«Μια χάρη θέλω κύριε ταγματάρχα, να βάλεις εμένα μπροστά..»
Ο Αλέξανδρος Διάκος γεννήθηκε το 1911 στη Χάλκη της Ρόδου. Τότε το νησί βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και ο Αλέξανδρος, από μικρό παιδί γαλουχήθηκε με τον πόθο και τα ιδανικά της λευτεριάς. Την περίοδο αυτή τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό τον ιταλικό ζυγό. Ο Αλέξανδρος, γεννήθηκε και μεγάλωσε με τον πόθο για τη λευτεριά της ιδιαίτερης πατρίδας του και την ενσωμάτωσή της στη Μητέρα Ελλάδα. Από μικρό παιδί κιόλας, μαθητής Γυμνασίου αντιδρούσε στις ιταλικές διαταγές και απαγορεύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου κατέβασε την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο του Γυμνασίου του και ύψωσε τη Γαλανόλευκη· ήταν μια μεγάλη πράξη, από ένα μικρό παιδί.
Το 1929 φεύγει από το νησί και φθάνει στην Αθήνα, όπου και κατατάσσεται στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων. Από εκεί αποφοιτά και εντάσσεται στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού το 1934, ονομαζόμενος Ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει τον Διάκο στο βαθμό του Υπολοχαγού, να υπηρετεί στην Πίνδο. Ο ίδιος ζήτησε να μεταβεί στο μέτωπο. Ο Αλέξανδρος πίστευε πως ήταν η ευκαιρία να αποδείξει γι’ ακόμη μια φορά στον ιταλό κατακτητή, πως «του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει». Ο Διάκος ορίζεται διοικητής του 2ουΛόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού και ρίχνεται στην πρώτη και τελευταία του μάχη.
Ο δρόμος που ανεβάζει από Ζούζουλη στην Τσούκα διαπερνά μια δασώδη ρεματιά και σε απόσταση περίπου μισής ώρας καταλήγει, ύστερα από μια ανηφόρα, σε ένα εικονοστάσι. Αυτό το εικονοστάσι επέλεξε ο Υπολοχαγός Διάκος για να τάξει τις προφυλακές του. Ο υπόλοιπος λόχος βρισκόταν στη ρεματιά. Ο καιρός δύσκολος με φοβερό κρύο, ιδίως στη ρεματιά όπου βρισκόταν το υπόλοιπο του λόχου. Οι άνδρες κρύωναν. Κάποιοι πλησίασαν τον Διάκο και του ζήτησαν να ανάψουν φωτιές. Μέσα στην νύχτα ήταν επικίνδυνο, καθώς μπορεί να γίνονταν αντιληπτοί από τους ιταλούς. Όμως ο Διάκος ξέροντας πως χωρίς φωτιά, η επιβίωση των ανδρών του θα ήταν αδύνατη και εκμεταλλευόμενος την απόκρυψη που παρείχε η ρεματιά διέταξε ν’ ανάψουν φωτιές και να ζεσταθούν τα παλικάρια του.
Η νύχτα περνούσε ήσυχα, χωρίς τίποτα να διαταράσσει αυτή την ησυχία. Οι άνδρες κοιμόνταν γύρω από τις φωτιές, ο Διάκος σα να ’ξερε, δεν ήθελε να κοιμηθεί, ίσως σκεφτόταν αυτό που θα επακολουθούσε, αυτό για το οποίο τον προόριζε η μοίρα. Ίσως να αναπολούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, που τόσο επιθυμούσε να δει ελεύθερη. Ίσως να σκεφτόταν την εκδίκηση στον κατακτητή, που σκλάβωσε τα Δωδεκάνησα, ίσως επιζητούσε την εκδίκηση.
Η Μάχη
Εκεί μέσα στη νύχτα τον πλησιάζει μια σκιά, ήταν ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Λευτέρης Ντάσκας, διμοιρίτης του λόχου, από τα πρωτοπαλίκαρα του Διάκου, σύντροφος στον αγώνα, και αργότερα σύντροφος και στην αθανασία. Ο Ντάσκας πιστός στο λοχαγό του, το Διάκο, του εξέφρασε την ανησυχία του για την κατάληξη. Ο Διάκος τον καθησύχασε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μια τουφεκιά έπεσε που διέκοψε τη βραδινή γαλήνη. Οι τουφεκιές συνεχίστηκαν. Οι άνδρες πετάχτηκαν, ο Διάκος ήταν ήδη στο δρόμο και έτρεχε προς τις προφυλακές, καλώντας τους διμοιρίτες του να συντάξουν τους άνδρες. Όταν ο Διάκος έφτασε στο εικονοστάσι, ένας λοχίας τον κατατόπισε πρόχειρα. Στο δρόμο, πάνω, ακούστηκαν βήματα και άγνωστες φωνές. Ο σκοπός πρότεινε «αλτ τις ει;», καμία απόκριση. Ήταν ιταλοί. Οι τουφεκιές ξεκίνησαν, και το ιταλικό τμήμα απάντησε με χειροβομβίδες και αυτόματα. Σε λίγο οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, ο Διάκος διέταξε παύση. Οι άνδρες του Ντάσκα είχαν έρθει.
Ο λόχος ακροβολίστηκε. Μπροστά ο Διάκος σκαρφάλωνε, πίσω του ο Ντάσκας και οι άνδρες του λόχου. Κανείς δε μιλούσε. Σε λίγο τα ιταλικά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα άρχισαν να βάζουν. Ο Διάκος επιτάχυνε, οι σφαίρες περνούσαν από πάνω τους, μερικοί στρατιώτες πληγώθηκαν, ο Διάκος πρόσταξε «εφ’ όπλου λόγχη», οι άνδρες υπάκουσαν και όρμησαν, ο λοχαγός μπροστά και ξωπίσω αυτοί. Οι ιταλοί για να πετύχουν ισχυρό φραγμό ρίχνανε και χειροβομβίδες. Η ελληνική θέληση για λευτεριά με τη λόγχη εφ’ όπλου νίκησε και σε λίγο ο Διάκος έφτανε στην κορυφή της Τσούκας. Οι ιταλοί όμως αντεπιτέθηκαν, οι έλληνες δεν κράτησαν, έφθασαν στους πρόποδες. Ο Διάκος δεν ήθελε να ηττηθεί και δεν έπρεπε: χωρίς την Τσούκα, το Σύνταγμα του Δαβάκη δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο Διάκος διατάζει επίθεση με τη λόγχη. Η Τσούκα ξαναπέφτει στα χέρια μας. Όμως η υποστήριξη των ιταλών με πυρά Πυροβολικού και όλμων σε συνδυασμό με αντεπίθεση επανέφεραν την Τσούκα σε ιταλικά χέρια.
Ο Διάκος ανασυγκροτεί το λόχο του και αντεπιτίθεται σώμα με σώμα, μάταια όμως οι ιταλοί βαστάνε και σπρώχνουν τους έλληνες στη βορειοανατολική πλαγιά. Ο λοχαγός παίρνει ένα μάνλιχερ στο χέρι από ένα νεκρό στρατιώτη.
Μαζεύει τους άνδρες και ζητά να τον ακολουθήσουν στην τελευταία επίθεση. «Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα! Για μια μεγάλη Ελλάδα! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο!», «Μαζί σου λεβέντη», αναφώνησαν οι άνδρες και κουρασμένοι και ιδρωμένοι καθώς ήταν, ακολούθησαν με όλη τη δύναμή τους τον λοχαγό. Η πρώτη γραμμή των ιταλών πέφτει. Ο Διάκος σε λίγο βρίσκεται μπροστά σε ένα πολυβολείο, ο στρατιώτης δίπλα του πέφτει νεκρός, ο Διάκος σημαδεύει και ρίχνει στους χειριστές του φίατ. Το πολυβόλο ξαναρίχνει. Ο Διάκος σταματά. Πληγώθηκε. Πέφτει στη γη σαν ήρωας, μόνο έτσι θα μπορούσε να πέσει, όχι σαν κοινός θνητός. «Μας έφαγαν τον Υπολοχαγό», φώναξε ο Ντάσκας καθώς έτρεχε προς τον Διάκο και μια ριπή σωριάζει κι αυτόν στο έδαφος, πιστό εκεί δίπλα στον λοχαγό του. Η Τσούκα εκείνη την ημέρα παρέμεινε στα ιταλικά χέρια, όμως οι μάχες που ακολούθησαν την έφεραν υπό την κατοχή μας.
Η αναφορά που πήρε στα χέρια του ο Συνταγματάρχης Δαβάκης, αργότερα, ανέφερε:
«Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλέξανδρος κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων ιταλών. Καθ’ ον δε χρόνον δια τέταρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ’ όπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού δια της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Άρεως: «Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο», ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε». Ο Συνταγματάρχης θαύμασε, ο νεαρός Υπολοχαγός, από την ανελεύθερη Χάλκη έπεσε μαχόμενος για την Πατρίδα του. Μέρες αργότερα κάποιο ελληνικό τμήμα βρήκε το άψυχο, αλλά ηρωικό σώμα του Διάκου, πάνω σε στρώμα από κλαδιά και φύλλα. Από τη στολή του έλειπαν τα κουμπιά.
Ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος ήταν ο πρώτος έλληνας Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανάμεσα στους 13748 νεκρούς και αγνοούμενους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έπεσε μαχόμενος για την Πατρίδα στα αιματοβαμμένα βουνά την Πίνδου. Έπεσε μαχόμενος για τα ιδανικά της ελευθερίας, που τόσο ποθούσε για την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Χάλκη της Ρόδου. Έπεσε με τη λέξη Ελλάδα στο στόμα.
Η ιστορία του υπολοχαγού Αλέξανδρου Διάκου, Κ. Τριανταφυλλίδης
Ο πρώτος Ελληνας νεκρός αξιωματικός: Αλέξανδρος Διάκος, υπολοχαγός Πεζικού, Δωδεκανήσιος
Η ιστορία της θυσίας γραμμένη από τον Κώστα Τριανταφυλλίδη πολεμικό ανταποκριτή (1940-41)
«Ψηλά πάνω στο Λυκοκρέμασμα, καθώς μεσημέριαζε και ο ουρανός καθάριος πια και ολογάλανος, γελούσε σαν ανοιξιάτικος, και η φάλαγγα ξετυλιγμένη στη βουνοκορφή, συνέχιζε τη γρήγορη πορεία της, αντήχησε ακόμη ψηλότερα, στο δροσερό αέρα, ένα βουητό που ολοένα ζύγωνε και δυνάμωνε. Φτερά μετάλλινα αστράψανε στον ήλιο.
-Τι να είναι τάχα; Δικά μας ή εχθρικά;
-Έχουνε σταυρό στην ουρά. ελληνικά είναι!..
-Είναι ιταλικά βομβαρδιστικά, είπε με ήρεμη βεβαιότητα ένας μελαχρινός νέος.
Στις επωμίδες του είχε τα δυο αστέρια του υπολοχαγού και από την ανοιχτή χλαίνη του, στο χιτώνιό του επάνω, φαινότανε το σήμα με τα ανοιχτά φτερά του επίκουρου παρατηρητή.
-Καλυφθήτε όλοι γρήγορα ! Πρόσταξε.
Οι άντρες κάμανε να σκορπίσουν.
-Μη φοβάστε! Φώναξε κάποιος. Προκηρύξεις ρίχνουν.
-Καλυφτείτε! Βομβαρδίζουν! Υψώθηκε επιτακτικότερη η φωνή του υπολοχαγού.
Τα άσπρα πραματάκια που, σα φυλλαράκια χαρτί, είχαν αιωρηθή για μια στιγμή κάτω από το αεροπλάνα, χαθήκανε ξαφνικά από το μάτι. Ένας στριγγός ήχος ξέσκισε τον αέρα κι έπειτα το βουνό δονήθηκε από τις εκρήξεις. Πέρα από τη στράτα, στην απότομη πλαγιά, οι βόμβες σκάσανε, ταράζοντας τους αντίλαλους ως τη Στρούντζα και το Τάλιαρο. Μέσα στα δέντρα και στους ψηλούς θάμνους είχανε σκορπίσει τώρα αξιωματικοί και στρατιώτες. Οι καβαλλάρηδες τραβούσανε τ’ άλογά τους και οι πυροβολητές τα μουλάρια τους, για να τα καλύψουν.
Στο μονοπάτι επάνω έστεκε μόνος ο υπολοχαγός, με το βλέμμα στυλωμένο στα τρία αεροπλάνα, που απομακρύνονταν προς την ανατολή. Θα ξαναγυρίζανε τάχα να ρίξουνε κι άλλες βόμβες, να πυροβολήσουν; Ή μήπως είχαν άλλη αποστολή, σπουδαιότερη αλλού; Ο νεαρός αξιωματικός δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα από τα τρία σημάδια, που σβήνανε τώρα, χάνονταν στον ορίζοντα. Από τα Δωδεκάνησα, από τη Χάλκη και τη Ρόδο, είχε χρειαστεί να κάμει πολύ δρόμο για να αντικρύσει πάλι τον εχθρό, το μισητό τύραννο. Δώδεκα χρόνια είχε βαστάξει η πορεία για να φτάσει ο Αλέκος Διάκος από την ηλιολουσμένη και ήμερη και σκλαβωμένη πατρίδα στην άγρια Πίνδο, που τολμούσε τώρα να την πατήσει ο Ιταλός. Από ψηλά, πάλι στα σίγουρα, ο εχθρός του έδινε το πρώτο χτύπημα. Όμως, η μεγάλη στιγμή της ανταποδόσεως δεν μπορούσε, βέβαια, να βρίσκεται μακρυά.
Και ήταν, αλήθεια, πολύ κοντά η μεγάλη αυτή στιγμή, που η μοίρα του Διάκου την ήθελε λαμπρή και δοξασμένη, στιγμή αποθεώσεως..
»Η στράτα που ανεβάζει από τη Ζούζουλη στη Τσούκα, μόλις βγει από το χωριό, χώνεται σε μια δασωμένη ρεματιά και την ακολουθεί ως μισή ώρα δρόμο, μέχρις ένα εικονοστάσι, όπου φτάνεις ύστερα από μια δύσκολη ανηφοριά. Απ΄ εκεί συνεχίζεις, σκαρφαλώνοντας σε πλαγιές και ξαναπέφτοντας μέσα σε ρεματιές ως ένα διάσελο, που το περνάς αφήνοντας αριστερά σου και σε μικρή απόσταση τη ράχη Τσούκα, για να τραβήξεις πια κατά τη Φούρκα.
Στο εικονοστάσι ο υπολοχαγός Αλέκος Διάκος, διοικητής του 2 ου λόχου του 1/4, είχε στήσει τις προφυλακές του, κρατώντας πιο πίσω, μέσα στη ρεματιά, το λόχο ολόκληρο. Το παγερό σκοτάδι εκεί μέσα έκανε και τα κόκαλα ακόμα να αναριγούν.
– Ν’ ανάψουμε φωτιές, κύριε υπολοχαγέ, είχανε ρωτήσει δειλά οι φαντάροι.
Φωτιές; Οι κανονισμοί το απαγόρευαν. Σε κάθε στιγμή μπορούσε να παρουσιασθεί ο εχθρός και οι φωτιές ήταν ενδεχόμενο να προδώσουνε τις θέσεις των τμημάτων. Η ρεματιά όμως ήτανε βαθιά. Και το ρουμάνι που τη γέμιζε πυκνό ούτε ανταύγεια θ’ άφηνε να περάσει. Εξάλλου, ολόκληρη νύχτα μέσα σε τέτοια παγωνιά θ’ αχρήστευε το λόχο.
– Ανάψτε όσες φωτιές θέλετε, απάντησε ο Διάκος.
Ήτανε μεσάνυχτα περασμένα. Γερμένοι γύρω από τις φωτιές οι φαντάροι κοιμόνταν. Μόνο ο ρόγχος της ρεματιάς και κάπου-κάπου μακρυά, το σκούξιμο κανενός αγριμιού ταράζανε τη σιωπή.
Καθισμένος ανάμεσα στους κοιμισμένους στρατιώτες του, κοντά σε μιαν από τις φωτιές, με το βλέμμα χαμένο στη φλόγα που τρεμόπαιζε, ο Διάκος αγρυπνούσε.. Σε λίγες ώρες, σε λίγα λεπτά ίσως, μια άλλη φωτιά θ’ άναβε. Χρόνια τώρα, από μικρό παιδί, προς αυτή βάδιζε. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήτανε και το τέρμα του ταξιδιού. Θα έπρεπε όμως να είναι ωραίο το τέρμα.
Η φλόγα μπροστά του πέταξε μια μεγάλη διπλή γλώσσα που άνοιξε σαν αυλαία. Η στυλωμένη ματιά του είδε, σαν μέσα σε κρυστάλλινη μαγική σφαίρα, το νησάκι δίπλα στη Ρόδο ν’ ασπροβολάει στον ήλιο της Μεσογείου, αγκαλιασμένο από τα γαλανά νερά. Εκεί στη Χάλκη, πριν από εικοσιεννιά χρόνια είχε αρχίσει το ταξίδι. Όλα εκεί κάτω ήτανε λευκά και γαλανά. Σαν τη Σημαία – την Ελληνική Σημαία. Όλα εκεί κάτω τα είχανε κάμει οι Θεοί ελληνικά. Κι όμως, τόσα χρόνια – τόσα χρόνια! – η καταχνιά της σκλαβιάς πάσχιζε να σβήσει μέσα στις ψυχές τ’ άχραντα χρώματα. Το λευκό και το γαλάζιο.
Η μνήμη λοξοδρόμησε λίγο κι αμέσως μια άλλη σημαία έκαμε να ξετυλιχθεί και να ανεμίσει ανάμεσα στις πύρινες γλώσσες που ξάφνου ξανασήκωνε η φωτιά. Ήτανε στη Ρόδο. Κι αυτός ήτανε μαθητής στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Ένα πρωινό, το σχολείο είχε γεμίσει από Καραμπινιέρους, που φωνάζανε και χειρονομούσαν. Ιταλική – λέγανε – είναι η Δωδεκάνησος. Ιταλική για πάντα και τούτο έπρεπε να το νιώσουνε καλά όλοι. Και τα σχολεία ήτανε ιταλικά κι έπρεπε να σηκώσουνε την ιταλική σημαία. Αμέσως δάσκαλοι και μαθητές υποχρεωθήκανε να μαζευτούνε για να χαιρετίσουνε την έπαρση του λαβάρου που συμβόλιζε τη σκλαβιά τους.
Στην πορτοκαλιά ανταύγεια της φωτιάς τ’ όμορφο πρόσωπο του Έλληνα αξιωματικού πήρε μια σκληράδα, φάνηκε ν΄ αγριεύει.
Τη στιγμή που η τρίχρωμη μπαντιέρα υψωνόταν στο κοντάρι, κάτι ασυγκράτητο είχε ξεσπάσει μέσα του. Την οργή του την είχε φωνάξει. Τον πιάσανε αμέσως οι Ιταλοί και τον σύρανε στην καραμπινιερία.
-Μικρό παιδί είναι, άμυαλο και δεν ξέρει τι κάνει..
Τα παρακάλια αυτά των φρονίμων και των τρομαγμένων τον είχαν επαναστατήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο. Θα προτιμούσε να μείνει χρόνια στο μπουντρούμι παρά να ιδεί δικά του αγαπημένα πρόσωπα, Έλληνες, να εξευτελίζονται για να σωθούν. Θα ερχόταν όμως η μέρα της εκδικήσεως, που θα ήταν και η μέρα του λυτρωμού. Το ήξερε – και με πόση βεβαιότητα! – από τότε. Τώρα ένιωθε πως η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι μακρυά. Κι ας φαινόταν ο ουρανός τόσο σκοτεινός τώρα. Κι ας βάραινε τις ψυχές η αγωνία. Αυτός ένιωθε πως η μεγάλη ώρα ζύγωνε.
-Λέτε να μας έρθουν απόψε οι Ιταλοί, κύριε υπολοχαγέ;
-Ποιος ξέρει Λευτέρη, αποκρίθηκε ο Διάκος.
-Μακάρι. Όσο νωρίτερα αρχίσει το πανηγύρι, τόσο το καλύτερο. Τα νεύρα σπάει αυτή η αβεβαιότητα.
-Μη στεναχωριέσαι δε θα βαστάξει πολύ.
Ο Διάκος κοίταξε συλλογισμένος το νεανικό πρόσωπο του συντρόφου του, που σκυμμένος ανασκάλευε τη φωτιά. Φαινότανε γερό παλληκάρι ο Λευτέρης Ντάσκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός, διμοιρίτης στο 2ο λόχο του 1\4 . Θα πολεμούσε τάχα σαν αληθινό παλληκάρι1 Τούτο η μάχη μόνο θα το έδειχνε. Στη μάχη φανερώνονται οι άνδρες.
Το βλέμμα του Διάκου ξαναχάθηκε μέσα στις φλόγες. Η μια απορία είχε φέρει την άλλη: Ο ίδιος – ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο – ο ίδιος τι θα έκανε τάχα όταν θ’ άναβε η μάχη; Πρώτη φορά θα γνώριζε αληθινό πόλεμο. Η μεγάλη και αποφασιστική δοκιμασία ανάμεσα σε ποιους θα τον έταζε;
Δε θέλησε να βασανίσει πολλή ώρα τη σκέψη του, Ξένοιαστα έδιωξε την απορία . Ήταν η αποστολή του, δυνατότερη από κάθε τι άλλο, αίσθημα ή περίσταση, να πολεμήσει. Ήτανε το καθήκον του, που ελεύθερα αυτός, δίχως καμιά επιφύλαξη, το είχε δεχτή όταν έδινε τον όρκο, ως εύελπις πρώτα το 1930, ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού αργότερα το 1934. Περήφανες μέρες εκείνες! Τ’ όνειρο των παιδικών χρόνων γινόταν πραγματικότητα. Θυμήθηκε πως είχε φύγει το 1929 από τη Ρόδο. Πως μέχρι την τελευταία στιγμή έτρεμε η καρδιά του μήπως οι Ιταλοί μαντέψουνε το μυστικό του και τον κρατήσουνε για πάντα αιχμάλωτο στα σκλαβωμένα νησιά. Θυμήθηκε έπειτα τη σκληρή μελέτη στην Αθήνα, για να μπει στη Σχολή. Τις εξετάσεις, την επιτυχία: Εύελπις, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγός, επίκουρος παρατηρητής της αεροπορίας. Το χέρι του γλύστρησε κάτω από τη χλαίνη και χάιδεψε το σήμα με τ’ ανοιχτά φτερά. Ήτανε και τούτο μια επιτυχία, μια τιμητική διάκριση. Τον είχανε ξεδιαλέξει ανάμεσα στους πολλούς για να του το δώσουν.
Τα βλέφαρά του είχαν αρχίσει να βαραίνουν, Οι φλόγες μπροστά του παίρνανε παράξενα σχήματα. Η νύχτα έπρεπε να είναι πολύ προχωρημένη. Τα μάτια του Διάκου σφάληξαν.
Μια ντουφεκιά έπεσε, έπειτα μια άλλη, κι έπειτα ξέσπασε ένα βρόντημα, σαν έκρηξη χειροβομβίδας, που το ακολουθήσανε ριπές και πυκνότερο ντουφεκίδι.
Τα ξαπλωμένα κορμιά, γύρω από τις φωτιές ανακάθισαν.
Οι Ιταλοί!
Ο Διάκος ήτανε κιόλας ορθός κι έτρεχε προς τις προφυλακές, φωνάζοντας στους διμοιρίτες του να συγκεντρώσουν τους άντρες.
Στο εικονοστάσι επάνω, οι λάμψεις των πυροβολισμών ξεσχίζανε τη νύχτα. Ένας λοχίας κατατόπισε γρήγορα το Διάκο. Μέσα στο σκοτάδι και τη σιγή, βήματα και ομιλίες ακατάληπτες είχαν ακουστή πάνω στη στράτα. Στο πρόσταγμα του σκοπού καμιά απόκριση δεν είχε δοθεί. Σαν έπεσαν όμως οι πρώτες ντουφεκιές από τη δική μας πλευρά, οι νυχτερινοί επισκέπτες είχαν απαντήσει με χειροβομβίδες και αυτόματα.
Τώρα ωστόσο καμιά αντίδραση δεν εκδηλωνόταν στα πυρά του φυλακίου. Ο Διάκος πρόσταξε να σταματήσει το ντουφεκίδι. Ο Ντάσκας έφτανε κιόλας με τους άντρες του.
Η Τσούκα όρθωνε τώρα τη δασωμένη ράχη της μπρος στους φαντάρους του 2 ου Λόχου του 1/4 Τάγματος. Εδώ και κάμποσα λεπτά τα πολυβόλα είχανε σωπάσει εκεί πάνω. Κάτι θα είχανε παρατηρήσει οι Αλπίνι και, ταμπουρωμένοι στις ψηλές πλαγιές, κρυμμένοι μέσα στα δέντρα και πίσω από τους βράχους, περίμεναν..
Γρήγορα σκαρφάλωναν οι φαντάροι, ακροβολισμένοι, με το Διάκο μπροστά. Αμίλητοι όλοι, μ’ εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά, που νιώθει και ο πιο γενναίος, σαν περιμένει ν’ ακούσει την πρώτη σφαίρα να σφυρίζει.
Και ξαφνικά, πάνω από τους φαντάρους που προχωρούσαν, ξέσπασε, δαιμονικό, το κροτάλισμα των ιταλικών οπλοπολυβόλων και πολυβόλων. Μελίσσι φτάσανε από παντού οι ριπές, σπαράζοντας τον αέρα. Οι σφαίρες θερίζανε τα φύλλα των δέντρων και τσακίζανε μ’ ένα ξερό κρότο τα κλαριά.
Δυο-τρεις φαντάροι σωριαστήκανε με βογγητά. Οι άλλοι κοντοσταθήκανε διστακτικοί, Μερικοί κάμανε να καλυφτούν.
Η φωνή του Διάκου ακούστηκε επιτακτική, άγρια:
-Μη σταματάτε παιδιά!
Ο ίδιος τάχυνε το βήμα. Δίπλα του, τρέχοντας, σκαρφάλωνε ο Λευτέρης Ντάσκας.
Οι φαντάροι ακολούθησαν.
Τα πυρά του εχθρού γίνονταν ολοένα πυκνότερα. Οι Αλπίνι προσπαθούσανε τώρα να δημιουργήσουνε αποτελεσματικότερο φραγμό ρίχνοντας χειροβομβίδες.
-Παιδιά εφ’ όπλου λόγχη! Πρόσταξε ο Διάκος.
Άστραψε το Ελληνικό ατσάλι. Έλαμψε και η μορφή του Διάκου.
Ναι, αυτή τη στιγμή – αυτή τη στιγμή! – ονειρευόταν πάντα: Αυτός μπροστά και από κοντά οι στρατιώτες του, τα παλληκάρια του, με τη λόγχη στ’ όπλο για την Ελλάδα!
Πρώτος ρίχτηκε μέσα στις εκρήξεις των ιταλικών χειροβομβίδων. Οι φαντάροι χυμήξανε μαζί του, πατήσανε τις ιταλικές θέσεις. Ανεβοκατεβήκανε τα όπλα με τις λόγχες. Ύστερ από λίγα λεπτά ο Διάκος έπιανε την κορφή.
Δεν πρόλαβε όμως να ξανασάνει ο Λόχος, να εγκατασταθεί πάνω στη ράχη. Με μανία οι Αλπίνι ανταποδώσανε το χτύπημα. Οι Έλληνες δεν μπορέσανε να κρατηθούνε στις θέσεις που μόλις είχανε καταλάβει.
Στα ριζά του βουνού, ο Διάκος μάζεψε τους φαντάρους του. Τα μάτια του, φλογισμένα φαίνονταν μεγαλύτερα.
-Πρέπει να το ξαναπάρουμε το ύψωμα, είπε. Δεν είναι μόνο ζήτημα φιλότιμου να μην αφήσουμε τους Ιταλούς να μας εξευτελίσουν. Αλλά στη μάχη αυτή κρίνεται ίσως η τύχη της Πατρίδας. Ο Δαβάκης δεν μπορεί να προχωρήσει αν εμείς δεν καθαρίσουμε το βουνό. Πάμε, παιδιά! Πρέπει να δείξουμε πως είμαστε αληθινοί Έλληνες!
-Πάμε, κύριε υπολοχαγέ!
Πάλι με τη λόγχη οι φαντάροι ακολούθησαν.
Η Τσούκα κυριεύτηκε για δεύτερη φορά.
Ο Διάκος βιαζότανε τώρα να στεριώσει καλά πάνω στην κορφή. Αλλά και πάλι δεν πρόλαβε. Το ιταλικό πυροβολικό από τη Φούρκα και οι όλμοι του εχθρού κάμανε για κάμποση ώρα τη ράχη της Τσούκας κόλαση, όπου κανένας δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι του. Κι αμέσως έπειτα οι Αλπίνι εξαπολύσανε νέα λυσσασμένη αντεπίθεση και ξηλώσανε και αυτή τη φορά τους φαντάρους του 1/4 από την κορφή.
Κάτω από τα πυρά των ιταλικών αυτομάτων όπλων, που χτυπούσανε καταιγιστικά τις προσβάσεις της Τσούκας, ο Διάκος ανασυγκρότησε τις διμοιρίες του και τις παρέσυρε σε τρίτη έφοδο προς την κορφή. Εκεί πάνω κατάραχα, οι φαντάροι ήρθανε στα χέρια με τους Ιταλούς. Γαντζωμένοι στα βράχια, οι Αλπίνι πολεμήσανε με άγριο πείσμα. Τη στιγμή που λυγίζανε, τους ήρθαν ενισχύσεις. Ο Διάκος και ο Ντάσκας κάνανε σα θηρία στην προσπάθειά τους να κρατηθούνε με το λόχο πάνω στην Τσούκα. Οι Ιταλοί όμως τους σπρώξανε προς τη βορειοανατολική πλαγιά του βουνού, όπου τελικά τους έριξαν.
Λαχανιασμένος, με ξαναμμένο πρόσωπο, με το χιτώνιο ξεσχισμένο, ο Αλέκος Διάκος ξαναμάζεψε για τρίτη φορά τους στρατιώτες του.
Ο ίδιος κρατούσε τώρα το μάνλιχερ ενός σκοτωμένου φαντάρου.
Τα ιδρωμένα πρόσωπα των φαντάρων φανερώνανε κούραση και αποκαρδίωση. Δεν είναι μικρή δουλειά να κυριέψεις τρεις φορές την ίδια θέση, τρεις φορές να τη χάσης, κάθε φορά να έχεις αφήσει εκεί κορμιά συντρόφων σου και να σου λένε αμέσως να ξαναρχίσεις .
-Να ξανασάνουμε, κύριε Υπολοχαγέ. μουρμούρισε κάποιος.
Ούτε στιγμή! Αν ξανασάνουμε εμείς, θα ξανασάνουν και οι Ιταλοί. Και τότε δεν θα την πάρουμε ποτέ την Τσούκα. Μια τελευταία προσπάθεια χρειάζεται παιδιά! Μην την αρνηθήτε..
Αναπτυχθήκανε ξανά οι φαντάροι και. Αργά, κινήσανε κατά πάνω, προς τα ιταλικά οπλοπολυβόλα, που δε λέγανε να σταματήσουνε ούτε στιγμή.
Η ώρα ήτανε δώδεκα. Ένας ολόχρυσος ήλιος μεσουρανούσε..
Η φωνή του Διάκου αντήχησε πάλι:
Εμπρός με τη λόγχη!
Μόνο ο Ντάσκας και λιγοστοί φαντάροι τον ακολούθησαν τούτη τη φορά. Ο λόχος είχε χάσει την ορμή του.
Αυτό λοιπόν θα ήτανε το τέλος, το άδοξο τέλος; Θα μένανε εκεί κουρνιασμένοι, με τους Ιταλούς νικητές από πάνω τους; Όχι! Δεν μπορούσε να γίνει αυτό.
Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα ! Για μια μεγάλη Ελλάδα ! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !
Η κραυγή δεν έμοιαζε να βγαίνει από ανθρώπινα στήθια. Ήτανε κάτι αλλόκοτο.
Για μια μεγάλη Ελλάδα, για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο !
Οι φαντάροι ορθώθηκαν όλοι.
Μαζί σου λεβέντη!
Η πρώτη γραμμή των Αλπίνι σαρώθηκε.
Ο Διάκος βρέθηκε κατάφατσα με ένα ιταλικό πολυβολείο.
Προσέξτε κύριε υπολοχαγέ! Φώναξε ο Ντάσκας.
Ένα κροτάλισμα ακούσθηκε. Δίπλα στο Διάκο ένας φαντάρος έπεσε.
Θέριεψε ο Διάκος. Πίσω από τις πέτρες που είχανε στήσει με τη συνηθισμένη μαστοριά τους οι Αλπίνι, φαίνονταν οι χειριστές του Φίατ. Ορθός ο Διάκος σημάδεψε με το τουφέκι κι έριξε. Έπειτα όρμησε.
Το ξερό κροτάλισμα αντήχησε πάλι..
Ο Διάκος σταμάτησε. Τ’ όπλο του έφυγε από τα χέρια..
Το πολυβόλο εξακολουθούσε να βάλλει. Ο Διάκος τέντωσε το ανάστημά του. Κάτι πήγε να φωνάξει – μια τελευταία ίσως προσταγή στους φαντάρους του. Από τα χείλη του όμως δε βγήκε φθόγγος. Απότομα, σα να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο ήρωας σωριάστηκε άψυχο κορμί – πρώτος Έλληνας αξιωματικός που έπεφτε στη μάχη της Πίνδου, στη μάχη της Ελλάδος.
Μας φάγανε τον υπολοχαγό! Φώναξε ο Ντάσκας.
Ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε. Καθώς ριχνόταν κατά το μέρος όπου είχε πέσει ο Διάκος, μια ριπή τον σώριασε και αυτόν νεκρό..
Η Τσούκα έμεινε τη μέρα εκείνη στα χέρια των Ιταλών. Η νίκη όμως ανήκε στο Διάκο.
Απερίσπαστα και ανενόχλητα πια από εχθρικά πυρά στο πλευρό τους – πάνω στη Τσούκα οι Αλπίνι είχανε τώρα όλη την προσοχή τους καρφωμένη στην κατεύθυνση της Ζούζουλης – τα τμήματα του δεξιού του Νότιου συγκροτήματος μες το Δαβάκη επικεφαλής, είχαν εξορμήσει από τη Μαρδίτσα και κυρίευαν την ίδια μέρα τον Προφήτη Ηλία Φούρκας και την επόμενη τη Φούρκα, αφανίζοντας τις δυνάμεις που είχε αφήσει εκεί ο Τζιρόττι. Ταυτόχρονα, στο βόρειο τομέα, Ο Μεσίρης και ο Γεωργιάδης παίρνανε, ύστερα από σκληρή μάχη, τη Λυκορράχη.
Πάνω όμως στην αιματοποτισμένη ράχη της Τσούκας, ο εχθρός είχε ιδεί, για πρώτη φορά από τη μέρα της εισβολής, να ξεσπάει έτσι εναντίον του η πολεμική μανία της οργισμένης Ελλάδος. Και. θορυβημένος από την ξαφνική αγριότητα του χτυπήματος, από ην ορμή και το πείσμα του Διάκου και των φαντάρων του, βέβαιος πως πίσω από τη δράκα αυτή των παλληκαριών έπρεπε να υπάρχουν στη Ζούζουλη μεγάλες ελληνικές δυνάμεις έτοιμες να συνεχίσουνε την επίθεση, ο Τζιρόττι χαλάρωνε για τρεις ολόκληρες ώρες την πίεσή του στο Ρωμιό, έστρεφε τα πυρά των πυροβόλων και των όλμων του προς τη Τσούκα, έστελνε ενισχύσεις εκεί έχανε πολύτιμο χρόνο. Και, όταν τέλος οι Αλπίνι του 8 ου Συντάγματος σπάσανε την αντίσταση του Πανταζή και περάσανε το Ρωμιό και ξεχυθήκανε προς τη Σαμαρίνα και το Δίστρατο, ήτανε πια πολύ αργά γι αυτούς: οι πλαγιοφυλακές τους που σπεύσανε για να καταλάβουν τη διάβαση της Σκούρτζας, πάνω από το Δουτσικό, τη βρήκανε πιασμένη από το Δημάρατο και την πρωτοπορία της Ταξιαρχίας του, που πριν λίγα μόλις λεπτά είχανε φτάσει . Κι από τη Σκούρτζα περάσανε τις επόμενες ημέρες οι δυνάμεις που το Β΄ Σώμα μάζευε αδιάκοπα στα Γρεβενά – οι δυνάμεις που εγκλωβίσανε τον όγκο της «Τζούλια» στο Δίστρατο, ενώ ο Στανωτάς ανέβαινε με τη Μεραρχία του από το Μέτσοβο και, επάνω, από το Γράμμο ως το Σμόλικα, ο Βραχνός έκλεινε την υποχώρηση στον εχθρό και αντιμετώπιζε και τσάκιζε κάθε προσπάθεια του Πράσκα να σώση τους Αλπίνι του.
Έτσι το Β΄ Σώμα, έβλεπε τα τολμηρά όνειρά του να γίνονται πραγματικότητα. Και πριν καν περάσουνε δέκα μέρες από την ώρα της θυσίας του Διάκου, ο παιάνας της μεγάλης νίκης του Έθνους ακουγόταν ως τα πέρατα του κόσμου.
Σα μυθικός ήρωας, νέος, γεμάτος υγεία και ομορφιά σκοτώθηκε ο Διάκος. Σκοτώθηκε πάνω στα ψηλά βουνά της Πίνδου, στις επάλξεις της Πατρίδας του, μεθυσμένος από την πίστη του και τον ενθουσιασμό του. Έπεσε στην κρισιμότερη ώρα της Ελλάδος, για την Ελλάδα – για τη Μεγάλη Ελλάδα που οραματίζονται όσοι από μας έχουν αντρίκια ψυχή.
Τρεις μέρες αργότερα, όταν άρχιζε πια το σάρωμα του εχθρού, κάποιο ελληνικό τμήμα, περαστικό από τη Τσούκα, βρήκε το κορμί του Αλέκου Διάκου πάνω σ’ ένα στρώμα από κλαδιά και φύλλα.
Τα κουμπιά της στολής του έλειπαν. Να ήταν, τάχα, ένα βάρβαρο και ιερόσυλο πάθος που είχε σπρώξει τους Αλπίνι ν΄ απλώσουνε βέβηλο χέρι πάνω στο σκοτωμένο παλληκάρι, ή, μήπως, η επιθυμία να πάρουν ευλαβικά κάποιο ενθύμιο από το άγιο λείψανο ενός αληθινού ήρωα;
Στο μικρό κοιμητήριο της Ζούζουλης, αναπαύεται ο Αλέκος Διάκος από τη Δωδεκάνησο.
Ήταν ωραία η νίκη στην Πίνδο. Και η Δωδεκάνησος σήμερα είναι ελληνική.
Επιμνημόσυνος λόγος υπέρ του ήρωα υπολοχαγού Αλεξάνδρου Διάκου
του αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Καραβία
«Αείμνηστε Λοχαγέ Διάκε,
Την 31 ην Οκτωβρίου 1940 ήτανε μια παγερή βραδιά όταν σε συνάντησα στις βουνοπλαγιές της Ζούζουλης, στη διάβαση του Γράβου.
Ήτανε η ώρα 9 το βράδυ- τις κρίσιμες εκείνες στιγμές για την πατρίδα μας- και σκοτεινιά βαριά.
Έτρεξαν όλοι οι αξιωματικοί της διλοχίας του 4ου Συντάγματος που ήρχετο από τα Γρεβενά – προς ενίσχυσιν του αποσπάσματος Δαβάκη- κοντά μου να μάθουν τα νέα.
Ξαφνικά με πιάνει από το χέρι σφιχτά, ένας ψηλός και ωραίος νεαρός αξιωματικός και με ρωτά:
-Κύριε ταγματάρχα δεν είσαι συ ο διμοιρίτης στη Σχολή Ευελπίδων;
Αμέσως ανεγνώρισα το ζωηρό Δωδεκανησόπουλο το λεβεντόκορμο εύελπι Αλέξανδρο Διάκο.
-Ναι εγώ είμαι του απάντησα.
Και γυρίζω προς όλους για να τους καθησυχάσω και τους είπα: Αι επιχειρήσεις πάνε καλά.
-Την ξέρουμε την απάντηση μου απήντησε. Αύριο όμως θα τους δείξουμε των Μακαρονάδων. Και πλησιάζοντάς με στο αυτί μου είπε:
«Μια χάρη θέλω: Να βάλεις εμένα μπροστά..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου