Αλλαγή πλεύσης του Ιστολογίου “ΡΟΔΟΣυλλέκτης”

Το Ιστολόγιο του ΡΟΔΟΣυλλέκτη, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τον τόπο τους… εδώ είναι λοιπόν και περιμένει τα δελτία για τις εκδηλώσεις και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων αλλά και ότι αφορά τον τόπο μας – ακόμα και την πολιτική… Το Email μας είναι: r.telxinas@yahoo.gr

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Α­λέ­ξαν­δρος Διά­κος: Ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του ελληνοϊταλικού πολέμου

«Μια χάρη θέλω κύριε ταγματάρχα, να βάλεις εμένα μπροστά..»

Ο Α­λέ­ξαν­δρος Διά­κος γεν­νή­θη­κε το 1911 στη Χάλ­κη της Ρό­δου. Τό­τε το νη­σί βρι­σκό­ταν υ­πό ι­τα­λική κα­το­χή και ο Α­λέ­ξαν­δρος, α­πό μι­κρό παι­δί γα­λου­χή­θη­κε με τον πό­θο και τα ι­δα­νι­κά της λευ­τε­ριάς. Την πε­ρί­οδο αυ­τή τα Δω­δε­κά­νη­σα βρί­σκο­νταν υ­πό τον ι­τα­λι­κό ζυ­γό. Ο Α­λέ­ξαν­δρος, γεννή­θη­κε και με­γά­λω­σε με τον πόθο για τη λευ­τε­ριά της ι­διαί­τε­ρης πα­τρί­δας του και την εν­σω­μά­τω­σή της στη Μη­τέρα Ελ­λά­δα. Α­πό μι­κρό παι­δί κιό­λας, μα­θη­τής Γυ­μνα­σί­ου α­ντι­δρού­σε στις ι­τα­λι­κές δια­τα­γές και α­πα­γο­ρεύ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, σε μια ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τί­ου κα­τέ­βα­σε την ιτα­λι­κή σημαί­α που κυ­μά­τι­ζε στο προ­αύ­λιο του Γυ­μνα­σίου του και ύ­ψω­σε τη Γα­λα­νό­λευ­κη· ή­ταν μια με­γά­λη πρά­ξη, α­πό έ­να μι­κρό παι­δί.
Το 1929 φεύ­γει α­πό το νη­σί και φθά­νει στην Α­θή­να, ό­που και κα­τα­τάσ­σε­ται στην Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή των Ευελ­πί­δων. Α­πό ε­κεί α­πο­φοι­τά και ε­ντάσ­σεται στις τά­ξεις του Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού το 1934, ο­νο­μα­ζό­με­νος Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Πε­ζι­κού.
Η κή­ρυ­ξη του πο­λέ­μου βρίσκει τον Διά­κο στο βαθ­μό του Υ­πο­λο­χα­γού, να υ­πη­ρε­τεί στην Πίν­δο. Ο ί­διος ζή­τη­σε να με­τα­βεί στο μέ­τω­πο. Ο Α­λέ­ξανδρος πί­στευε πως ήταν η ευ­και­ρί­α να α­πο­δεί­ξει γι’ α­κό­μη μια φο­ρά στον ι­τα­λό κα­τα­κτη­τή, πως «του Έλ­λη­νος ο τρά­χη­λος ζυγό δεν υ­πο­μέ­νει». Ο Διά­κος ο­ρί­ζε­ται διοι­κη­τής του 2ουΛό­χου του 4ου Συ­ντάγ­μα­τος Πε­ζι­κού και ρί­χνε­ται στην πρώ­τη και τε­λευ­ταί­α του μά­χη.
Ο δρό­μος που α­νε­βά­ζει α­πό Ζού­ζου­λη στην Τσού­κα δια­περ­νά μια δα­σώ­δη ρε­μα­τιά και σε α­πό­στα­ση πε­ρί­που μισής ώ­ρας κα­τα­λή­γει, ύ­στε­ρα α­πό μια α­νη­φό­ρα, σε έ­να ει­κο­νο­στά­σι. Αυ­τό το ει­κο­νο­στά­σι ε­πέ­λε­ξε ο Υ­πο­λο­χα­γός Διά­κος για να τά­ξει τις προ­φυ­λα­κές του. Ο υ­πό­λοι­πος λό­χος βρι­σκό­ταν στη ρε­μα­τιά. Ο και­ρός δύ­σκο­λος με φο­βε­ρό κρύο, ι­δί­ως στη ρε­μα­τιά ό­που βρι­σκό­ταν το υ­πό­λοι­πο του λό­χου. Οι άν­δρες κρύ­ω­ναν. Κά­ποιοι πλη­σί­α­σαν τον Διά­κο και του ζή­τη­σαν να α­νά­ψουν φω­τιές. Μέ­σα στην νύ­χτα ή­ταν ε­πι­κίν­δυ­νο, κα­θώς μπο­ρεί να γί­νο­νταν α­ντι­λη­πτοί α­πό τους ι­τα­λούς. Ό­μως ο Διά­κος ξέ­ρο­ντας πως χω­ρίς φω­τιά, η ε­πι­βί­ω­ση των αν­δρών του θα ήταν α­δύ­να­τη και εκ­με­ταλ­λευόμε­νος την από­κρυ­ψη που πα­ρεί­χε η ρε­μα­τιά διέ­τα­ξε ν’ α­νά­ψουν φω­τιές και να ζε­στα­θούν τα πα­λι­κά­ρια του.
Η νύ­χτα περ­νού­σε ή­συ­χα, χω­ρίς τί­πο­τα να δια­τα­ράσ­σει αυ­τή την η­συ­χί­α. Οι άν­δρες κοι­μό­νταν γύ­ρω α­πό τις φω­τιές, ο Διά­κος σα να ’ξε­ρε, δεν ή­θε­λε να κοι­μηθεί, ί­σως σκε­φτό­ταν αυ­τό που θα ε­πακο­λου­θού­σε, αυ­τό για το ο­ποί­ο τον προ­ό­ρι­ζε η μοί­ρα. Ί­σως να α­να­πο­λού­σε την ι­διαίτε­ρη πα­τρί­δα του, που τό­σο ε­πι­θυ­μού­σε να δει ε­λεύ­θε­ρη. Ί­σως να σκε­φτό­ταν την εκδί­κη­ση στον κα­τα­κτη­τή, που σκλά­βω­σε τα Δωδε­κά­νη­σα, ί­σως ε­πι­ζη­τούσε την εκ­δί­κηση.

Η Μά­χη
Ε­κεί μέ­σα στη νύ­χτα τον πλη­σιάζει μια σκιά, ή­ταν ο έ­φε­δρος Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Λευ­τέ­ρης Ντά­σκας, δι­μοι­ρί­της του λό­χου, από τα πρω­το­πα­λί­κα­ρα του Διά­κου, σύ­ντρο­φος στον α­γώ­να, και αρ­γό­τε­ρα σύ­ντρο­φος και στην α­θα­να­σί­α. Ο Ντά­σκας πι­στός στο λοχα­γό του, το Διά­κο, του ε­ξέ­φρα­σε την α­νη­συ­χί­α του για την κα­τά­λη­ξη. Ο Διάκος τον κα­θη­σύ­χα­σε. Δεν πέ­ρα­σε πο­λύ ώ­ρα και μια του­φε­κιά έ­πε­σε που διέ­κοψε τη βρα­δι­νή γα­λή­νη. Οι του­φε­κιές συ­νε­χί­στη­καν. Οι άν­δρες πε­τά­χτη­καν, ο Διά­κος ή­ταν ή­δη στο δρό­μο και έ­τρε­χε προς τις προ­φυ­λα­κές, κα­λώ­ντας τους δι­μοι­ρί­τες του να συ­ντά­ξουν τους άν­δρες. Ό­ταν ο Διά­κος έ­φτα­σε στο ει­κο­νο­στά­σι, έ­νας λο­χί­ας τον κα­τα­τό­πι­σε πρό­χει­ρα. Στο δρό­μο, πά­νω, α­κού­στη­καν βή­μα­τα και ά­γνω­στες φω­νές. Ο σκο­πός πρότει­νε «αλ­τ τις ει;», κα­μί­α α­πό­κρι­ση. Ή­ταν ι­τα­λοί. Οι του­φε­κιές ξε­κί­νη­σαν, και το ιταλικό τμήμα α­πά­ντη­σε με χει­ρο­βομ­βί­δες και αυ­τό­μα­τα. Σε λί­γο οι πυροβολισμοί στα­μά­τη­σαν, ο Διά­κος διέ­τα­ξε παύ­ση. Οι άν­δρες του Ντά­σκα εί­χαν έρ­θει.
Ο λό­χος α­κρο­βο­λί­στη­κε. Μπρο­στά ο Διά­κος σκαρ­φά­λω­νε, πί­σω του ο Ντά­σκας και οι άν­δρες του λό­χου. Κα­νείς δε μι­λού­σε. Σε λί­γο τα ι­τα­λι­κά πο­λυ­βό­λα και ο­πλο­πο­λυβό­λα άρ­χι­σαν να βάζουν. Ο Διά­κος ε­πι­τά­χυ­νε, οι σφαί­ρες περ­νού­σαν α­πό πά­νω τους, με­ρι­κοί στρα­τιώ­τες πλη­γώ­θη­καν, ο Διά­κος πρό­στα­ξε «εφ’ ό­πλου λόγ­χη», οι άν­δρες υ­πά­κου­σαν και όρ­μη­σαν, ο λο­χα­γός μπρο­στά και ξω­πί­σω αυ­τοί. Οι ι­τα­λοί για να πε­τύ­χουν ι­σχυ­ρό φραγ­μό ρί­χνανε και χει­ρο­βομ­βί­δες. Η ελ­λη­νι­κή θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά με τη λόγ­χη εφ’ ό­πλου νί­κη­σε και σε λί­γο ο Διά­κος έ­φτα­νε στην κο­ρυ­φή της Τσούκας. Οι ι­τα­λοί ό­μως α­ντε­πι­τέ­θη­καν, οι έλ­ληνες δεν κρά­τησαν, έ­φθα­σαν στους πρό­ποδες. Ο Διά­κος δεν ή­θε­λε να ητ­τη­θεί και δεν έ­πρε­πε: χω­ρίς την Τσού­κα, το Σύ­νταγ­μα του Δαβά­κη δεν μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει. Ο Διά­κος δια­τά­ζει ε­πί­θε­ση με τη λόγ­χη. Η Τσού­κα ξα­να­πέ­φτει στα χέ­ρια μας. Ό­μως η υ­πο­στή­ρι­ξη των ι­τα­λών με πυ­ρά Πυρο­βο­λι­κού και όλ­μων σε συν­δυα­σμό με α­ντε­πί­θε­ση ε­πα­νέ­φε­ραν την Τσού­κα σε ι­τα­λι­κά χέ­ρια.

Ο Διά­κος α­να­συ­γκρο­τεί το λό­χο του και α­ντε­πι­τί­θε­ται σώ­μα με σώ­μα, μά­ταια ό­μως οι ι­τα­λοί βα­στά­νε και σπρώχνουν τους έλ­λη­νες στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλα­γιά. Ο λο­χα­γός παίρ­νει έ­να μάν­λι­χερ στο χέ­ρι α­πό έ­να νε­κρό στρα­τιώ­τη.
Μα­ζεύ­ει τους άν­δρες και ζη­τά να τον ακο­λου­θή­σουν στην τε­λευ­ταί­α ε­πί­θε­ση. «Ε­μπρός παι­διά! Ε­μπρός! Για μιαν Ελ­λά­δα! Για μια με­γά­λη Ελ­λά­δα! Για μιαν ε­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νησο!», «Μα­ζί σου λε­βέ­ντη», α­να­φώ­νη­σαν οι άν­δρες και κου­ρα­σμέ­νοι και ι­δρω­μέ­νοι κα­θώς ή­ταν, α­κο­λού­θη­σαν με ό­λη τη δύ­να­μή τους τον λο­χα­γό. Η πρώ­τη γραμ­μή των ιτα­λών πέ­φτει. Ο Διά­κος σε λί­γο βρί­σκε­ται μπρο­στά σε έ­να πο­λυ­βο­λεί­ο, ο στρα­τιώ­της δί­πλα του πέ­φτει νε­κρός, ο Διά­κος ση­μα­δεύ­ει και ρί­χνει στους χει­ρι­στές του φί­ατ. Το πο­λυ­βό­λο ξα­να­ρί­χνει. Ο Διά­κος στα­μα­τά. Πλη­γώ­θη­κε. Πέ­φτει στη γη σαν ή­ρω­ας, μό­νο έ­τσι θα μπορού­σε να πέ­σει, ό­χι σαν κοι­νός θνη­τός. «Μας έ­φα­γαν τον Υ­πο­λο­χα­γό», φώ­να­ξε ο Ντά­σκας κα­θώς έ­τρε­χε προς τον Διά­κο και μια ρι­πή σω­ριά­ζει κι αυ­τόν στο έ­δαφος, πι­στό ε­κεί δί­πλα στον λο­χα­γό του. Η Τσού­κα ε­κεί­νη την η­μέ­ρα πα­ρέ­μεινε στα ι­τα­λι­κά χέ­ρια, ό­μως οι μά­χες που α­κο­λού­θη­σαν την έ­φε­ραν υ­πό την κατο­χή μας.

Η α­να­φο­ρά που πή­ρε στα χέ­ρια του ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Δα­βά­κης, αρ­γό­τε­ρα, α­νέ­φε­ρε:
«Πολ­λα­πλά­σιαι ι­τα­λι­καί δυ­νά­μεις α­ντε­πε­τέ­θη­σαν κα­τά των ο­πλι­τών του λό­χου… Με α­δά­μα­στον α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και α­κλό­νη­τον θάρ­ρος ο υ­πο­λο­χα­γός Διά­κος Α­λέ­ξαν­δρος κα­τόρ­θω­σε ν’ α­να­συ­ντά­ξη εκ τρί­του τον λό­χον, να τον εμ­ψυ­χώ­ση και να τον ρί­ψη με­τά νέ­ας ορ­μής ε­να­ντί­ον των λυσ­σω­δώς α­μυ­νο­μέ­νων ι­τα­λών. Καθ’ ον δε χρό­νον δια τέ­ταρ­την φο­ράν ο δο­κιμα­σθείς λό­χος ε­κα­λεί­το με την λόγ­χην εφ’ ό­πλου ν’ α­ντι­με­τω­πί­ση νέ­αν, θραυ­σθεί­σαν και αυ­τήν, α­ντε­πί­θε­σιν του ε­χθρού δια της τε­λι­κής ε­φό­δου του, ο δε η­ρω­ικός διοι­κη­τής του λό­χου αυ­τού, τε­θείς ε­πί κε­φα­λής, ε­κραύ­γα­ζε με φω­νήν Ά­ρε­ως: «Ε­μπρός, παι­διά, για μια με­γά­λη Ελ­λά­δα και μίαν ε­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νη­σο», ρι­πή πο­λυ­βό­λου τον ε­φό­νευ­σε». Ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης θαύ­μα­σε, ο νε­α­ρός Υ­πο­λο­χα­γός, α­πό την α­νε­λεύ­θε­ρη Χάλ­κη έ­πε­σε μα­χό­με­νος για την Πα­τρί­δα του. Μέ­ρες αρ­γό­τερα κά­ποιο ελ­λη­νι­κό τμή­μα βρή­κε το ά­ψυ­χο, αλ­λά η­ρω­ι­κό σώ­μα του Διά­κου, πά­νω σε στρώ­μα α­πό κλα­διά και φύλ­λα. Α­πό τη στολή του έ­λει­παν τα κου­μπιά.
Ο Υ­πο­λο­χαγός Α­λέ­ξαν­δρος Διά­κος ή­ταν ο πρώ­τος έλλη­νας Α­ξιω­μα­τι­κός του Στρατού Ξηράς, α­νά­με­σα στους 13748 νε­κρούς και α­γνο­ού­με­νους του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, που έ­πε­σε μα­χό­με­νος για την Πα­τρί­δα στα αι­μα­το­βαμ­μέ­να βου­νά την Πίν­δου. Έ­πε­σε μα­χόμε­νος για τα ι­δα­νι­κά της ε­λευ­θε­ρί­ας, που τό­σο πο­θού­σε για την ι­διαί­τερη πα­τρί­δα του τη Χάλ­κη της Ρό­δου. Έ­πε­σε με τη λέ­ξη Ελ­λά­δα στο στό­μα.

Η ιστορία του υπολοχαγού Αλέξανδρου Διάκου, Κ. Τριανταφυλλίδης

Ο πρώτος Ελληνας νεκρός αξιωματικός: Αλέξανδρος Διάκος, υπολοχαγός Πεζικού, Δωδεκανήσιος
Η ιστορία της θυσίας γραμμένη από τον Κώστα Τριανταφυλλίδη πολεμικό ανταποκριτή (1940-41)
«Ψηλά πάνω στο Λυκοκρέμασμα, καθώς μεσημέριαζε και ο ουρανός καθάριος πια και ολογάλανος, γελούσε σαν ανοιξιάτικος, και η φάλαγγα ξετυλιγμένη στη βουνοκορφή, συνέχιζε τη γρήγορη πορεία της, αντήχησε ακόμη ψηλότερα, στο δροσερό αέρα, ένα βουητό που ολοένα ζύγωνε και δυνάμωνε. Φτερά μετάλλινα αστράψανε στον ήλιο.
Φαντάροι, πυροβολητές και καβαλλάρηδες, με σηκωμένο το βλέμμα, κοιτούσανε περίεργοι και ανήσυχοι.
-Τι να είναι τάχα; Δικά μας ή εχθρικά;
-Έχουνε σταυρό στην ουρά. ελληνικά είναι!..
-Είναι ιταλικά βομβαρδιστικά, είπε με ήρεμη βεβαιότητα ένας μελαχρινός νέος.
Στις επωμίδες του είχε τα δυο αστέρια του υπολοχαγού και από την ανοιχτή χλαίνη του, στο χιτώνιό του επάνω, φαινότανε το σήμα με τα ανοιχτά φτερά του επίκουρου παρατηρητή.
-Καλυφθήτε όλοι γρήγορα ! Πρόσταξε.
Οι άντρες κάμανε να σκορπίσουν.
-Μη φοβάστε! Φώναξε κάποιος. Προκηρύξεις ρίχνουν.
-Καλυφτείτε! Βομβαρδίζουν! Υψώθηκε επιτακτικότερη η φωνή του υπολοχαγού.
Τα άσπρα πραματάκια που, σα φυλλαράκια χαρτί, είχαν αιωρηθή για μια στιγμή κάτω από το αεροπλάνα, χαθήκανε ξαφνικά από το μάτι. Ένας στριγγός ήχος ξέσκισε τον αέρα κι έπειτα το βουνό δονήθηκε από τις εκρήξεις. Πέρα από τη στράτα, στην απότομη πλαγιά, οι βόμβες σκάσανε, ταράζοντας τους αντίλαλους ως τη Στρούντζα και το Τάλιαρο. Μέσα στα δέντρα και στους ψηλούς θάμνους είχανε σκορπίσει τώρα αξιωματικοί και στρατιώτες. Οι καβαλλάρηδες τραβούσανε τ’ άλογά τους και οι πυροβολητές τα μουλάρια τους, για να τα καλύψουν.
Στο μονοπάτι επάνω έστεκε μόνος ο υπολοχαγός, με το βλέμμα στυλωμένο στα τρία αεροπλάνα, που απομακρύνονταν προς την ανατολή. Θα ξαναγυρίζανε τάχα να ρίξουνε κι άλλες βόμβες, να πυροβολήσουν; Ή μήπως είχαν άλλη αποστολή, σπουδαιότερη αλλού; Ο νεαρός αξιωματικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα από τα τρία σημάδια, που σβήνανε τώρα, χάνονταν στον ορίζοντα. Από τα Δωδεκάνησα, από τη Χάλκη και τη Ρόδο, είχε χρειαστεί να κάμει πολύ δρόμο για να αντικρύσει πάλι τον εχθρό, το μισητό τύραννο. Δώδεκα χρόνια είχε βαστάξει η πορεία για να φτάσει ο Αλέκος Διάκος από την ηλιολουσμένη και ήμερη και σκλαβωμένη πατρίδα στην άγρια Πίνδο, που τολμούσε τώρα να την πατήσει ο Ιταλός. Από ψηλά, πάλι στα σίγουρα, ο εχθρός του έδινε το πρώτο χτύπημα. Όμως, η μεγάλη στιγμή της ανταποδόσεως δεν μπορούσε, βέβαια, να βρίσκεται μακρυά.
Και ήταν, αλήθεια, πολύ κοντά η μεγάλη αυτή στιγμή, που η μοίρα του Διάκου την ήθελε λαμπρή και δοξασμένη, στιγμή αποθεώσεως..
»Η στράτα που ανεβάζει από τη Ζούζουλη στη Τσούκα, μόλις βγει από το χωριό, χώνεται σε μια δασωμένη ρεματιά και την ακολουθεί ως μισή ώρα δρόμο, μέχρις ένα εικονοστάσι, όπου φτάνεις ύστερα από μια δύσκολη ανηφοριά. Απ΄ εκεί συνεχίζεις, σκαρφαλώνοντας σε πλαγιές και ξαναπέφτοντας μέσα σε ρεματιές ως ένα διάσελο, που το περνάς αφήνοντας αριστερά σου και σε μικρή απόσταση τη ράχη Τσούκα, για να τραβήξεις πια κατά τη Φούρκα.
Στο εικονοστάσι ο υπολοχαγός Αλέκος Διάκος, διοικητής του 2 ου λόχου του 1/4, είχε στήσει τις προφυλακές του, κρατώντας πιο πίσω, μέσα στη ρεματιά, το λόχο ολόκληρο. Το παγερό σκοτάδι εκεί μέσα έκανε και τα κόκαλα ακόμα να αναριγούν.
– Ν’ ανάψουμε φωτιές, κύριε υπολοχαγέ, είχανε ρωτήσει δειλά οι φαντάροι.
Φωτιές; Οι κανονισμοί το απαγόρευαν. Σε κάθε στιγμή μπορούσε να παρουσιασθεί ο εχθρός και οι φωτιές ήταν ενδεχόμενο να προδώσουνε τις θέσεις των τμημάτων. Η ρεματιά όμως ήτανε βαθιά. Και το ρουμάνι που τη γέμιζε πυκνό ούτε ανταύγεια θ’ άφηνε να περάσει. Εξάλλου, ολόκληρη νύχτα μέσα σε τέτοια παγωνιά θ’ αχρήστευε το λόχο.
– Ανάψτε όσες φωτιές θέλετε, απάντησε ο Διάκος.
Ήτανε μεσάνυχτα περασμένα. Γερμένοι γύρω από τις φωτιές οι φαντάροι κοιμόνταν. Μόνο ο ρόγχος της ρεματιάς και κάπου-κάπου μακρυά, το σκούξιμο κανενός αγριμιού ταράζανε τη σιωπή.
Καθισμένος ανάμεσα στους κοιμισμένους στρατιώτες του, κοντά σε μιαν από τις φωτιές, με το βλέμμα χαμένο στη φλόγα που τρεμόπαιζε, ο Διάκος αγρυπνούσε.. Σε λίγες ώρες, σε λίγα λεπτά ίσως, μια άλλη φωτιά θ’ άναβε. Χρόνια τώρα, από μικρό παιδί, προς αυτή βάδιζε. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήτανε και το τέρμα του ταξιδιού. Θα έπρεπε όμως να είναι ωραίο το τέρμα.
Η φλόγα μπροστά του πέταξε μια μεγάλη διπλή γλώσσα που άνοιξε σαν αυλαία. Η στυλωμένη ματιά του είδε, σαν μέσα σε κρυστάλλινη μαγική σφαίρα, το νησάκι δίπλα στη Ρόδο ν’ ασπροβολάει στον ήλιο της Μεσογείου, αγκαλιασμένο από τα γαλανά νερά. Εκεί στη Χάλκη, πριν από εικοσιεννιά χρόνια είχε αρχίσει το ταξίδι. Όλα εκεί κάτω ήτανε λευκά και γαλανά. Σαν τη Σημαία – την Ελληνική Σημαία. Όλα εκεί κάτω τα είχανε κάμει οι Θεοί ελληνικά. Κι όμως, τόσα χρόνια – τόσα χρόνια! – η καταχνιά της σκλαβιάς πάσχιζε να σβήσει μέσα στις ψυχές τ’ άχραντα χρώματα. Το λευκό και το γαλάζιο.
Η μνήμη λοξοδρόμησε λίγο κι αμέσως μια άλλη σημαία έκαμε να ξετυλιχθεί και να ανεμίσει ανάμεσα στις πύρινες γλώσσες που ξάφνου ξανασήκωνε η φωτιά. Ήτανε στη Ρόδο. Κι αυτός ήτανε μαθητής στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Ένα πρωινό, το σχολείο είχε γεμίσει από Καραμπινιέρους, που φωνάζανε και χειρονομούσαν. Ιταλική – λέγανε – είναι η Δωδεκάνησος. Ιταλική για πάντα και τούτο έπρεπε να το νιώσουνε καλά όλοι. Και τα σχολεία ήτανε ιταλικά κι έπρεπε να σηκώσουνε την ιταλική σημαία. Αμέσως δάσκαλοι και μαθητές υποχρεωθήκανε να μαζευτούνε για να χαιρετίσουνε την έπαρση του λαβάρου που συμβόλιζε τη σκλαβιά τους.
Στην πορτοκαλιά ανταύγεια της φωτιάς τ’ όμορφο πρόσωπο του Έλληνα αξιωματικού πήρε μια σκληράδα, φάνηκε ν΄ αγριεύει.
Τη στιγμή που η τρίχρωμη μπαντιέρα υψωνόταν στο κοντάρι, κάτι ασυγκράτητο είχε ξεσπάσει μέσα του. Την οργή του την είχε φωνάξει. Τον πιάσανε αμέσως οι Ιταλοί και τον σύρανε στην καραμπινιερία.
-Μικρό παιδί είναι, άμυαλο και δεν ξέρει τι κάνει..
Τα παρακάλια αυτά των φρονίμων και των τρομαγμένων τον είχαν επαναστατήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Θα προτιμούσε να μείνει χρόνια στο μπουντρούμι παρά να ιδεί δικά του αγαπημένα πρόσωπα, Έλληνες, να εξευτελίζονται για να σωθούν. Θα ερχόταν όμως η μέρα της εκδικήσεως, που θα ήταν και η μέρα του λυτρωμού. Το ήξερε – και με πόση βεβαιότητα! – από τότε. Τώρα ένιωθε πως η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι μακρυά. Κι ας φαινόταν ο ουρανός τόσο σκοτεινός τώρα. Κι ας βάραινε τις ψυχές η αγωνία. Αυτός ένιωθε πως η μεγάλη ώρα ζύγωνε.
Τότε τον πλησίασε ένα παλικάρι.
-Λέτε να μας έρθουν απόψε οι Ιταλοί, κύριε υπολοχαγέ;
-Ποιος ξέρει Λευτέρη, αποκρίθηκε ο Διάκος.
-Μακάρι. Όσο νωρίτερα αρχίσει το πανηγύρι, τόσο το καλύτερο. Τα νεύρα σπάει αυτή η αβεβαιότητα.
-Μη στεναχωριέσαι δε θα βαστάξει πολύ.
Ο Διάκος κοίταξε συλλογισμένος το νεανικό πρόσωπο του συντρόφου του, που σκυμμένος ανασκάλευε τη φωτιά. Φαινότανε γερό παλληκάρι ο Λευτέρης Ντάσκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός, διμοιρίτης στο 2ο λόχο του 1\4 . Θα πολεμούσε τάχα σαν αληθινό παλληκάρι1 Τούτο η μάχη μόνο θα το έδειχνε. Στη μάχη φανερώνονται οι άνδρες.
Το βλέμμα του Διάκου ξαναχάθηκε μέσα στις φλόγες. Η μια απορία είχε φέρει την άλλη: Ο ίδιος – ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο – ο ίδιος τι θα έκανε τάχα όταν θ’ άναβε η μάχη; Πρώτη φορά θα γνώριζε αληθινό πόλεμο. Η μεγάλη και αποφασιστική δοκιμασία ανάμεσα σε ποιους θα τον έταζε;
Δε θέλησε να βασανίσει πολλή ώρα τη σκέψη του, Ξένοιαστα έδιωξε την απορία . Ήταν η αποστολή του, δυνατότερη από κάθε τι άλλο, αίσθημα ή περίσταση, να πολεμήσει. Ήτανε το καθήκον του, που ελεύθερα αυτός, δίχως καμιά επιφύλαξη, το είχε δεχτή όταν έδινε τον όρκο, ως εύελπις πρώτα το 1930, ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού αργότερα το 1934. Περήφανες μέρες εκείνες! Τ’ όνειρο των παιδικών χρόνων γινόταν πραγματικότητα. Θυμήθηκε πως είχε φύγει το 1929 από τη Ρόδο. Πως μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεμε η καρδιά του μήπως οι Ιταλοί μαντέψουνε το μυστικό του και τον κρατήσουνε για πάντα αιχμάλωτο στα σκλαβωμένα νησιά. Θυμήθηκε έπειτα τη σκληρή μελέτη στην Αθήνα, για να μπει στη Σχολή. Τις εξετάσεις, την επιτυχία: Εύελπις, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγός, επίκουρος παρατηρητής της αεροπορίας. Το χέρι του γλύστρησε κάτω από τη χλαίνη και χάιδεψε το σήμα με τ’ ανοιχτά φτερά. Ήτανε και τούτο μια επιτυχία, μια τιμητική διάκριση. Τον είχανε ξεδιαλέξει ανάμεσα στους πολλούς για να του το δώσουν.
Τα βλέφαρά του είχαν αρχίσει να βαραίνουν, Οι φλόγες μπροστά του παίρνανε παράξενα σχήματα. Η νύχτα έπρεπε να είναι πολύ προχωρημένη. Τα μάτια του Διάκου σφάληξαν.
Μια ντουφεκιά έπεσε, έπειτα μια άλλη, κι έπειτα ξέσπασε ένα βρόντημα, σαν έκρηξη χειροβομβίδας, που το ακολουθήσανε ριπές και πυκνότερο ντουφεκίδι.
Τα ξαπλωμένα κορμιά, γύρω από τις φωτιές ανακάθισαν.

Οι Ιταλοί!
Ο Διάκος ήτανε κιόλας ορθός κι έτρεχε προς τις προφυλακές, φωνάζοντας στους διμοιρίτες του να συγκεντρώσουν τους άντρες.
Στο εικονοστάσι επάνω, οι λάμψεις των πυροβολισμών ξεσχίζανε τη νύχτα. Ένας λοχίας κατατόπισε γρήγορα το Διάκο. Μέσα στο σκοτάδι και τη σιγή, βήματα και ομιλίες ακατάληπτες είχαν ακουστή πάνω στη στράτα. Στο πρόσταγμα του σκοπού καμιά απόκριση δεν είχε δοθεί. Σαν έπεσαν όμως οι πρώτες ντουφεκιές από τη δική μας πλευρά, οι νυχτερινοί επισκέπτες είχαν απαντήσει με χειροβομβίδες και αυτόματα.
Τώρα ωστόσο καμιά αντίδραση δεν εκδηλωνόταν στα πυρά του φυλακίου. Ο Διάκος πρόσταξε να σταματήσει το ντουφεκίδι. Ο Ντάσκας έφτανε κιόλας με τους άντρες του.
Η Τσούκα όρθωνε τώρα τη δασωμένη ράχη της μπρος στους φαντάρους του 2 ου Λόχου του 1/4 Τάγματος. Εδώ και κάμποσα λεπτά τα πολυβόλα είχανε σωπάσει εκεί πάνω. Κάτι θα είχανε παρατηρήσει οι Αλπίνι και, ταμπουρωμένοι στις ψηλές πλαγιές, κρυμμένοι μέσα στα δέντρα και πίσω από τους βράχους, περίμεναν..
Γρήγορα σκαρφάλωναν οι φαντάροι, ακροβολισμένοι, με το Διάκο μπροστά. Αμίλητοι όλοι, μ’ εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά, που νιώθει και ο πιο γενναίος, σαν περιμένει ν’ ακούσει την πρώτη σφαίρα να σφυρίζει.
Και ξαφνικά, πάνω από τους φαντάρους που προχωρούσαν, ξέσπασε, δαιμονικό, το κροτάλισμα των ιταλικών οπλοπολυβόλων και πολυβόλων. Μελίσσι φτάσανε από παντού οι ριπές, σπαράζοντας τον αέρα. Οι σφαίρες θερίζανε τα φύλλα των δέντρων και τσακίζανε μ’ ένα ξερό κρότο τα κλαριά.
Δυο-τρεις φαντάροι σωριαστήκανε με βογγητά. Οι άλλοι κοντοσταθήκανε διστακτικοί, Μερικοί κάμανε να καλυφτούν.
Η φωνή του Διάκου ακούστηκε επιτακτική, άγρια:
-Μη σταματάτε παιδιά!
Ο ίδιος τάχυνε το βήμα. Δίπλα του, τρέχοντας, σκαρφάλωνε ο Λευτέρης Ντάσκας.
Οι φαντάροι ακολούθησαν.
Τα πυρά του εχθρού γίνονταν ολοένα πυκνότερα. Οι Αλπίνι προσπαθούσανε τώρα να δημιουργήσουνε αποτελεσματικότερο φραγμό ρίχνοντας χειροβομβίδες.
-Παιδιά εφ’ όπλου λόγχη! Πρόσταξε ο Διάκος.
Άστραψε το Ελληνικό ατσάλι. Έλαμψε και η μορφή του Διάκου.
Ναι, αυτή τη στιγμή – αυτή τη στιγμή! – ονειρευόταν πάντα: Αυτός μπροστά και από κοντά οι στρατιώτες του, τα παλληκάρια του, με τη λόγχη στ’ όπλο για την Ελλάδα!
Πρώτος ρίχτηκε μέσα στις εκρήξεις των ιταλικών χειροβομβίδων. Οι φαντάροι χυμήξανε μαζί του, πατήσανε τις ιταλικές θέσεις. Ανεβοκατεβήκανε τα όπλα με τις λόγχες. Ύστερ από λίγα λεπτά ο Διάκος έπιανε την κορφή.
Δεν πρόλαβε όμως να ξανασάνει ο Λόχος, να εγκατασταθεί πάνω στη ράχη. Με μανία οι Αλπίνι ανταποδώσανε το χτύπημα. Οι Έλληνες δεν μπορέσανε να κρατηθούνε στις θέσεις που μόλις είχανε καταλάβει.
Στα ριζά του βουνού, ο Διάκος μάζεψε τους φαντάρους του. Τα μάτια του, φλογισμένα φαίνονταν μεγαλύτερα.
-Πρέπει να το ξαναπάρουμε το ύψωμα, είπε. Δεν είναι μόνο ζήτημα φιλότιμου να μην αφήσουμε τους Ιταλούς να μας εξευτελίσουν. Αλλά στη μάχη αυτή κρίνεται ίσως η τύχη της Πατρίδας. Ο Δαβάκης δεν μπορεί να προχωρήσει αν εμείς δεν καθαρίσουμε το βουνό. Πάμε, παιδιά! Πρέπει να δείξουμε πως είμαστε αληθινοί Έλληνες!
-Πάμε, κύριε υπολοχαγέ!
Πάλι με τη λόγχη οι φαντάροι ακολούθησαν.
Η Τσούκα κυριεύτηκε για δεύτερη φορά.
Ο Διάκος βιαζότανε τώρα να στεριώσει καλά πάνω στην κορφή. Αλλά και πάλι δεν πρόλαβε. Το ιταλικό πυροβολικό από τη Φούρκα και οι όλμοι του εχθρού κάμανε για κάμποση ώρα τη ράχη της Τσούκας κόλαση, όπου κανένας δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του. Κι αμέσως έπειτα οι Αλπίνι εξαπολύσανε νέα λυσσασμένη αντεπίθεση και ξηλώσανε και αυτή τη φορά τους φαντάρους του 1/4 από την κορφή.
Κάτω από τα πυρά των ιταλικών αυτομάτων όπλων, που χτυπούσανε καταιγιστικά τις προσβάσεις της Τσούκας, ο Διάκος ανασυγκρότησε τις διμοιρίες του και τις παρέσυρε σε τρίτη έφοδο προς την κορφή. Εκεί πάνω κατάραχα, οι φαντάροι ήρθανε στα χέρια με τους Ιταλούς. Γαντζωμένοι στα βράχια, οι Αλπίνι πολεμήσανε με άγριο πείσμα. Τη στιγμή που λυγίζανε, τους ήρθαν ενισχύσεις. Ο Διάκος και ο Ντάσκας κάνανε σα θηρία στην προσπάθειά τους να κρατηθούνε με το λόχο πάνω στην Τσούκα. Οι Ιταλοί όμως τους σπρώξανε προς τη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού, όπου τελικά τους έριξαν.
Λαχανιασμένος, με ξαναμμένο πρόσωπο, με το χιτώνιο ξεσχισμένο, ο Αλέκος Διάκος ξαναμάζεψε για τρίτη φορά τους στρατιώτες του.
Ο ίδιος κρατούσε τώρα το μάνλιχερ ενός σκοτωμένου φαντάρου.
Όσοι από σας είστε άντρες , θάρθετε μαζί μου!
Τα ιδρωμένα πρόσωπα των φαντάρων φανερώνανε κούραση και αποκαρδίωση. Δεν είναι μικρή δουλειά να κυριέψεις τρεις φορές την ίδια θέση, τρεις φορές να τη χάσης, κάθε φορά να έχεις αφήσει εκεί κορμιά συντρόφων σου και να σου λένε αμέσως να ξαναρχίσεις .
-Να ξανασάνουμε, κύριε Υπολοχαγέ. μουρμούρισε κάποιος.
Ούτε στιγμή! Αν ξανασάνουμε εμείς, θα ξανασάνουν και οι Ιταλοί. Και τότε δεν θα την πάρουμε ποτέ την Τσούκα. Μια τελευταία προσπάθεια χρειάζεται παιδιά! Μην την αρνηθήτε..
Αναπτυχθήκανε ξανά οι φαντάροι και. Αργά, κινήσανε κατά πάνω, προς τα ιταλικά οπλοπολυβόλα, που δε λέγανε να σταματήσουνε ούτε στιγμή.
Η ώρα ήτανε δώδεκα. Ένας ολόχρυσος ήλιος μεσουρανούσε..
Η φωνή του Διάκου αντήχησε πάλι:
Εμπρός με τη λόγχη!
Μόνο ο Ντάσκας και λιγοστοί φαντάροι τον ακολούθησαν τούτη τη φορά. Ο λόχος είχε χάσει την ορμή του.
Αυτό λοιπόν θα ήτανε το τέλος, το άδοξο τέλος; Θα μένανε εκεί κουρνιασμένοι, με τους Ιταλούς νικητές από πάνω τους; Όχι! Δεν μπορούσε να γίνει αυτό.
Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα ! Για μια μεγάλη Ελλάδα ! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !
Η κραυγή δεν έμοιαζε να βγαίνει από ανθρώπινα στήθια. Ήτανε κάτι αλλόκοτο.
Για μια μεγάλη Ελλάδα, για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !
Οι φαντάροι ορθώθηκαν όλοι.
Μαζί σου λεβέντη!
Η πρώτη γραμμή των Αλπίνι σαρώθηκε.
Ο Διάκος βρέθηκε κατάφατσα με ένα ιταλικό πολυβολείο.
Προσέξτε κύριε υπολοχαγέ! Φώναξε ο Ντάσκας.
Ένα κροτάλισμα ακούσθηκε. Δίπλα στο Διάκο ένας φαντάρος έπεσε.
Θέριεψε ο Διάκος. Πίσω από τις πέτρες που είχανε στήσει με τη συνηθισμένη μαστοριά τους οι Αλπίνι, φαίνονταν οι χειριστές του Φίατ. Ορθός ο Διάκος σημάδεψε με το τουφέκι κι έριξε. Έπειτα όρμησε.
Το ξερό κροτάλισμα αντήχησε πάλι..
Ο Διάκος σταμάτησε. Τ’ όπλο του έφυγε από τα χέρια..
Το πολυβόλο εξακολουθούσε να βάλλει. Ο Διάκος τέντωσε το ανάστημά του. Κάτι πήγε να φωνάξει – μια τελευταία ίσως προσταγή στους φαντάρους του. Από τα χείλη του όμως δε βγήκε φθόγγος. Απότομα, σα να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο ήρωας σωριάστηκε άψυχο κορμί – πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεφτε στη μάχη της Πίνδου, στη μάχη της Ελλάδος.
Μας φάγανε τον υπολοχαγό! Φώναξε ο Ντάσκας.
Ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε. Καθώς ριχνόταν κατά το μέρος όπου είχε πέσει ο Διάκος, μια ριπή τον σώριασε και αυτόν νεκρό..
Η Τσούκα έμεινε τη μέρα εκείνη στα χέρια των Ιταλών. Η νίκη όμως ανήκε στο Διάκο.
Απερίσπαστα και ανενόχλητα πια από εχθρικά πυρά στο πλευρό τους – πάνω στη Τσούκα οι Αλπίνι είχανε τώρα όλη την προσοχή τους καρφωμένη στην κατεύθυνση της Ζούζουλης – τα τμήματα του δεξιού του Νότιου συγκροτήματος μες το Δαβάκη επικεφαλής, είχαν εξορμήσει από τη Μαρδίτσα και κυρίευαν την ίδια μέρα τον Προφήτη Ηλία Φούρκας και την επόμενη τη Φούρκα, αφανίζοντας τις δυνάμεις που είχε αφήσει εκεί ο Τζιρόττι. Ταυτόχρονα, στο βόρειο τομέα, Ο Μεσίρης και ο Γεωργιάδης παίρνανε, ύστερα από σκληρή μάχη, τη Λυκορράχη.
Πάνω όμως στην αιματοποτισμένη ράχη της Τσούκας, ο εχθρός είχε ιδεί, για πρώτη φορά από τη μέρα της εισβολής, να ξεσπάει έτσι εναντίον του η πολεμική μανία της οργισμένης Ελλάδος. Και. θορυβημένος από την ξαφνική αγριότητα του χτυπήματος, από ην ορμή και το πείσμα του Διάκου και των φαντάρων του, βέβαιος πως πίσω από τη δράκα αυτή των παλληκαριών έπρεπε να υπάρχουν στη Ζούζουλη μεγάλες ελληνικές δυνάμεις έτοιμες να συνεχίσουνε την επίθεση, ο Τζιρόττι χαλάρωνε για τρεις ολόκληρες ώρες την πίεσή του στο Ρωμιό, έστρεφε τα πυρά των πυροβόλων και των όλμων του προς τη Τσούκα, έστελνε ενισχύσεις εκεί έχανε πολύτιμο χρόνο. Και, όταν τέλος οι Αλπίνι του 8 ου Συντάγματος σπάσανε την αντίσταση του Πανταζή και περάσανε το Ρωμιό και ξεχυθήκανε προς τη Σαμαρίνα και το Δίστρατο, ήτανε πια πολύ αργά γι αυτούς: οι πλαγιοφυλακές τους που σπεύσανε για να καταλάβουν τη διάβαση της Σκούρτζας, πάνω από το Δουτσικό, τη βρήκανε πιασμένη από το Δημάρατο και την πρωτοπορία της Ταξιαρχίας του, που πριν λίγα μόλις λεπτά είχανε φτάσει . Κι από τη Σκούρτζα περάσανε τις επόμενες ημέρες οι δυνάμεις που το Β΄ Σώμα μάζευε αδιάκοπα στα Γρεβενά – οι δυνάμεις που εγκλωβίσανε τον όγκο της «Τζούλια» στο Δίστρατο, ενώ ο Στανωτάς ανέβαινε με τη Μεραρχία του από το Μέτσοβο και, επάνω, από το Γράμμο ως το Σμόλικα, ο Βραχνός έκλεινε την υποχώρηση στον εχθρό και αντιμετώπιζε και τσάκιζε κάθε προσπάθεια του Πράσκα να σώση τους Αλπίνι του.
Έτσι το Β΄ Σώμα, έβλεπε τα τολμηρά όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα. Και πριν καν περάσουνε δέκα μέρες από την ώρα της θυσίας του Διάκου, ο παιάνας της μεγάλης νίκης του Έθνους ακουγόταν ως τα πέρατα του κόσμου.
Σα μυθικός ήρωας, νέος, γεμάτος υγεία και ομορφιά σκοτώθηκε ο Διάκος. Σκοτώθηκε πάνω στα ψηλά βουνά της Πίνδου, στις επάλξεις της Πατρίδας του, μεθυσμένος από την πίστη του και τον ενθουσιασμό του. Έπεσε στην κρισιμότερη ώρα της Ελλάδος, για την Ελλάδα – για τη Μεγάλη Ελλάδα που οραματίζονται όσοι από μας έχουν αντρίκια ψυχή.
Τρεις μέρες αργότερα, όταν άρχιζε πια το σάρωμα του εχθρού, κάποιο ελληνικό τμήμα, περαστικό από τη Τσούκα, βρήκε το κορμί του Αλέκου Διάκου πάνω σ’ ένα στρώμα από κλαδιά και φύλλα.
Τα κουμπιά της στολής του έλειπαν. Να ήταν, τάχα, ένα βάρβαρο και ιερόσυλο πάθος που είχε σπρώξει τους Αλπίνι ν΄ απλώσουνε βέβηλο χέρι πάνω στο σκοτωμένο παλληκάρι, ή, μήπως, η επιθυμία να πάρουν ευλαβικά κάποιο ενθύμιο από το άγιο λείψανο ενός αληθινού ήρωα;
Στο μικρό κοιμητήριο της Ζούζουλης, αναπαύεται ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο.
Ήταν ωραία η νίκη στην Πίνδο. Και η Δωδεκάνησος σήμερα είναι ελληνική.

Επιμνημόσυνος λόγος υπέρ του ήρωα υπολοχαγού Αλεξάνδρου Διάκου
του αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Καραβία
«Αείμνηστε Λοχαγέ Διάκε,

Την 31 ην Οκτωβρίου 1940 ήτανε μια παγερή βραδιά όταν σε συνάντησα στις βουνοπλαγιές της Ζούζουλης, στη διάβαση του Γράβου.
Ήτανε η ώρα 9 το βράδυ- τις κρίσιμες εκείνες στιγμές για την πατρίδα μας- και σκοτεινιά βαριά.
Έτρεξαν όλοι οι αξιωματικοί της διλοχίας του 4ου Συντάγματος που ήρχετο από τα Γρεβενά – προς ενίσχυσιν του αποσπάσματος Δαβάκη- κοντά μου να μάθουν τα νέα.
Ξαφνικά με πιάνει από το χέρι σφιχτά, ένας ψηλός και ωραίος νεαρός αξιωματικός και με ρωτά:
-Κύριε ταγματάρχα δεν είσαι συ ο διμοιρίτης στη Σχολή Ευελπίδων;
Αμέσως ανεγνώρισα το ζωηρό Δωδεκανησόπουλο το λεβεντόκορμο εύελπι Αλέξανδρο Διάκο.
-Ναι εγώ είμαι του απάντησα.
Και γυρίζω προς όλους για να τους καθησυχάσω και τους είπα: Αι επιχειρήσεις πάνε καλά.
-Την ξέρουμε την απάντηση μου απήντησε. Αύριο όμως θα τους δείξουμε των Μακαρονάδων. Και πλησιάζοντάς με στο αυτί μου είπε:
«Μια χάρη θέλω: Να βάλεις εμένα μπροστά..»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 1ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 2ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 3ο μέρος.

Η Ρόδος επί Ιταλοκρατίας 1920 – 1940

Εγω σωπαίνω....Φτύνω!!!

Μου μιλούν για δικαιοσύνη....οι δικαστές, Μου μιλούν για ηθική...οι αγύρτες, Μου μιλούν για ζωή...οι δολοφόνοι, Μου μιλούν για όνειρα...οι έμποροι, Μου μιλούν για ισότητα...τα αφεντικά, Μου μιλούν για φαντασία...οι υπάλληλοι, Μου μιλούν για ανθρωπιά...οι στρατοκράτες, Εγω σωπάινω....Φτύνω.


ΡΟΔΟΣυλλέκτης: e-mail r.telxinas@yahoo.gr
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στον ΝΕΟ ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://rouvim.blogspot.com

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: http://rouvim.blogspot.com/
ΚΡΗΤΗΝΙΑ: http://www.kritinia.gr/
ΙΣΤΡΙΟΣ: http://istrio.blogspot.com/
ΣΟΡΩΝΗ: http://www.ampernalli.gr/
Dj news: http://fanenos.blogspot.com/
ΠΑΛΜΟΣ: http://www.palmos-fm.gr/
ΕΚΟΦΙΛΜ: http://www.ecofilms.gr/
ΡΑΔΙΟ1: http://www.radio1.gr/
http://www.ksipnistere.blogspot.com/
ΣΦΕΝΤΟΝΑ: http://gipas.blogspot.com/
ΡΟΔΟΣυλλέκτης: http://www.rodosillektis.com/
Η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ρόδου: http://opsrodou.gr/
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: http://www.hamogelo.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ: http://rodosillektis.blogspot.gr/
Ιστοσελίδα του ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://www.rodosillektis.com/
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: http://www.pnai.gov.gr
ΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥ: http://www.rodos.gr/el/

Αρχειοθήκη ιστολογίου