Περισσότερες και σαφέστερες πληροφορίες για το νησί υπάρχουν από την περίοδο του Μινωικού πολιτισμού, όταν αρκετοί Μινωίτες εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο από τη γειτονική Κρήτη και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες. Το νησί στη συνέχεια κατοικήθηκε από τους Αχαιούς που προέρχονταν από διάφορες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως οι Μυκήνες, η Αττική και το Άργος, όπως μαρτυρούν οι μυκηναϊκοί οικισμοί που ανακαλύφθηκαν
Τον 11 αιώνα π.Χ. στη Ρόδο εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς, οι οποίοι ίδρυσαν τις τρεις ισχυρότερες πόλεις του νησιού,
τη Λίνδο, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οι οποίες μαζί με την Αλικαρνασσό, την Κω και την Κνίδο αποτελούσαν τη «Δωρική Εξάπολη». Την περίοδο αυτή το νησί γνωρίζει μεγάλη ακμή και εδραιώνει την ισχύ του στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα η Ρόδος ανέπτυξε έναν πανίσχυρο στόλο ο οποίος κυριαρχούσε στις εμπορικές δραστηριότητες ολόκληρης της Μεσογείου, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στους Ροδίτες να αποκτήσουν μεγάλη αποικιστική δύναμη τόσο στη γειτονική Μικρά Ασία, όσο και στις ακτές της Ισπανίας της Γαλλία και στη Σικελία.
Όπως είναι γνωστό, η Αρχαία Ελλάδα απαρτιζόταν από ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Στο νησί της Ρόδου υπήρχαν 3 πόλεις-κράτη: Η Ιαλυσός, η Κάμιρος και η Λίνδος. Το 408 π.Χ. οι 3 πόλεις ένωσαν την δύναμη τους και δημιούργησαν κοινή πρωτεύουσα την Ρόδο. Η πόλη άνθισε πνευματικά, εμπορικά, οικονομικά, και συμμάχησε με τον Πτολεμαίο Ι Σωτήρα, της Αιγύπτου.
Το 357 π.Χ. το νησί κατέκτησε ο Μαύσωλος (ο τάφος του οποίου είναι άλλο ένα αρχαίο θαύμα) από την Αλικαρνασσό (Ελληνική Μικρά Ασία), κατακτήθηκε από τους Πέρσες το 340 π.Χ. και τελικά από τον Μέγα Αλέξανδρο το 332 B.C.. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η αυτοκρατορία του μοιράστηκε ανάμεσα στους 3 ισχυρότερους στρατηγούς του: τον Πτολεμαίο, τον Σέλευκο και τον Αντίγονο, που δημιούργησαν και τις ομώνυμες δυναστείες.
Οι Ρόδιοι στάθηκαν στο πλευρό των Πτολεμαίων, (οι οποίοι κατείχαν το μερίδιο της Αιγύπτου), όμως το 305 π.Χ. οι Αντιγονίδες της Μακεδονίας, ανταγωνιστές των Πτολεμαίων, θέλησαν να σπάσουν την συμμαχία της Ρόδου με τους Πτολεμαίους, κι έστειλαν τον Δημήτριο Πολιορκητή με 40,000 στρατιώτες και προηγμένη για την εποχή πολεμική τεχνολογία, για να κατακτήσει την Ρόδο.
Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣ
Ο Δημήτριος αρχικά χρησιμοποίησε έναν τεράστιο πολεμικό πύργο με καταπέλτη, που υψωνόταν πάνω από έξι πλοία. Όμως ο πύργος αναποδογυρίστηκε λόγω κακοκαιρίας, και οι Ρόδιοι νίκησαν την μάχη.
Ο Δημήτριος έχτισε και δεύτερο, μεγαλύτερο πολεμικό πύργο, με ύψος 46 μέτρα και βάση 23 τετραγωνικά μέτρα. Είχε σιδερένιες ρόδες για να ανεβαίνει στα τείχη. Ήταν εξοπλισμένος με πολλούς καταπέλτες, δεξαμενές νερού για να σβήνουν τα φλεγόμενα βέλη, και είχε ξύλινη και δερμάτινη κάλυψη ως προφύλαξη των πολεμιστών στο εσωτερικό του πύργου, από τα βέλη των αντιπάλων. Όταν ο Δημήτριος επιτέθηκε ξανά στην πόλη, οι Ροδίτες γέμισαν ένα μεγάλο χαντάκι με νερό έξω από τα τείχη, κι έτσι ο περίφημος μηχανισμός του Δημητρίου βυθίστηκε στην λάσπη. Έναν ολόκληρο χρόνο οι Ρόδιοι, άντρες και γυναίκες, αγωνίστηκαν γενναία κι αντιστάθηκαν στις επιθέσεις του Δημητρίου, μέχρι που οι Πτολεμαίοι στείλανε σύμμαχο στόλο από την Αίγυπτο για να βοηθήσουν τους Ροδίους. Ο Δημήτριος και οι στρατιώτες του τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας τον περίφημο μηχανισμό τους και τα όπλα πίσω τους.
Η ιστορία του Κολοσσού
Οι Ροδίτες ως ενθύμιο της νίκης τους, χτίσανε το τεράστιο άγαλμα στον προστάτη τους, Θεό Ήλιο (Απόλλωνα). Έλιωσαν τον μπρούτζο και τα άλλα μέταλλα από τους μηχανισμούς που άφησε ο Δημήτριος για να φτιάξουν το εξωτερικό του Κολοσσού, και η τεράστια σκαλωσιά από τον πολεμικό μηχανισμό του έγινε η σκαλωσιά για την κατασκευή του αγάλματος. Η έναρξη των εργασιών σύμφωνα με τους ιστορικούς, υπολογίζεται γύρω στο 304 π.Χ., και κατά τον ιστορικό Πλίνιο, περατώθηκε σε 12 έτη.
Ο γλύπτης Χάρις της Λίνδου ο οποίος μάλιστα πολέμησε για την υπεράσπιση της Ρόδου από τον Δημήτριο, επιμελήθηκε το έργο. Ο Χάρις ήταν μαθητής του Λυσσίπου, και δεν είχε ξαναφτιάξει άγαλμα παρομοίου μεγέθους. Πιθανόν άρχισε φτιάχνοντας ένα μικρό άγαλμα για να πειραματιστεί για το δέσιμο των υλικών και την τελική μορφή του έργου.
Το άγαλμα είχε ύψος 33 μέτρα, ήταν γυμνό, στο κεφάλι φορούσε στέμμα σαν τις ακτίνες του ηλίου (όπως το άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη). Εικάζεται ότι με το δεξί χέρι προστάτευε τα μάτια από τον ήλιο και με το αριστερό κρατούσε έναν χιτώνα.
Φτιάχτηκαν πρώτα τα πόδια του αγάλματος και η κατασκευή ανέβαινε σταδιακά, καθώς το χάλκινο σχήμα ενισχυόταν εσωτερικά με σιδερένια δοκάρια και πέτρινες κολόνες. (Η τεχνική αντιγράφηκε για την κατασκευή του αγάλματος της Ελευθερίας της Νέας Υόρκης, στο οποίο χύθηκε χαλκός πάνω από ατσάλινο ‘σκελετό’). Χρειάστηκε πολύ δουλειά για να εφαρμόζουν απόλυτα ο εσωτερικός σκελετός (σίδερα και πέτρες) με το χάλκινο ‘δέρμα’ εξωτερικά. Η βάση του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο.
Ο Πίλων του Βυζαντίου αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν 15 τόνοι από μπρούτζο και 9 τόνοι σιδήρου, όμως και υπολογίζεται ότι οι αληθινές ποσότητες ήσαν πολύ μεγαλύτερες. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη έχει το ίδιο περίπου μέγεθος και βάρος 225 τόνους, ο Κολοσσός πρέπει να είχε ανάλογο βάρος.
Το 226 π.Χ. το άγαλμα καταστράφηκε ολοσχερώς από μεγάλο σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε την πόλη. Ο Πτολεμαίος ΙΙΙ ο Ευεργέτης προσέφερε την χρηματοδότηση για αναστήλωση του κατεστραμμένου έργου. Όμως, σύμφωνα με έναν χρησμό, απαγορεύτηκε η αναστήλωση του Κολοσσού, γιατί θεωρήθηκε ότι ο Θεός Ήλιος .
Ο ιστορικός Πλίνιος έζησε αιώνες μετά την καταστροφή του αγάλματος, κι ανέφερε ότι ακόμα και πεσμένο, τραβούσε τον θαυμασμό των ανθρώπων. Καθώς το άγαλμα στην εποχή του ήταν σπασμένο σε κομμάτια, ο Πλίνιος είχε την ευκαιρία να μελετήσει το εσωτερικό του. Έτσι, μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τα υλικά και την τεχνική δόμησης του αγάλματος. Για να περιγράψει το μέγεθος του αγάλματος αναφέρει ότι λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να κλείσουν στην αγκαλιά τους τον αντίχειρα του Κολοσσού με τα χέρια τους.
Για πολλές εκατοντάδες χρόνια τα συντρίμμια βρίσκονταν στον βυθό του λιμανιού της Ρόδου, ως που τ ο 654 μ.Χ., οι Άραβες κατέλαβαν την Ρόδο. Λέγεται ότι αποσυναρμολόγησαν τα κομμάτια του αγάλματος και τα πούλησαν στην Συρία. Μάλιστα, χρειάστηκαν 900 καμήλες για την μεταφορά των κομματιών από τα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από την Ρόδο, ως την Συρία.
Ενώ παλαιότερα πιστευόταν ότι ο Κολοσσός στεκόταν στην είσοδο του λιμανιού (σημερινό Μανδράκι), οι αρχαιολόγοι σήμερα θεωρούν ότι αυτό είναι αδύνατον λόγω του μεγάλου ύψους του αγάλματος και του σχετικά μικρού πλάτους του λιμανιού.
Πρόσφατες μελέτες υπολογίζουν την τοποθεσία του αγάλματος λίγο πιο έξω από το Μανδράκι.
ΜΑΡΣΗ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ ΥΠ. ΔΙΔΑΚΤΩΡ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ WBC
ΠΙΕΡΑΝΤΩΝΙΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ – ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ – ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου