Πολλοί από τους Αθηναίους πολίτες στην Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν. Άλλοι ήταν εισοδηματίες γαιοκτήμονες, ενώ άλλοι κατείχαν βιοτεχνίες και εργαστήρια. Εξάλλου οι ελεύθεροι πολίτες πίστευαν ότι πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τις εργασίες για να μπορούν να ασχολούνται μόνο με τις υποθέσεις της πόλης, με τα κοινά. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε και ανάπτυξη στο θεσμό της δουλείας. Η θέση της γυναίκας ήταν κυρίως στο σπίτι και ελάχιστες μπορούσαν να κάνουν δουλειά επί πληρωμή όπως οι άντρες.
Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Όρνιθες» μας αναφέρει τα εξής :
«..... τα χαράματα μόλις λαλήσει ο πετεινός όλοι αμέσως ξυπνούν, στις δουλειές τους να πάνε, ο χαλκιάς, o αλευράς, ο ταμπάκης, κι όσοι φτιάχνουν ασπίδες ή λύρες, μαζί κανατάς, παπουτσής και λουτράρης»
Κάποια ακόμη επαγγέλματα στην Αρχαία Ελλάδα εκτός από τα προαναφερόμενα είναι τα εξής :
• Οι ιερείς
Οι ιερείς ήταν απλοί πολίτες που ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση θρησκευτικών τελετών χωρίς κάποια ειδική εκπαίδευση.
• Οι διδάσκαλοι
Οι διδάσκαλοι στην αρχαιότητα ήταν ελάχιστοι και ήταν παιδαγωγοί, γραμματιστές και κιθαριστές.
• Οι έμποροι
Οι έμποροι κυβερνούσαν τα σκάφη με τα οποία ταξίδευαν και έπρεπε να ήταν καλοί επιχειρηματίες.
• Οι αγρότες: Οι αγρότες καλλιεργούσαν κυρίως δημητριακά, αμπέλια και ελιές. Είχαν δικά τους κτήματα ή νοίκιαζαν και ζούσαν όλοι μαζί σε χωριά. Η ζωή τους ήταν αρκετά σκληρή και η σοδειά τους εξαρτιόνταν πάντα από τις καιρικές συνθήκες.
• Οι ψαράδες
Οι ψαράδες πωλούσαν μικρά ψάρια και επειδή δεν είχαν ψυγεία έπρεπε να τα πουλήσουν αμέσως.
• Οι πωλητές
Οι πωλητές πουλούσαν τα εμπορεύματά τους στην αγορά ή στα εργαστήριά τους. Οι πελάτες διαπραγματεύονταν με τους πωλητές για τις τιμές των προϊόντων τους, οι οποίες συνήθως ήταν αρκετά υψηλές.
• Οι λατόμοι
Οι λατόμοι έβγαζαν τα μάρμαρα από την Πεντέλη, την Πάρο, και από άλλες περιοχές. Τα προϊόντα της εργασίας τους τα παρέδιδαν σε αυτούς που τα μετέφεραν σε εργαστήρια.
• Οι μεταλλωρύχοι
Οι μεταλλωρύχοι προσπαθούσαν να εξορύξουν τα μεταλλεύματα και άνοιγαν χαμηλές στοές με τις αξίνες. Τα μέτρα υποστύλωσης και εξαερισμού ήταν τις περισσότερες φορές υποτυπώδη, γι’ αυτό και οι θάνατοι στα μεταλλεία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.
• Οι τεχνίτες
Οι τεχνίτες δούλευαν σε σπίτια ή σε εργαστήρια. Υπάρχουν παπουτσήδες, σιδηρουργοί και οι αγγειοπλάστες.
• Οι ηθοποιοί
Το επάγγελμα αυτό ουσιαστικά δημιουργήθηκε από το Θέσπη. Το επάγγελμα αυτό το ασκούσαν μόνο οι άντρες, γιατί δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των γυναικών στο θέατρο.
• Οι γιατροί
Στην αρχαιότητα υπήρχαν αρκετοί γιατροί που ασκούσαν αυτό το επάγγελμα με τις γνώσεις που είχαν και τις παρατηρήσεις τους από την καθημερινή ζωή και όχι με την προαπαιτούμενη επαγγελματική κατάρτιση. Γνωστοί γιατροί της αρχαιότητας ήταν ο Ασκληπιός και ο Ιπποκράτης .
1.2 Τα επαγγέλματα στο Μεσαίωνα
Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια υπήρχε τεχνίτες που έφτιαχναν τόξα και βέλη και ήταν πολύ χρήσιμοι εκείνη την εποχή, ενώ αντίθετα σήμερα ένας τέτοιος τεχνίτης είναι «άχρηστος» αφού κανένας μας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του τσαγκάρη, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Υπάρχουν τόσα και τόσα μοντέλα παπουτσιών που μπορούμε εύκολα να αγοράσουμε κι όταν χαλάσουν δεν τα πηγαίνουμε για επισκευή αλλά τα πετάμε και αγοράζουμε καινούργια. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Από τη στιγμή της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη το ενδιαφέρον του τράβηξε η φυσική διαδοχή των εποχών, σύμφωνα με τις οποίες οργάνωσε τις δραστηριότητές του. Δειλά, δειλά στην αρχή γεύεται ό,τι συλλέγει, για να ικανοποιήσει το αίσθημα της πείνας και στη συνέχεια επεμβαίνει στη φύση και συνεργάζεται με αυτήν παράγοντας τους πρώτους καρπούς της αρεσκείας του. Το επάγγελμα επομένως του γεωργού είναι το πρώτο που εξάσκησε ο άνθρωπος και μέχρι σήμερα, μετά από τόσους αιώνες συνεχίζει να καλλιεργεί τη γη. Μόνο που στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας ο άνθρωπος δε συνεργάζεται πλέον με τη γη, αλλά την εκμεταλλεύεται ασύστολα και με το χειρότερο τρόπο ρυπαίνοντάς την όλο και περισσότερο.
Αναπόσπαστο κομμάτι της λαογραφικής Ελληνικής κληρονομιάς είναι τα επαγγέλματα που ασκούσαν για αιώνες ολόκληρους οι Έλληνες. Ακόμα κι αν έχουν σιγά-σιγά εκτοπιστεί, τα επαγγέλματα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής παράδοσης.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Ελλάδας ασκούνταν άλλοτε ατομικά κι άλλοτε ομαδικά.
Ατομικά επαγγέλματα: ασκούνταν από το μάστορα που κατά κανόνα είχε μαζί του κι ένα μαθητευόμενο.
Το σημαντικότερο επάγγελμα κατά το Μεσαίωνα ήταν το επάγγελμα του Κουρέα – Χειρουργού.
Ο κουρέας-χειρουργός ήταν χειρωνακτικό επάγγελμα στην Ευρώπη του μεσαίωνα. Η ετυμολογία της λέξης «κουρέας» προέρχεται από την «περιποίηση» ή και «θεραπεία» των πελατών. Οι κουρείς χειρουργοί διατηρούσαν δημόσια λουτρά, όπου και δέχονταν και περιποιούνταν τους πελάτες τους.
Οι καθεαυτού ιατροί εκείνο τον καιρό, λόγω της ενασχόλησής τους με εκκλησιαστικές σπουδές και επειδή ήταν πολύ μορφωμένοι, σπουδαγμένοι και λόγιοι, δεν καταδέχονταν τον απλό λαό, ή οι υπηρεσίες τους απλά ήταν πολύ ακριβές και απρόσιτες για τους φτωχούς. Έτσι οι κουρείς χειρούργοι ήταν οι «ιατροί» του φτωχού λαού, και θεωρούνταν αξιότιμοι, παρόλο που το δεν είχαν σπουδάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο για αυτό το επάγγελμά.
Τα καθήκοντα του κουρέα χειρούργου ήταν το λούσιμο και πλύσιμο των πελατών, η περιποίηση του σώματος, η καλλυντική, διάφορες μικροχειρουργικές επεμβάσεις, το βγάλσιμο δοντιών και η θεραπεία μικροπροβλημάτων των ματιών. Κυρίως όμως εφάρμοζαν το κόψιμο της βεντούζας και την αφαίμαξη. Αυτά τότε ήταν πολύ δημοφιλή και διαδεδομένα προληπτικά μέτρα αλλά και θεραπευτικές αγωγές για κάθε είδους νόσο, και προέρχονταν από τις ιατρικές θεωρίες της αρχαιότητας περί των χυμών του σώματος.
Στο ίδιο μαγαζί δούλευε και ο λεγόμενος «μπαρμπέρης», του οποίου απασχόληση ήταν μόνο να κόβει τα μαλλιά και να ξυρίζει τους πελάτες.
Εκτός από τους κουρείς, άλλα ιατροφαρμακευτικά επαγγέλματα ήταν το επάγγελμα του μπαρμπέρη, των γιατρών για πληγές και κατάγματα και το επάγγελμα της μαμής.
Αναλυτικότερα τα παραδοσιακά επαγγέλματα ήταν:
Οι σαγματοποιοί (σαμαράδες , σαμαρτζήδες), οι πεταλωτές ( αλμπάνηδες , καλιγωτές), οι υποδηματοποιοί ( παπουτσήδες , τσαγκάρηδες), οι σιδηρουργοί (σιδεράδες), οι τενεκετζήδες, οι ντελάληδες, οι επικασσιτερωτές ή καλαϊτζήδες, γανωματήδες (γανωτήδες) ,οι ράφτες ( καλφάδες) ,οι αργυροχρυσοχόοι ( χρυσικοί), οι βαρελοποιοί ( βαγενάδες , βαρελάδες), οι χτενάδες, οι αγωγιάτες(κιρατζήδες) ,οι αλετράδες, οι ασβεστοποιοί(χοριδάδες), οι αχθοφόροι, οι πρακτικοί γιατροί, οι πραματευτές, οι ζευγάδες, οι δερματάδες (τομαράδες), οι αγιογράφοι (λαϊκοί ζωγράφοι), οι τσαμπάζηδες (ζωέμποροι), οι καρεκλάδες, οι κανταρτζήδες, οι καφετζήδες, οι κεροπλάστες, οι μπαρμπέρηδες ( κουρείς), οι υπαίθριοι χασάπηδες(μακελάρηδες), οι λούστροι, οι μανάβηδες, οι ντουλγκέρηδες, οι καραβομαραγκοί, οι ανθρακοποιοί (καρβουνιαραίοι), οι υλοτόμοι (ξυλοκόποι), οι μπακάληδες, οι μπασματζήδες (υφασματοπώληδες), οι μυλωνάδες, , οι οπλουργοί ( οπλοποιοί), οι λαϊκοί οργανοπαίχτες, οι τοκιστές, οι τσοπάνηδες, οι υπαίθριοι τυροκόμοι, οι υφάντρες, οι φουρναραίοι, οι φιστικάδες, οι υπαίθριοι φωτογράφοι, οι χαντζήδες(ξενοδόχοι),οι μελισσοκόμοι, οι ναυπηγοί μικρών σκαφών, οι ψαράδες, οι αραμπατζήδες(αμαξάδες), οι σωφέρηδες(αμαξάδες), οι ανελύτρες(κατασκευάστριες μεταξωτής κλωστής από μεαταξοσκώληκα), οι βαφείς υφασμάτων, οι ταμπάκηδες(βυρσοδέψες), οι γουμαράδες, καλαθοπλέκτες, εργάτες, τριες σε ελαιόμυλους, ελαιοτριβεία κλωσταριά κλπ ,καλαφάτες(έβαζαν κανάβι στους αρμούς των ξύλινων πλεούμενων), οι καπιστράδες, οι κατασκευαστές κουδουνιών, οι κεραμιδάδες, οι κετσετζήδες ή πιλητές( έβαζαν ειδικό ύφασμα –κετσέ κάτω από τα σαμάρι βοηθώντας το σαμαρά), οι καζάζηδες(μεταξουργοί), οι κισιτζήδες(μετρητές ελαιόλαδου), οι πελεκάνοι(τεχνίτες που πελεκούσαν τις πέτρες), οι ρακοκαζανάδες(ρακιτζήδες), οι σακκοποιοί, οι σαπουνάδες, οι τουλουμτζήδες, οι φανοκόροι, οι χαλκουργοί κλπ.
Άλλα επαγγέλματα ήταν:
Ο τηλεγραφητής, αντιγραφέας, γραμματικός, παπαδάσκαλος, ψυχογιός, πλύστρα, παραμάνα, μπακαλόγατος, ζητιάνος, λιβανιστής, κωδωνοκρούστης, πρεσβάντης και παιδονόμος,ξεβγαλτζής, βοθρατζής,πλανόδιοι ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί,
παλαιστές, λατερνατζής, βαρκάρης, τσαρουχάς, αμπατζής, ομπρελάς, παπλωματάς, μανταρίστρα, κορδελιάστρα, κτίστης φούρνου, φουρνελάς, πηγαδάς, χαντακάς, νεροφύλακας, τσιμπουκάς, κυτιοποιός, ψιλικατζής, γαλατάς, γιαουρτάς, πλανόδιος ψαράς, παγοπώλης, νερουλάς, μπουζάκλας(πουλούσε μπούζι-νερό βαμμένο κόκκινο με καμένη ζάχαρη), κουλουράς, φιστικάς, λουκουματζής, παστελάς, σαλεπιτζής, φραγκοσυκάς, κουμαράς, θρουμπάς(πουλούσε ένα είδος φυτού), παξιμαδάς, σκουρουχάς (πουλούσε ένα είδος φρούτου), ξυδάς, πωλητής του «μαλλιού της γριάς»,λουπινάς(πουλούσε ένα είδος νηστίσιμης τροφής), ματζουνάς, συλλέκτης σβουνιάς και περιττωμάτων σκύλων, πωλητής σφουγγαριών, δαδάς, ντοκμετζής(έκανε χυτά αγάλματα), καροποιός, κεροστυματάς(επεξεργασία της κερήθρας για να γίνουν τα κεριά μετά) ,χαρακωτής(εργασία χαρακώματος του κλήματος για καλύτερα σταφύλια), βοτανιστής, αλωνιστής, ντοματάδες, πατατάδες, καπελού, καλαθάς, ρητινοσυλλέκτης, μουνουχιστής, ακονιστής ή τροχατζής, αβδελάς (πουλούσε βδέλλες για θεραπευτικούς σκοπούς),αρκουδιάρης, ή μαϊμουτζής, προξενητής, μαμή, γλιτσάς, κοφινάς, κανταϊφάς, καροτσάκης, καροτσέρης, κασατανοχωματάς, καταβρεχτής, κλωνατζής ή στρίφτες, κοκορετσάς, κοσκινάς ή σιτάς, κουμαράς, κρασάς, λεμονατζής ή γκαζόζας, μαστιχάς, παλιατζής, μαυραγορίτης, πασατεμπάς, σαράφης(αργυραμοιβός), σκουπάς, μπογιατζής, μπουγατσάς, ξυλάς, ξυνογαλάς, παγωτατζής, σκουπιδιάρης, σταμνάς, τσιγαροπώλης, φακάς (πουλούσε φάκες), χαλβατζής και άλλα πολλά.
1.3 Τα επαγγέλματα κατά την Τουρκοκρατία
Κατά την Τουρκοκρατία , οι Ρωμιοί, όπως και οι άλλοι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξασκούσανε τα επαγγέλματα τους, λειτουργούσαν τις βιοτεχνίες τους και εμπορεύονταν, αν και σε κάποιες περιόδους υπήρξαν δημεύσεις περιουσιών και διώξεις πληθυσμών. Πριν την ελληνική επανάσταση το εμπόριο των Ελλήνων βοηθιούνταν από τη συνθήκη Κιουτσούκ - Καϊναρτζή , οι Έλληνες πλοιοκτήτες εξασκούσανε το επάγγελμά τους χρησιμοποιώντας Ρωσική σημαία στα καράβια τους.
Μετά την επικράτηση των Οθωμανών, το ελληνικό έθνος έχασε το μέγιστο αγαθό της ελευθερίας και την αυτονομία του στον ιστορικό του χώρο. Παράλληλα , πολλά επαγγέλματα που υπήρχαν μέχρι τότε εξαφανίστηκαν. Τα επαγγέλματα που επικράτησαν ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αρχικά δημιουργηθήκαν οι αστικές συντεχνίες.
Η Συντεχνία αποτελούσε θεσμό οργανωμένο πάνω στα απομεινάρια προηγούμενων εργατικών σχημάτων (των βυζαντινών συστημάτων) και πάνω στις αρχές των ανατολικών αδελφοτήτων των αχήδων. Αποτελούσε βασική παραγωγική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έπαιζε παρ' όλα αυτά πολλαπλούς ρόλους στην κοινότητα. Η κάλυψη των αναγκών της κοινότητας, η διατήρηση των μονοπωλίων, και η συνέχιση της παράδοσης αποτελούσαν βασικούς λόγους της ύπαρξης της. Τις συντεχνίες (ή ισνάφια από το αραβικό esnaf) στελέχωναν οι σταθερά εγκατεστημένοι τεχνίτες των πόλεων, ενώ διακρίνονταν από τις συντροφιές (ή μπουλούκια) που αποτελούνταν από πλανόδιους τεχνίτες οι οποίοι δεν είχαν σταθερό χώρο εργασίας. Οι διάφορες μορφές του θεσμού, οι τρόποι των ποικίλων οργανώσεών του, η δράση του και η σημαντική επαγγελματική και εμπορική του ανάπτυξη και εξάπλωση, αποτελούν ιδιαίτερα ευρύ θέμα, καθώς στάθηκε μια από τις χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της ελληνικής προβιομηχανικής κοινωνίας.
Με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκαν και άλλα επαγγέλματα κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μερικά από αυτά είναι :
• Παπλωματάς : Tα σύνεργα της δουλειάς του ήταν: το τοξάρι με την χορδή από στριμμένο έντερο βοδιού , το κοπάλι , μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και μια βέργα, λεπτή , πελεκημένη και λεία, από ξύλο κρανιάς. Για να γίνει κάποιος τεχνίτης καλός έπρεπε να μαθητεύσει τουλάχιστον δύο χρόνια στο αφεντικό του.
• Φασματοπώλης : Oι μικροί έμποροι που φόρτωναν στα γαϊδούρια τους τις διάφορες πραμάτειες τους, και διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους στις γειτονιές.
• Παντοφλάς : Τσαγκάρηδες που ασχολήθηκαν μόνο με παντόφλες, οργάνωσαν εργαστήρια, αλλά έβγαιναν και στη γύρα για το λιανικό κέρδος. Μερικές από τις παντόφλες ήταν ολοκέντητες.
• Μπαλωματής : Τις πρωινές ώρες αλλά και τις απογευματινές έκανε την εμφάνισή του στις λαϊκές συνοικίες ο πλανόδιος μπαλωματής. Είχε κρεμασμένη στον ώμο του μια τσάντα με τα απαραίτητα εργαλεία : σφυριά, σουβλιά, καρφιά, ξυλόπροκες , κόλλα, κομμάτια από λάστιχο (που προερχόταν από παλιές ρόδες αυτοκινήτων) και την απαραίτητη ποδιά για να μην λερώνονται.
• Ομπρελάς : Το επάγγελμα του ομπρελά ήταν ευκαιριακό και εποχιακό. Γυρνούσε στις γειτονιές κουβαλώντας μαζί του παλιές ομπρέλες μισοχαλασμένες, χρήσιμες για ανταλλακτικά. Το ύφασμα που χρειαζόταν για την ομπρέλα το διέθετε η νοικοκυρά.
• Καρεκλάς : Ήταν ο τεχνίτης που γνώριζε να πλέκει με επιδεξιότητα το χόρτο (σάζι) στο ξύλινο πλαίσιο μιας καρέκλας .
• Κοσκινάς : Φρόντιζε να φτιάχνει ο ίδιος τα κόσκινα μια και δεν χρειαζόταν πολλά υλικά και εργαλεία για να γίνει. Μια ψιλή σίτα μία τρυπημένη λαμαρίνα ή ακόμη και ένα δέρμα με τρύπες -ανάλογα για τη δουλειά που το χρειαζόταν η νοικοκυρά.
• Καλαθάς : Με τις συχνές μετακινήσεις του από τους βάλτους στην πόλη, βοήθησαν πολύ στην απελευθέρωσή της, μεταφέροντας μηνύματα, τρόφιμα, πολλές φορές και πολεμοφόδια στους αντάρτες του βάλτου και αργότερα στην κατοχή στα διάφορα άλλα αντάρτικα λημέρια.
• Σκουπάς : Παλιά φορτωνόταν ο σκουπάς όσες σκούπες μπορούσε και γύριζε όλη την ημέρα μέχρι να ξεπουλήσει το εμπόρευμά του. Τις σκούπες τις ετοίμαζε ο ίδιος από μέρες στο σπίτι του με τη βοήθεια της οικογένειάς του, γιατί χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για να γίνει μια σκούπα ή άλλες φορές τις αγόραζε από τους εμπόρους.
• Σταμνάς : Ο σταμνάς προμηθευόταν από νωρίς όλα τα πήλινα είδη, τα απαραίτητα για το νοικοκυριό, όπως στάμνες, πήλινες κατσαρόλες, κιούπια και γλάστρες από τα γύρω καμίνια. Τα φόρτωνε σε κοφίνια και γύριζε στις γειτονιές για να ξεπουλήσει.
• Κρασάς : Το επάγγελμα του κρασά ήταν εποχιακό. Κατά τον Οκτώβριο με τα πρώτα κρύα ήταν έτοιμο το κρασί. Η ποσότητα του κρασιού υπολογίζονταν σε μεταλλικά κύπελα της οκάς ή μισοκάρικα κι ο κρασάς είχε πάντα μαζί του και το δράμι.
• Λαδάς : Αυτός που πουλούσε το λάδι το έπαιρνε από τους εμπόρους, που το έφερναν από τη νότια Ελλάδα μέσα σε κιούπια ή βαρέλια.
• Γαλατάς: Οι πλανόδιοι γαλατάδες κατέβαιναν από τα γύρω χωριά στην πόλη τις πρωινές ώρες ή ακόμη και τις απογευματινέ ανάλογα με την ώρα που έκαναν το άρμεγμα. Οι περισσότεροι φορούσαν τοπικές ενδυμασίες
• Γιαουρτσής : Έβγαινε στην γύρα μετά το ηλιοβασίλεμα και ο λόγος ήταν η προστασία των πελατών του από τις μύγες και το ξύνισμα του γιαουρτιού, μα ακόμη γιατί η γιαούρτη είναι μοναδική για βραδινή τροφή.
• Μπουγατσατζής : Η προετοιμασία της μπουγάτσας γινόταν στο σπίτι του μπουγατσατζή από το απόγευμα της προηγούμενης μέρας. Κατά τις 7 - 8 η ώρα έβγαινε στην πλατεία, συνήθως είχε στέκι στον Βαρδάρη και την πωλούσε στους περαστικούς που πήγαιναν εκείνη την ώρα στη δουλειά τους.
• Χαλβατζής : Οι πλανόδιοι χαλβατζήδες με την ολοστρόγγυλη τάβλα απάνω στο κεφάλι τους, σεργιανούσαν στους δρόμους της πόλης και διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.
• Μαντζουνάς : Ο μαντζουνάς για να ετοιμάσει το νοστιμότατο μαντζούνι που μοσχοβολούσε ξυπνούσε από τη νύχτα. Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ήταν λίγη ζάχαρη, νερό, διάφορα χρώματα, αρώματα, μπαχαρικά και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο.
• Λουκουματζής : Πολύ συχνά σε δρόμους περαστικούς σε στάσεις λεωφορείων ή στους σταθμούς των τρένων, συναντούσε κανείς τον πλανόδιο πωλητη λουκουμιών.
• Κουλουρτζής : Οι μικροπωλητές με τους ταβάδες στο κεφάλι ή με καλάθια, ξεχύνονταν στους δρόμους από τα ξημερώματα και μέχρι τις 10 - 11 το πρωί ξεπουλούσαν. Οι καλύτεροι τεχνίτες κουλουριών ήταν οι Ηπειρώτες.
• Καστανάς : Οι καστανάδες ήταν ντόπιοι και τα κάστανα τα κατέβαζαν με τα ζώα από διάφορες περιοχές το Χορτιάτη, την Καστανιά, το Πήλιο και το Βόλο.
• Σαλεπιτζής : Με την κάτασπρη ποδιά του και το σκούφο, τυλιγμένος στα ζεστά, με τη φουφού αναμμένη, ένα μικρό σκαμνί, το αστραφτερό χάλκινο γκιούμι, τα κουπάκια και το δίσκο διαλαλούσε στους παγωμένους δρόμους το αχνιστό και μυρωμένο σαλέπι.
•Λεμονατζής : Ο λεμονατζής έκανε την εμφάνισή του από τις 10 το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. Ετοίμαζε στο σπίτι του από νωρίς την λεμονάδα, την οποία τοποθετούσε στο κέντρο ενός χάλκινου, γυαλιστερού τραπεζιού και γύρω-γύρω έβαζε πάγο.
• Αυγουλάς : Ο αυγουλάς, φορτώνοντας από to βράδυ ακόμα την πραμάτεια του στο κάρο ή και στον ώμο του πολλές φορές και που αποτελούνταν από αυγά, από κότες και κοκόρια, ανάλογα με τις απαιτήσεις.
• Κρεοπώλης : Κάθε πλανόδιος κρεοπώλης τριγυρνούσε τις γειτονιές το πρωί με το άλογο του, που ήταν φορτωμένο με δύο ξύλινες τάβλες πάνω στις οποίες ήταν κρεμασμένα από καρφιά, κομμάτια κρέας. Το επάγγελμα του πλανόδιου κρεοπώλη το εξασκούσαν κυρίως Έλληνες.
• Πατσατζής : Από πολύ πρωί ο πατσατζής πήγαινε στα σφαγεία για να αγοράσει τα προϊόντα του.
• Ψαράς : Οι ψαράδες ήταν άνθρωποι πνευματώδεις και ετοιμόλογοι. Και τότε και τώρα οι περισσότεροι κατάγονται από τη Σμύρνη.
•Γανωτής : Το επάγγελμα του γανωτή ήταν πολύ παλιό. Στην πλάτη του κουβαλούσε πάντα ένα τσουβάλι για να συγκεντρώσει τα μπακιρικά που ήθελαν γάνωμα. Μέχρι το μεσημέρι μάζευε όλα τα σκεύη και τα μετέφερε στο εργαστήρι του, το χαλκωματάδικο, που ήταν συνήθως στο σπίτι του.
• Ακονιστής : Ο γυρολόγος ακονιστής γυρόφερνε στις γειτονιές φορτωμένος με το ακόνι, ένα χειροκίνητο εργαλείο με ξύλινη βάση που στήριζε πάνω την πέτρα φτιαγμένη κυκλικά, από νερόπετρα, μυλόπετρα.
• Καρβουνιάρης : Ο καρβουνιάρης πήγαινε πρωί πρωί στα καμίνια και φόρτωνε το γαϊδουράκι του με όσα τσουβάλια κάρβουνα άντεχε. Ύστερα γύριζε τις γειτονιές όλη την μέρα και πουλούσε τα κάρβουνα στις νοικοκυρές που τα χρειαζονταν για να μαγειρέψουν το φαγητό.
• Ξυλάς : Τα ξύλα τα μετέφεραν χωρικοί από τα βουνά στις πόλεις. Από δω άρχιζε η δουλειά του ξυλοκόπου που πολλές φορές ήταν δύο και τρεις μαζί. Έκοβαν τα ξύλα σε μικρά κομματάκια με το τσεκούρι και το πριόνι τοποθετώντας κάθετα ανάμεσα στα πόδια τους, ενώ το ξύλο οριζόντια.
• Καλντερμιτζής : Δεν πρόκειται για μεμονωμένους τεχνίτες αλλά για μικρά, έκτακτα, ειδικευμένα συνεργεία του Δήμου που δούλευαν με ημερομίσθιο. Συνήθως δούλευαν κοντά στις ράγες του τραμ και επισκεύαζαν τα φθαρμένα σημεία με κυβόλιθους, σκληρές πέτρες λαξευμένες συνήθως από γρανίτη, κατάλληλες για την οδόστρωση.
• Τουλουπατζής : Οι τουλουπατζήδες ήταν μια ομάδα ανθρώπων, ιδιωτών, που είχαν το στέκι τους μέσα στα Λαδάδικα. Πυροσβέστες ήταν κυρίως Εβραίοι.
• Φαναρτζής : Το επάγγελμα του φαναρτζή λειτούργησε κυρίως στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1935 που αντικατάστησε ο ηλεκτρισμός. Οι φαναρτζήδες ήταν δημοτικοί υπάλληλοι και ήταν επιφορτισμένοι κατά περιοχές με το άναμμα και σβήσιμο των φαναριών που υπήρχαν στους δρόμους.
• Καϊφενές : Ο καφετζής άνοιγε το μαγαζί του πολύ πρωί. Έβαζε την ποδιά του για να περιποιηθεί την πελατεία του.
1.4 Σύγχρονα Επαγγέλματα
Σύγχρονα επαγγέλματα µε προοπτικές
Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα των ερευνών της επιστημονικής οµάδας του πρώην υπουργού και καθηγητή της Οικονομικής της Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλες τις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες διαπιστώνεται ότι όσες εργασίες σχετίζονται µε την υψηλή τεχνολογία, καθώς και µε οικονομικούς, διοικητικούς, τραπεζικούς, εμπορικούς και κατασκευαστικούς τοµείς θα έχουν σταθερή ζήτηση στο άµεσο µέλλον. Εργασίες χειρωνακτικής φύσεως, όπως του ηλεκτρολόγου και του υδραυλικού, αλλά και ειδικότητες των κλάδων της πληροφορικής, των τηλεπικοινωνιών, των κατασκευών, της ναυτιλίας και των µμεταφορών, οι οποίες απαιτούν πτυχίο ανώτατης σχολής, συμπεριλαμβάνονται µέσα στα 50 επαγγέλματα µε τις καλύτερες προοπτικές απασχόλησης για τα επόµενα 10 χρόνια. Συγκεκριμένα, στη χώρα µας ειδικότητες όπως του τεχνικού βιολογικής οικολογικής γεωργίας, αρδεύσεων και ιχθυοκαλλιεργειών, του κηπουρού, του ξυλουργού, του οδηγού ταξί, λεωφορείου ή φορτηγού, του µάγειρα, αλλά και του αρχιτέκτονα, του πολιτικού µμηχανικού και του προγραμματιστή ή τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών θα συνεχίσουν να προσφέρουν θέσεις απασχόλησης. Επίσης, θετικές θα είναι οι προοπτικές για όσους επιλέξουν να µπουν στα Σώµατα Ασφαλείας και στο Στρατό. Αντίθετα, επαγγέλματα όπως του γιατρού, του οδοντιάτρου, τουφαρμακοποιού, του δικηγόρου και του δασκάλου, τα οποία παλιότεραθεωρούνταν ικανά να προσφέρουν πλήρη απασχόληση και καλές αµοιβές, σήµερα εµφανίζονται κορεσμένα. Αρνητικές είναι οι προοπτικές και για τις ειδικότητες οι οποίες συνδέονται µε τις θεωρητικές σπουδές. Σύµφωνα µε την έρευνα που διενεργείται σταθερά τα τελευταία 15 έτη από την επιστημονική οµάδα του κ. Κατσανέβα, οι βασικές αιτίες αυτής της εξέλιξης, μεταξύ άλλων, είναι ο µεγάλος αριθµός αποφοίτων από αντίστοιχες σχολές καθώς και οι διαφοροποιήσεις στην παραγωγή σε συνδυασµό µε τις τεχνολογικές εξελίξεις. «Από τις έρευνές µας προκύπτει η πορεία που θα ακολουθήσουν τα επαγγέλματα, μακροπρόθεσμα, σε επίπεδο ζήτησης», εξηγεί ο κ. Κατσανέβας.«Διαφοροποιήσεις µπορεί να προκύψουν µόνο βραχυπρόθεσμα και αυτό εξαιτίας ενδεχόμενων απρόβλεπτων παραγόντων. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, δηλαδή σε βάθος δεκαετίας, οι προβλέψεις για την προοπτική των διαφόρων ειδικοτήτων επαληθεύονται πλήρως», καταλήγει ο καθηγητής της Οικονομικής της Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Οι ειδικότητες της επιτυχίας ανά κλάδο :
- Γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία και γεωλογία
- Κατασκευές, µμηχανολογία
- Πληροφορική
- Οικονοµία, τράπεζες, διοίκηση
- Νοµικά
- Μεταφορές, ναυτιλία
- Τουρισμός, επισιτισµός
- Καλές και εφαρµοσµένες τέχνες
- Εκκλησιαστικά
Βιβλιογραφία
· Ολυμπίτου Ε., «Τεχνικά επαγγέλματα και εργαστήρια στο Αιγαίο», επιθ. Σύγχρονα θέματα, τευχ. 78-79.
· Ολυμπίτου Ε. 2003, «Τεχνικές και επαγγέλματα. Μια εθνολογική προσέγγιση», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ.1, Αθήνα,
· Ολυμπίτου Ε. 2002, «Παραδοσιακή τεχνολογία και επαγγέλματα» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.
· Ολυμπίτου Ε. 2004, «Δραστηριότητες και επαγγέλματα», στο Σπ. Ασδραχάς, Αν. Τζαμτζής, Τζ. Χαρλαύτη (επιμ.), Ελλάδα της Θάλασσας, Αθήνα.
· Σπαθάρη- Μπεγλίτη Ε. 2002, «Συντεχνίες: μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης των παραδοσιακών τεχνιτών- επαγγελματική συνοχή και κοινωνική αλλληλεγγύη» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.
· Σπαθάρη-Μπεγλίτη Ε. 2002, «Αρχιτεκτονική-Γλυπτική–Ζωγραφική», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι, Τόμ. Β, ΕΑΠ, Πάτρα.
www.wikipedia.com
O καρεκλάς
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών ή καλαμιών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών.
Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, τα καρεκλάκια που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
ο Νερουλάς
Ο νερουλάς στα χωριά έπρεπεΟ νερουλάς ν’ ανέβει στο βουνό να φτιάξει αυλάκια, για να έρχεται το νερό στα χωράφια για να ποτίσουν οι γεωργοί. Στην πόλη όταν τον συναντούσες είχε φορτωμένο το ζώο με γκούμια γεμάτο νερό.
Άλλες πάλι φορές ξεκινούσε πρωί πρωί φορτωμένος στους ώμους με δυο τενεκέδες που κρέμονταν σε ένα καμπυλωτό ξύλο. Πήγαινε στις κοινόχρηστες βρύσες, γέμιζε τους τενεκέδες και τους πήγαινε στα σπίτια των πελατών του. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια την ημέρα και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε ως το 1930, οπότε ιδρύθηκε ο Ο.Υ.Θ που εφοδίασε τα σπίτια με το πολύτιμο νερό.
Ο κτίστης
Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.
Ο Ομπρελάς
Ο ομπρελάς περνούσε από τις γειτονιές με τα εργαλεία του και επιδιόρθωνε τις χαλασμένες ομπρέλες.Αυτό τότε γινόταν γιατί ο κόσμος δεν είχε αρκετά χρήματα ώστε να αγοράζει ομπρέλες, όταν αυτές χαλούσαν.Η επιδιόρθωση τον ομπρελών στοίχιζε πολύ λίγα χρήματα και έτσι ο κόσμος δεν τις πετούσε και απλά τις έφτιαχνε.Πρακτικός τεχνίτης ο ομπρελάς κουβαλούσε μαζί του παλιές μισοχαλασμένες ομπρέλες από τις οποίες έπαιρνε τα ανταλλακτικά που του χρειάζονταν.
Γύριζε πόλεις και χωριά και διόρθωνε μ’ αυτά τις χαλασμένες ομπρέλες. Για εργαλεία του είχε μια τανάλια, ένα ψαλίδι, μια πένσα και σύρμα. Μ’ αυτά και με τη φαντασία του έκανε θαύματα.Όταν η ομπρέλα καταστρεφόταν τελείως και δεν μπορούσε να επισκευασθεί, τότε έπαιρναν τα ακτινωτά χαλύβδινα ελάσματα (μπαλένες) τα λιμάρανε στην άκρη και φτιάχνανε βελόνες, με τις οποίες πλέκανε οι νοικοκυρές κάλτσες και φανέλες.Τίποτε δεν άφηναν τότε οι άνθρωποι να πάει χαμένο.
Ο Αγγειοπλάστης
Η αγγειοπλαστική είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναπτύχθηκαν στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην Κρήτη, το επάγγελμα του αγγειοπλάστη ασκούνταν κυρίως σε περιοχές, όπου υπήρχε το κατάλληλο χώμα αγγειοπλαστικής και όπου υπήρχε τεχνική αγγειοπλαστική παράδοση. Τέτοιες περιοχές ήταν ορισμένα χωριά της επαρχίας Ιεράπετρας και Πεδιάδας και προ πάντων στο χωριό Θραψανό Πεδιάδας Ηρακλείου, όπου όλοι οι κάτοικοι άντρες, γυναίκες και παιδιά ασχολούνταν με την αγγειοπλαστική από πάρα πολύ παλιά χρόνια.
Οι αγγειοπλάστες κατασκεύαζαν όλα εκείνα τα πήλινα χρηστικά αντικείμενα για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων που απαιτούσε η οικιακή χρήση. Ενδεικτικά, μερικά από τα αντικείμενα αυτά ήταν τα πήλινα πιάτα, τα ταψιά, τα τσικάλια, η στάμνα, το σταμνί και πολλά ακόμα.Τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες να αποθηκεύουν τα προϊόντα τους όπως το κρασί,το λάδι, το μέλι, το νερό,τα όσπρια αλλά και για την ικανοποίηση άλλων αναγκών των νοικοκυριών.
Ο Αγιογράφος
Ο Αγιογράφος Βυζαντινών Εικόνων και Τοιχογραφιών διακοσμεί με Αγιογραφίες τους τοίχους των Εκκλησιών καθώς επίσης φιλοτεχνεί βυζαντινές εικόνες. Ο Αγιογράφος ασχολείται συγκεκριμένα με την απεικόνιση ενός σχεδίου εικόνας ή αγιογραφίας, την σκιαγράφηση του προσώπου, τις αναλογίες, τα χρώματα, τα ενδύματα, το φωτισμό, την κατασκευή σε τελάρο, την αντιγραφή του σχεδίου, την αποτύπωση των σχεδίων, το χρύσωμα και τις λεπτομέρειες. Ασχολείται επίσης με τη συντήρηση των αγιογραφιών και εικόνων. Παράλληλα, έχει γνώσεις των βασικών αισθητικών εννοιών της ζωγραφικής (μορφή, φόντο, μοτίβο, ρυθμός, μέτρο, αρμονία, ισορροπία κλπ.) αλλά και των ιδιαιτεροτήτων σχεδίασης και διακόσμησης της θρησκευτικής θεματολογίας και της Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Οι σκαλιστάδες
Οι σκαλιστάδες: Είναι οι ξυλογλύπτες από το Μέτσοβο, τα πράμαντα, Τούρναβα Κόνιτσας με τα εκπληκτικά εκκλησιαστικά τους ξυλόγλυπταπου σώζονται ως σήμερα. Ξυλόγλυπτα έργα για οικιακή διακόσμηση ταβάνια, κασέλες κ.α.
Ο Σιδεράς
Οι σιδεράδες είναι οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν στο αμόνι σιδερένια εργαλεία, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές, αλλά και διάφορα σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά, μάσιες, μεντεσέδες. Την τέχνη του σιδερά που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία, αλλά και οργανωμένο εργαστήριο, την μάθαιναν οι νέοι μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή τη μαθητεία.
Είχαν ένα μεγάλο φούρνο όπου φυσούσαν με μια φυσούνα ώστε να κρατάνε τη φωτιά αναμμένη και σε ψηλή θερμοκρασία. Σ΄ αυτή τη φωτιά ζέσταιναν τα σίδερα για να τα κάνουν πιο εύπλαστα και στη συνέχεια τα έπιαναν με μια μεγάλη τανάλια και τα έβαζαν πάνω στο αμόνι.Το αμόνι ήταν μια μεγάλη σιδερένια βάση πάνω στην οποία έβαζαν τα σίδερα που θα επεξεργάζονταν. Εκεί χτυπούσαν το κοκκινισμένο από τη φωτιά σίδερο μ΄ ένα μεγάλο σφυρί και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή. Απαιτούσε δύναμη από το σιδερά γιατί δούλευε με τα σίδερα που ήταν βαριά κι ακόμα ήταν συνέχεια δίπλα στη φωτιά και ζεσταινόταν και γέμιζε και με μουντζούρες
Ο Καστανάς
Ο Καστανάς ήταν εποχιακό επάγγελμα. Ξεκινούσε τη δουλειά του στις αρχές του Φθινοπώρου και δούλευε μέχρι το τέλος του Χειμώνα. Είναι από τα λίγα παραδοσιακά επαγγέλματα που δεν τα εξαφάνισε ο χρόνος και η «εξέλιξη».
Μόλις έπιαναν τα πρωτοβρόχια ο Καστανάς ετοίμαζε τη Φουφού, προμηθεύονταν τα κάστανα κι έπιανε τη γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου.Η Φουφού (φορητό μαγκάλι) ήταν τσίγκινη και στρογγυλή, χωρισμένη συνήθως σε τρία μέρη, όπου τοποθετούσε κατά μέγεθος τα κάστανα. Κάθε μέγεθος και διαφορετική τιμή. Μέχρι να πυρώσει η φωτιά, χαράκωνε μ’ ένα μαχαίρι τα κάστανα και ύστερα τα ΄ριχνε στη Φουφού να ψηθούν.
Τα κάστανα ήταν συνήθως βολιώτικα ή απ΄ το Χορτιάτη. Καθισμένος σ΄ ένα χαμηλό σκαμνάκι ο Καστανάς περίμενε την πελατεία του σκαλίζοντας τη φωτιά. Μόλις άρχιζαν να σκάζουν τα κάστανα, έπιανε τη μασιά και τα γύριζε απ’ την άλλη μεριά.Αφού ψήνονταν τα απομάκρυνε από τη Φουφού. Έπιανε τότε την τσιμπίδα ο Καστανάς και γέμιζε το χωνάκι που είχε φτιάξει από παλιές εφημερίδες.
ΤΡΟΧΙΣΤΗΣ
Ο άνθρωπος αυτός ήταν απαραίτητος στα σπίτια που είχαν για ακόνισμα μαχαίρια, πριόνια, κόσες, κόφτρες, τσεκούρια, ψαλίδια κι άλλα κοπτικά εργαλεία. Η δουλειά του ήταν να τα γυαλίζει και να τα ακονίζει μέχρι που να κόβουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, την μύγα στον αέρα.
Τα σύνεργα του ακονιστή ήταν ο τροχός κι οι ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν σμυριδόπετρα, που έβγαινε στον Κόρωνο και σ’ άλλες περιοχές της Νάξου.
Αυτός λοιπόν ο τροχός ήταν ή από συμπαγή σμυρίδα ή από σμυριδόσκονη συμπιεσμένη. Τον τροχό αυτό ο τροχιστής τον είχε τοποθετημένο σε άξονα. Ο άξονας στηριζόταν σε 2 βάσεις. Οι 2 αυτές βάσεις ήταν στο μισό ύψος του ανθρώπου. Ο σμυριδοτροχός γύριζε, όταν ο τροχιστής με το πόδι κινούσε τον πατητήρα. Αυτός έδινε την κίνηση στον τροχό με το ίδιο σύστημα, που μια ραπτομηχανή κινεί τον τροχό που είναι δίπλα από τα βελόνια. Με την στροφή και κίνηση του τροχού, ο τροχιστής ακουμπούσε με κατάλληλη κίνηση το μαχαίρι στον τροχό.
Το ακόνι πάλι, που κρατούσε ο τροχιστής, ήταν μια πλάκα από σκληρή πέτρα που πάνω της έτριβε το μαχαίρι για να ακονιστεί.
Ο ακονιστής γύριζε στις γειτονιές και φώναζε:
-Τροχόοοοος… τροχιστής. Εδώ ο καλός τροχιστής! (Τροχιστής ή τροχατζής)
Ο κουρέας
Η περιποίηση των μαλλιών αποτελούσε φροντίδα του ανθρώπου, ενώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τη δύναμη της ζωής στα μαλλιά. Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα και στα κουρεία σύχναζαν αργόσχολοι που τους άρεσε να φλυαρούν και να σχολιάζουν τα κοινωνικά. Το επάγγελμα του κουρέα δεν είναι μόνο επάγγελμα, αλλά είναι επάγγελμα καλλιτεχνικό, γιατί αν το σκεφτούμε και αν το προσέξουμε είναι για τον καλλωπισμό και την ομορφιά. Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά και νησιά της Δωδεκανήσου.Τα πρώτα χρόνια τα μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν μπορούμε να πούμε πως ήταν πρωτόγονα.
Οι μηχανές ήταν χειροκίνητες. Το ξύρισμα γινόταν με ξυράφια που ήταν μεγάλες ατσάλινες λεπίδες. Αυτές τις ακόνιζαν και τις περνούσαν από δερμάτινο λουρί. Τις απολύμαιναν σε ένα δοχείο με οινόπνευμα. Με ένα πινέλο έτριβαν το σαπούνι μέσα σε δοχείο με ζεστό νερό και έκαναν σαπουνάδα. Την έβαζαν στα γένια για να μαλακώσουν, ενώ δίπλα σε μια πρόκα, είχε καρφφωμένα χαρτάκια για να σκουπίζει τις σαπουνάδες.Μετά το ξύρισμα το μόνο καλλυντικό που υπήρχε ήταν η κολόνια λεμόνι και το μπριολ, κάτι σαν αρωματικό. Διέθετε μπριλ κρήμ για το κράτημα των μαλλιών και είχε γνώσεις για την τριχόπτωση και την περιποίηση του σβέρκου με βδέλλες.Μετά από χρόνια η τεχνολογία προχώρησε αρκετά. Βγήκαν ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές. Τα ξυράφια αντικαταστάθηκαν από ξυραφάκια που μπαίνουν σε προσθήκη. Το ξύρισμα γινόταν με αφρό ξυρίσματος. .Οι απολαβές δεν ήταν ικανοποιητικές πριν από 60 χρόνια περίπου. Χρειαζόταν και κάποια άλλη δουλειά. Για αυτό τον λόγο οι κουρείς συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες. Μέχρι τη δεκαετία του '30 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία.
Ο Αλμπάνης
(από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε.Το πετάλωμα ή καλίγωμα, από τον αυτοδίδακτο πεταλωτή, γίνονταν κάθε τρεις ή έξι μήνες. Ο πεταλωτής έδενε το ζώο και με την τανάλια έβγαζε τα παλιά πέταλα, έκοβε με το μαχαίρι το νύχι που περίσσευε και το καθάριζε.Ζέσταινε τα πέταλα και τα κάρφωνε προσέχοντας ώστε το καρφί να μπει στο ξερό μέρος του ποδιού για να μην πληγωθεί το ζώο. Το επάγγελμα του πεταλωτή έξασκούσαν κυρίως "γύφτοι" ή Τσιαγγάνοι.
Δερματέμπορας
Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα.Στη συνέχεια τα καθάριζε,τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι,και μετά τα τέντωνε τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή βρωμίσουν.Όταν συγκέντρωνε αρκετά τα πήγαινε στον μεγαλέμπορα,ο οποίος τα προωθούσε στα εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων,τα Βυρσοδεψεία.Από τα ακατέργαστα δέρματα πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά,άλλα τα έκαναν τύμπανα η νταϊρέδες άλλα παπούτσια,τσαρούχια,και αν ήταν από γουρούνια τα έλεγαν γουρνουτσάρχα.
Κεντήστρα
Κεντήστρα είναι η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τη δημιουργία κεντημάτων, που ζει από το κέντημα, κεντώντας.
Γυρολόγος (Πραματευτής)
- Γυρολόγος (Πραματευτής): Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
- Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.
Τσαρουχοποιός
Για να φτιαχτούν τα τσαρούχια, οι τσαρουχοποιοί έπαιρναν το αποτύπωμα του δεξιού ποδιού του πελάτη, βάζοντας ένα χαρτί στο πάτωμα και ακουμπούσαν το πόδι πάνω σε αυτό. Με το μολύβι έκαναν το περίγραμμα του πέλματος και στη συνέχεια με τη μεζούρα μετρούσαν το μήκος και το φάρδος του ποδιού στα δάχτυλα και στο κουτουπιέ.Στη συνέχεια ετοιμάζανε το καλοπόδι, όπου για τα τσαρούχια ήταν ειδικά, μπροστά στα δάχτυλα είχαν ένα μικρό βαθούλωμα και η μύτη ήταν γυριστή προς τα επάνω. Κόβανε πάνω στο καλοπόδι τον πάτο, όπου ήταν από χοντρό δέρμα. Μουσκεύανε τον πάτο μέσα σε ένα κουβά με νερό για δέκα λεπτά περίπου, το βγάζανε και το στραγγίζανε καλά. Στη συνέχεια το καρφώνανε κάτω από το πέλμα του καλοποδιού. Αν περίσσευε χρησιμοποιούσαν τη φαλτσέτα και το φέρνανε ίσα με το καλοπόδι. Μετά βγάζανε σε χαρτί το στάμπο, δηλαδή το πατρόν. Σύμφωνα με το στάμπο κόβανε στη συνέχεια σκληρή βακέτα και με τη μανταριστική τανάλια, τη μοντάρανε επάνω στο καλοπόδι, πιάνοντάς την από κάτω με καρφιά.Για να στερεωθεί καλά ο πάτος, κόβανε μια λεπτή λουρίδα από δέρμα δυο πόντους φάρδος και τη στερεώνανε γύρω γύρω από τον πάτο με ξυλόπροκες. Στη συνέχεια παίρνανε διάφορα κομμάτια από δέρμα και γέμιζαν τη γούβα που είχε δημιουργηθεί στον πάτο. Τα καρφώνανε και αυτά με ξυλόπροκα και τα φέρνανε σε μια ευθεία.
Μετά ακολουθούσε η κατασκευή της σόλας. Κόβανε πάλι με χαρτί ένα στάμπο σύμφωνα με το πέλμα του πελάτη και πάνω σε αυτό κόβανε τη σόλα από χοντρό δέρμα. Τη βάζανε για ένα τέταρτο στο νερό να μουσκέψει και αφού τη στραγγίζανε καλά, φτιάχνανε πρώτα με τον κατσαπρόκο (ένα κοντό σουβλί) τρύπες ολόγυρα στο πέλμα και ύστερα τη στερεώνανε στο πέλμα του καλοποδιού με ξυλόπροκες. Αφήνανε τα τσαρούχια κανά δυο ώρες να στεγνώσουν και ύστερα άρχιζε η κατασκευή των τακουνιών.Τα τακούνια φτιάχνονται και αυτά με κομμάτια δέρμα που τα καρφώνανε πάλι με ξυλόπροκες. Από έξω βάζουνε ένα μονοκόμματο δέρμα που το καρφώνουνε με μεταλλικά μυτάκια πλατυκέφαλα.Στη συνέχεια φτιάχνανε το μπροστινό μέρος του τσαρουχιού όπου κόβανε ένα σκληρό δέρμα και αφού το βρέχανε πρώτα, το μοντάρανε στη μύτη δημιουργώντας μια κυκλική καμπύλη.Καθώς αφήνανε τα τσαρούχια να στεγνώσουν, ετοίμαζαν τη φούντα. Η φούντα ήταν από μάλλινα νήματα, τη ράβανε πάνω στο τσαρούχι με τσαρουχόραμμα (χοντρό σπάγκο) και με το ψαλίδι την ψαλίδιζαν για να της δώσουν ωραίο σχήμα.Τέλος καρφώνανε στο πέλμα τις πρόκες και στο τακούνι και στη μύτη βάζανε μεταλλικά πέταλα. Όταν στέγνωναν τα τσαρούχια, τα γυαλίζανε με βερνίκι και βάζανε καραμπογιά γύρω από τη σόλα. Ύστερα με τον ειδικό γάντζο τραβούσανε το καλοπόδι, λειαίνανε εσωτερικά με το εργαλείο τις ξυλόπροκες για να μην ενοχλούν τον πελάτη και περνούσανε εσωτερικά ένα λεπτό δέρμα.
Χαμάληδες
Οι χαμάληδες ή αχθοφόροι αναλάμβαναν τη χειρωνακτική μεταφορά φορτίων σε μικρές σχετικά αποστάσεις (συνήθως από το ένα κτίριο στο άλλο, ή από τις αποθήκες, από και προς το λιμάνι, για φόρτωση και εκφόρτωση των πλοίων). Στη Λέσβο, το επάγγελμα του χαμάλη ήταν κατοχυρωμένο και ελεγχόταν από τα τοπικά σωματεία: «Λεμβούχων», «Ξηράς», «Λιμένος» και «Ελαίου και Σαπώνων». Το κάθε σωματείο ήταν υπεύθυνο για τη μεταφορά ορισμένων (συχνά διαφορετικών) προϊόντων (ή παλαιότερα και επιβατών από και προς τα πλοία), ενώ μερικές φορές οι δραστηριότητές τους ήταν οριοθετημένες και κατανεμημένες και ως προς διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες κάθε περιοχής.
Σαλεπιτσής
Ένας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής είναι ο σαλεπιτζής. Στην τουρκική γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci ο παρασκευαστής και ο πωλητής του ποτού , ο σαλεπιτζής. Ο σαλεπιτζής φοράει μια κάτασπρη ποδιά και σκούφο. Είναι τυλιγμένος στα ζεστά , με τη φουφού αναμμένη, ένα μικρό σκαμνί, το αστραφτερό χάλκινο γκιούμι, τα κουπάκια και το δίσκο και διαλαλεί στους παγωμένους δρόμους το αχνιστό και μυρωμένο σαλέπι. Οι περισσότεροι σαλεπιτζήδες είναι μικρασιάτες.
Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς διάφορων ορχεοειδών.Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ποτό είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του.Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διαλέγει με βάση τις περιοχές που σύχναζαν οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα [οικοδόμοι, εργάτες κ.α.].
Το επάγγελμα του σαλεπιτζή είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται. Όμως θα έλεγα πως τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτελούσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου ’’καφενείου’’ όπου οι θαμώνες είχαν την ευκαιρία να ενημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους.
Ο Γανωματής
Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι), ο κασσιτερωτής= καλαϊτζής. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ.Η φωνή του πλανόδιου γανωτή, τραχιά και δυνατή θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων τους πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής», μα δεν ακούγεται πια στις γειτονιές της Αθήνας. Στις αρχές του 20ού αι. ο γανωτζής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά τo σκεύoς, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονιές της πόλης ή του χωριούι.Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα ΓΑΝΩΝΩ και μάλιστα από το αρχαίο ρήμα ΓΑΝΩ = δίνω λάμψη... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.
ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ
Ήταν ο πλανόδιος τεχνίτης, ο γυρολόγος, που έχει ως επάγγελμα να ακονίζει (να κάνει πιο κοφτερά) διάφορα όργανα (ψαλίδια, μαχαίρια). Αλλιώς λεγόταν τροχιστής. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να του δίνουν για "φρεσκάρισμα" εκείνα τα όργανα που δεν έκοβαν πια καλά.
ΕΡΓΑΛΕΙΑ: τροχός, λίμα.
Η Μαμή
Η μαμή, όπου κι αν ήταν ή ό,τι κι αν έκανε, ήταν υποχρεωμένη από καθήκον, να τρέξει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη κι ανήμπορη γειτόνισσα, να ξεγεννήσει. Την ξάπλωνε στο δωμάτιο του σπιτιού κι αν το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο, στην άκρη του σπιτιού ετοίμαζε με 2 λιόπανα το χώρισμα. Εκεί, αν ήταν και νύχτα, συνέπασχαν όλοι μαζί. Κανείς δεν κοιμότανε. Ήταν όλοι στο πόδι. Ο ένας να ανάψει τη φωτιά, ο άλλος την
λάμπα, ο άλλος να ετοιμάσει τα ζωντανά κι ο άλλος να ετοιμάσει το φαγητό. Σωστός συναγερμός.Η μαμή παρακολουθούσε και βοηθούσε ψυχολογικά την γυναίκα που θα γένναγε. Της άλλαζε στάσεις, της έσπρωχνε την κοιλιά και τέλος, μόλις άρχιζε να φαίνεται το παιδί, με χίλιες δυο προφυλάξεις, το τράβαγε σιγά-σιγά για να το βγάλει στο φως της μέρας.Όταν έκοβε τον αφαλό, τον έδενε κόμπο ή με σχοινί, που το αποστείρωνε με χαλκό ή καυτό λάδι. Όσο για το ύστερο, που τώρα λέγεται πλακούντας, περίμενε τη φύση να το τακτοποιήσει. Το έκοβε με μεγάλη προσοχή και το έθαβε στη γη, για να μην το φάνε τα σκυλιά. Έβγαζε το μωρό και το σήκωνε ψηλά. Του καθάριζε τη μύτη και το φύσαγε να πάρει την πρώτη αναπνοή.Ετοίμαζε το πρώτο μπάνιο, τα χαμομήλια και τα σκουτιά (=ρούχα) για να το τυλίξει.Μετά τα γεννητούρια και εφ’ όσον όλα πήγαιναν καλά, η οικογένεια δώριζε στη μαμή ένα σαπούνι, ένα ψωμί και χρήματα. Η μαμή του χωριού δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ήταν μια απλή & αγράμματη γυναίκα, που έμαθε την τέχνη απ’ τη μάνα της κι απ’ τις γριές του χωριού. Το ίδιο πράγμα έκανε κι αυτή. Παρέδιδε τις γνώσεις της και τις εμπειρίες της, στις επόμενες.
Ο Μπαλωματής
Στις γειτονιές του Κέντρου δούλευαν γιατί οι χωματόδρομοι και το παιχνίδι στις αλάνες τρύπαγαν τις σόλες των παπουτσιών και έτρωγαν τα τακούνια.Καθότανε στο σκαλοπάτι του πελάτη με το σιδερένιο καλαπόδι.Σφυρί...τανάλια....καρφιά...ξυλόκαρφα...πέταλα για μπρός πέταλα για πίσω και παλιές σόλες από παλιά παπούτσια για να κόβει κομμάτια-μπαλώματα και να σου προστατεύειτην κάλτσα που ακούμπαγε στο χώμα.Όταν τελείωνε το παπούτσι θύμιζε άρβυλο θωρακισμένο.Με τα πέταλα στα πλακάκια και τα μωσαϊκά πολλές φορές.Δεν είχε σημασία αρκεί να κρατήσουν τα παπούτσια που δεν αγόραζες εύκολα κάθε χρόνο.Παπουτσοθήκες δεν είχαν εφευρεθεί γιατί τρία άτομα στην οικογένεια είχαν τρία ζευγάρια παπούτσια και όχι 23 όπως σήμερα.
Ο Μεταπράτης
Μεταπράτης: Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος.
Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.
Οι Λουκουματζήδες
έκαναν τα λουκούμια. Χρησιμοποιούσαν αλεύρι, ζάχαρη, μαστίχα και μεταξύ αυτών άλλα υλικά και διάφορες αρωματικές ουσίες όπως βανίλια, κανέλα κ.α. Έβαζαν επίσης και χρωστικές ουσίες για να γίνονται πιο εμφανίσιμα. Τα αμύγδαλα και τα φουντούκια που βάζουν μέσα σήμερα είναι νεόφερτες και ξενόφερτες εφευρέσεις. Τα πιο γνωστά στο πανελλήνιο είναι τα Συριανά και τα Πατρινά.Η λουκουμόσκονη ήταν τριμμένη ζάχαρη που περιείχε αρκετή ποσότητα αλεύρου. Τα λουκούμια για να μην κολλούν μεταξύ τους, πασπαλίζονται με αυτή την σκόνη.Το λουκούμι, για πολλά χρόνια, στα καφενεία αποτελούσε ο καλύτερο κέρασμα και το πιο γλυκό έπαθλο του νικητή στην κολιτσίνα. Μετά τις παρελάσεις, οι κοινοτάρχες μοίραζαν λουκούμια στους μαθητές.
Ο Αγωγιάτης
Μέχρι τη δεκαετία του '30 δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα στην πατρίδα μας και η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Τα διάφορα προϊόντα μεταφέρονταν με ζώα από τους αγωγιάτες. Δεν έγραφαν, φυσικά, πουθενά «ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ», όμως, ο κόσμος τους ήξερε. Είχαν την πιάτσα τους, είτε σε χωριό είτε σε πόλη, σε μέρη που μπορούσαν να τους βρουν.Κάθε αγωγιάτης είχε 4-5 ζώα, κυρίως μουλάρια που είναι μεγαλύτερης αντοχής, κι ένα άλογο, που ήταν...επικεφαλής του καραβανιού. Διάλεγαν γερά ζώα, λεβέντικα, να μην έχουν παράξενα χούγια. Μ' αυτά γίνονταν οι μεταφορές των προϊόντων από τόπο σε τόπο, αλλά πολλές φορές και οι μεταφορές αρρώστων από απομακρυσμένα μέρη στις πόλεις, όπου υπήρχαν γιατροί και νοσοκομεία.
Μετέφεραν τα πάντα με τα ζώα. Ξύλα, πέτρες, κάρβουνο, ασβέστη, τσιμέντο, σίδερα, γεωργικά προϊόντα, λάδι, είδη μπακαλικής κά , όπως, επίσης, και νοικοκυριά. Για το φόρτωμά τους, χρησιμοποιούσαν κοφίνια. ξύλινα κασόνια. σακιά, τσουβάλια κλπ, ανάλογα με τα προϊόντα που μετέφεραν. Τα φόρτωναν ισομερώς στα πλαϊνά του ζώου, δένοντας τα με σχοινιά. Δρόμοι πολλοί τότε δεν υπήρχαν και οι αποστάσεις ήταν μακρινές. Μια απόσταση 50 χιλιομέτρων την έκαναν σε 9-10 ώρες, γιατί μετά από κάποια χιλιόμετρα έπρεπε να ξεκουραστούν τα ζώα, να ξεκουραστεί και ο αγωγιάτης που τις περισσότερες φορές πήγαινε πεζός, για να μην τα κουράσει με το βάρος του. Για να τα ξεκουράσουν, τα ξεφόρτωναν απ' το φορτίο τους κι αμέσως έτριβαν το κορμί τους με άχυρο για να στεγνώσουν απ' τον ιδρώτα. Έπειτα γέμιζαν με ταγή (τροφή) τον τορβά που κρέμονταν μπροστά στο στόμα τους και συνέχιζαν. Αν η παραγγελία ήταν μεγάλη, χρησιμοποιούσαν περισσότερα ζώα. οπότε το ταξίδι γινόταν ακόμα πιο δύσκολο Πολλές φορές, για να κάνουν πιο σύντομη την απόσταση, χρησιμοποιούσαν στενά και απότομα μονοπάτια, δένοντας με σχοινί το ένα ζώο πίσω από το άλλο.
Η αμοιβή του αγωγιάτη ήταν γενικά καλή για εκείνα τα χρόνια. Η δουλειά, όμως, δύσκολη και εξαντλητική.Αργότερα, όταν το οδικό δίκτυο κάπως βελτιώθηκε, τα ζώα αντικαταστάθηκαν από μεταφορικές άμαξες (κάρα) που τις έσερναν ζευγάρια βοδιών, που σήμερα δώσανε τη θέση τους στα φορτηγά αυτοκίνητα.
Ο Καροποιός
Οι καροποιοί ήταν κατασκευαστές και επισκευαστές κάρων – αμαξών. Η καροποιεία ήταν ακμάζουσα προπολεμικά αφού η διακίνηση όλων των προϊόντων και πολλές γεωργικές εργασίες γινόντουσαν με κάρα.
Ο Καραγωγός
Οι Καραγωγοί ήταν οι ιδιοκτήτες – οδηγοί των δημοσίας χρήσεως κάρων. Εκεί που είχε ιδιαίτερο χρώμα η δουλειά, η κίνηση και η παρουσία των κάρων ήταν το καλοκαίρι που μετέφεραν αδιάκοπα τα προϊόντα. Κι επειδή το ταξίδι ήταν μακρινό, κουραστικό και συχνά με κινδύνους, πήγαιναν πολλοί μαζί. Ολόκληρες φάλαγγες τραβούσαν μέσα σε κακούς και γεμάτους λακκούβες δρόμους. Όταν έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού κατάκοποι, όσοι δεν είχαν μεγάλο φορτίο για το χωριό (αλεύρια, μακαρόνια, μπακαλιάρους κλπ), κοιμόντουσαν πάνω στο κάρο και μόνο η «πίστη» και η φρονιμάδα του αλόγου τους, τους έφερνε ασφαλείς στο σπίτι τους.
Ο Αλετράς
Η επαγγελματική ενασχόληση με την κατασκευή αλετριών, έχει άμεση σχέση με τις αυξημένες γεωργικές ανάγκες της περιοχής, ιδιαίτερα στο παρελθόν. Η συνεισφορά, του κάθε αλετράρη στη γεωργική παραγωγή ήταν καθοριστική, γ’ αυτό και σαν επάγγελμα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ο αλετράρης αναλάμβανε, είτε την εξ’ ολοκλήρου κατασκευή αρότρου, είτε την επιδιόρθωση διαφόρων μερών του αρότρου, που έχουν καταστραφεί. Το μέτρο της επιτυχίας κατασκευής ενός αρότρου, μετριόταν από την ικανότητά του να ισορροπεί στη γη. Σε περίπτωση που ένα άροτρο παρουσίαζε αστάθεια, τότε θα κούραζε υπερβολικά το γεωργό.
Τα βασικότερα μέρη ενός αλετριού, ήταν η «βούλα», το «ποδάριν» και η «σπάθη», η οποία συγκρατεί με τέτοιο τρόπο τα δυο προηγούμενα μέρη, ώστε να σχηματίζουν αμβλεία γωνία. Το «ποδάριν», αποτελεί το ξύλινο κομμάτι της κατασκευής, όπου στηρίζεται σε οριζόντια θέση το υνί, το οποίο σκίζει τη γη. Η «βούλα» είναι ένα κομμάτι χοντρού και καμπύλου ξύλου, του οποίου η μια πλευρά του στερεώνεται σχεδόν στην άκρη του «ποδαριού». Τα υπόλοιπα μέρη του αρότρου προσαρμόζονται στη «βούλα» και στο «ποδάριν» ανάλογα με τη χρήση τους.Ο αλετράρης διαμόρφωνε το κάτω μέρος της «βούλας», ανάλογα με τη χρήση που επιθυμούσε να δώσει στο αλέτρι. Το αλέτρι άλλοτε ήταν κατάλληλο για σπορά και άλλοτε κατάλληλο για καλλιέργεια της γης. Ο αλετράρης, επιπλέον πρόσεχε το βάρος του αρότρου, εφόσον από αυτό εξαρτιόταν πόσο βαθιά θα κατάφερνε το υνί να εισχωρήσει στη γη.Ένα άλλο από τα σύνεργα του γεωργού, που έφτιαχναν οι αλετράδες ηταν Η σβάρνα, φτιαγμένη από ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που δόνονταν πίσω από τα ζώα για να στρώσουν το χώμα μετά ο όργωμα. Ακόμα για το αλώνισμα το καρπόφτυαρο, το καρπολόι και το δικούλι, (όλα ξύλινα), το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι).Αναμφίβολα, το επάγγελμα του αλετράρη αποτελούσε ένα από τα επαγγέλματα, τα οποία είχαν σημαντική συνεισφορά σε μια γεωργική περιοχή. Η διάρκεια ζωής του επαγγέλματος του αλετράρη, κρίθηκε καθοριστικά από την εκμηχάνιση της γεωργία
Ο Λατερνατζής
Ο λατερνατζής είναι ένας επαγγελματίας με διπλή ιδιότητα. Είναι ο κατασκευαστής της λατέρνας σε πρώτο στάδιο και σε δεύτερο ο τραγουδοθέτης, να το πω έτσι. Ο τραγουδοθέτης (σταμπαδόρος) μπορεί να είναι ο εκτελεστής, δηλ. ο παίκτης.Η λατέρνα είναι ένα δύσκολο όργανο, γιατί οι νότες βγαίνουν από μεταλλικά ελάσματα, που είναι τοποθετημένα στη σειρά σαν δόντια χτένας. Απέναντι από τα ελάσματα περιστρέφεται ένας κύλινδρος, που πάνω του είναι τοποθετημένα αντίστοιχα καρφιά. Αυτά τα καρφιά, κατά την περιστροφή του κυλίνδρου χτυπούν ή κινούν τα ελάσματα κι αυτά παλλόμενα αποδίδουν τον ήχο. Τα ελάσματα αυτά ανάλογα με το είδος του μετάλλου και του μεγέθους τους, όταν κρούονται δίνουν διαφορετικό ήχο ή νότα. Έτσι λοιπόν κάθε νότα συνδυασμένη με τις λοιπές, βγάζει τραγούδι. Το κάθε τραγούδι που θα παίξει η λατέρνα είναι πρωτοτοποθετημένο, σαν νότες, στον κύλινδρο κι όταν σφυράκια ή καρφιά χτυπούν τα ελάσματα βγαίνει το τραγούδι. Αν πάλι κάνει γρήγορα, το τραγούδι βγαίνει σε γρήγορο ρυθμό. Έτσι ο λατερνατζής, σαν καλός ακουστής, συνδυάζει κίνηση και ήχο. Εάν τώρα θέλει να ακούσει άλλο τραγούδι, αλλάζει σκάλα, για να παιχθεί το επόμενο και ούτω καθ’ εξής.
Οι λατέρνες είναι ή φορητές ή πάνω σε καρότσι. Η εξωτερική τους διακόσμηση είναι γούστο του ιδιοκτήτη.Ένα άλλο είδος λατέρνας είναι η ΡΟΜΒΙΑ. Αυτή είναι βασισμένη στις ίδιες αρχές, αλλά έχει πιο μεγάλες διαστάσεις και διαφορετικό ήχο. Είναι, σαν να λέμε, το αρμόνιο με το πιάνο.Τα όργανα αυτά προέρχονται από την Ανατολή.Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιμοποιείται μόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά μεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές. Είναι ένα όργανο που δημιούργησε πολλά συναισθήματα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόμα και σήμερα. Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όμως και πολλά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να την περιθωριοποιήσουν. Επίσης πρόβλημα στην μελέτη της δημιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε μια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος μπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπημένες μελωδίες.
Ο Ρινιαστής
ΕΡΙΝΟΙ λέγονται τα αρσενικά σύκα [οι ορνιοί] που βάζουν οι συκοπαραγωγοί στις συκιές για να γονιμοποιηθούν και να κάνουν σύκα. Αυτά είναι σύκα που τα παίρνουν από αρσενικές συκιές ή αγριοσυκιές και τα περνούν σε κλωστές για να είναι εύκολο το κρέμασμα στις κανονικές [θηλυκές] συκιές. Ετσι όταν οι έρινοι ξεραθούν σκάζουν και βγαίνουν από αυτούς τα ωάρια της γονιμοποίησης που με τα έντομα και τον αέρα γονιμοποιούν τα άλλα.
Οι άνθρωποι αυτοί που μάζευαν, αποθήκευαν και πωλούσαν τους ορνιούς ή ερινιούς λέγονταν ερινιαστές ή ρινιαστές.
Οι Κολαουζέροι
Οι κολαουζέροι ήταν επιφορτισμένοι με το μέτρημα του χρόνου που χρειαζόταν κάποιος βουτηχτής σφουγγαριών να παραμείνει στη θάλασσα. Δεν είχαν ρολόγια για να μετρούν τον χρόνο, αλλά είχαν την γνωστή μας κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είναι διπλό γυάλινο δοχείο που έχει δύο κοιλιές. Για να μετρήσουν τον χρόνο γεμίζουν με νερό την μιά κοιλιά και την αναποδογυρίζουν για να μεταφερθεί το νερό με το σταγονόμετρο που λέγανε, στην άλλη. Η αντίστροφη θέση της κλεψύδρας χρειαζόταν πάλι τον ίδιο χρόνο. Στην αρχή ήταν πήλινα δοχεία, αργότερα έγιναν γυάλινα και τελευταία από διαφανές υλικό. Τώρα δε χρειάζονται γιατί τον χρόνο τον μετράμε με ρολόγια. Αλλες κλεψύδρες δούλευαν με ψιλή άμμο ή χρωματιστά υγρά. Ο κολαουζέρης, κατά διαταγή του αφεντικού του, όταν μάλιστα είχαν βρεί καλό πάγκο και έβγαζαν πολλά σφουγγάρια, παρέτεινε το χρόνο παραμονής του σφουγγαρά στη θάλασσα. Τούτο είχε σαν συνέπεια να παθαίνουν πολλές ζημιές οι βουτηχτάδες από τη νόσο των δυτών. Για να γίνει καλά κάποιος δύτης που είχε πάθει ζημιά έπρεπε να πάθει και δεύτερο τράνταγμα για να επανέλθει στα συγκαλά του. Μαντζαρόλι λεγόταν το άδειασμα της κλεψύδρας. Η φράση και στον κολαουζέρη κρέμεται η ζωή μας τα λέει όλα. Σήμερα εμείς λέμε για κάποιον που μας παρακολουθεί. Μας παριστάνει τον κολαούζο, ή για κολαούζο σε πείραμε και όχι για κολαουζέρη.
Ο Ντιβανάς
Ντιβανάς είναι ο κατασκευαστής ντιβανιών, κρεβατιών με συρματένιο δίκτυ. Επίσης, είναι και ο επιδιορθωτής ντιβανάς. Εμείς αυτόν θα περιγράψουμε που γύριζε στις γειτονιές με ένα ζεμπίλι με μιά κουλούρα σύρμα, δυό τανάλιες, πένσες, καρφιά, σφυριά και μερικά άλλα εξαρτήματα. Στις γειτονιές που πήγαινε φώναζε και ξαναφώναζε ο ντιβανάς “ντιβάνια επισκευάζω” και ότι άλλο του ερχόταν στο μυαλό. Ηταν δύσκολη δουλειά γιατί τα ντιβάνια έστω και χαλαρωμένα χρησιμοποιούνται. Δεν είναι σαν τα πάνινα που σκίζονταν και έπεφτες στο πάτωμα. Η κυρά έβγαζε στην αυλή το ντιβάνι και αυτός σαν ειδικός του έριχνε την πρώτη ματιά και έκοβε ταρίφα. Μαντάμ να του βάλουμε ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ σύρμα που να μη κόβεται και να μη σκουριάζει. Αμα είναι έτσι πάει τόσο, άμα είναι αλλιώς πάει τόσο κ.λ.π. Η συμφωνία κλεινότανε και ο τεχνίτης μάστορας άρχιζε τη δουλειά. Εσφιγγε με κάποια μέγγενη τις άκρες, που τις τέντωνε να πάρουν την ευθεία του κρεβατιού και να μην κάνουν γούβα. Αυτό ήταν το στιμόνι που λένε στον αργαλειό. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα [υφάδια] και τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Εβαζε και το στρώμα και έτσι η κυρά μπορούσε να κοιμηθεί και επί τέλους να τεντώσει τα πόδια της. Σήμερα και αυτός έχασε τη δουλειά του γιατί τα κρεβάτια είναι ξύλινα και κάτω από το στρώμα υπάρχουν σανίδες.Τα στρώματα είναι πολύ καλά, ανατομικά και έτσι έπαψε η ταλαιπορία με τα σύρματα που λύγιζαν και που καμιά φορά τρυπούσαν και τα στρώματα.
Ο Ξυλοκερατάς
Ο ξυλοκερατάς ήταν ειδικός στην επεξεργασία των κεράτων των ζώων και ιδίως των κριαριών. Οταν πάρουμε κάποιο κέρατο από ζώο και ιδίως από κριό, επειδή αυτό έχει σαν συστατικό το βούτυρο και την κερατίνη και άλλα υλικά, και το ζεστάνουμε αυτό γίνεται εύπλαστη ύλη. Έτσι ο τεχνίτης μπορεί να κάνει κοχλιάρια κοινώς χουλιάρια ή κουτάλια, πιρούνια, τσατσάρες, κουμπιά και ότι άλλο σοφιστεί εκείνη τη στιγμή. Το πελέκημα που κάνει σε αυτά τα κέρατα μπορεί να είναι ένα σκάψιμο για να γίνει κάποιο κουτάλι που θέλει πλατύ κεφάλι. Αυτό γίνεται με αιχμηρό εργαλείο, φαλτσέτα ή κοφτερό μαχαίρι. Αυτά τα υλικά από το κέρατο, μπορούσαν να συνδυαστούν και με ξύλινη λαβή , καμιά φορά για οικονομία στα μαχαίρια και στα πιρούνια… Πολλές φορές ατόφια εχρησιμοποιούντο για λαβές σπαθιών, κρητικών μαχαιριών, κατασκευές χτενών και πολλών άλλων διακοσμητικών ειδών.
Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν χαυλιόδοντες από αγριογούρουνα, όπως και ελεφαντόδοντες. Πολλά είδη στολισμού των γυναικών στην αρχαιότητα, όπως τα περιδέραια ήταν από κόκαλα, όπως και πολλά γεωργικά εργαλεία. Άρα δεν είναι των τελευταίων ετών η δουλειά του ξυλοκερατά.
Ο Καπνοδοχοκαθαριστής
Ο καθαριστής της καμινάδας ήταν παλιός επαγγελματίας που κατά τη δουλειά του ανήκε στη μαύρη φυλή και όταν πήγαινε στο σπίτι του και πλενόταν ήταν στη λευκή. Ο καθαριστής ή μάλλον οι καθαριστές, γιατί ήταν δυό και τρείς, ήταν ειδικοί στον καθαρισμό της καπνιάς της καμινάδας των σπιτιών, γραφείων, δημοσίων χώρων, ταβερνών, φούρνων και αλλού. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήσαν πρωτόγονα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά βοηθήματα. Είχαν σκοινιά, αφάνες, τσαλιά, πανιά ξύστρες, σκάλες και γάντζους. Πήγαιναν σε κάποια οικοδομή και άρχιζαν την εργασία τους.
Έκαναν αναγνώριση του χώρου. Κάποιος ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας και κρεμούσε ένα σκοινί. Ο άλλος που ήταν κάτω στο τζάκι, έδενε από το σκοινί τα φρόκαλα, τσαλιά, αφάνες και όσα άλλα είχε που θα μπορούσαν να ξύσουν την κάπνα που υπήρχε στο εσωτερικό της καμινάδας. Η μουτζούρα έπεφτε στο τζάκι και την μάζευαν και την έδειωχναν από αυτό. Επειδή πολλές φορές η κάπνα ήταν λαδωμένη και έπεφτε επάνω τους, δεν έβγαινε χωρίς σαπούνι. Έπρεπε να πάνε στα σπίτια τους, να πλυθούν με καυτό νερό για να βγεί. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσεις τί δουλειά έκανε γιατί από τα ρούχα του και τη μουτζούρα του καταλάβαινες ότι ήταν καθαριστής μουτζούρας, καπνιάς καμινάδας και όχι μπαρουτοκαπνισμένος.
Ο Λούστρος
Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια στο δρόμο των περαστικών, συνήθως τριγύριζε στα διάφορα καφενεία και σε καταστήματα αλλά και σε διάφορα σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες.
Ο εξοπλισμός του ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών. Το κασελάκι αυτό με μακρύ λουρί για την μεταφορά του στον ώμο του λούστρου και ένα καρεκλί για να κάθεται από το ένα μέρος στο άλλο που πήγαινε. Ο πελάτης
έβαζε το παπούτσι του στο κέντρο από το κασελάκι, πάνω σε μια μπρούντζινη βάση σε σχήμα ανάποδου πάτου παπουτσιού. Και ο λούστρος έκανε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα . Πάντα όμως πριν ξεκινήσει τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια ή σκληρό πλαστικό στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώνει τις κάλτσες του πελάτη. Το επάγγελμα δεν υπάρχει σήμερα που και που όμως μόνο στην Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
έβαζε το παπούτσι του στο κέντρο από το κασελάκι, πάνω σε μια μπρούντζινη βάση σε σχήμα ανάποδου πάτου παπουτσιού. Και ο λούστρος έκανε τη δουλειά του με γρήγορες κινήσεις: καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα . Πάντα όμως πριν ξεκινήσει τοποθετούσε δυο κομμάτια χαρτόνια ή σκληρό πλαστικό στα πλαϊνά του παπουτσιού, ώστε να μη λερώνει τις κάλτσες του πελάτη. Το επάγγελμα δεν υπάρχει σήμερα που και που όμως μόνο στην Πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα θα συναντήσει κανείς κανέναν πλανόδιο λούστρο, ο οποίος αποτελεί κάτι το αξιοπερίεργο για τους τουρίστες.
Ο Μυλωνάς
Μυλωνάδες στους παλαιότερους χρόνους λεγόταν αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά για να παράγουν αλεύρι. Όσους από τους μύλους κινούνται με αέρα τους έλεγαν ανεμόμυλους.Οι μύλοι λειτουργούσαν κυρίως το χειμώνα, και όπου υπήρχαν τρεχούμενα νερά λειτουργούσαν και το καλοκαίρι.
Η εγκατάσταση του γινόταν συνήθως πλάι στις όχθες των ποταμών και όταν υπήρχαν ειδικές συνθήκες χτίζοντας διαδοχικά ο ένας κάτω από τον άλλο στην πλαγιά ενός βουνού όπου με τη βοήθεια μεγάλης ποσότητας τρεχούμενων νερών λειτουργούσαν διαδοχικά. Ο μυλωνάς περίμενε να φυσήξει ο κατάλληλος άνεμος για να θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό του μήλου. Άπλωνε τα πανιά της φτεριοτής, μετέφερε μέσα στο μύλο τους καρπούς πού επρόκειτο να αλεστούν, τους άδειαζε στην κοφινίδα που ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο με πυραμιδωτή προς τα κάτω βάση, απ' όπου έπεφτε μέσα στην κουβέρτα, ένα ξύλινο κιβώτιο, μορφής χαμηλού –πολυγωνικού πρίσματος που περιέβαλε ης μυλόπετρες, την απανώπετρα και την κατώπετρα.Ο μυλωνάς έχει φροντίσει από πριν να είναι καθαρές οι μυλόπετρες, κάνοντας μια διαδικασία που λεγόταν ξάλεσα.
Αφού κάνει τις παραπάνω εργασίες ο μυλωνάς ρυθμίζει τις μυλόπετρες και αρχίζουν να αλέθουν. Στη συνέχεια ο μυλωνάς ζυγίζει το αλεύρι με τον καμπανό (ζυγαριά εποχής) και κρατεί τα αλεστικά, δηλαδή το αλεύρι για την πληρωμή του.Ο μυλωνάς πληρωνόταν σε είδος ή σε χρήμα. Πολλές φορές όμως οι πελάτες δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τις συναλλαγές τους με το μυλωνά. Γι' αυτό ο μυλωνάς ήταν προσεκτικός στη δουλειά του και πάντα εγκάρδιος, φροντίζοντας να έχει καλές σχέσεις με όλους. Πρόσεχε να μην ανακατευτούν τα αλέσματα των πελατών του, γι' αυτό τα έβαζε χώρια και τα σημάδευε. Φόρτωνε, τις περισσότερες φορές ο ίδιος, τα αλέσματα και τα μετέφερε στα σπίτια των πελατών του. Η εντιμότητά του. ,και η καλή του διάθεση συντελούσαν στη διατήρηση και στην αύξηση της πελατείας του.Ο μυλωνάς είχε καθήκον να συντηρεί το μύλο .του. Γι’ αυτό κατά τακτά διαστήματα έκανε έλεγχο στις μυλόπετρες και γενικά σε όλο το μηχανισμό του μήλου, ώστε να προλάβει τυχόν βλάβες και φθορές. Οι μυλωνάδες κατέβαιναν καθημερινά στην πόλη και έκαναν τις συναλλαγές τους. Γνώριζαν καλά όλους τους μεγαλομπακάληδες τους φουρνάρηδες και όλους τους εμπόρους, γιατί με την ευκαιρία της μεταφοράς τους στην πόλη έκαναν ανταλλαγές διάφορα προϊόντα.Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν πολύ κουραστικό γι' αυτό, πολλές φορές, βοηθούσαν στις εργασίες του μύλου και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας των μυλωνάδων. Εκτός από κουραστικό ήταν και ανθυγιεινό, γιατί απαιτούσε πολλές ώρες δουλειάς, καλή σωματική δύναμη και παραμονή σε κλειστό χώρο. Επιπλέον ο μυλωνάς ξυπνούσε πάρα πολύ πρωί για να βάλει σε λειτουργία το μύλο.Οι δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και η ανθυγιεινή ζωή επηρέαζαν με τα χρόνια τη ζωή των μυλωνάδων. Οι περισσότεροι έπασχαν από αρθρίτιδες, αναπνευστικά προβλήματα, οσφυαλγίες και ισχιαλγίες. Στη σύγχρονη εποχή το επάγγελμα του μυλωνά έχει εξαφανιστεί, γιατί και οι ανεμόμυλοι δεν λειτουργούν πλέον. Το αλεύρι παράγεται σε υπερσύγχρονα εργοστάσια.Οι ανεμόμυλοι έχουν μείνει στα στέκια τους σαν ανάμνηση μιας παλιάς εποχή ς. Τα φτερά τους και η μηχανή τους έχουν σκουριάσει από τον χρόνο και μας θυμίζουν πόσο πολύ έχει εξελιχτεί η τεχνολογία για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου.
Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός.Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.Τα σπουδαιότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν το πριόνι, το τρυπάνι, η ταλιαδούρα, το καβουροσκέπαρο, η πένσα κ.ά.
Οι βαρελάδες κάθε Σεπτέβρη και μετά τον τρύγο έπιαναν δουλειά γιατι τα παλιά βαρέλια θα γέμιζαν με τον νέο μούστο και έπερεπε να τα συντηρήσουν και πάλι.
Ο πεταλωτής
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά.
Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Ο καλαθοποιός
Η καλαθοπλεκτική ως απλή τέχνη είναι ένας από τους παλαιότερους κλάδους της χειροτεχνίας.Το επάγγελμα του καλαθοποιού ήταν διαδεδομένο σε χωριά και σε περιφέρειες όπου οι πρώτες ύλες για τις ανάγκες της παραγωγής ήταν άφθονες.
Τα υλικά αυτά τα έπαιρναν από τις λυγαριές τις μυρθιές τις σφάκες και τα καλάμια.
Τα υλικά αυτά τα έπαιρναν από τις λυγαριές τις μυρθιές τις σφάκες και τα καλάμια.
Από τις μυρθιές και από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί έβγαζαν τις μακρές βίτσες, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά υλικά της δουλειάς τους. Με τις βίτσες αυτές, εκτός που έπλεκαν, σχίζοντας τες στα δυο, εξασφάλιζαν και το πλέξιμο των καλαθιών και των άλλων κοφινιών. Με τις βίτσες πλέκονταν ο πάτος των καλαθιών και κοφινιών, από τον οποίο ξεπετιούνταν προς τα πάνω κατά διαστήματα οι λυγερένιες βίτσες σαν σκελετός, πάνω στον οποίο πλέκονταν με λουρίδες από σχισμένα καλάμια τα καλαμένια καλάθια και κοφίνια. Οι ίδιες βίτσες συνδέονταν στην κορφή του καλαμένιου καλαθιού ή κοφινιού με άλλες παρόμοιες και σχημάτιζαν ένα κύλινδρο που στεφάνωνε το στόμιο του καλαθιού ή κοφινιού. Με τις ίδιες λιγαρένιες βίτσες περιτύλιγαν μια χοντρότερη, που τις δυο αιχμηρές άκρες της έμπηχναν κάθετα στο πλεγμένο καλάθι σχηματίζοντας καμάρα πάνω από τη μπούκα (στόμιο) του μικρού ή μεγάλου καλαθιού, για να πιάνεται ή να κρεμάται. Στα κοφίνια πλέκονταν κατά τον ίδιο τρόπο αντικρυστά πάνω στα χοντρά χείλια του κοφινιού δυο μικρότερες καμαρίτσες, τα αυθιά, απ όπου πιάνονταν το κοφίνι κατά τη μετατόπιση του και την κοντινή μεταφορά, γιατί οε μακρύτερες μεταφορές τα κοφίνια κουβαλούνταν στον ώμο.
Με τον τρόπο αυτό και με τα ίδια υλικά ο καλαθοποιός με τη βοήθεια του κοφτερού μαχαιριού του επεξεργαζόταν τις βίτσες της λυγαριάς και της μυρθιάς, έσκιζε τα καλάμια σε στενές λουρίδες και πλέκοντας κατασκεύαζε όλα τα μεγέθη των καλαμένιων καλαθιών με πάτο-σκελετό-χείλια και καμαρωτό χέρι από λυγαριά ή μυρθιά και τα διάφορα είδη και μεγέθη των καλαμένιων κοφινιών πάλι με πάτο, σκελετό, χείλια και αυτιά λυγαρένια, που χρησιμοποιούνταν σε διάφορες οικιακές και αγροτικές χρήσεις. Τα πετροκόφινα κατασκευάζονταν ολόκληρα από λυγαριά ή μυρσίνη και απ αυτά χρησιμοποιούνταν και για τη μπουγάδα του νοικοκυριού, τα μπουγαδοκόφινα. Με λεπτές βίτσες λυγαριάς ή μυρσίνης ο καλαθοποιός έπλεκε και τα τουπιά του τυριού και της μυζήθρας. Έπλεκε ακόμη με σκέτες καλαμένιες λουρίδες καλάθια και τουπιά μυζήθρας κυλινδρικά, σχεδόν βγαρτά (ίσα στο άνοιγμα) και μάλλον λίγο ανοικτότερα στην κορφή. Στην απασχόληση του καλαθοποιού υπαγόταν και η κατασκευή της κόφας με το ιδιότυπο κυλινδρικό σχήμα από τη μέση και πάνω και με το πεπλατυσμένο και ελαφρά τριγωνικό στο κάτω μέρος με τον κυρτό πάτο. Και το πλέξιμο της κόφας στηριζόταν σε όρθιο σκελετό με λουρίδες από σχίσματα σφάκας ή λυγαριάς. Τα χείλια της κόφας δεν γινόταν από πλεγμένο ξύλινο κύλινδρο, όπως στα καλάθια και τα κοφίνια, αλλά σχηματίζονταν με τη διαδοχική χρησιμοποίηση των σχισμάτων του πλεξίματος, που γυρίζονταν καμαρωτά στη μέση και που οι αιχμηρές άκρες τους σπρώχνονταν μέσα στον πλεγμένο κορμό της κόφας. Αυτά τα καμαρωτά γυρίσματα, που δεν εξείχαν από το πλεκτό σύνολο της κόφας, εφάπτονταν διαδοχικά το ένα με ιό άλλο κι έτσι σχηματίζονταν τα χείλια της κόφας. Οι κόφες χρησιμοποιούνταν σε διάφορες οικιακές χρήσεις, κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν στον τρυγητό, για τη μεταφορά των κρασοστάφυλων από το αμπέλι στο πατητήρι.
ΤΖΑΜΠΑΖΗΣ
Τζαμπάζης λεγόταν ο έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων αλλά και βοδινών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν εύρισκαν συμφέρουσα τιμή.Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών πράξεων πραγματοποιούνταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ή τραμπαρισμένα (ανταλαγέντα) ζώα για τελική πώληση ή νέα τράμπα (ανταλλαγή).Εκτός από τις αγοραπωλησίες και τις τράμπες οι τζαμπάζηδες έκαναν και την επιχείρηση των ξεχαρτζιστών. Κατά την επιχείρηση αυτή ο τζαμπάζης αγόραζε ένα χοντρό ζώο, συνήθως μια νέα αγελάδα, την οποία, ούτε μεταπουλούσε ούτε την αντάλλασε, αλλά την παράδιδε σε κάποιο φτωχό άνθρωπο έναντι ενός προσυμφωνημένου ποσού, το οποίο όμως δεν καταβαλλόταν, υπό τον όρο όπως μελλοντικά διανεμηθούν εξ ίσου τα κέρδη από τα γεννήματα και η αγελάδα, αφού πρώτα ξεπεστεί υπέρ του τζαμπάζη η προσυμφωνηθείσα αξία της αγελάδας.Το επάγγελμα του τζαμπάζη συνήθως ήταν πάρεργο, συμβάλλοντας στην συμπλήρωση του αγροτικού εισοδήματος, ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμο για τους απλούς χωρικούς που ήθελαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν το ζώο τους, αφού δεν ήταν εύκολο και συμφέρον να τρέχουν στα παζάρια για το σκοπό αυτό.
Ασβεστοποιοί
Οι ασβεστάδες έφτιαχναν ασβέστη στα καμίνια (ασβεστοκάμινα) από την καύση των ασβεστόλιθων. Ο ασβέστης είχε μεγάλη ζήτηση, αφού τον χρησιμοποιούσαν τόσο ως οικοδομικό υλικό, όσο και στο πλαίσιο μέτρων υγιεινής, με τη μορφή επιχρίσματος στα σπίτια, στις αυλές, στις κρήνες, στους στάβλους, στα «ντάμια» (πρόχειρα αγροτικά κτίσματα), στους ορνιθώνες (κοτέτσια), στα δέντρα (ως προστασία από τα μυρμήγκια και τα παράσιτα, κ.α.. Το επάγγελμα του ασβεστοποιού στη Λέσβο ήταν πολύ διαδεδομένο (στην Αγιάσο μόνο, υπήρχαν δεκαεφτά οικογένειες που ασχολούταν με αυτό το επάγγελμα) και οι ασβεστάδες ήταν οργανωμένοι σε σωμάτιο - ισνάφι, με προστάτη τον Άγιο Ηλία, η γιορτή του οποίου (17 Ιουλίου) ήταν μέρα ανάπαυλας και εορτασμού.
Οι ασβεστοποιοί κατασκεύαζαν οι ίδιοι τα καμίνια. Για την κατασκευή ενός μεσαίου μεγέθους καμινιού, δαπανούσαν περίπου δέκα ημέρες. Κατ΄ αρχάς επέλεγαν το χώρο όπου θα δημιουργούσαν το καμίνι, με βάση την ύπαρξη, στη μικρότερη δυνατή απόσταση, κατάλληλων ασβεστόλιθων και απαραίτητης καύσιμης ύλης - γι΄ αυτό τα περισσότερα καμίνια βρίσκονται σε δασώδεις περιοχές. Στη συνέχεια άνοιγαν έναν μεγάλο λάκκο βάθους 1-1,5 μέτρου περίπου και διαμέτρου ανάλογης με το μέγεθος του καμινιού που ήθελαν να κατασκευάσουν, στα τοιχώματα του οποίου έχτιζαν, με λιγδόλιθους ή σχιστόλιθους, το «νύχι» (τη βάση) του καμινιού. Έπειτα, συνέχιζαν προς τα πάνω με ασβεστόλιθους και λάσπη δημιουργώντας την «κουκούλα» (θόλο) - «φόρτωμα» του καμινιού και στο ύψος του εδάφους άφηναν ένα παράθυρο, από όπου «τάιζαν» το καμίνι. Η λάσπη χρησίμευε κυρίως για να μην υπάρχει απώλεια θερμότητας (ενώ σε μερικές περιπτώσεις σοβάτιζαν επιπρόσθετα το καμίνι - κυρίως σε περιοχές κοντά στις οποίες μπορούσαν να βρουν νερό), και για αυτό, ανά τακτά χρονικά διαστήματα -όποτε καιγόταν- την ανανέωναν, αλλά τη χρησιμοποιούσαν επίσης για να διατηρήσουν το σχήμα του θόλου, αφού σε συγκεκριμένα σημεία οι ασβεστόλιθοι καίγονταν περισσότερο και μπορούσε να καταρρεύσει το καμίνι.
Η καύση του καμινιού διαρκούσε ανάλογα με το μέγεθός του, ενώ η ποσότητα καύσιμης ύλης ήταν ανάλογη όχι μόνο με το μέγεθος του καμινιού, αλλά και το είδος της καύσιμης ύλης (που ήταν «ελίτικο» - κλαδιά ελιάς, πρίνοι, κλαδιά πεύκου, κλαδιά καστανιάς, ή πυρήνα (ελιάς), που τη χρησιμοποιούσαν σε καμίνια που βρίσκονταν κοντά σε ελαιοτριβεία). Ένα καμίνι δύο τόνων απαιτούσε περίπου 70 δεμάτια κλαδιών ελιάς και η καύση -με συνεχές τάισμα- διαρκούσε 22 με 24 ώρες. Αφού ολοκληρωνόταν η καύση, οι ασβεστάδες έκλειναν το «παράθυρο» - «ταΐστρα» με πέτρες και χώμα και άφηναν μια μέρα το καμίνι να κρυώσει. Την επόμενη, ρευστοποιούσαν τον ασβέστη, δηλαδή «έσβηναν» τις πέτρες σε νερό που ανακάτευαν με έναν αναδευτήρα, ενώ παράλληλα πρόσθεταν σταδιακά νερό. Στη συνέχεια μετέφεραν τον ασβέστη με τσουβάλια σε έναν αποθηκευτικό χώρο, όπου τον τοποθετούσαν σε σκεπασμένα κιούπια, για να μη «χαλάσει» από την επαφή με τον αέρα (υγρασία).Σε περίπτωση βροχής, όταν το καμίνι ήταν στο στάδιο της καύσης, δεν υπήρχε κίνδυνος, επειδή λόγω της υψηλής θερμοκρασίας (2.000o C περίπου), το νερό που έπεφτε μετατρεπόταν σε ατμό. Όταν όμως το καμίνι κρύωνε, οι ασβεστάδες έπρεπε να το προφυλάξουν με κάθε μέσο .Σήμερα η διαδικασία της ασβεστοποίησης έχει αλλάξει: ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες βιομηχανίες, ενώ παράλληλα η χρήση τσιμέντου στις κατασκευές μείωσε τη ζήτηση για ασβέστη, με αποτέλεσμα όσοι λίγοι ασβεστάδες απέμειναν να μην μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά.
Καρβουνιάρηδες
Καρβουνιάρηδες ή καρβουν(ι)αραίοι ή καρβουνιαροί ονομάζονταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα κάρβουνα. Συνήθως η τέχνη του καρβουνιάρη συνδεόταν με την οικογενειακή παράδοση, δηλαδή μεταφερόταν από πατέρα σε γιο, επί αρκετές γενιές. Οι Λέσβιοι καρβουνιάρηδες προμήθευαν με κάρβουνα αρκετές περιοχές. Εποχιακά πήγαιναν να εργαστούν (και) στην Κρήτη, στο Βόλο και αλλού, αφού η ζήτηση σε τοπικό επίπεδο ήταν σχετικά μικρή. Την οικιακή χρήση κάρβουνου υποκαθιστούσε συνήθως στα χειμωνιάτικα «μαγκάλια» η (ελαιο)πυρήνα (δηλαδή τα υπολείμματα της σύνθλιψης από τα ελαιοτριβεία), ενώ η ζήτηση από τις ψησταριές - καφενεία ήταν συνήθως περιορισμένη και δεν ικανοποιούσε τις οικονομικές τους ανάγκες.
Όσον αφορά στο εμπόριο του κάρβουνου, ορισμένοι καρβουνιαραίοι πουλούσαν οι ίδιοι στους πελάτες, ενώ κάποιοι άλλοι σε εμπόρους ή μεταπωλητές κάρβουνων. Οι περισσότεροι όμως προτιμούσαν να πουλούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους, αφού, όπως ανέφεραν, αρκετοί έμποροι τους έκλεβαν στο «ζύγιασμα» ή «τους ρουφούσαν το αίμα». Παρότι οι καρβουνιαραίοι δεν ήταν οργανωμένοι σε επαγγελματική συντεχνία (εσνάφι ή σινάφι), είχαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους και, σε ορισμένες περιοχές ή περιπτώσεις, δούλευαν ομαδικά, βοηθώντας ο ένας τον άλλο στα καμίνια με τη σειρά (ή όπως ανέφεραν οι ίδιοι «κάνοντας νεμπέτια»), αφού η διαδικασία παραγωγής διαρκούσε πολύ, απαιτούσε κόπο και μεγάλη προσοχή.
Η παραγωγή γινόταν σε υπαίθρια καμίνια και διαρκούσε από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Οι καρβουνιαραίοι αρχικά μάζευαν ξύλα όπως «πρινάρια» (πρίνους), βαλανιδιές, αργιλίδια (δηλαδή ξύλα αγριελιάς) κ.α. από τα βουνά («ρουμάνια») και τους αγρούς και στη συνέχεια τα «κουριάζανε» δηλαδή, τα έκοβαν σε πιο μικρά κομμάτια. Για να «χτίσουν» (δηλαδή να φτιάξουν) σιγά - σιγά το καμίνι, τοποθετούσαν τα ξύλα περιμετρικά στο χώμα, συνήθως αρχικά τα πιο «αδύνατα» όπως ρίζες κ. ά., ενώ πάνω απ’ αυτά έβαζαν το «ταμπλό» (ένα τραπέζι) όπου τοποθετούσαν τα πιο χοντρά ξύλα. Τα στοίβαζαν το ένα πάνω στο άλλο, με κλίση πάντα προς τα μέσα, ώστε να πάρουν το σχήμα ενός χωνιού. Αυτό το «χωνί» από ξύλα, είχε στη μέση μια τρύπα (σαν σωλήνα κούφιο εσωτερικά) από την κορυφή ως τον πάτο, για να διευκολύνει τη φωτιά. Αφού σχημάτιζαν το «χωνί» ξεκινούσαν να φτιάχνουν πάνω του περιμετρικές τρύπες (τους «μπαστάρδους»), από πάνω μέχρι κάτω, για να «αναπνέει» το καμίνι, δηλαδή να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης και να μην εκραγεί. Οι τρύπες αυτές (σαν «σωληνάκια» ανάμεσα στα ξύλα) σχηματίζονταν ως εξής: δεξιά και αριστερά από το σημείο που ήθελαν να ανοίξουν τη τρύπα έβαζαν ένα τούβλο και το έκλειναν από πάνω με ένα κεραμίδι, δημιουργώντας έτσι το «κενό» που χρειάζεται για να βγαίνουν οι ατμοί της καύσης. Όταν το καμίνι (το «χωνί και οι τρύπες) είχε σχηματιστεί, το κάλυπταν όλο με βρεγμένες πευκοβελόνες (γιατί είναι εύφλεκτες) και πάνω από τις πευκοβελόνες έριχναν κοσκινισμένο (καθαρισμένο δηλαδή) χώμα το οποίο και έβρεχαν με νερό τόσο, ώστε να ρίξουν ακόμα ένα στρώμα χώματος και να κολλήσει. Το καμίνι ήταν πλέον έτοιμο για καύση. Η φωτιά ξεκινούσε πάντα από πάνω και οι τρύπες υποβοηθούσαν τη σταδιακή εξάπλωσή της προς τα κάτω. Το πιο σημαντικό στάδιο κατά την καύση ήταν το γέμισμα του καμινιού, ο λεγόμενος «ντολμάς» ή «τάισμα», δηλαδή η συνεχής ενίσχυση του καμινιού με ξύλα για να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ισορροπία στο εσωτερικό του, αφού χωρίς φροντίδα κατέρρεε. Η καύση ήταν αργή και οι καρβουνιαραίοι έπρεπε να την επιβλέπουν συνεχώς. Η διάρκεια της καύσης εξαρτιόταν από την ποσότητα των ξύλων: για παράδειγμα τριάντα τόνοι ξύλα έβγαζαν περίπου οκτώ τόνους κάρβουνο (τετρακόσια τσουβάλια), ενώ η καύση διαρκούσε 15 ημέρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ο καπνός που έβγαινε από την κορυφή του χωνιού ήταν σκούρος, ενώ όταν είχε ολοκληρωθεί η καύση έπαιρνε το χρώμα του ουρανού. Τότε αφαιρούσαν σιγά - σιγά με φτυάρια το χώμα, καθώς και τα τούβλα και τα κεραμίδια με τα χέρια, τα οποία συγκέντρωναν σε μία στοίβα, ενώ σε μια άλλη έβαζαν τα κάρβουνα που στη συνέχεια τοποθετούσαν σε τσουβάλια. Τα κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν τα τσεκούρια, τα φτυάρια («νταράκια»), οι «πηρούνες» και ένα είδος τρυπανιού.
Σήμερα υπάρχουν ακόμα καρβουνιαραίοι που βάζουν καμίνια στη Λέσβο, αλλά είναι λίγοι και προμηθεύουν κυρίως τοπικά μαγαζιά κατόπιν παραγγελίας.
Ο φωτογράφος
Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του πλανόδιου φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία.
Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε με νερό και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.
Εφημεριδοπώλης
Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του.
Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
O ντελάλης
Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας...
Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία.
Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε γνωστό στην τοπική κοινωνία.
Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας.
Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως, τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Οι ζευγάδες
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα και τη σπορά των χωραφιών. Παλαιότερα στα χωριά της Ρόδου και της Κώ αλλά και στα άλλα νησιά της Δωδεκάνησου η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ περισσότερο διαδεδομένη, εφόσον ακόμα και στα μικρά ημιορεινά κτήματα οι αγρότες έσπερναν σιτηρά και όσπρια για οικιακή αλλά και εμπορική χρήση. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις καλλιέργειας σιτηρών βρίσκονταν στη κεντρική και Νότια Ρόδο. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια (τα "ζευγαρόβοδα"). Το «ζευγάρισμα» απαιτούσε τέχνη και ειδικές γνώσεις γι' αυτό και οι ζευγάδες ήταν περιζήτητοι. Οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν και έσπερναν και τα χωράφια άλλων αγροτών και αμοίβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά" (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα η ειδικότητα του ζευγά έχει εξαφανιστεί, αφού το όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Οργανοπαίχτες
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήταν περιφερόμενοι μουσικοί, τουρκόγυφτοι στην πλειοψηφία τους, που με τον καιρό ενσωματώθηκαν στο κοινωνικό ιστό της περιοχής. Αποτελούσαν ομάδα 3-4 ατόμων, που περιφέρονταν σε γάμους και πανηγύρια. Η κομπανία τους, η ζυγιά όπως αποκαλούνταν, είχε δυο ζουρνάδες κι ένα νταούλι. Πολύ αργότερα προστέθηκαν άλλα όργανα, όπως κλαρίνο, βιολί, σαντούρι κλπ. Το ρεπερτόριό τους περιλάμβανε πολλά τραγούδια τοπικά και χορευτικά και αργά (επιτραπέζια). “Βαράτε βιολιτζήδες”, ήταν η λαϊκή φράση.
Ο παγοπώλης
Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960 κυρίως σε αστικά κέντρα. Ο παγοπώλης πουλούσε τον πάγο περιφερόμενος στις γειτονιές, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία για τη συντήρηση των τροφίμων.
Περιδιαβαίνοντας με το ειδικά διαμορφωμένο φορτηγό ή τρίκυκλό του γεμάτο παγοκολώνες που κατασκευάζονταν με ειδική διαδικασία σε ανάλογα εργαστήρια, τα παγοποιεία, τροφοδοτούσε όχι μόνο τα σπίτια αλλά και τα διάφορα μικρά μαγαζιά. Ο παγοπώλης φορούσε γάντια, για να μην παγώνουν τα χέρια του και χειριζόταν ένα ειδικό γάντζο-κοπίδι με τον οποίο έπιανε τον πάγο, τον έκοβε και τον μετέφερε.Ο πάγος τοποθετείτο σε ξύλινα ψυγεία εκείνης της εποχής (παγονιέρες). Εκεί διατηρούσαν τα τρόφιμά τους οι οικογένειες και είχαν και δροσερό νερό το καλοκαίρι. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας διατίθενται πλέον σύγχρονα ψυγεία.
Ο Τοκιστής
Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. (Λέγονταν και σουλατσαδόρος). Όταν δεν υπήρχαν οργανωμένες Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα υπήρχαν οι δανειστές χρημάτων, που σύναπταν ιδιωτικές συμφωνίες με πολίτες που είχαν ανάγκη. Η επιστροφή των χρημάτων γίνονταν με σημαντική επιβάρυνση (τόκο) για εκείνον που χρωστούσε και πολλές φορές με ανταλλαγή γης ή άλλων περιουσιακών στοιχείων, αφού όσοι δανείζονταν έβαζαν ενέχυρο το μαγαζί, το σπίτι, το χωράφι ή κάπoιο ζώο.
Ο Δραγάτης
Ο δραγάτης δεν ήταν επάγγελμα, αλλά εποχιακή ασχολία λίγων μηνών, από τον καιρό που άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια μέχρι να τελειώσει ο τρύγος.Όλο το χρονικό διάστημα της δουλειάς τους αυτής δεν ασχολούνταν με δικές τους καλλιέργειες, για να είναι αφοσιωμένοι στις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει. Σε αντίθετη περίπτωση λογοδοτούσαν στο προϊστάμενό τους, που ήταν ο αγρονόμος, ο οποίος τους διόριζε και τους έλεγχε.
Ο διορισμός του δραγάτη γινόταν κατά τα μέσα ή το τέλος Ιουλίου. Αποστολή του ήταν να φυλάει τ' αμπέλια από ζωντανά που έτρωγαν σταφύλια (π.χ. αλεπούδες) και από τους κλέφτες. Ξένος, περαστικός ή ακόμα και ντόπιος που θα συλλαμβανόταν να μαζεύει σταφύλια από αμπέλι που δεν ήταν δικό του, τού υπέβαλε μήνυση και λογοδοτούσε στη δικαιοσύνη, εκτός αν συμβιβαζόταν με τον
ιδιοκτήτη. Εδώ ν’ αναφέρουμε πως κάποιοι ιδιοκτήτες εκμεταλλευόντουσαν τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν ο «κλέφτης», που μπορεί να είχε κόψει ένα σταφύλι να ξεγελάσει την πείνα του και απαιτούσαν αστρονομικές αποζημιώσεις! Τις περισσότερες φορές ο «κλέφτης» συμμορφωνόταν στις απαιτήσεις τους, προκειμένου να αποφύγει το διασυρμό του δικαστηρίου για ένα σταφύλι!
ιδιοκτήτη. Εδώ ν’ αναφέρουμε πως κάποιοι ιδιοκτήτες εκμεταλλευόντουσαν τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν ο «κλέφτης», που μπορεί να είχε κόψει ένα σταφύλι να ξεγελάσει την πείνα του και απαιτούσαν αστρονομικές αποζημιώσεις! Τις περισσότερες φορές ο «κλέφτης» συμμορφωνόταν στις απαιτήσεις τους, προκειμένου να αποφύγει το διασυρμό του δικαστηρίου για ένα σταφύλι!
Σε σημείο που του έδινε το πλεονέκτημα του ελέγχου όλης της περιοχής έστηνε τη δραγάτα του. Αυτή ήταν ένα προχειροκατασκευασμένο κιόσκι με καλαμιές, πλεγμένες σε ξύλινο σκελετό που του παρείχε τη στοιχειώδη σκιά. Περισσότερο σπάνια το στέκι του ήταν ένα υποτυπώδες καλύβι, χτισμένο «η μια πέτρα πάνω στην άλλη». Ακόμα και σήμερα σε κάποια σημεία των χωριών μας τοπωνύμια είναι γνωστά ως «Δραγάτα». Από εκεί παρακολουθούσε με κιάλια και σε κάθε ύποπτη κίνηση σφύριζε προειδοποιητικά με τη σφυρίχτρα του. Αν ο ύποπτος δεν απομακρυνόταν, πήγαινε επί τόπου να επιληφθεί. Συνήθως είχε όπλο και άδεια οπλοφορίας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι προειδοποιητικοί πυροβολισμοί του για τα ζώα, κυρίως, αντιλαλούσαν στα γύρω βουνά. Κάποιες φορές σκότωνε και ορισμένα από αυτά, συνήθως αλεπούδες, που κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά στα σταφύλια.
Στη δραγάτα είχε το αυτοσχέδιο και πρόχειρο κρεβάτι του, κουβέρτες για το κρύο της νύχτας και λυχνάρι ή φανάρι με λάδι για στοιχειώδη φωτισμό. Απαραίτητος και ο ισχυρός προβολέας για το νυχτερινό έλεγχο. Το φαγητό του λιτό, με περισσότερο συνηθισμένο ψωμί και τυρί ή και καμιά ντομάτα από τα περιβόλια, που τυπικά και άτυπα ήταν κι αυτά υπό τον έλεγχό του. Το καλό φαΐ από το σπίτι σίγουρα δεν ήταν καθημερινό, όχι όμως και ιδιαίτερα σπάνιο. Η βαρέλα γέμιζε με νερό από το πεντακάθαρο ποτάμι για το ξεδίψασμα στην ξεκούραση ή στην περιπολία.Όσο ο καιρός πέρναγε και τα σταφύλια ωρίμαζαν, τόσο η προσοχή του ήταν μεγαλύτερη και οι περιπολίες του γίνονταν περισσότερες. Η απομάκρυνσή του από το χώρο ευθύνης του δεν επιτρεπόταν σε όλο το διάστημα της υπηρεσίας του, την εποχή όμως αυτή ίσως να είχε και βοηθό, π.χ. κάποιο από τα παιδιά του, για καλύτερο έλεγχο.Τις μέρες του τρύγου πέρναγε από κάθε αμπέλι και ευχόταν «χρόνια πολλά» στους τρυγητές. Πέρα από τις ευχές «καλές σιγουριές», «καλόπιοτο», «και του χρόνου», πρώτη και καλύτερη ήταν τα «χρόνια πολλά», αφού ο τρύγος είναι γιορτή!
Η αμοιβή του πολύ σπάνια ήταν σε χρήμα. Περισσότερο συνηθισμένο ήταν να τού έδινε κάθε νοικοκύρης μούστο ή κρασί και σε ποσότητα ανάλογη με την έκταση των αμπελιών του.Αν και αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο δραγάτης δεν είναι άλλος από τον αγροφύλακα, στον τόπο μας υπήρχαν και οι δύο και συνεργάζονταν.
Ένα επάγγελμα που υπήρχε παλιά και τείνει σήμερα να εξαφανιστεί είναι ο κουλουράς. Ο κουλουράς λοιπόν, ήταν ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλούσε κουλούρια. Κάθε πρωί ο κουλουράς σύχναζε σε μέρη όπου περνούσε πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία των πόλεων έστηνε το τραπεζάκι του με τα τακτοποιημένα σουσαμένια κουλούρια του και τα πουλούσε.
Χαρακτηριστική ήταν η προτροπή των κουλουρτζήδων (φρέσκα κουλούρια) για να αγοράσουν όλοι το προϊόν τους.
Ο Παλιατζής
Ο πλανόδιος παλιατζής, ο γυρολόγος, έχει ως επάγγελμα το μάζεμα παλαιών αντικειμένων...O Κύριος «Ολα τα παλιααγοράζω», «Παλιοσίδερα αγοράζω! ..."γυρίζει στις γειτονιές και αναζητά κάθε φύσεως αντικείμενα, άχρηστα για το σπίτι, που εκείνος όμως θα τα πουλήσει και θα εξοικονομήσει έτσι το καθημερινό φαγητό της οικογένειάς του.
Στις μέρες μας ο παλιατζής υποκαταστάθηκε από τον παλαιοπώλη.
Ο πλανόδιος μανάβης ήταν από τους πιο αγαπητούς μικροπωλητές στα χωριά. Σ' αυτό δε συντελούσε μόνο η εξυπηρέτηση και η προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων στην οικογένεια του χωρικού, αλλά η καθημερινή επαφή με τις νοικοκυρές δημιουργούσε μια φιλική σχέση που τη διέκρινε η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ο μανάβης, ιδιαίτερα όταν αυτός ήταν ευχάριστος και κοινωνικός άνθρωπος, ενημέρωνε τις νοικοκυρές για όσα γινόταν στον κόσμο. Βλέπετε τότε δεν υπήρχαν ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις και ο μανάβης αποτελούσε ένα μέσο ενημέρωσης. Αυτός θα μετέφερε και τα διάφορα νέα από χωριό σε χωριό.
Το επάγγελμα του μανάβη πέρασε κι αυτό διάφορα στάδια εξέλιξης. Τα πρώτα χρόνια ο πλανόδιος μανάβης χρησιμοποιούσε ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα, το γαϊδουράκι, που από δω και πέρα μόνο σε ζωολογικούς κήπους θα το βλέπουμε. Το φόρτωνε με κοφίνια και από τις δυο πλευρές του. Μέσα είχε διάφορα ζαρζαβατικά. Πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, κολοκυθάκια και ό,τι άλλο έβγαζε ένας μπαξές. Τότε δεν υπήρχαν θερμοκήπια και το χειμώνα δεν υπήρχαν λαχανικά. Έτσι ο πλανόδιος μανάβης δεν έβγαινε στα χωριά το χειμώνα. Την άνοιξη άρχιζε τη δουλειά του. Αργότερα, το γαϊδουράκι έσερνε κι ένα κάρο, μικρό και δίτροχο. Βλέπετε το συμπαθητικό ζωάκι δεν είχε μεγάλη δύναμη για κάτι παραπάνω. Μετά από λίγα χρόνια και σε συνδυασμό με την οικονομική επιφάνεια του πλανόδιου μανάβη το γαϊδουράκι αντικαταστάθηκε από το άλογο και το δίτροχο κάρο από το τετράτροχο. Την εποχή εκείνη η αξία ενός αλόγου και ενός τετράτροχου κάρου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Όσο αξίζει σήμερα ένα αυτοκίνητο! Τώρα ο πλανόδιος μανάβης μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα εμπορεύματα και πιο γρήγορα, αφού το άλογο μπορούσε να κινείται σαφώς πιο γρήγορα από ένα γαϊδουράκι. Απαραίτητα εξαρτήματα του μανάβη ήταν ένας κουβάς για να πίνει νερό το άλογο κι ένα δισάκι με την τροφή του. Ο μανάβης έπρεπε να φροντίζει ιδιαίτερα για την καλή κατάσταση του αλόγου του. Να το ξεκουράζει συχνά, να το ξεπεζεύει από το κάρο, να το σκουπίζει από τον ιδρώτα του και να του δίνει νερό και τροφή. Άλλα απαραίτητα εργαλεία του μανάβη ήταν η κρεμαστή ζυγαριά, οι οκάδες και τα δράμια, που αργότερα έγιναν κιλά και γραμμάρια. Την εποχή πριν από το 1940, αλλά και αρκετά χρόνια μετά το 1950, οι άνθρωποι στα χωριά δεν πλήρωναν με χρήματα. Οι συναλλαγές γινόταν σε είδος. Για να αγοράσουν κάτι από το μανάβη έδιναν αυγά, κριθάρι, καλαμπόκι, σουσάμι και ό, τι άλλο μπορεί να έχει ένα σπίτι στο χωριό.
Ο Παγωτατζής
Ποιος είναι και με τι ασχολείται; κατασκευάζει φυσικό παγωτά χρησιμοποιώντας γάλα, ζάχαρη, και φρούτα ως βασικά συστατικά.Ποια είναι τα καθήκοντα του; κατασκευάζει παγωτά από γάλα, ζάχαρη, φρούτα και άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή τα αναμειγνύει σωστά και παστεριώνει το μείγμα. Για να μοιράσει τα σταγονίδια λίπους αυτός/αυτή κατασκευάζει τα συστατικά μέσω της ομογενοποιητικής μηχανής – αυτός/αυτή χύνει το μείγμα σε ένα μηχάνημα ψύξης και το ξεκινάει για να το κτυπήσει και να δροσίζει το μείγμα μέχρι το προϊόν να αποκτήσει την κατάλληλη σύσταση. Αυτός/αυτή διακοσμεί τα παγωτά με παγωμένα φρούτα, σοκολάτα, ή άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή μπορεί επίσης να εμπλουτίσει την πάστα του παγωτού με διάφορα συστατικά από παραδοσιακό καλλιτεχνικό κατάστημα. Μιας και η επεξεργασία παγωτού έχει γίνει μηχανοποιημένη και προσαρμοσμένη στη μαζική παραγωγή, αυτό το επάγγελμα συναντάται πολύ σπάνια κατά τον παραδοσιακό τρόπο.Που εργάζεται και υπό ποιες συνθήκες; Εργάζεται σε εργαστήρια παγωτού, όπου είναι απαραίτητο να κρατήσει κανείς αυστηρά υγιεινές συνθήκες και ένα συνεχές καθάρισμα ωφέλιμων ειδών για να αποφύγει πιθανή μόλυνση φαγητού. Ο χώρος εργασίας συνήθως πρέπει να κρατηθεί πολύ κρύος ή υγρός.Τι εργαλεία/ εξοπλισμό χρησιμοποιεί; Αναμεικτήρες, σπάτουλες, εξοπλισμό μέτρησης, κουτάλια.Ποια προσόντα απαιτούνται για να πετύχει κανείς σε αυτόν τον τομέα; Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη ειδίκευση σχετικά με το επίπεδο των σπουδών – συνήθως κάποια βασική κύρια εκπαίδευση είναι αρκετή. Η εμπειρία και οι δεξιότητες γενικά είναι επίκτητα μέσων εξάσκησης και μπορεί επίσης να υποστηριχτεί με τη βοήθεια κάποιου ειδικού επαγγελματικού μαθήματος.
Ποιος είναι και με τι ασχολείται; κατασκευάζει φυσικό παγωτά χρησιμοποιώντας γάλα, ζάχαρη, και φρούτα ως βασικά συστατικά.Ποια είναι τα καθήκοντα του; κατασκευάζει παγωτά από γάλα, ζάχαρη, φρούτα και άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή τα αναμειγνύει σωστά και παστεριώνει το μείγμα. Για να μοιράσει τα σταγονίδια λίπους αυτός/αυτή κατασκευάζει τα συστατικά μέσω της ομογενοποιητικής μηχανής – αυτός/αυτή χύνει το μείγμα σε ένα μηχάνημα ψύξης και το ξεκινάει για να το κτυπήσει και να δροσίζει το μείγμα μέχρι το προϊόν να αποκτήσει την κατάλληλη σύσταση. Αυτός/αυτή διακοσμεί τα παγωτά με παγωμένα φρούτα, σοκολάτα, ή άλλα συστατικά. Αυτός/αυτή μπορεί επίσης να εμπλουτίσει την πάστα του παγωτού με διάφορα συστατικά από παραδοσιακό καλλιτεχνικό κατάστημα. Μιας και η επεξεργασία παγωτού έχει γίνει μηχανοποιημένη και προσαρμοσμένη στη μαζική παραγωγή, αυτό το επάγγελμα συναντάται πολύ σπάνια κατά τον παραδοσιακό τρόπο.Που εργάζεται και υπό ποιες συνθήκες; Εργάζεται σε εργαστήρια παγωτού, όπου είναι απαραίτητο να κρατήσει κανείς αυστηρά υγιεινές συνθήκες και ένα συνεχές καθάρισμα ωφέλιμων ειδών για να αποφύγει πιθανή μόλυνση φαγητού. Ο χώρος εργασίας συνήθως πρέπει να κρατηθεί πολύ κρύος ή υγρός.Τι εργαλεία/ εξοπλισμό χρησιμοποιεί; Αναμεικτήρες, σπάτουλες, εξοπλισμό μέτρησης, κουτάλια.Ποια προσόντα απαιτούνται για να πετύχει κανείς σε αυτόν τον τομέα; Δεν υπάρχει καμιά συγκεκριμένη ειδίκευση σχετικά με το επίπεδο των σπουδών – συνήθως κάποια βασική κύρια εκπαίδευση είναι αρκετή. Η εμπειρία και οι δεξιότητες γενικά είναι επίκτητα μέσων εξάσκησης και μπορεί επίσης να υποστηριχτεί με τη βοήθεια κάποιου ειδικού επαγγελματικού μαθήματος.
Η πιο μεγάλη χαρά για ένα παγωτατζή ήταν να βλέπει την ευτυχία στα μάτια των παιδιών όταν έπαιρναν στα χέρια τους το λαχταριστό χωνάκι.Το αμαξάκι για τον παγωτατζή ήταν ένας πιστός φίλος. Το έβαφε, το ζωγράφιζε με όμορφα σχέδια και του μιλούσε με αγάπη στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς.Σήμερα, που όλοι μπορούμε να εξασφαλίζουμε ένα παγωτό από το διπλανό περίπτερο, το επάγγελμα του παγωτατζή έχει σχεδόν εξαφανιστεί.Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αρκετά χρήματα για να έχουν ψυγείο στο σπίτι τους. Ούτε και οι μαγαζάτορες μπορούσαν εύκολα να αγοράσουν ένα” ψυγείο για το μαγαζί τους. Έτσι τα παιδιά μπορούσαν να πάρουν παγωτό μόνο από τον παγωτατζή.Κάθε πρωί ο παγωτατζής αγόραζε μεγάλες κολόνες πάγου. Τις έβαζε μέσα στο καρότσι με το παγωτό που είχε φτιάξει και γύριζε τις συνοικίες καλώντας τα παιδιά να αγοράσουν παγωτό.
Καφεπαντοπώλης
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τιςπερισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζετη λειτουργία του καφενείου του με τηνπώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόποςτου, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι,ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστέςσαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο,ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Μπακάλης
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες, τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα και τις περισσότερες φορές βερεσέ. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από τη σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.
Γαλατάς
Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Μπαρμπέρης
Ο μπαρμπέρης (κουρέας) δούλευε συνήθως τα Σάββατα και τις παραμονές γιορτών. Είχε και ειδικό δοχείο, για να πλένει ή να λούζει όσους πελάτες επιθυμούσαν. Πολλοί μπαρμπέρηδες ήταν και «οδοντογιατροί». Είχαν μια ειδική τανάλια κι έβγαζαν τα χαλασμένα δόντια. Δεν ήταν στα χωριά κύριο επάγγελμα, αλλά δεύτερο επάγγελμα κάποιου γεωργού ή άλλου επαγγελματία.
Γραμματικός
Ήταν ο άνθρωπος που διάβαζε τα γράμματα στους αγράμματους ανθρώπους του χωριού κυρίως, ή και της πόλης. Έτσι έπαιρνε το χαρτζιλίκι του. Άλλοτε έγραφε κι άλλοτε διάβαζε τα γράμματα που συνήθως τότε έστελναν οι μετανάστες της Αμερικής και οι φαντάροι.Ο γραμματικός επίσης διάβαζε την εφημερίδα στο καφενείο κι όλοι παρακολουθούσαν να μάθουν νέα από το μέτωπο.Για να ξέρει γράμματα ο γραμματικός, σήμαινε ότι ήταν πρώτον άνδρας, γιατί οι γυναίκες τότε δεν πήγαιναν στο σχολείο, και δεύτερον θα ήταν καλής οικογένειας.
Τότε υπήρχε το Ελληνοσχολείο, το Σχολαρχείο και το Δημοτικό.
Κωμοδρόμος
Tο επάγγελμα του κωμοδρόμου ή αλλιώς του σιδηρουργού επιβίωσε σε πολλά κυπριακά χωριά. Οι υπηρεσίες του κωμοδρόμου ήταν απαραίτητες γα τους γεωργούς και πολλούς τεχνίτες, όπως τους τσαγκάρηδες και τους κτίστες. Οι κωμοδρόμοι κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν μεταλλικά εργαλεία και εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν άλλοι επαγγελματίες. Ανάμεσα στα εργαλεία και τα εξαρτήματα που κατασκεύαζαν ήταν τα φτυάρια, τα δρεπάνια, τα κλαδευτήρια, τα καρφιά των τσαγκάρηδων, οι τροχαλίες και οι σμίλες. Επίσης, έφτιαχναν διάφορα χρήσιμα αντικείμενα για τα νοικοκυριά, όπως κλειδαριές , κρεβατάκια των βρεφών και σιδεριές.
Στρατουράς
Ο στραουράς είναι ο τεχνίτης που κατασκευάζει τα «στρατούρκα» που φορούσαν στα γαϊδούρια και στα μουλάρια που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές. Τα «στρατούρκα» ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικά και κατασκευάζονταν από χοντρά βαμβακερά. Αυτά εφαρμόζονταν στη ράχη των ζωών και στη κορφή, τα οποία είχαν σχήμα Π.
Τερζής
Ο τερζής, λέξη τούρκικη, ήταν ο ράφτης των χονδρών μάλλινων υφασμάτων.Πήγαινε σ’ ένα χωριό που τον καλούσαν κι έπαιρνε τα υφάσματα με το τραγόμαλλο, που έκαναν στοναργαλειό οι γυναίκες. Έπαιρνε τα μέτρα των ανθρώπων κι έκοβε κομμάτια.Μετά έπαιρνε την σακοράφα κι έραβε τις κάπες ή καπότες, που φορούσαν οι βοσκοί κι άλλοι Έλληνες τον περασμένο αιώνα.Δεν ήταν εύκολη η δουλειά του τερζή, λόγω του πάχους και της δυσκαμψίας που είχε τούτο το χονδρό ύφασμα. Ο φραγκοράφτης, αντίθετα, είχε να κάνει με λεπτά υφάσματα.Η κάπα μετά το ράψιμο, ήθελε και ειδικό στρίφωμα για να μην ξεφτίσει. Χρησιμοποιούσε ειδικό εργαλείο, σαν τριπλή σαΐτα. Έτσι, όσο νερό και να έπεφτε πάνω της, ο τσοπάνος δεν βρεχόταν. Έκανε και τα διακοσμητικά σχέδια και τα κεντήματα που του ζητούσαν.
ΤΟΜΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ-ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ(20αιώνα).
Επαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο.
ΝΕΡΟΥΛΑΣ: Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια ο Νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Έκανε πολλά κουραστικά δρομολόγια και έπαιρνε μια δεκάρα το ντενεκέ. Το επάγγελμα του Νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΝΕΛ (η οποία αντικαταστάθηκε απο την ΕΥΔΑΠ).
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ: Οι παγωτατζήδες φτιάχνανε τα παγωτά ανάλογα με τη γεύση που θέλανε οι ανθρώποι. Σε μια ειδική μεταλλική κουτάλα, πέρνανε μαζί τα χονάκια τους απο γειτονιά σε γειτονιά ‘’γλυκαίνωντας’’ τον κόσμο
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ: Ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και τις πουλούσε στους περαστικούς περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης του ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.
ΤΟΜΕΑΣ: Τριτογενής.
ΑΛΜΠΑΝΗΣ: (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής):
Τα πέταλα ήταν κάτι σαν σιδερένια παπούτσια που τοποθετούσαν στις οπλές των αλόγων, για να μη φθαρούν και για να διατηρούν τα ζώα την ευστάθειά τους κατά τις μεταφορές, ώστε να μην γλιστράνε. Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί “κτηνίατροι“ ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
ΡΕΤΣΙΝΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ: Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα του δάσους και το πουλούσαν. Με αυτό γινόταν και γίνεται ακόμα και σήμερα η γνωστή ελληνική ρετσίνα.
ΤΟΜΕΑΣ: Πρωτογενής.
ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ: Οι αγωγιάτες, που ομάζονταν και «κιρατζήδες», μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας κ.λπ.
ΤΟΜΕΑΣ: Τριτογενής.
ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ: Έφερνε παλιά στα χωριά ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος. Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου ασκούσαν επαγγελματίες διάφορων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε.
ΤΟΜΕΑΣ: Τριτογενής.
ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΗΣ: Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι, κανάτια κρασιού, διάφορα μικροσκεύη όπως θυμιατήρια κ.ά.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ: Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.
ΤΟΜΕΑΣ: δευτερογενής.
ΚΑΡΕΚΛΑΣ: Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών: Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
ΚΤΙΣΤΗΣ: Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι «πελεκάνοι», που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
ΛΟΥΣΤΡΟΣ: Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λούστρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχιζε η «ιεροτελεστία» του βαψίματος.
ΤΟΜΕΑΣ: Τριτογενής.
ΑΛΕΤΡΑΣ: Κατασκεύαζε ξύλινα ή σιδερένια άροτρα για το όργωμα των χωραφιών. Ο Αντρέας Ρερές, ήταν ο πλέον εξαιρετικός αλετράς κι ο τελευταίος τεχνίτης αρότρων στο χωριό μας
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής
ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ: Ο ακονιστής γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά για να ακονίσει μαχαίρια, τσεκούρια, ψαλίδια και άλλα κοφτερά αντικείμενα που χρειαζόντουσαν ακόνισμα. Έτσι κουβαλούσε το ακόνι, όπου ήταν ένας τροχός φτιαγμένος από μια λεία και σκληρή πέτρα, ήταν ειδική πέτρα. Είχε διάμετρο περίπου 30 εκατοστών και στηριζόταν πάνω σε μια ξύλινη βάση που το ύψος της έφτανε το ένα μέτρο περίπου. Καθώς ο ακονιστής πατούσε το πεντάλι, ο τροχός περιστρεφόταν και ακόνιζε τις λεπίδες. Όταν τέλειωνε το ακόνισμα, έσιαζε τα μαχαίρια και τα ψαλίδια με τις λίμες και τα σφυριά, γιατί από την πολύ την χρήση, στράβωναν. Τέλος τα λάδωνε με τη λαδόπετρα για να μη σκουριάσουν.
ΤΟΜΕΑΣ:Πρωτογενής.
ΥΦΑΝΤΡΑ: Οι υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά, είχαν μόνιμα στημένο τον αργαλειό και δούλευαν ασταμάτητα καθώς δέχονταν συνέχεια παραγγελίες. Ήταν κουραστική και πολύπλοκη εργασία και αμείβονταν σε είδος, και σπάνια σε χρήματα. Υπήρχαν και νοικοκυριά που έστηναν τον αργαλειό το χρονικό διάστημα που δεν υπήρχαν γεωργικές δουλειές και υφαίνανε τα απαραίτητα για την οικογένειά τους.Η πρώτη ύλη ήταν το μαλλί, που περνούσε από πολλές διαδικασίες μέχρι να γίνει νήμα. Πρώτα κούρευαν τα πρόβατα, γνωστό ως “κουρά’. Επειδή πρόβατο με πρόβατο έδινε διαφορετική ποιότητα μαλλιού, όπως και κάθε μέρος του προβάτου, γινόταν η διαλογή του μαλλιού. Τα μακριά μαλλιά τα χρησιμοποιούσαν για τις φλοκάτες και τα κοντά και μαλακά μαλλιά για τις κουβέρτες, τα κιλίμια, τις πετσέτες κ.α. Όταν τέλειωνε η κουρά, τοποθετούσαν τα μαλλιά σε τσουβάλια, τα φόρτωναν στα μουλάρια μαζί με ένα μεγάλο καζάνι και πήγαιναν στο ποτάμι.
Εκεί άναβαν φωτιά, έβαζαν το μαλλί στο καζάνι και το ζεματούσαν στο ζεστό νερό. Στη συνέχεια το έβγαζαν από το καζάνι και το χτυπούσαν με τις κοπανίδες (ειδικό ξύλο για το χτύπημα των ρούχων στο πλύσιμο) μέχρι να αφρίσει και να φύγει η σαριά (βρωμιά). Τη σαριά την κρατούσαν για να τη χρησιμοποιήσουν αργότερα για το βάψιμο των φλοκατών και των άλλων ειδών. Αφού έφευγε όλη η βρομιά και άσπριζε το μαλλί, το ρίχνανε στα κρύα νερά του ποταμού για να πλυθεί πάλι και στη συνέχεια το στράγγιζαν. Η καθαρή ίνα που απέμενε ήταν το 50% του ακατέργαστου μαλλιού, καθώς το υπόλοιπο 50% ήταν διάφορες λιπαρές ουσίες, φυτικές ίνες, υγρασία και σκόνη.Τοποθετούσαν το καθαρό μαλλί στα τσουβάλια και επέστρεφαν στο σπίτι. Το άπλωναν στους φράχτες για να στεγνώσει στον ήλιο και στη συνέχεια το άνοιγαν με τα χέρια τους (ξάσιμο) και το αποχνούδωναν για να είναι εύκολο στη χρήση του. Στη συνέχεια το μαλλί οδηγείτε στην ειδική μηχανή για την κατεργασία του (λανάρα). Το μαλλί που ήταν για τις φλοκάτες γίνονταν αφράτες τούφες (μπάλες) και στη συνέχεια κλωστή. Το μαλλί που ήταν για κουβέρτες, χαλιά κ.α. γινόταν φιτίλι που το έγνεθαν έπειτα στο σπίτι με το τσικρίκι (ροδάνι), όπου είναι ένα από τα αρχαιότερα κλωστήρια. Για να διευκολυνθεί η διαδικασία της νηματοποίησης όπου γινόταν στη λανάρα, λάδωναν πρώτα το μαλλί. Τελευταίο κρατούσαν αυτό που ήταν για τα σκουτιά τους, που το έγνεθαν οι ίδιες με τη ρόκα (όργανο για το γνέσιμο μαλλιού), όπου στερέωναν την τούφα (τουλούπα) και το σφοντύλι (στρογγυλό λεπτό ξύλο που προσαρμόζεται στην άκρη του αδραχτιού για να επιταχύνει την περιστροφική κίνηση) με το αδράχτι, όπου τυλιγόταν το νήμα.Μετά τη νηματοποίηση, ακολουθούσε η βαφή του νήματος όπου χρησιμοποιούσαν υλικά που προέρχονταν από τη φύση και γι” αυτό απαιτούσε γνώσεις και προσοχή. Ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να δώσουν, μάζευαν ρίζες διάφορων δέντρων, φύλλα από κορομηλιά, βελανιδιά, φλούδες από πουρνάρι, αγριοπιπεριές και πολλά άλλα. Εάν ήθελαν να δώσουν καφέ χρώμα χρησιμοποιούσαν φύλλα καρυδιάς και καρυδότσουφλα, για κίτρινο χρησιμοποιούσαν φύλλα άσπρης μουριάς κ.α. Βράζανε σε ένα καζάνι τα σχετικά φύλλα ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν, και στη συνέχεια προσθέτανε και το νήμα που ήθελαν να βάψουν. Για να δέσει καλά το χρώμα και να μη ξεβάφει, πρόσθεταν και άλλα υλικά όπως ξίδι και αλάτι. Ακολουθούσε το ξέπλυμα με κρύο νερό και το στέγνωμα στον ήλιο. Μετά περνούσαν το νήμα τεντωμένο γύρω από τους πασσάλους που ήταν στημένοι στην αυλή του σπιτιού τους. Αυτό τους διευκόλυνε στην ύφανση. Εδώ τελείωνε όλη η διαδικασία της προετοιμασίας του μαλλιού και ακολουθούσε η ύφανσή του στον αργαλειό.Ο αργαλειός ήταν μια ξύλινη κατασκευή που στηνόταν στο σπίτι. Υπήρχαν τρεις τύποι αργαλειών: ο όρθιος, ο πλαγιαστός και του “λάκκου’. Ο πιο συνηθισμένος ήταν ο πλαγιαστός. Η κατασκευή του γινόταν από ειδικούς μαραγκούς ή από πρακτικούς τεχνίτες. Τοποθετούσαν τέσσερις ξύλινους στύλους σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Έπειτα στήριζαν στις στενές πλευρές του δυο ξύλα σε σχήμα κυλίνδρου. Στο ένα από αυτά τύλιγαν το στημόνι (τα νήματα κατά μήκος του αργαλειού που ανάμεσά τους πλέκεται το υφάδι). Οι κλωστές του στημονιού περνούσαν μια – μια από τα μιτάρια (εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα) και μετά από κάθε δόντι του ξυλόχτενου. Τα νήματα ανεβοκατέβαιναν με τη βοήθεια δύο ξύλων που βρισκόταν στα πόδια της υφάντρας (ποδαρίστρες) και συνδέονταν με σχοινιά με τα μιτάρια. Όταν πατούσε η υφάντρα τη μια «ποδαρίστρα», κατέβαινε το μιτάρι και μαζί κατέβαιναν και οι κλωστές του στημονιού που ήταν περασμένες σε αυτό. Ανάμεσα στα δυο μιτάρια δημιουργούνταν ένα κενό, μέσα από το οποίο περνούσε το υφάδι που ήταν τυλιγμένο στη σαΐτα (υφαντικό εργαλείο). Πατούσε μετά η υφάντρα στην άλλη «ποδαρίστρα» και κατέβαινε το δεύτερο μιτάρι που σταύρωνε το στημόνι. Και τότε η υφάντρα χτυπούσε το υφάδι με το ξυλόχτενο, για να το επαναφέρει πίσω στη θέση του. Έτσι υφαινόταν το πανί και συγχρόνως τυλιγόταν στο μπροστινό κυλινδρικό ξύλο, το αντί (εξάρτημα του αργαλειού), που στεκόταν σταθερό με τη βοήθεια του σφίχτη (τοξοειδής ξύλο με μια τρύπα από όπου περνάει το σχοινί), που ήταν στο δεξί χέρι της υφάντρας. Ο σφίχτης ήταν απαραίτητο εξάρτημα, γιατί κρατούσε σωστή και σφιχτή τη ύφανση. Αν το ύφασμα που ύφαιναν ήταν λεπτό (μεταξωτό ή βαμβακερό), χρησιμοποιούσαν ένα άλλο εργαλείο, την τσίγκλα (σίδερο που κρατάει τεντωμένη την ύφανση), ώστε να στέκεται τεντωμένο.Σήμερα η τέχνη του αργαλειού και το επάγγελμα της υφάντρας έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες μηχανές, καθώς υπάρχουν λίγες υφάντρες που δουλεύουν ακόμη αυτή τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση που άφησαν οι προηγούμενες γενιές.
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ:
Οι τυπογράφοι έπιαναν δουλειά στις 5 το απόγευμα και τέλειωναν το ξημέρωμα. Παλιά οι επαρχιακές εφημερίδες ήταν τετρασέλιδες και η κάθε σελίδα είχε 8 στήλες. Αρχίζανε πάντα την στοιχειοθεσία από τις 2 μεσαίες σελίδες, όπου εκεί έμπαιναν οι επιστολές, οι αγγελίες, οι διαφημίσεις και γενικότερα οι λιγότερο σημαντικές ειδήσεις. Έδινε το κείμενο ο δημοσιογράφος στον τυπογράφο και αυτός με τη σειρά του στεκόταν όρθιος μπροστά στην κάσα, έπαιρνε ένα ένα τα γράμματα και βάζοντάς τα στη σειρά στο συνθετήριο σχηματιζόντουσαν οι λέξεις. Όταν τελείωνε η μια αράδα, βάζανε το διάστιχο για να μην τους φύγουν τα γράμματα και συνέχιζαν την επόμενη αράδα. Για να στερεωθούν τα γράμματα και να μη σκορπίσουν, όταν έφταναν στην 5 ή 6 αράδα, τις έβρεχαν λίγο με ένα σφουγγάρι και έτσι στερεωνόντουσαν. Όταν τέλειωνε η στήλη, την τοποθετούσαν σε ένα μικρό σελιδοθέτη. Με τον ίδιο τρόπο στοιχειοθετούσαν και τις άλλες σελίδες. Η πρώτη και η τελευταία σελίδα τυπωνόταν τελευταία, γιατί οι δημοσιογράφοι έπρεπε πρώτα να ακούσουν το τελευταίο δελτίο ειδήσεων στο ραδιόφωνο, μιας και σε αυτές τις σελίδες γραφόντουσαν οι πιο σημαντικές ειδήσεις.Αφού στοιχειοθετούσαν όλες τις στήλες, ο σελιδοποιός τις έδενε με σχοινιά για να μη μετακινηθούν τα γράμματα και μοντάριζε τη σελίδα πάνω στον μεγάλο σελιδοθέτη. Αυτός έφτιαχνε και τους τίτλους. Μόλις ο σελιδοποιός μοντάριζε τη σελίδα, έβγαζε ένα δοκιμαστικό για να το ελέγξει ο δημοσιογράφος, μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος. Το δοκιμαστικό γινόταν ως εξής, περνούσαν οι τυπογράφοι τη στοιχειοθετημένη σελίδα με έναν μελανωμένο κύλινδρο, βρέχανε ελάχιστα ένα λευκό χαρτί και το ακουμπούσανε πάνω στη στοιχειοθετημένη σελίδα, πιέζοντάς το ελαφρά.Αφού ο δημοσιογράφος έκανε τον έλεγχο, ο υπεύθυνος στο πιεστήριο έσφιγγε με το τελάρο τη στοιχειοθετημένη σελίδα και την πήγαινε στο πιεστήριο. Εκεί προσεκτικά άδειαζαν τη στοιχειοθετημένη σελίδα πάνω στο πιεστήριο, τραβούσαν πίσω το σελιδοθέτη και ανέβαιναν στο πιεστήριο. Στεκόντουσαν όρθιοι μπροστά από τη στοίβα του τυπογραφικού χαρτιού και το έριχναν ένα ένα στο πιεστήριο που δούλευε. Τότε τυπώνανε 500 με 1.000 φυλλάδες. Το τύπωμα κρατούσε γύρω στις 4 ώρες. Το ξημέρωμα ερχόταν στο τυπογραφείο ο διπλωτής, όπου δίπλωνε με το χέρι τις τυπωμένες σελίδες και ταξινομούσε τις εφημερίδες σε δέματα για να τα βρει έτοιμα ο διανομέας που πήγαινε λίγο αργότερα.Το πρωί πήγαιναν στο τυπογραφείο συνήθως δυο γυναίκες, ξεμοντάριζαν τα στοιχεία, τα καθάριζαν με ένα βρεγμένο στουπί και τα τοποθετούσαν στα κουτάκια τους στην κάσα για να τα βρουν το απόγευμα έτοιμα ξανά οι τυπογράφοι για την εφημερίδα της επόμενης μέρας
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
ΠΑΣΟΥΜΤΖΗΣ:Ο πασουμτζής έπαιρνε έτοιμα, επεξεργασμένα δέρματα, συνήθως μαύρα και καφέ γιατί αυτά είχαν περισσότερη ζήτηση. Έβαζαν τον πελάτη να πατήσει με γυμνό πόδι πάνω σε ένα χαρτί και έκανε το περίγραμμα του ποδιού με μολύβι. Μετρούσε με τη μεζούρα το πάχος του ποδιού στα δάχτυλα και στην καμάρα. Στήριζε το δέρμα στην τάβλα και το έκοβε με τη φαλτσέτα, λάμα 30 εκατοστών περίπου, σύμφωνα με το στάμπο που ήταν από χαρτόνι. Στη συνέχεια έκοβε τη φόδρα που ήταν από δέρμα προβιάς ή γίδας και τη γάζωνε από την ανάποδη.Αφού τέλειωνε με το πανώδερμα, το φόντι, έπαιρνε το καλοπόδι (υπήρχαν καλοπόδια σε διάφορα μεγέθη) έκοβε τους πάτους που ήταν από μαλακό δέρμα (παρικόπετσο) και πάνω σε αυτό μόνταρε το φόντι. Δηλαδή τραβούσε με μια τανάλια το πανώδερμα και το κάρφωνε πάνω στους πάτους με τις πρόκες, γνωστές ως σπράγγες.Ύστερα όλο το σύνολο τα σπάτωνε με το βούρδουλο και μετά έραβε τη σόλα με ένα ειδικό σουβλί που το έλεγαν σπαθάτο ή πλακό, ανάλογα με το πόσο περιποιημένη δουλειά ήθελε ο πελάτης.Όταν τελείωνε και η σόλα, κάρφωνε το τακούνι που ήταν πέτσινο και είχε ύψος 2 εκατοστά περίπου. Μετά ξεφόρμαρε τη σόλα με ένα ρασπάκι (εργαλείο σιδερένιο με δοντάκια που τρώει το περίσευμα), ύστερα την έξυνε με γυαλί και στη συνέχεια με υαλόχαρτο. Έβαφε τη σόλα με μπογιά και με κεράκι, που είχε το ίδιο χρώμα με το φόντι και έτριβε ολόγυρα τη σόλα. Μετά πύρωνε ένα σίδερο που το λέγανε λαμπούγιο και με αυτό σιδέρωναν την περιφέρεια της σόλας για να δώσει γυαλάδα. Οι πελάτες ήταν κυρίως φτωχοί και δεν είχαν πολλά χρήματα να δώσουν. Έτσι ο πασουμτζής δεν έκανε πολύ καλή δουλειά.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
Κωμοδρόμος
Το επάγγελμα του κωμοδρόμου ή αλλιώς του σιδηρουργού επιβίωσε σε πολλά κυπριακά χωριά. Οι υπηρεσίες του κωμοδρόμου ήταν απαραίτητες γα τους γεωργούς και πολλούς τεχνίτες, όπως τους τσαγκάρηδες και τους κτίστες. Οι κωμοδρόμοι κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν μεταλλικά εργαλεία και εξαρτήματα που χρησιμοποιούσαν άλλοι επαγγελματίες. Ανάμεσα στα εργαλεία και τα εξαρτήματα που κατασκεύαζαν ήταν τα φτυάρια, τα δρεπάνια, τα κλαδευτήρια, τα καρφιά των τσαγκάρηδων, οι τροχαλίες και οι σμίλες. Επίσης, έφτιαχναν διάφορα χρήσιμα αντικείμενα για τα νοικοκυριά, όπως κλειδαριές , κρεβατάκια των βρεφών και σιδεριές.
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
Πελεκάνος
Ο πελεκάνος ή αλλιώς ο επιπλοποιός είναι άλλο ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου. Ο πελεκάνος αναλαμβάνει την κατασκευή της επίπλωσης, όπως τραπεζιών και ερμαριών, αλλά και γενικότερα του ξύλινου εξοπλισμού των σπιτιών, όπως τη ξύλινη σκεπή και «πορτοπαράθυρα».
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
Μεταπράτης: Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.
ΤΟΜΕΑΣ:Τριτογενής.
ΤΕΝΕΚΕΤΖΗΣΓια τις κατασκευές δούλευε στο μαγαζί του. Για τις επισκευές γυρνούσε τα χωριά φορτωμένος ένα τουρβά, με τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε και μια φουφού με αναμμένα κάρβουνα. Στο μαγαζί του εκτός απ΄τα εργαλεία της βόλτας είχε και μικρό και μεγάλο αμόνι, ματσόλες (ξύλινα σφυριά), μέγγενη, κύλινδρο, κομπάσο (διαβήτη) κ.ά. Στη βόλτα έπαιρνε μαζί του φουφού, κολλητήρια, πένσα, σφυρί, ψαλίδι, ματσόλα, πίρους, καλάι αναμιγμένο με μολύβι, λισαντήρι για να καθαρίζει τα κολλητήρια, λίμα και οξύ, για να καθαρίζει από σκουριές και βρωμιές το μέρος του σκεύους (πιάτου, μπρικιού κ.ά.) που ήθελε κόλλημα.Έφτιαχνε από λαμαρίνα μαγκάλια, φουφούδες, φαράσια, καβουρδιστήρια, φανάρια λαδιού, λάμπες , καντήλια, κ. ά.
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής
Καφεπαντοπώλης
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
ΤΟΜΕΑΣ:Τριτογενής.
Μπασματζής (Υφασματοπώλης)
Σε λίγα κεφαλοχώρια , υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.
ΤΟΜΕΑΣ:Τριτογενής.
Βαρελάς
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
ΔΕΡΜΑΤΕΜΠΟΡΑΣ : Αγόραζε δέρματα (τομάρια) από σφαγμένα ζώα.Στη συνέχεια τα καθάριζε,τα αλάτιζε με χοντρό αλάτι,και μετά τα τέντωνε τοποθετώντας ενδιάμεσα ξύλα για να ξεραθούν και να μη σαπίσουν ή βρωμίσουν.Όταν συγκέντρωνε αρκετά τα πήγαινε στον μεγαλέμπορα,ο οποίος τα προωθούσε στα εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων,τα Βυρσοδεψεία.Από τα ακατέργαστα δέρματα πολλά τα χρησιμοποιούσαν για μικρά χαλιά,άλλα τα έκαναν τύμπανα η νταϊρέδες άλλα παπούτσια,τσαρούχια,και αν ήταν από γουρούνια τα έλεγαν γουρνουτσάρχα.Στο Ζάλοβο Δερματέμπορας ήταν ο Μήτρος Βλάμης καί ο Γιάννης Β.Γκατζήμας
ΤΟΜΕΑΣ:Δευτερογενής.
Χανιτζήδες: Χανιτζήδες ονομάζονταν οι ιδιοκτήτες πανδοχείων που ονομάζονταν "χάνια" (από την περσική λέξη "χαν" που σημαίνει ξενώνας). Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, σταύλους για την παραμονή των ζώων, καθώς και δωμάτια για την διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Ξακουστά χάνια στη περιοχή μας ήταν το χάνι στη Τσακώνα αλλά και στην Αλλαγή.
ΤΟΜΕΑΣ:Τριτογενής.
Καροποιός: Πριν από μερικές δεκαετίες, από το 1920 και μέχρι το 1970, το επάγγελμα του καροποιού ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο και ειδικά πριν εμφανιστούν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Τα κάρα ήταν δίτροχα ή τετράτροχα αμάξια, που τότε ήταν τα φορτηγά της εποχής. Φορτηγά που τα έσερναν όμως τα γαϊδουράκια, τα μουλάρια, τα άλογα και τα βόδια, ανάλογα με τη χρήση που είχε το κάθε κάρο. Στα χωριά ήταν το μοναδικό μέσο για μεταφορές ανθρώπων, εμπορευμάτων, εργαλείων και άλλων αντικειμένων.
Τα κάρα ήταν φτιαγμένα με ξύλα και σίδερα και γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, τους καροποιούς. Χρειαζόταν μεγάλη τέχνη για να γίνει ένα κάρο. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τα πιο παλιά χρόνια ήταν το σκεπάρνι για να πελεκάνε το ξύλο, ο ξυλοφάγος για να λιμάρουν και να ισιώνουν τις επιφάνειές του, η βαριά, ένα βαρύ σφυρί, το πριόνι, το σφιχτήρι, η αρίδα για να ανοίγουν τρύπες.
Τα κάρα έπρεπε να είναι γερά κατασκευασμένα, γιατί έπρεπε να αντέχουν στη σκληρή χρήση, αλλά και στους κακοτράχαλους δρόμους, που ήταν χωματόδρομοι και γεμάτοι με πέτρες και λακκούβες. Συνήθως ζημιά πάθαιναν οι ρόδες τους, που τις επισκεύαζε ο αμαξάς πάλι στους καροποιούς.
ΤΟΜΕΑΣ: Δευτερογενής.
Καραγωγός: Οι Καραγωγοί ήταν οι ιδιοκτήτες – οδηγοί των δημοσίας χρήσεως κάρων. Εκεί που είχε ιδιαίτερο χρώμα η δουλειά, η κίνηση και η παρουσία των κάρων ήταν το καλοκαίρι που μετέφεραν αδιάκοπα τα προϊόντα του τόπου στη Καλαμάτα. Κι επειδή το ταξίδι ήταν μακρινό, κουραστικό και συχνά με κινδύνους, πήγαιναν πολλοί μαζί. Ολόκληρες φάλαγγες τραβούσαν μέσα σε κακούς και γεμάτους λακκούβες δρόμους. Όταν έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού κατάκοποι, όσοι δεν είχαν μεγάλο φορτίο για το χωριό (αλεύρια, μακαρόνια, μπακαλιάρους κλπ), κοιμόντουσαν πάνω στο κάρο και μόνο η «πίστη» και η φρονιμάδα του αλόγου τους, τους έφερνε ασφαλείς στο σπίτι τους. Ο πλέον ξακουστός καραγωγός στην περιοχή μας στα 1910 – 1930 ήταν ο Γιάννης Μπαλτουμάς «καραγιάννης» από τη Μερόπη
Σαμαράς
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα.
Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε λοιπόν τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Το επάγγελμα του σαμαρά εξαφανίστηκε τον 20ο αιώνα με την εφάνιση του αυτοκινήτου.
ΚΑΣΕΡΟΜΑΣΤΟΡΑΣ:Το επάγγελμα του κασερομάστορα, όπως και τα περισσότερα επαγγέλματα περνούσε από γενιά σε γενιά. Το κασέρι το παρασκεύαζαν σε μικρά ξύλινα ή πέτρινα οικήματα γνωστά ως κασερίες. Στη συνέχεια μετά την απαραίτητη διαδικασία παρασκευής του κασεριού το τοποθετούσαν για ένα εικοσιτετράωρο σε καλούπια για να πάρει το επιθυμητό σχήμα. Ακολουθούσε η μεταφορά του κασεριού από τις κασερίες στα υπόγεια των σπιτιών όπου υπήρχε σταθερή θερμοκρασία και τα τοποθετούσαν σε τεζάκια για να ωριμάσουν. Παρέμεναν στα υπόγεια για τρεις μήνες και στη συνέχεια τα πουλούσαν στους εμπόρους.
ΥΛΟΤΟΜΟΣ: Παλιά τα ξύλα κυρίως ζέσταιναν τους ανθρώπους, οι οποίοι φρόντιζαν από νωρίς να τα παραγγείλουν στους ξυλάδες. Ο ξυλοκόπος ήταν επαγγελματίας που είχε ως κύρια δουλειά την κοπή των ξύλων και τη μεταφορά τους στον τόπο κατανάλωσης. Ήταν συνηθισμένο τότε να βλέπει κανείς φορτωμένα γαϊδούρια ή μουλάρια να κουβαλάνε ξύλα στους δρόμους του Καρπενησιού. Τα έκοβαν οι ξυλοκόποι με τις κόφτρες στο δάσος, τα έσκιζαν με τιις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα μετέφεραν στην πόλη. Εκεί τα πουλούσαν και οι αγοραστές, αν δεν είχαν τζάκι, τα έκοβαν πάλι σε μικρότερα κομμάτια με την κόφτρα ή το πριόνι, αφού τα τοποθετούσαν πάνω στην "ξυλογαϊδάρα" και τα έσκιζαν με το τσεκούρι ή τις σιδερένιες σφήνες. Μετά τα στοίβαζαν έτοιμα για τις σόμπες ή το τζάκι. Αργότερα οι έκαναν τις ίδιες δουλειές οι κορδέλες και τα αλυσσοπρίονα, ενώ τη μεταφορά κάνουν τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα. Οι ξυλοκόποι έκοβαν επίσης ξύλα για την κατασκευή ξύλινων αντικειμένων, ειδών καθημερινής χρήσης, υλικών δόμησης των σπιτιών (στέγες, παράθυρα κλπ.). Λέγονταν μάλιστα και "ταχτατζήδες" από την τουρκική λέξη "tahta", που σημαίνει ξύλο. Σ’ αυτούς υπάγονταν και οι ξυλοσχίστες ή υλοτόμοι (μπισκιτζήδες), οι οποίοι εργάζονταν επίσης στα δάση και υλοτομούσαν την απαραίτητη ξυλεία για τις οικοδομές, αλλά και για τις κατασκευές των επιπλοποιών και των μαραγκών. Σήμερα υπάρχουν ακόμα Δασικοί Συνεταιρισμοί, που ασχολούνται με την υλοτομία και την εμπορία δασικής ξυλείας.
ΤΟΜΕΑΣ: Πρωτογενής.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ;
1.αφού τα επαγγέλματα που τείνουν ή έχουν ήδη εκλείψει, το επηρεάζουν, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία και η γεωργία παρεμβαίνουν άμεσα στην εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος κάθε τόπου.
2. Εξίσου χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν τη ζωή των τοπικών κοινωνιών επαγγέλματα όπως εκείνα του πεταλωτή, του σαγματοποιού, του κουρέα, αφού η εξέλιξή τους στο χρόνο δεν άφησε ανεπηρέαστο τον τρόπο ζωής των κατοίκων.
Ο Άνθρωπος για να ικανοποιήσει τις βασικές και πολιτιστικές του ανάγκες είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει, να αγωνιστεί, να εργαστεί. Έτσι για τη λύση του προβλήματος της επιβίωσης έμαθε να εργάζεται και να συνεργάζεται με τους άλλους. Να επιλέγει και να κάνει ένα επάγγελμα σύμφωνα με τις διαθέσεις, τις δυνάμεις, τις βλέψεις και τις επιθυμίες του. Είναι υποχρεωμένος να βρει ένα ρόλο, το δικό του ρόλο που θα παίξει στη ζωή, αυτός που είναι σημαντικός για τον ίδιο, αυτόν που εκτιμά περισσότερο. Έτσι δε ζυγίζει κάτω από το βάρος του κάματου, δε γερνάει, δε μεμψιμοιρεί, νοιώθει ακμαίος, ζωντανός και χαρούμενος.
Τέτοιοι παλαιστές υπήρξαν και στο παρελθόν πολλοί. Αγωνίζονταν όλη την ημέρα, περιόριζαν στο ελάχιστο τον ύπνο τους και την ξεκούραση, ξεχνούσαν την ψυχαγωγία. Δεν αποθαρρύνονταν από τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες. Πάλευαν έχοντας πάντα αποθέματα δραστηριότητας, ευθυμίας, αισιοδοξίας και αγωνιστικότητας. Το μυστικό τους η αγάπη για τη δουλειά τους κι ο έρωτας για το μεγάλο θείο δώρο, τη ζωή. Το επάγγελμα σμιλεύει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Διαμορφώνει την εικόνα τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά. Ο τρόπος που σκέφτεται, που κινείται είναι απόλυτο συνδεδεμένος με το είδος του επαγγέλματος. Ο θυμόσοφος λαός μας και σε τούτη την περίπτωση έδωσε το καταστάλαγμα της πείρας του στη παροιμία: «Μάθαινε τα παλιά, να ξέρεις τα καινούρια».
Ξετυλίγοντας το νήμα των παραδοσιακών επαγγελμάτων και ασχολιών, θα βρεθούμε σ’ ένα κόσμο μακρινό, ξεχασμένο στο παρελθόν, όπου θα διαπιστώσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε οι άνθρωποι χωρίς τα μέσα που διαθέτουμε εμείς σήμερα αλλά παράλληλα θα θαυμάσουμε κιόλας την επινοητικότητά τους ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά που τους έδινε η φύση καθώς επίσης και τις φυσικές ενέργειες (νερό, άνεμο, βιομάζα).
Μέσα λοιπόν από τις παραδοσιακές ασχολίες και τα επαγγέλματα των κατοίκων του χωριού, μπορούμε να βρούμε κάποιες λύσεις και απαντήσεις σε σημερινά ερωτήματα. Μπορούμε να πάρουμε ό,τι θετικό απόκτησαν εκείνοι και να το προσαρμόσουμε στα σημερινά δεδομένα ώστε να υπάρξει καλύτερη πρόοδος. Γιατί πρόοδος σημαίνει να εκμεταλλευόμαστε την εμπειρία των παλιότερων και να προχωράμε ακόμα πιο μπροστά. Σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει να αρνηθούμε τους παλιότερους.
Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία τα χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Ούτε θα μπορούσε σήμερα να ζήσει κάποιος κάνοντας το επάγγελμα του τσαγκάρη, γιατί δεν θα είχε καθόλου πελάτες. Υπάρχουν τόσα και τόσα μοντέλα παπουτσιών που μπορούμε εύκολα να αγοράσουμε κι όταν χαλάσουν δεν τα πηγαίνουμε για επισκευή αλλά τα πετάμε και αγοράζουμε καινούργια. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Από τη στιγμή της εμφάνισης του ανθρώπου στη γη το ενδιαφέρον του τράβηξε η φυσική διαδοχή των εποχών, σύμφωνα με τις οποίες οργάνωσε τις δραστηριότητές του. Δειλά, δειλά στην αρχή γεύεται ό,τι συλλέγει, για να ικανοποιήσει το αίσθημα της πείνας και στη συνέχεια επεμβαίνει στη φύση και συνεργάζεται με αυτήν παράγοντας τους πρώτους καρπούς της αρεσκείας του. Το επάγγελμα επομένως του γεωργού είναι το πρώτο που εξάσκησε ο άνθρωπος και μέχρι σήμερα, μετά από τόσους αιώνες συνεχίζει να καλλιεργεί τη γη. Μόνο που στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας ο άνθρωπος δε συνεργάζεται πλέον με τη γη, αλλά την εκμεταλλεύεται ασύστολα και με το χειρότερο τρόπο ρυπαίνοντάς την όλο και περισσότερο.
Αναπόσπαστο κομμάτι της λαογραφικής Ελληνικής κληρονομιάς είναι τα επαγγέλματα που ασκούσαν για αιώνες ολόκληρους οι Έλληνες. Ακόμα κι αν έχουν σιγά-σιγά εκτοπιστεί, τα επαγγέλματα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής παράδοσης.
Ο αιώνας που πέρασε ήταν ίσως αυτός που προκάλεσε τις πιο μεγάλες αλλαγές, άλλοτε με τρόπο ήρεμο, ειρηνικό, φυσιολογικό και άλλοτε βίαια, απότομα και ανεξέλεγκτα. Σημαντικά γεγονότα που προκάλεσαν αυτές τις αλλαγές ήταν για παράδειγμα οι δυο μεγάλοι και καταστρεπτικοί Παγκόσμιοι Πόλεμοι. Λαοί κατακτήθηκαν, λεηλατήθηκαν, βασανίστηκαν ή σφαγιάστηκαν. Τα όρια των κρατών άλλαζαν σχήμα και μέγεθος. Ομάδες χιλιάδων ανθρώπων ή μετανάστευσαν σε άλλες χώρες ή εγκαταστάθηκαν σε αστικά κέντρα. Η τεχνολογική πρόοδος προκάλεσε αλματώδεις αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου και στον πολιτισμό. Αλλαγές στην εργασία του, στη διασκέδαση, στην ενημέρωση, στις μεταφορές, στην εκπαίδευση, στη διατροφή του. Παραδοσιακές ασχολίες και επαγγέλματα χάθηκαν ή άλλαξαν μορφή. Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι η εξέλιξη αυτή είχε μόνο αρνητικές ή μόνο θετικές επιπτώσεις; Οι παλιοί θυμούνται με νοσταλγία τα παιδικά τους χρόνια και δείχνουν να θέλουν να ξαναζήσουν εκείνη την εποχή! Οι νεότεροι που ακούνε τις διηγήσεις των παππούδων τους αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα εκείνης της εποχής.
Παραδοσιακά επαγγέλματα και φυσικό, κοινωνικό περιβάλλον.
Το συγκεκριμένο θέμα σχετίζεται άμεσα με το περιβάλλον, αφού τα επαγγέλματα που τείνουν ή έχουν ήδη εκλείψει, το επηρεάζουν, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία και η γεωργία παρεμβαίνουν άμεσα στην εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος κάθε τόπου. Εξίσου χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν τη ζωή των τοπικών κοινωνιών επαγγέλματα όπως εκείνα του πεταλωτή, του σαγματοποιού, του κουρέα, αφού η εξέλιξή τους στο χρόνο δεν άφησε ανεπηρέαστο τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Η ταχύτατη πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη δεν επέτρεψαν τη διατήρηση τέτοιων επαγγελμάτων. Με γνώμονα πάντα το χρήμα και την ευκολία, οι κοινωνίες προτίμησαν να βιομηχανοποιήσουν την παραγωγή και να απλοποιήσουν τη ζωή των κατοίκων χρησιμοποιώντας μηχανήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον πλουτισμό κάποιων ανθρώπων, την εξασφάλιση εργασίας για μια μεγάλη μερίδα εργατών αλλά και την οικονομική κατάπτωση των ατόμων που ασκούσαν αυτά τα παραδοσιακά επαγγέλματα.
Η μεγαλύτερη απώλεια που υφιστάμεθα όλοι με την εξαφάνιση κάποιων παραδοσιακών επαγγελμάτων είναι σίγουρα η πολιτισμική. Τα εργαλεία και ο τρόπος εργασίας των ανθρώπων που ασκούσαν αυτά τα επαγγέλματα, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Υπάρχει φόβος ότι μαζί με τον αφανισμό αυτών των επαγγελμάτων θα αφανιστεί μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού αιώνων του τόπου μας. Προβάλλει έτσι άμεσα η ανάγκη για τη διατήρηση τουλάχιστο των μέσων, των εργαλείων εκείνων που χρησιμοποιούνταν, της μνήμης του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου