Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
299. Φ Επόμεινε και λέντιστα. ΝΕ Έμεινε και του τα λένε.
300. Φ Στρόφους και αροάφνες να σε κόψουν. (Βλαστήμια)
301. Φ Ούλτα φτα , επεράσαν που τη καμπούρα μου. ΝΕ Όλα αυτά τα τράβηξα εγώ, στην πλάτη μου.
302. Φ Εππέσαν τα νεφρά μου. (ΜΕ) ΝΕ Απο το πολύ βάρος, που σήκωσε.
303. Φ Εκαμέντα ρεμόνι. ΝΕ Τα ΄κανε λίμπα.
304. Φ Είσαι σα τον άγκριφα. ΝΕ Είσαι μυγιάγκιχτος, όλο ψάχνεις (ακρίφας = και όργανο αλίευσεις).
305. Φ Έκατσε, σα τον γιαρά. (ΜΕ) ΝΕ Περίμενε με πολύ ανυπομονησία, σαν την πληγή την αθεράπευτη.
306. Φ Πέρασε πουννά περάσεις. ΝΕ Πήγαινε, όπου είναι να πας.
307. Φ Πούϊντος πρε φτος γα; ΝΕ Που είναι βρε αυτός δα;
308. Φ Επόμενες πιό και ξεσκάλτεις. (ΜΕ) ΝΕ Έμεινες πια και ψάχνεσαι, και σκαλίζεις.
309. Φ Έστεσε το κάλτος του. ΝΕ Πήρε ύφος.
310. Φ Επατέλκιωσα το γόμα. ΝΕ Έριξε πατελιά στο δώμα.
311. Φ Ήβγκαν, πρε, οι μπορνοφύες; ΝΕ Βγήκανε τα πρώϊμα σύκα;
312. Φ Πού-πού εξενεμίστηκες πρε συ; ΝΕ Από πού ξεφύτρωσες; Ε/Π Τα παρά την ανάγκη.
313. Φ Εν τα σηκώνω τα παράναγκα. ΝΕ Δεν σηκώνω τα παράξενα.
314. Φ Στάχχου βα, στα κατέφλια. ΝΕ Σταμάτα εδώ στα σκαλοπάτια, στο κατώφλι.
315. Φ Είμαι θεονήστικος. ΝΕ Πεινάω πολύ. Ε/Π Θεο-νήστικος, θεο-πάλαβος, θεό-τρελος.
316. Φ Κάχχεται, σα τον σταλαό. (ΜΕ) ΝΕ Κάνει σα τη βρύση, που στάζει. Ε/Π Έχει υπομονή και επιμονή παρακλητική.
317. Φ Πιάσε πρε τη φελτά. ΝΕ Πιάσε, βρε, το βιβλίο.
318. Φ Ο καπνός βγκαίνει κλωστρός. ΝΕ Ο καπνός βγαίνει στριφογυριστός.
319. Φ Ένα φελτί με το λάϊ. ΝΕ Μιά φέτα ψωμί με λάδι.
320. Φ Το ξετρίχι, ο ελτεμές, γείτετον. ΝΕ Κοιτάξτε τον τέλειο, τον αλάνθαστο.
321. Φ Εχασολόησες και πήες. ΝΕ Αρχίζεις και χάνεις. Ε/Π Εχασολόησες: χάνεις - έχασες τα λογικά σου, πέρα για πέρα!
322. Φ Εβά έχει ένα κούλουμπα. ΝΕ Εδώ έχει μιά λακούβα με νερό. Ε/Π Αρχαία: κόλυμβος.
323. Φ Έκαμέντα μαντάρα καίφυε. ΝΕ Τα έκανε λίμπα κι’ έφυγε. Ε/Π Ανακάτωσε τα πάντα, τα διέλυσε. Μαντάρα = άγονη, άδενδρη περιοχή.
324. Φ Ενεκαταστάλαξες κόμα; ΝΕ Δεν αποφάσισες ακόμα;
325. Φ Τώρα σ’ έπιασε το συκλέτι; ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; Ε/Π Συκλέτι: ζόρι, μανία, βιασύνη.
326. Φ Ελγκιώσαν τα συκώτια μου. (ΜΕ) ΝΕ Λειώσαν τα συκώτια μου από το φόβο, φοβήθηκα πολύ.
327. Φ Εκουστήκασι ζαλάπατα. ΝΕ Ακούστηκαν βήματα.
328. Φ Εγεμάτησες το φαί. ΝΕ Δοκίμασες το φαγητό;
329. Φ Γλιστρίαν έφαες; (ΜΕ) ΝΕ Γι’αυτόν, που λέει πολλά. Ε/Π Σου γλιστρά η γλώσσα (λογοπαίγνιο με τη λέξη γλιστρίδα).
330. Φ Μπελόνιασε βα, γιατί ε χωρώ (θωρώ). ΝΕ Πέρασε την κλωστή στη βελόνα, γιατί δεν βλέπω.
331. Φ Πορπατά και ζαβλοπατά. ΝΕ Περπατά και δεν πατάει καλά. Ε/Π Παραπατεί σαν χαμένος, σαν βλάκας. Ζαβός = τρελός, μεθυσμένος.
332. Φ Επέρασε καιφτό το νεπέττι. ΝΕ Πέρασε κι’ αυτή η δυσκολία. Ε/Π Νεπέττι: σειρά, τουρκικά: nobet.
333. Φ Μανιζέβελτος άχρωπος. ΝΕ Ο ευκολοκίνητος άνθρωπος (ευέλικτος).
334. Φ Τσα ολούρμου, έντιξέντον κιά. ΝΕ Στα καλά καθούμενα, έτσι το σκέφτηκε.
335. Φ Μανιζέρνου πρε! ΝΕ Κουνήσου βρε! Βιάσου βρε!
336. Φ Σόρμα, καϊράττι δα. ΝΕ Προσοχή να μην την πατήσουμε. Ε/Π Καϊράττι: καϊράτι = κουράγιο, υπομονή, θάρρος, τόλμη. Τουρκικά: gayret.
337. Φ Ήψε το καμίνι. (ΜΕ) ΝΕ Άρχισε να ενδιαφέρεται, κάτι άρχισε να παίρνει διαστάσεις κακές.
338. Φ Κάχχεται σα το κούφτιο. Ν Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Κούφτιο: το πουλί κούφτιο, αρχαία: σκώψ.
339. Φ Έκοψε την εβρουλγκιά. (ΜΕ) ΝΕ Γι’ αυτόν που πάθανε.
340. Φ Ελεαμέσσετά, αλλτά ένεκούες. ΝΕ Σου τα λέγαμε, αλλά δεν μας άκουγες.
341. Φ Που την αναφαγιά εγίνη σα γλιμύρι. ΝΕ Επειδή δεν τρώει αδυνάτησε. Ε/Π Γλιμύρι: γλινός = λεπτός = αδύνατος = λιχνός.
342. Φ Είναι μπελντί, ε χωρείς; ΝΕ Έχουμε παράδειγμα, δεν βλέπεις; Ε/Π Είναι επόμενο, δεν βλέπεις.
343. Φ Έψε τον πυργκιόλοο. ΝΕ Άναψε τον αναπτήρα. Ε/Π Άναψε την ίσκα, το φιτίλι. Πυρίβολος = ρίπτει πύρ και ανάβει το φιτίλι.
344. Φ Εφάαμας οι πασσόμυες. ΝΕ Μας πιάσανε οι μύγες. Ε/Π Πασσόμυες: μύγες που βρομίζουν τα φαγητά. Πάσσω: αρχαία = πασπαλίζω, ραντίζω.
345. Φ Το ζον είναι κακογούμαρο. ΝΕ Το γαϊδούρι δεν φορτώθηκε καλά.
346. Φ Α, μωρή μαλαγάνα. ΝΕ Α βρε καταφερτζού!
347. Φ Επλάνταξε στο κλιαμούρι. ΝΕ Βαλάντωσε απο τα κλάματα.
348. Φ Εκαμέντον γουλί. ΝΕ Τον κούρεψε με την ψιλή μηχανή.
349. Φ Έφυε μονοβρόντηστος. ΝΕ Έφυγε σαν κυνηγημένος.
350. Φ Επονέβει με πιό, κήπατα. ΝΕ Δεν κρατήθηκα πια και τα είπα. Ε/Π Μπήκε μέσα μου η απόφαση και τα είπα.
351. Φ Μανέλγκιαζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη.
352. Φ Α σε περκενώσω, αφάεις; ΝΕ Να σε βάλω να φας; Ε/Π Περκενώνω = αδειάζω. Βάζω φαγητό στο πιάτο από το τσουκάλι.
353. Φ Ε, νάντα-νάντα!! ΝΕ Ε! όπου νάναι, θα τα δούμε!!
354. Φ Τσουβάλκια των πιττέρων. (Βρισιά)
355. Φ Μπούρντες τ’ αχέρου. (Βρισιά)
356. Φ Πάννε πούετα, να ξεκάμεις κομμάτι. Ν Ε Πήγαινε κάπου να ξεδώσεις λίγο.
357. Φ Είπασέτα, ένα μελεούνι φορές. ΝΕ Σου τα είπα πολλές φορές, χιλάδες φορές.
358. Φ Εξετρομάκιασε που το κρύο. ΝΕ Χτυπούν οι μασέλες του από το κρύο.
359. Φ Ποιός πρε; φτοσγά ο κνιάρης; ΝΕ Ποιός ρε αυτός ο τεμπέλης; Ε/Π Κνιάρης: οκνηρός, τεμπέλης.
360. Φ Οι μέρες είναι σα τσαρντέλτες. (ΜΕ) ΝΕ Οι μέρες είναι, όπως οι σαρδέλες στο κουτί. Ε/Π Όλα είναι μετρημένα, υπακούουν στη μοίρα.
361. Φ Το νερό είναι κάντιο. ΝΕ Το νερό είναι καθαρό.
362. Φ Επήα, καίζεψα τα ζα. ΝΕ Πήγα και ετοίμασα τα ζώα. Ε/Π Καίζεψα: έζεψα = τα ΄βαλα στον ζυγό.
363. Φ Εφτός έχει, τη γική του παντιέρα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός κάνει πάντα το δικό του. Ε/Π Κάνει ό,τι του κατέβει.
364. Φ Εμάλκιασεν η γλώσσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου. Ε/Π Συμβουλεύοντας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
365. Φ Εγκούλκιασεν ο καταπότης. ΝΕ Γέμισε νερό τ’ αυλάκι. Ε/Π Καταπότης: Το μεγάλο αυλάκι που τροφοδοτεί τα άλλα αυλάκια. Γουλιάζω - η γούλα = ο οισοφάγος.
366. Φ Ήβρεν ο κουτσός, εγλύστρα. (ΜΕ) ΝΕ Αιτία ήθελε. Ε/Π Μια φορά του δόθηκε η ευκαιρία (στις πολλές ατυχίες), αλλά και αυτή χωρίς αποτέλεσμα.
367. Φ Καοματού που είσαι!! ΝΕ Καταφερτζού που είσαι!!
368. Φ Κάχχεται και φκριέται. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Φκριέται: παρακολουθεί, κρυφακούει, υποκλέπτει τα λόγια.
369. Φ Μπαλτουκκώσου κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Κάθησε κάτω. Ε/Π Μπαλτουκκώσου: ακίνητος, σαν να είσαι μπαλουκωμένος. Παλούκι, αρχαία: πάλος
370. Φ Εντερόκοψέ με ο χασονούς. ΝΕ Με κοψοχόλιασε ο βλάκας.
371. Φ Επόμεινες πιό και βάσσεις. ΝΕ Έμεινες πια και φωνάζεις. Ε/Π Βάσσεις: γαυγίζεις σαν σκυλί.
372. Φ Νάψε βα το φως, να μπλέψω. ΝΕ Άναψε το φως τώρα να δω, να βλέψω.
373. Φ Εσάχνιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον μαύρισε απο το ξύλο. Ε/Π Τον διέλυσε με το ξύλο, ή το φόρτωσε ξύλο. Σάττω = φορτώνω
374. Φ Πουνα κάτσουν οι ογκιές σου και τα κατάκλια σου. (Βλαστήμια/Κατάρα) Ε/Π Ογκιές: οσφύες
375. Φ Εννά σε σταφνίσω μιά κατακούτελτα, πούννάν ούλτη γική σου. ΝΕ Θα σου δώσω μια, που θάναι όλη δική σου (εννοεί ξυλιά, χαστουκι).
376. Φ Κόψε με ένα τακκί κριάς. ΝΕ Κόψε μου ένα κομμάτι κρέας. Ε/Π Τακκί: τακκάκι = λίγο. Τάκκος = μεγάλο κομμάτι.
377. Φ Λτιολέης, φτιγά την κουβέντα καλέ; ΝΕ Λίγες φορές λες αυτήν την κουβέντα;
378. Φ Α καθαρίσει η γιαρά που το σιτάρι. (ΜΕ) ΝΕ Να καθαρίσει το καλό από το κακό. Ε/Π Γιαρά = η αίρα
379. Φ Παωμός να σέβρει. (Βρισιά/Κατάρα) Ε/Π Να παγώσεις, να πεθάνεις.
380. Φ Σύρου ξύσου, εφέρεστα χαρακωτά. ΝΕ Ήρθαμε στα πάρα πέντε. Ε/Π Αμφιταλαντευόμενος, δεν έχει αποτέλεσμα.
381. Φ Έπιασε το συναξάρι, ε θα γλυτώσουμε. (ΜΕ) ΝΕ Έπιασε την κουβέντα και δε θα γλυτώσουμε. Ε/Π Συναξάρι: είναι η βιογραφία των αγίων, που συνήθως έχει μεγάλη ιστορία και ενδιαφέρον.
382. Φ Έκαμεν ένα φεσφεσέ του καλού καιρού. ΝΕ Έκαμε μεγάλη φασαρία.
383. Φ Επόμεινες και βαστάς τα σαουνά σου. ΝΕ Έμεινες και κρατάς τα σαγόνια σου. Ε/Π Λέγεται επί απραξίας και αδράνειας. Θεωρείται κακός οιονός.
384. Φ Έοκεν και πήρε. (ΜΕ) ΝΕ Ξεθύμανε. Ε/Π Συνήθως για ανθρώπους που φτάνουν στα άκρα, αλλά μετά μεταμελούνται.
385. Φ Εκαμμυσέντα και πάενε. (ΜΕ) ΝΕ Πήγαινε με κλειστά μάτια.
386. Φ Μην εβγκάλτεις το νερό ίσκια πάνω. (ΜΕ) ΝΕ Μη λες πράγματα που δε γίνονται. Ε/Π Λέγεται συνήθως για το μη απραγματοποίητο (για τον αντιρρησία).
387. Φ Εκατσουλτόχει με, κακομά. ΝΕ Μ’ έπιασε στον καυγά. Ε/Π Με επιτέθηκε άσχημα.
388. Φ Τούρμπα-κκάλου, ε χα σε πετύχω πούετα; ΝΕ Που θα πάει δεν θα σε πετύχω πουθενά (κάπου); Ε/Π Θάρ’θει ο καιρός, που θα σε συναντήσω.
389. Φ Το ξελεμματικό και το παντέρημο. (Βλαστημιά) Ε/Π Για κτήματα που δεν έχουν νοικοκύρη. Επί τουρκοκρατίας τα εκαταλειμμένα κτήματα
390. Φ Ρετσινένο παντελόνι. ΝΕ Είδος υφάσματος για παντελόνια, ευτελούς αξίας.
391. Φ Εσσέ νοστά βα που κάχχεσα; ΝΕ Δεν σ’ αρέσει εδώ, που είσαι;
392. Φ Αδκιανόητο κεφάλι, ξερή κολοκύττα. (ΜΕ) ΝΕ Άνθρωπος χωρίς μυαλό. Ε/Π Λέγεται συνήθως για ανθρώπους που ποτέ δεν διανοούνται.
393. Φ Ετρέχαν οι ίγροι, κουκκιά-κουκκιά. (ΜΕ) ΝΕ Ο ιδρώτας κυλούσε, έμοιαζε σαν το κουκί (στάλες - στάλες). Ε/Π Λέγεται σε περιπτώσεις αγωνίας, φόβου ή μεγάλου κόπου.
394. Φ Τι σε μέλτει, που τα ξένα εντερέσκια; ΝΕ Τι σε νοιάζει, για ξένες υποθέσεις;
395. Φ Ταβγκά είναι κλούβγκια. ΝΕ Τα αβγά με αλλοιωμένο κρόκο, λόγο πολύ χρόνου. Ε/Π Τα αβγά είναι χαλασμέν, δεν μπορούν να καταναλωθούν.
396. Φ Ε να γένει, κανένα σακκατελίκι πόψε. ΝΕ Θα χτυπήσει κανένας απόψε και θα μείνει ανάπηρος, σακάτης.
397. Φ Σκιού πρε, επήρα μας και φύαμε ΝΕ Κουνήσου ρε, μας πήρανε και φύγαμε.
398. Φ Κάχχεται με των αγίων τα τάματα. (ΜΕ) ΝΕ Λεγόταν για τα μωρά, όταν ησύχαζαν. Ε/Π Λέγεται γενικά στις περιπτώσεις εκείνες που δύσκολα κάτι μπορεί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Με δυσκολία στηρίζεται κάτι.
399. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η αροάφνα. (τοπική ονομασία, ΜΕ) Ε/Π Η πικράδα της ροδοδάφνης που βλαστάνει στο βουνό Άης Γιάννης.
400. Φ Μάσκε-μάσκε τη πήσσα, εκατέβησαν οι γούλες του. Ν Ε Μάσα-μάσα την τσίχλα, κατέβηκαν οι αμυγδαλές του (πρήστηκαν).
401. Φ Γηέ, την ούγια να πάρεις ξόμπλι. (ΜΕ) ΝΕ Δες το σόϊ, να δεις τι θα πάρεις. Ε/Π Θυμίζει το «εξ όνυχος τον λέοντα». Ούγια, αρχαία: Όα Μια ελάχιστη συμπεριφορά δείχνει τον χαρακτήρα. Ξόμπλι = παράδειγμα, λατινικά: exemplum (example).
402. Φ Ήβγκε σαν την τρίχα που το ζυμάρι. (ΜΕ) ΝΕ Βγήκε καθαρός μέσα από τη βρομιά. Ε/Π Απήλλαξε με την αποπομπή του το κάθε καλό και ωραίο.
403. Φ Πρε ακουμένταρτε, γίνου άχρωπος. ΝΕ Βρε γίνε σωστός άνθρωπος. Ε/Π Ακουμένταρτεος: Δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.
404. Φ Εννά σε πιάσω και ννάναι πιάσμα σου. ΝΕ Θα σε πιάσω και θα φας καλά. Ε/Π Θα σε πιάσω και θα είναι πιάσμα σκληρό, κακό.
405. Φ Πιάστο, και βουϊσέτο πουά. ΝΕ Πάρτο και πέταξέ το από δω, προς τα έξω.
406. Φ Τα νέφαλα επληχχάναν. ΝΕ Τα σύννεφα πληθύνανε.
407. Φ Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. (παιχνίδι) ΝΕ Όρος παιχνιδιού. Ε/Π Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. Τελευταίος, λατινικά: ultimus.
408. Φ Ούκκιου βόϊ!! (Βρισιά) Ε/Π Αποστροφή προς άτομα ανυπόληπτα.
409. Φ Σταφία είμαι που τον ίγρο. ΝΕ Ο ιδρώτας τρέχει σα νερό. Ε/Π Υπερβολή, έχω γίνει μούσκεμμα από τον ιδρώτα, έγινε σταφίδα.
410. Φ Ξυ και λάϊ. (παιχνίδι) ΝΕ Βόλτα πάνω στην πλάτη του άλλου. Ε/Π Ακριβώς, όπως πουλάει ο έμπορος το ξύδι και το λάδι.
411. Φ Τώρα είμαι φούρκα-μπελάς. ΝΕ Είμαι πολύ νευριασμένος
412. Φ Πού του σκόπελτου; ίσκια πέρα! (ΜΕ) ΝΕ Άλλα του λες και άλλα καταλαβαίνει, αδιαφορεί.
413. Φ Έκαμε τη γη πηγή. ΝΕ Έκαμε τα αδύνατα δυνατά.
414. Φ Επήε σεκκιέρ-μεκκιέρ. ΝΕ Πήγε τα πάνω-κάτω.
415. Φ Άλι-άλι, πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, ρε. Ε/Π Αγάλι-αγάλι, αρχαία: γαληνός, ήρεμος (αγαληνά - αγάλια - αγάλι-α).
416. Φ Φτερνοκοπά που το πρωϊ. ΝΕ Φταρνίζεται από το πρωί (είναι κρυωμένος).
417. Φ Έγραψα την αγκλαβή. ΝΕ Έγραψα το προικοσύμφωνο (του αρραβώνα, του γάμου). Ε/Π Εκ. λαβή = ό,τι έλαβε
418. Φ Εκατούνιασέντα ούλτα. (ΜΕ) ΝΕ Τα έφαγε όλα. Ε/Π Εκατούνιασέντα: Τα έκαμεν όλα κατούνα (δέμα) και τα πήραν.
419. Φ Βάλεμε ένα κουνί ρύζι. ΝΕ Βάλε μου λίγο ρύζι.
420. Φ Εβά εννά σε βαελίζω; ΝΕ Εδώ θα σε νταντεύω. Ε/Π Βαελίζω, νταντεύω: περιποιούμαι μικρό παιδί ή ηλικιωμένο. Βαϊλίζω - φροντίζω - βάγιλος = υπηρέτης. Λατινικά: bajulus =αχθοφόρος.
421. Φ Εκαμέντα αρνιές-κουρνιές. ΝΕ Τα ρήμαξεν όλα Ε/Π (μέρη αρνιών και κουρουνιών!)
422. Φ Σαρτοπηάς σα το ππίταλτο. ΝΕ Σαλτάρει πάνω-κάτω άσκοπα Ε/Π Σαν αυτό που κάνει μεγάλα πηδήματα.
423. Φ Ελάωσεν τ’ αντερόν του. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγε και λάδωσε το έντερό του. Ε/Π Συνέπεια: να νοιώσει πιο δυνατός.
424. Φ Ξέρεις τι πίσσας είναι; ΝΕ Ξέρεις τι τσιγκούνης είσαι;
425. Φ Έβγκαλα το χτικιό. ΝΕ Χτίκιασα. Ε/Π Χτικιό, χτίκιασα: έγινε/είναι φυματικός (αρρώστια, που σε λείωνει, τηκτός).
426. Φ Επόβγκαλές με πιό. ΝΕ Με σακάτεψες πιά, δεν αντέχω.
427. Φ Ξεπετράϊζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη. Ε/Π Δεν μπορείς ποτέ ένα χωράφι να το απαλλάξεις από όλες τις πέτρες, λέγεται επί ματαιοπονίας.
428. Φ Σπρώξε μόνι-μμόνι. ΝΕ Σπρώξε λίγο.
429. Φ Λέει άλλτα των αλλτών. ΝΕ Λέει άλλα αντί άλλων.
430. Φ Και τόντι σε πεήντησα. ΝΕ Και πράγματι σε παραδέχτηκα. Ε/Π Και τόντι: και «τω όντι» = πραγματικά (αρχαία).
431. Φ Ήβγκε μισοούρανα. Ν Ε Βγήκε πολύ ψηλά.
432. Φ Χτυπούν οι φτένες του σα του λαού. ΝΕ Χτυπά η καρδιά μου σα του λαγού. Ε/Π Φτένη = η πλευρά, ή μέση, τα ισχία.
433. Φ Γούλα που την έχει!! ΝΕ Λαιμαργία που έχει!! (τρώει πολύ).
434. Φ Μπάζει που κιά που τη χχυρία. Ν Μπάζει από τη χαραμάδα, αέρα κρύο. Ε/Π Χχυρία - θυρίδα, χαραμάδα.
435. Φ Χα πέρνα πουά. ΝΕ Άντε, φύγε από δώ.
436. Φ Εβώ τα επόλαψα ούλτα φτα. ΝΕ Εγώ τα τράβηξα όλα. Ε/Π Ειρωνικά: τα απόλαυσα αντί τα υπέφερα
437. Φ Κάτσε βα που ποσκιάζει. ΝΕ Κάτσε εδώ, που δε φυσάει. Ε/Π Κάτσε εδώ, που δεν έχει ήλιο, αλλά ήσκιο.
438. Φ Κάμνεις σαν όξω που πάνω σου. ΝΕ Κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ε/Π Παριστάνεις τον ανήξερο, τον τρελό, σαν να λείπεις από τον εαυτό σου.
439. Φ Βω φταίω που σε κουλαντρίζω. Ν Ε Εγώ φταίω που σε νταντεύω. Ε/Π Κουλαντρίζω: προσφέρω υπηρεσία, τούρκικα: kulandim.
440. Φ Σκύψε πρε την αγκάθθα σου κάτω! (ΜΕ) ΝΕ Σκύψε τη μέση (τη σπονδυλική στήλη) σου να δουλέψεις. Ε/Π Χωρίς να λυγίσεις τη μέση σου, δουλειά δεν γίνεται.
441. Φ Βα είσαι, πρε, για λείπεις. ΝΕ Εδώ είσαι ή λείπεις; (αφηρημένος)
442. Φ Μάεψε τα στελκιά σου. ΝΕ Μάζεψε τα πόδια σου.
443. Φ Εσυνόπαρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Έφυγε, ακόμα εκεί είσαι;
444. Φ Έκαμέμε το σκυλτοπανάηρο. ΝΕ Με κατσάδιασε. Ε/Π Σαν να πρόκειτο για πανηγύρι σκυλιών, πολλά γαυγίσματα, πολλές φωνές.
445. Φ Εχτισαμέντο με πασπάρες. ΝΕ Το χτίσαμε με χωμάτενες πέτρες.
446. Φ Έπεσε πάνω μου ούλτη η παππάρα. ΝΕ Έπεσε πάνω μου όλο το βάρος. Ε/Π Παππάρα: προσβολή, (τούρκικη λέξη).
447. Φ Κάμε καμμιά ζούππα και βάψε το ζουμί. ΝΕ Κόψε μιά μπουκιά ψωμί,και βούτησέ το στο ζουμί.
448. Φ Εποστάχχη το ζο. ΝΕ Το ζώο δεν μπορεί ν’ ανασάνει.
449. Φ Τα λόγια σου επήαν αμόντου. ΝΕ Τζάμπα μιλάς. Ε/Π Τα λόγια σου χάνεις, τα λογια χάθηκαν στο κενό.
450. Φ Έβαλα μερικές λοές. ΝΕ Έβαλα διάφορες ποικιλίες. Ε/Π Λοή: ποικιλία, σταφυλιών, μικρών φυτών ή μικρών δένδρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου