Αλλαγή πλεύσης του Ιστολογίου “ΡΟΔΟΣυλλέκτης”

Το Ιστολόγιο του ΡΟΔΟΣυλλέκτη, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τον τόπο τους… εδώ είναι λοιπόν και περιμένει τα δελτία για τις εκδηλώσεις και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων αλλά και ότι αφορά τον τόπο μας – ακόμα και την πολιτική… Το Email μας είναι: r.telxinas@yahoo.gr

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Παλιά επαγγέλματα (μέρος δεύτερο)

Κανταρτζής ή ζυγιστής, Καπνοπαραγωγός, Καραγκιοζοπαίχτης, Κατρατζής, Καφετζής, Κεροπλάστης, Κουρέας, Κρεοπώλης (Μακελάρης ή Χασάπης), Καλαθοπλέκτες, Καλαφάτες, Καπιστράδες, Καραβομαραγκοί, Καρβουνάδες, Κατασκευαστές κουδουνιών, Κεραμιδάδες, Κοσμηματοποιοί, Κτίστης, Κυνηγός-Ξοβεργάρης-Αριτζής.
Για άλλα επαγγέλματα και φωτογραφίες, δείτε τη σειρά: Παλιά Επαγγέλματα (μέρος πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο)
Κανταρτζής ή ζυγιστής: Κανταριτζής ή ζυγιστής. Επάγγελμα που γέννησαν οι ανάγκες της καθημερινής συναλλαγής. Συνήθως περιφέρονταν στις αγορές ή όπου χρειάζονταν, ακόμα και στα πανηγύρια, για να ζυγίσει κάποιο βάρος (τσουβάλι σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σφαχτό κ.ά.). χρησιμοποιούσε κανταρόξυλο και σχοινί για να δένει τα αντικείμενα ώστε να τα ζυγίσει με το καντάρι.Το καντάρι είχε μια βέργα (βραχίνα) με σημειωμένες χαρακιές για τις οκάδες (οκά= 400 δράμια ή 1200 γραμμάρια), που πάνω της μετακινούσαν το κρεμασμένο βαρίδι. Είχε ακόμα τα γατζάκια που κρεμούσαν τα αντικείμενα.
Καπνοπαραγωγός: Οι καπνοπαραγωγοί φύτευαν τον καπνό σε «παλικάρια» καπνοχώραφα (καλά χώματα) και «άδεια» (χωρίς δέντρα). Τους θερινούς μήνες κόπριζαν τα χωράφια και τα έσκαβαν. Τον χειμώνα το όργωναν με το άροτρο και την άνοιξη το σβάρνιζαν. Με τη σβάρνα αφενός έσπαζαν τους χοντρούς βώλους και αφετέρου μάζευαν τα χορτάρια. Κατόπιν σειρά είχε το «θράψωμα» και το «καρύκωμα». Τον σπόρο του καπνού τον έσπερναν σε πρασιά. Όταν τα φυτά μεγάλωναν και άρχιζαν να πρασινοκιτρινίζουν τα φύλλα τους από κάτω προς τα πάνω, μάζευαν τα «ώριμα» φύλλα. Ο καπνός περνιόταν μέσα στις ειδικές βελόνες και στη συνέχεια τις άδειαζαν στον σπάγκο του καλαμιού. Τα καλάμια στη συνέχεια τα τοποθετούσαν στον «κρεμανταλά», σε χωράφι που το έβλεπε ο ήλιος (λιακωτό) για να ξεραθεί ο καπνός. Στο τέλος της εποχής ερχόταν ο κάτοχος μπαλιαστικής μηχανής, έβαζε ύφασμα από σακί μέσα στην μηχανή, πίεζε τον καπνό και χρησιμοποιώντας σπάγκο έδενε τις μπάλες του καπνού. Στη νότια Χίο φύτευαν καπνό μέχρι τη δεκαετία του ΄50.
Καραγκιοζοπαίχτης: Το θέατρο σκιών μας ήρθε από την Ασία μέσω της Κωνσταντινούπολης, τα τέλη του 19ου αιώνα και άρχισε να καλλιεργείται και να εξελληνίζεται στις γειτονιές των αστικών κέντρων (Αθήνα, Πάτρα) που μόλις άρχισαν να σχηματίζονται. Ονομάστηκε έτσι γιατί ανάμεσα στους θεατές και στα παρασκήνια υπάρχει τεντωμένο κατακόρυφα ένα λευκό σεντόνι, το οποίο φωτίζεται από πίσω με δυνατό φως. Πίσω από το σεντόνι αυτό βρίσκεται ο καραγκιοζοπαίχτης με τους βοηθούς του, που κρατάνε τις φιγούρες με ειδικές βέργες και τις δίνουν στον καραγκιοζοπαίχτη για να τις κινήσει στο πανί. Οι φιγούρες είναι φτιαγμένες από δέρμα ή χαρτόνι ή ζελατίνα και ζωγραφισμένες με έντονα χρώματα. Καθώς λοιπόν πέφτει το φως πάνω στις φιγούρες και στο σεντόνι οι θεατές από την πλατεία βλέπουν χρωματιστές σκιές. Και καθώς κινούνται οι φιγούρες, ο καραγκιοζοπαίχτης προσποιείται τις φωνές όλων των ηρώων και υποδύεται ο ίδιος όλους τους ρόλους. Εκτός από τους βοηθούς πίσω από το σεντόνι υπάρχει και μια μικρή κομπανία που παίζει κατάλληλη μουσική πολλές φορές είναι μόνο ένας μουσικός και ένας τραγουδιστής που τραγουδάει τα τραγούδια του έργου. Τον τραγουδιστή μπορεί να τον κάνει και ο καραγκιοζοπαίχτης. Φαίνεται ότι ο πρώτος που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα ήταν ο Μπαρμπαγιάννης ο Μπράχαλης, έναν καραγκιόζη πολύ κοντά στην τούρκικη μορφή του. Ο Σίμος Γκαρής υπήρξε ο καλύτερος Χιώτης καραγκιοζοπαίχτης. Πέθανε το Σεπτέμβρη του 2000. Οι μεγαλύτεροι Χιώτες τον θυμούνται με νοσταλγία.
Φιγούρες Καραγκιόζη. Ο κεντρικός ήρωας είναι «ο Καραγκιόζης» που συμβολίζει τον πάμφτωχο ξετρελαμένο από πείνα Έλληνα, που γι΄αυτό γίνεται άπληστος και αρπαχτικός, προσωποποίηση της πονηριάς. Άλλα πρόσωπα είναι «ο Χατζηαβάτης» συνώνυμο του κόλακα, αιώνια συμβιβασμένος με την εξουσία. «Ο Μπαρμπαγιώργος» θείος του Καραγκιόζη, είναι ο άνθρωπος της υπαίθρου, συμβολίζει τη διάθεση του λαού για αντίσταση γιατί είναι ο μόνος που δέρνει το Βελιγκέκε. «Ο Βελιγκέκας ή Δερβέναγας» τουρκαλβανός με φρικτά Ελληνικά είναι επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης και ασφάλειας. Είναι σκληρός αλλά όχι έξυπνος. «Πασάς ή Βεζίρης», ο ανώτατος Τούρκος άρχοντας. Μεγαλοπρεπής επιδεικνύει την καλοσύνη και αμεροληψία του. Ο πασάς παρουσιάζεται σκληρός και άδικος μόνο στα έργα με ηρωικά θέματα. «Το κολλητήρι», ο γιος του Καραγκιόζη με ψευδή γλώσσα, πονηρό και κατεργάρικο, βοηθάει τον Καραγκιόζη. «Ο σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος», από τη Ζάκυνθο, ξεπεσμένος αριστοκράτης, καυχησιάρης, επιφανειακά ευγενικός, μιλάει με πολλές τσιριμόνιες με γλώσσα με πολλές παραφθαρμένες ιταλικές λέξεις. «Ο Σταύρακας», ο μάγκας της παλιάς Αθήνας, δειλός κατά βάθος, δείχνει απειλητικός και καυχησιάρης. «Ο Ομορφονιός», κομψευόμενος, μαμόθρεφτος, φαντασμένος. Τελειώνει τις φράσεις του με το «ουίτ» που είναι ίσως το γαλλικό «ουί». Να προσθέσουμε επίσης τη ναζιάρα «Βεζιροπούλα» και την πολύπαθη γυναίκα του Καραγκιόζη, την «Αγλαΐα». Ανάλογα με το θέμα του έργου παρουσιάζονται και άλλα πρόσωπα. Τα σκηνικά ήταν το σαράι του Τούρκου άρχοντα στη δεξιά πλευρά και η καλύβα του Καραγκιόζη στην αριστερή. Τρεις ήταν οι κατηγορίες των έργων που έπαιζαν οι καραγκιοζοπαίχτες. Α) τα κωμικά μέσα στα οποία καθρεπτίζονταν η καθημερινή ζωή, π.χ. ο γάμος του Καραγκιόζη, β) τα εμπνευσμένα από μύθους ή θρύλους που συνδέουν τον καραγκιόζη με τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης π.χ. Ο μέγας Αλέξανδρος και ο καταραμένος Όφις και γ) τα ηρωικά ή ιστορικά δράματα που λίγη σχέση έχουν βέβαια με την ιστορική αλήθεια, μα δείχνουν τη λαχτάρα των Ελλήνων για τον κόσμο του μεγαλείου και της λεβεντιάς του ΄21 που τόσο διέφερε από τη δική τους πραγματικότητα.
Κατρατζής: Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια
Καφετζής: Από τα παλιότερα επαγγέλματα, με το καφενείο να είναι ο χώρος συγκέντρωσης και το μοναδικό μέσο διασκέδασης. Οι καφετζήδες είναι οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των καφενείων. Τα παραδοσιακά καφενεία είναι συνήθως ευρύχωρα, με ξύλινα κουφώματα βαμμένα σε διάφορους χρωματισμούς και μεγάλα ανοίγματα. Το καφενείο ήταν ανοιχτό από νωρίς το πρωί και δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο μερικά ξύλινα ράφια κι ο πάγκος με τη γκαζιέρα, τα μπρίκια  και τα φλιτζάνια. Με ψάθινες καρέκλες και ξύλινα τετράγωνα τραπέζια κι έναν καλοσυνάτο καφετζή. Για θέρμανση είχαν τις ξυλόσομπες και ο φωτισμός τους, πριν την ηλεκτροδότηση γίνονταν με λάμπες πετρελαίου Τα περισσότερα καφενεία βρίσκονται στο δρόμο της Αγοράς κάθε οικισμού και μέχρι τη δεκαετία του 1920 ή 1930 ορισμένα στέγαζαν και κουρεία ή μπακάλικα. Στα χωριά, ήταν μαζί καπηλειό, μπακάλικο και μικρό μαγειρείο. Εκεί μαζεύονταν οι άνδρες και περνούσαν την ώρα τους πίνοντας, γλεντώντας και σχολιάζοντας. Οι γυναίκες έμπαιναν σε καφενεία των χωριών μόνο σε ειδικές περιστάσεις, όπως σε κάποια χειμερινά πανηγύρια ή γαμήλια γλέντια που γίνονταν εκεί. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα σε ορισμένα από αυτά υπήρχαν τραπέζια που επάνω τους ηταν τοποθετημένος ο "μαγκαλάς" με αναμμένα κάρβουνα για τους ναργιλέδες. Ο καφετζής έψηνε τους καφέδες και ετοίμαζε το μεζέ που συνοδεύει το "καραφάκι" (και παλαιότερα το "μισοκαλίκι" δηλαδή μπουκάλι μισής οκάς) με το ούζο ή τη ρακή, στον ιδιαίτερο χώρο του, πίσω από τον ξύλινο πάγκο. Καφενεία υπάρχουν ακόμη σε όλα τα χωριά, ωστόσο ο αριθμός τους μειώθηκε σημαντικά τις δεκαετίες του 1950-60 εξαιτίας του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και της παρεπόμενης μείωσης του πληθυσμού των νησιών. Σήμερα τα πιο πολλά από αυτά έχουν "εκσυγχρονισθεί" και οι νεότεροι προτιμούν να συχνάζουν σε καφετέριες.
Κεροπλάστης: Είναι ο τεχνίτης που κατασκευάζει κεριά και λαμπάδες για τις εκκλησίες, αλλά κυρίως για τους ιδιώτες, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν στα θρησκευτικά έθιμα και τάματα, αλλά και στα σπίτια. Παλιά, αγόραζε ο ίδιος το κερί από τους μελισσοκόμους και το έβραζε σ’ ένα μεγάλο μπακιρένιο δοχείο ή σε φούρνο με κάρβουνα από πυρότουβλα (χυτήριο). Άδειαζε το λιωμένο κερί στα καλούπια του που ήταν σαν κορύτες (μακρόστενα δοχεία). Έξω απ’ αυτά τα δοχεία υπήρχε ζεστό νερό, για να κρατάει το λιωμένο κερί σε σταθερή θερμοκρασία. Μέσα σ’ αυτά βουτούσε τη σχάρα, που ήταν από δυο παράλληλες σανίδες που ενώνονταν με σχοινιά. Το μήκος του κεριού εξαρτάται από το άνοιγμα της σανίδας. Το φυτίλι το προμηθεύονταν σε κουβάρια στο επιθυμητό πάχος. Στο καθαρό κερί έμπαινε υποχρεωτικά κίτρινο φυτίλι για να ξεχωρίζει. Η τέχνη της κηροπλαστικής συνεχιζόταν συνήθως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Ωστόσο σήμερα η τοπική παραγωγή κεριών έχει μειωθεί ιδιαίτερα αφού τις τοπικές ανάγκες καλύπτουν οι εισαγωγές έτοιμων βιομηχανοποιημένων κεριών.
Κουρέας: Η περιποίηση των μαλλιών αποτελούσε φροντίδα του ανθρώπου, ενώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τη δύναμη της ζωής στα μαλλιά. Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα και στα κουρεία σύχναζαν αργόσχολοι που τους άρεσε να φλυαρούν και να σχολιάζουν τα κοινωνικά. Το επάγγελμα του κουρέα δεν είναι μόνο επάγγελμα, αλλά είναι επάγγελμα καλλιτεχνικό, γιατί αν το σκεφτούμε και αν το προσέξουμε είναι για τον καλλωπισμό και την ομορφιά. Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά και νησιά της Δωδεκανήσου. Τα πρώτα χρόνια τα μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν μπορούμε να πούμε πως ήταν πρωτόγονα. Οι μηχανές ήταν χειροκίνητες. Το ξύρισμα γινόταν με ξυράφια που ήταν μεγάλες ατσάλινες λεπίδες. Αυτές τις ακόνιζαν και τις περνούσαν από δερμάτινο λουρί. Τις απολύμαιναν σε ένα δοχείο με οινόπνευμα. Με ένα πινέλο έτριβαν το σαπούνι μέσα σε δοχείο με ζεστό νερό και έκαναν σαπουνάδα. Την έβαζαν στα γένια για να μαλακώσουν, ενώ δίπλα σε μια πρόκα, είχε καρφφωμένα χαρτάκια για να σκουπίζει τις σαπουνάδες. Μετά το ξύρισμα το μόνο καλλυντικό που υπήρχε ήταν η κολόνια λεμόνι και το μπριολ, κάτι σαν αρωματικό. Διέθετε μπριλ κρήμ για το κράτημα των μαλλιών και είχε γνώσεις για την τριχόπτωση και την περιποίηση του σβέρκου με βδέλλες. Μετά από χρόνια η τεχνολογία προχώρησε αρκετά. Βγήκαν ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές. Τα ξυράφια αντικαταστάθηκαν από ξυραφάκια που μπαίνουν σε προσθήκη. Το ξύρισμα γινόταν με αφρό ξυρίσματος. .Οι απολαβές δεν ήταν ικανοποιητικές πριν από 60 χρόνια περίπου. Χρειαζόταν και κάποια άλλη δουλειά. Για αυτό τον λόγο οι κουρείς συχνά ασκούσαν παράλληλα και άλλες δραστηριότητες. Μέχρι τη δεκαετία του '30 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία
Κρεοπώλης (Μακελάρης ή Χασάπης): Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. Τα ζώα έσφαζαν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι και πουλούσαν το κρέας στο χασάπη. Οι χασάπηδες έκαναν περιοδείες στα χωριά για να αγοράσουν ζώα. Αρχικά ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στεγάστηκαν και στήθηκαν οι πάγκοι. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας. Μακελιό σημαίνει χασαπιό, σφαγείο. Ο μακελάρης ήταν ταυτόχρονα και κρεοπώλης. Ο ίδιος έσφαζε τα ζώα ( βόδια, χοίρους, αιγοπρόβατα) και τα πουλούσε. Το Πάσχα έσφαζε κατσικάκια και προβατάκια των συγχωριανών του κι έπαιρνε για τον κόπο του τις προβιές. Το σφάξιμο γινόταν Παρασκευή ή προπαραμονή μεγάλων γιορτών, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, έξω από το χωριό ή μέσα στο χωριό, κάτω από μακριά οριζόντια πέτρα, στερεωμένη σε τοίχους, για να κρεμάζει τα σφαγμένα, προκειμένου να τα γδέρνει και να τα τεμαχίζει. Το Σάββατο έβγαινε σε μικρότερα χωριά με το μουλάρι, του έβαζε πάνω απ΄το σαμάρι ένα μεγάλο κόκκινο ρούχο, για να μην ακουμπά το κρέας στο ζώο, το φόρτωνε δεξιά κι αριστερά, κι έκοβε «παρουσία του πελάτη» το κρέας της επιλογής του.
Καλαθοπλέκτες: Οι καλαθάδες έπλεκαν τα καλάθια από βέργες λυγαριάς, που φύτρωναν κοντά στα ποτάμια και τα ρυάκια. Τα καλάθια ήταν διαφόρων ειδών και μεγεθών, ανάλογα με τη λειτουργία και τη χρήση τους. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, «θήκες» που προστάτευαν τις γυάλινες νταμιτζάνες (όπου έβαζαν το κρασί), καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια, που τα χρησιμοποιούσαν σε εθιμικές τελετές.. Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση. Τα βασικά εργαλεία του καλαθοπλέκτη ήταν ο ξύλινος σχίστης, με τον οποίο έσχιζε τα καλάμια και ο κολαούζος για τη διάνοιξη της οπής όπου τοποθετούσε το χερούλι. Τα καλάθια τα πουλούσαν στα χωριά γυρολόγοι πωλητές ή οι ίδιοι οι καλαθοπλέκτες, ενώ πολλά καλάθια κατασκευάζονταν κατόπι παραγγελίας από τον χρήστη. Τις τελευταίες δεκαετίες τα καλάθια απέκτησαν περισσότερο διακοσμητικό παρά χρηστικό ρόλο, εφόσον υποκαταστάθηκαν από το πλήθος των φτηνών πλαστικών και γυάλινων βιομηχανικών σκευών και η παραγωγή ειδών καλαθοπλεκτικής περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, για να μην πούμε ότι έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Καλαφάτες: Καλαφάτες ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν το καλαφάτισμα των ξύλινων πλεούμενων, τοποθετούσαν δηλαδή ένα ειδικό προϊόν από φυτικές ύλες - το "καννάβι" - στους αρμούς των ξύλων, με τη βοήθεια του σκαρπέλου και της "ματσόλας" (ξύλινο σφυρί). Οι καλαφάτες εργάζονταν δίπλα στους καραβομαραγκούς στα ναυπηγεία και στα μικρά καρνάγια που υπήρχαν σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου
Καπιστράδες: Καπιστράδες έλεγαν τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν τα καπίστρια, τις μεσιές και τους καπ(ου)λοδέτες, δηλαδή τα λουριά που περνούν από τα καπούλια του ζώου και συγκρατούν το σαμάρι. Συχνά την τέχνη του καπιστρά τη γνώριζαν και την ασκούσαν οι σαμαροποιοί, αλλά και οι τσαγκάρηδες, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες που έχει περιοριστεί σημαντικά η ζήτηση. Καπιστράδες υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις ορεινές κοινότητες όπου υπήρχαν και τα περισσότερα μόνοπλα ζώα.
Καραβομαραγκοί: Η ξυλεία, αλλά και το ρετσίνι των πεύκων αποτελούσαν υλικά για τη ναυπήγηση ξύλινων πλεούμενων, μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τεχνογνωσία και αναπτύχθηκε στα νησιά από τα πολύ παλιά χρόνια. Μέχρι το 18ο αιώνα στα Δωδεκάνησα υπήρχαν μεγάλοι Ταρσανάδες (ναυπηγεία), όπου κατασκευάζονταν μικρά εμπορικά καράβια και αλιευτικά πλεούμενα. Οι καραβομαραγκοί, πρακτικοί ναυπηγοί με μεγάλη εμπειρία (που μεταδιδόταν μέσα από την οικογενειακή παράδοση ή την επαγγελματική μαθητεία), απασχολούσαν σημαντικό αριθμό ειδικευμένων εργατών και κατασκεύαζαν πολλών ειδών σκαριά, καλύπτοντας τις ανάγκες της Δωδεκανήσου , αλλά και γενικότερα του Ανατολικού Αιγαίου. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα ξύλινα ιστιοφόρα κυριαρχούσαν στις θαλάσσιες συγκοινωνίες και τα Δωδεκανησιακά   ναυπηγεία κατασκεύαζαν σακολέβες (ιστιοφόρα με ένα κατάρτι), βάρκες, περάματα, τράτες, τρεχαντήρια κ.ο.κ., που ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Η ατμοπλοϊκή συγκοινωνία που εξυπηρετούσε την περιοχή από τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα, αντικατέστησε σταδιακά τα ιστιοφόρα, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τα μηχανοκίνητα πλοία κυριάρχησαν πλέον ολοκληρωτικά στις μεταφορές, στο εμπόριο, ακόμη και στην αλιεία.
Καρβουνάδες: Καρβουναραίοι ονομάζονταν οι τεχνίτες που αναλάμβαναν την παραγωγή κάρβουνου. Η παραγωγή του κάρβουνου γινόταν από την άνοιξη ως το φθινόπωρο σε υπαίθρια καμίνια και απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση, υπομονή και αντοχή. Οι καρβουναραίοι εργάζονταν σε μικρές ομάδες (συντροφιές). Συμφωνούσαν εκ των προτέρων για τον τόπο και τον χρόνο παραγωγής του κάρβουνου, σε αγρούς που διέθεταν την απαραίτητη πρώτη ύλη και στη συνέχεια κατασκεύαζαν το καμίνι, άναβαν τη φωτιά και επέβλεπαν νύχτα-μέρα τη σιγανή καύση.
Κατασκευαστές κουδουνιών: Τα κουδούνια που βάζουν οι κτηνοτρόφοι στα πρόβατα έχουν διάφορα μεγέθη ανάλογα με την ηλικία του ζώου, αλλά και την εποχή. Το καλοκαίρι τα κουδούνια είναι πιο μικρά, τα επονομαζόμενα "πετρωτά" και έχουν ήχο πιο ξερό και υπόκωφο. Όλα τα κουδούνια μετά την πάροδο κάποιων χρόνων χρειάζονται ανανέωση ή επισκευή, για να γίνει πάλι αρμονικός ο ήχος τους. Τα κουδούνια ήταν από λαμαρίνα και τα κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες που γνώριζαν επιπλέον την τέχνη της πρόσμιξης χαλκού στο σιδερόφυλλο, που προσέδιδε μεγαλύτερη αντοχή και αρμονία στον ήχο του κουδουνιού. Η τέχνη κατασκευής κουδουνιών μεταδιδόταν μέσα στο πλαίσιο της μαθητείας ή της οικογενειακής παράδοσης. Οι τσοπάνηδες και οι κτηνοτρόφοι που είχαν ιδιαίτερο μεράκι έδεναν τα κουδούνια σε όμορφα κομμάτια δέρματος και τα κούρδιζαν χτυπώντας τα κατά τόπους, μέχρι να βγάλουν αρμονία. Στην προβατίνα που οδηγεί το κοπάδι έβαζαν διαφορετικό κουδούνι, ενώ κάποιοι κτηνοτρόφοι έβαζαν μεγάλα κουδούνια και στα βόδια που είχαν για αναπαραγωγή και έβοσκαν ελεύθερα.
Κεραμιδάδες: Κεραμιδάδες ονόμαζαν τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν τα κεραμίδια και τα τούβλα. Απασχολούσαν μαζί τους ως βοηθούς και αρκετούς κάτοικους των χωριών.  Οι εργάτες αρχικά έφτιαχναν με ντόπιο χώμα το πρόπλασμα μέσα σε καλούπια, σε υπαίθρια εργαστήρια αρχικά κοσκινίζοντας το χώμα. Έπειτα, έψηναν το χώμα στα καμίνια, δηλαδή μικρούς φούρνους συνήθως πρόχειρα κατασκευασμένους από χώμα και τούβλα. Η παραγωγή επαρκούσε για την τοπική κατανάλωση.
Κοσμηματοποιοί: Τα κοσμήματα που συνόδευαν την παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά (όπως "καφάσια", εγκόλπια, φλουριά, μαργαριτάρια, σκουλαρίκια), καθώς και τα κοσμήματα που φορούσαν παραδοσιακά στις εθιμικές τελετές του αρραβώνα και της προικοδοσίας της νύφης, κατασκευάζονταν από ντόπιους τεχνίτες. ή εισάγονταν από την Τουρκία την Αίγυπτο και την Ευρώπη.
Κτίστης: Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.
Κυνηγός-Ξοβεργάρης-Αριτζής: Το κυνήγι γινόταν όπως περίπου και σήμερα, με τη διαφορά πως τα τουφέκια ήταν μακρύκανα, μπροστογεμιά, μονά ή διπλά. Έριχναν σε πολύ κοντινή απόσταση. Ξόβεργες ή βέργες έκαμναν σχεδόν όλοι. Έκοβαν αγρελίτικους βλαστούς, τους ξέραιναν, τους άλειφαν με οξό και τον χτυπούσαν με λίγο μέλι και νερό. Τις έβαζαν πάνω σε ξερά κλαδιά, πάνω από νερά ή σε υπερυψωμένα κλαδιά που καθόταν τα περαστικά πουλιά. Η άρα ήταν ένα απλό δίχτυ, στημένο κατά τέτοιο τρόπο, που αν το τραβούσες από τη «φρίτζα» (κρυψώνα του πουλοπιάστη, φτιαγμένη με κλαδιά), έκλεινε κι έπιανε τα πουλιά που ερχόταν να φάνε απ΄το φαΐ ή να πιουν απ΄το νερό που είχε μέσα η άρα.

























Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 1ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 2ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 3ο μέρος.

Η Ρόδος επί Ιταλοκρατίας 1920 – 1940

Εγω σωπαίνω....Φτύνω!!!

Μου μιλούν για δικαιοσύνη....οι δικαστές, Μου μιλούν για ηθική...οι αγύρτες, Μου μιλούν για ζωή...οι δολοφόνοι, Μου μιλούν για όνειρα...οι έμποροι, Μου μιλούν για ισότητα...τα αφεντικά, Μου μιλούν για φαντασία...οι υπάλληλοι, Μου μιλούν για ανθρωπιά...οι στρατοκράτες, Εγω σωπάινω....Φτύνω.


ΡΟΔΟΣυλλέκτης: e-mail r.telxinas@yahoo.gr
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στον ΝΕΟ ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://rouvim.blogspot.com

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: http://rouvim.blogspot.com/
ΚΡΗΤΗΝΙΑ: http://www.kritinia.gr/
ΙΣΤΡΙΟΣ: http://istrio.blogspot.com/
ΣΟΡΩΝΗ: http://www.ampernalli.gr/
Dj news: http://fanenos.blogspot.com/
ΠΑΛΜΟΣ: http://www.palmos-fm.gr/
ΕΚΟΦΙΛΜ: http://www.ecofilms.gr/
ΡΑΔΙΟ1: http://www.radio1.gr/
http://www.ksipnistere.blogspot.com/
ΣΦΕΝΤΟΝΑ: http://gipas.blogspot.com/
ΡΟΔΟΣυλλέκτης: http://www.rodosillektis.com/
Η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ρόδου: http://opsrodou.gr/
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: http://www.hamogelo.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ: http://rodosillektis.blogspot.gr/
Ιστοσελίδα του ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://www.rodosillektis.com/
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: http://www.pnai.gov.gr
ΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥ: http://www.rodos.gr/el/

Αρχειοθήκη ιστολογίου