για να πειστεί.
734. Φ Εννά μας έβγκει ξινό. Ν Ε Θα μας βγει ξινό, θα μετανιώσουμε.
735. Φ Ποιός πρε; φτος γα ο ρεμπεσκές; ΝΕ Ποιός βρε, αυτός ο αλήτης;
736. Φ Η θάλασσα εν έχει παλτηκαρκιές. ΝΕ Η θάλασσα δεν καταλαβαίνει από παλληκάρια (παλληκαριές).
737. Φ Ε κακόμε, εφλομοσέσμε πιό. ΝΕ Αμάν καϋμένε με κούρασες πια.
738. Φ Καλό μου στελκιάρη! ΝΕ Καλό μου ξύλο.
739. Φ Μη το πιάνεις, γκάι. ΝΕ Μη το πιάνεις, καίει. Ε/Π Θα καείς, για μικρά παιδιά.
740. Φ Έλα ξεπουγκίζου τώρα. ΝΕ Έλα βγάλε κανένα φράγκο, από την τσέπη ή φύγε απ΄ έδώ.
741. Φ Επόμενες πιό και ποτσιγκρώνεις. ΝΕ Έγινες πιά μη μου άπτου. Ε/Π Αντιδράς με μορφασμό.
742. Φ Βάρτα με στην εμπούστα. ΝΕ Βάλτα μέσα στο δοχείο.
743. Φ Βάλε μια σταλκιά νερό, γιατί έσκασα. ΝΕ Βάλε μου λίγο νερό.
744. Φ Ετσά ελλέαν οι πρωτινοί. ΝΕ Έτσι λέγαν οι παλιοί άνθρωποι.
745. Φ Καλοππέσικο παιί. ΝΕ Το παιδί που κάνει με όλους.
746. Φ Έκαμε τον νούντου καιφτός ΝΕ Έκανε κι’ αυτός τα μυαλά του (τα σχεδιά του). Ε/Π Πήγε με τις απόψεις του.
747. Φ Χχαρώ και χχέλητα ο κώλος του. ΝΕ Νομίζω και τα θέλει, γαργαλεύεται για κάτι.
748. Φ Μη κατσοκαμμάς πιό, επαράκαμέστο. ΝΕ Μη μισοκλείνεις τα μάτια σου, φτάνει πια. Ε/Π Έχεις υπερβεί τα όρια. Κατα + μύω = καμμώ = κλείνω τα μάτια.
749. Φ Δκιάβασε κιά να ξεστραβωχχείς. ΝΕ Διάβασε εκεί να μορφωθείς. Ε/Π Να ανοίξουν τα μάτια σου.
750. Φ Εν εμπλέπεις, πρε, το φως; (Μ.Ε.) ΝΕ Δεν βλέπεις τον σωστό δρόμο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου