Γράφει ο Λουκάς Μαστής
Η Σορωνή, όπως σχεδόν όλα τα χωριά της Ρόδου αλλά και της Ελλάδας, επλήγη σημαντικά από την μετανάστευση. Εκατοντάδες οικογένειες, στην προσπάθεια επιβίωσης τους και με στόχο να έχουν καλύτερες συνθήκες ζωής, βρέθηκαν στην Αμερική , στην Αυστραλία σε κάθε γωνιά της γης. Πολλοί από αυτούς κατάφεραν να διατηρήσουν τους δεσμούς με το χωριό, όχι όμως όλοι.
Τις συνθήκες αυτών των εποχών μπορούν προφανώς να τις αφηγηθούν οι πρωταγωνιστές καλύτερα από τον καθένα.
Υπάρχει πάντως ένα διήγημα, που δημοσιεύτηκε το …1962(!) όπου αναφέρεται στην μετανάστευση στη Σορωνή. Πρόκειται για ένα διήγημα που γράφτηκε από τον Ιωάννη Μ. Παναγιωτόπουλο συγγραφέα ,δοκιμιογράφο, ποιητή , κριτικό και εκπαιδευτικό του 20ου αιώνα, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες διανοούμενους.
Ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος δεν είχε καμία σχέση με την Σορωνή, ούτε με την Ρόδο και είναι απορίας άξιον πως επέλεξε το χωριό μας στο διήγημα του. Το επέλεξε όμως, ίσως επειδή το γνώρισε σε κάποιο ταξίδι του είτε επειδή έμαθε για αυτό μέσω φίλων.
Το διήγημα με τίτλο «Ο γυρισμός βρίσκεται μέσα στη νύχτα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1962 και είναι το εξής
«Το πρώτο γράμμα έπεσε στο χωριό, ας πούμε τη Σορωνή, μέσα στο καταχείμωνο, μήνα Γενάρη. Έφερνε την επιταγή, κάμποσα δολλάρια, καθώς πάντα, και την είδηση. Ο γέρος καθόταν σιμά στο τζάκι και πύρωνε τα χέρια του στη χαμηλή φωτιά. Είχε πατήσει τα ογδόντα εφτά. Η κόρη τού έφερε τα γυαλιά.
- Διάβασέ το, του είπε. Να ιδούμε τι γράφει.
Έτσι, καθώς πάντα. Ο γέρος είχε διατελέσει αναγνώστης στην εκκλησιά κ' είχε φυλάξει λίγα γράμματα μέσα του, να μπορεί να διαβάζει. Άνοιξε το χαρτί, το κοίταξε προσεχτικά, μη λάχει και το στήσει μπροστά του ανάποδα. Συλλάβιζε, μουρμούριζε, σταματούσε. Τέλος, τον πήρε το αίμα στο κεφάλι, τα νυσταγμένα του μάτια ζωντάνεψαν.
- Γράφει πως θάρθει!
- Κι άλλοτες τόγραψε και δεν ήρθε!
- Όχι, τώρα το γράφει για βέβαιο! Συμφώνησαν κι άλλοι. Να ξεκινήσουν μαζί, ναρθούν στην πατρίδα. Έμπα του καλοκαιριού, έτσι γράφει!
- Κι άλλοτες τόγραψε και δεν ήρθε!
Έφυγε πριν 26 χρόνια. Άφησε τον τόπο με βαριά καρδιά, να κάμει προκοπή στα ξένα. Τα πρώτα του γράμματα είταν όλο δάκρυα. Παιδεύτηκε ίσαμε που να στεριώσει. Την άφησε μόνη, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, με δυο ανυπεράσπιστους γονιούς, τους γονιούς της, με δέκα στρέμματα γης. Έπεφτε στα πόδια της, να την πάρει σιμά του. Όχι, εκείνη δεν έλεγε να παρατήσει στο έλεος του Θεού τους γονιούς, η μάνα είταν σακάτισσα, ποιος να δουλέψει τα δέκα στρέμματα! Πικρή ορφάνια, στερεμένη ζωή. Έπειτα άρχισαν νάρχονται, ταχτικά, οι επιταγές. Η μάνα πέθανε, το μωρό μεγάλωσε, έδεσε κόμπο την καρδιά της, το πήρε απόφαση να το στείλει σιμά του, να δουλέψουν μαζί, πατέρας και γιος. Ο γονιός βάραινε, ολοένα και βάραινε, πώς να κάνει την αδικία να τον αφήσει, έρμο και σκότεινο, να λιώσει ασυντρόφευτος, καθώς το κυνηγημένο σκυλί. Έτσι πέρασαν τα εικοσιέξι χρόνια.
- Θάρθει μονάχος του;
- Αφήνει στο πόδι του το Σταυράκη. Ας έδινε ο Θεός να τον αντίκρυζαν τα μάτια μου κ' ύστερα να πέθαινα, ν' άδειαζε ο τόπος να σε πάρει και σένα μαζί του! Ολοένα τα λογαριάζω: να κλείσω τα μάτια, να ησυχάσει κ' η Τσαμπίνα!
Η Τσαμπίνα συλλογιόταν: την άφησε τριάντα τέσσερω χρονώ, τη βρίσκει εξήντα. Κοίταζε στον καθρέφτη το πρόσωπό της, καταπονεμένο από τον καιρό και τη θλίψη. Τα λαμπρά μάτια μισοσβησμένα. Εκείνα τα ζωντανά μαλλιά πεθαμένα. Φούσκωναν οι φλέβες στα χέρια της και στα πόδια της.
-Διάβασέ μου το γράμμα από την αρχή.
Σε λίγο τόξερε όλη η Σορωνή. Έμπα του καλοκαιριού, είναι βέβαιο.
Ύστερ' από μια βδομάδα πήρε το δεύτερο γράμμα, ο παπάς. Ένα κομμάτι χαρτί βιαστικό: «ασπάζομαι την δεξιάν σου και σε ειδοποιώ, πως προχώρεσα σε συνεννόηση με πολλούς συντοπίτες, που έχουν κατάσταση, καθώς εγώ. Είπαμε ναρθούμε το καλοκαίρι, να σας ιδούμε τι γίνεσθε, γιατί πολύ σάς επιθυμήσαμε να γνωρίσετε και τη νύφη σας και τον υιό τον πρωτότοκο, που έχει και τ' όνομά σας»". Του έγραφε ο γιος, από τον Καναδά, από την Αλμπέρτα, εννιά μήνες χιόνι. Τριάντα τρία χρόνια ξενιτεμένος.»
Λουκάς Μαστής
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ομάδα «Παλιά Σορωνή»: https://www.facebook.com/groups/2637261696541637/permalink/2702145966719876/
Η μετανάστευση στη Σορωνή και ένα διήγημα του σπουδαίου συγγραφέα Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για το χωριό μας.
Τις συνθήκες αυτών των εποχών μπορούν προφανώς να τις αφηγηθούν οι πρωταγωνιστές καλύτερα από τον καθένα.
Υπάρχει πάντως ένα διήγημα, που δημοσιεύτηκε το …1962(!) όπου αναφέρεται στην μετανάστευση στη Σορωνή. Πρόκειται για ένα διήγημα που γράφτηκε από τον Ιωάννη Μ. Παναγιωτόπουλο συγγραφέα ,δοκιμιογράφο, ποιητή , κριτικό και εκπαιδευτικό του 20ου αιώνα, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες διανοούμενους.
Ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος δεν είχε καμία σχέση με την Σορωνή, ούτε με την Ρόδο και είναι απορίας άξιον πως επέλεξε το χωριό μας στο διήγημα του. Το επέλεξε όμως, ίσως επειδή το γνώρισε σε κάποιο ταξίδι του είτε επειδή έμαθε για αυτό μέσω φίλων.
Το διήγημα με τίτλο «Ο γυρισμός βρίσκεται μέσα στη νύχτα» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Αυγούστου 1962 και είναι το εξής
«Το πρώτο γράμμα έπεσε στο χωριό, ας πούμε τη Σορωνή, μέσα στο καταχείμωνο, μήνα Γενάρη. Έφερνε την επιταγή, κάμποσα δολλάρια, καθώς πάντα, και την είδηση. Ο γέρος καθόταν σιμά στο τζάκι και πύρωνε τα χέρια του στη χαμηλή φωτιά. Είχε πατήσει τα ογδόντα εφτά. Η κόρη τού έφερε τα γυαλιά.
- Διάβασέ το, του είπε. Να ιδούμε τι γράφει.
Έτσι, καθώς πάντα. Ο γέρος είχε διατελέσει αναγνώστης στην εκκλησιά κ' είχε φυλάξει λίγα γράμματα μέσα του, να μπορεί να διαβάζει. Άνοιξε το χαρτί, το κοίταξε προσεχτικά, μη λάχει και το στήσει μπροστά του ανάποδα. Συλλάβιζε, μουρμούριζε, σταματούσε. Τέλος, τον πήρε το αίμα στο κεφάλι, τα νυσταγμένα του μάτια ζωντάνεψαν.
- Γράφει πως θάρθει!
- Κι άλλοτες τόγραψε και δεν ήρθε!
- Όχι, τώρα το γράφει για βέβαιο! Συμφώνησαν κι άλλοι. Να ξεκινήσουν μαζί, ναρθούν στην πατρίδα. Έμπα του καλοκαιριού, έτσι γράφει!
- Κι άλλοτες τόγραψε και δεν ήρθε!
Έφυγε πριν 26 χρόνια. Άφησε τον τόπο με βαριά καρδιά, να κάμει προκοπή στα ξένα. Τα πρώτα του γράμματα είταν όλο δάκρυα. Παιδεύτηκε ίσαμε που να στεριώσει. Την άφησε μόνη, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, με δυο ανυπεράσπιστους γονιούς, τους γονιούς της, με δέκα στρέμματα γης. Έπεφτε στα πόδια της, να την πάρει σιμά του. Όχι, εκείνη δεν έλεγε να παρατήσει στο έλεος του Θεού τους γονιούς, η μάνα είταν σακάτισσα, ποιος να δουλέψει τα δέκα στρέμματα! Πικρή ορφάνια, στερεμένη ζωή. Έπειτα άρχισαν νάρχονται, ταχτικά, οι επιταγές. Η μάνα πέθανε, το μωρό μεγάλωσε, έδεσε κόμπο την καρδιά της, το πήρε απόφαση να το στείλει σιμά του, να δουλέψουν μαζί, πατέρας και γιος. Ο γονιός βάραινε, ολοένα και βάραινε, πώς να κάνει την αδικία να τον αφήσει, έρμο και σκότεινο, να λιώσει ασυντρόφευτος, καθώς το κυνηγημένο σκυλί. Έτσι πέρασαν τα εικοσιέξι χρόνια.
- Θάρθει μονάχος του;
- Αφήνει στο πόδι του το Σταυράκη. Ας έδινε ο Θεός να τον αντίκρυζαν τα μάτια μου κ' ύστερα να πέθαινα, ν' άδειαζε ο τόπος να σε πάρει και σένα μαζί του! Ολοένα τα λογαριάζω: να κλείσω τα μάτια, να ησυχάσει κ' η Τσαμπίνα!
Η Τσαμπίνα συλλογιόταν: την άφησε τριάντα τέσσερω χρονώ, τη βρίσκει εξήντα. Κοίταζε στον καθρέφτη το πρόσωπό της, καταπονεμένο από τον καιρό και τη θλίψη. Τα λαμπρά μάτια μισοσβησμένα. Εκείνα τα ζωντανά μαλλιά πεθαμένα. Φούσκωναν οι φλέβες στα χέρια της και στα πόδια της.
-Διάβασέ μου το γράμμα από την αρχή.
Σε λίγο τόξερε όλη η Σορωνή. Έμπα του καλοκαιριού, είναι βέβαιο.
Ύστερ' από μια βδομάδα πήρε το δεύτερο γράμμα, ο παπάς. Ένα κομμάτι χαρτί βιαστικό: «ασπάζομαι την δεξιάν σου και σε ειδοποιώ, πως προχώρεσα σε συνεννόηση με πολλούς συντοπίτες, που έχουν κατάσταση, καθώς εγώ. Είπαμε ναρθούμε το καλοκαίρι, να σας ιδούμε τι γίνεσθε, γιατί πολύ σάς επιθυμήσαμε να γνωρίσετε και τη νύφη σας και τον υιό τον πρωτότοκο, που έχει και τ' όνομά σας»". Του έγραφε ο γιος, από τον Καναδά, από την Αλμπέρτα, εννιά μήνες χιόνι. Τριάντα τρία χρόνια ξενιτεμένος.»
Λουκάς Μαστής
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ομάδα «Παλιά Σορωνή»: https://www.facebook.com/groups/2637261696541637/permalink/2702145966719876/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου