Αγγειοπλάστης ή
Μπουρμπουλάς, Ασβεστοποιοί, Αχθοφόροι ή χαμάληδες, Αγωγιάτες, Αυτοκινητιστές, Αγγειοπλάστης, Αγροφύλακας, Αλετράρης ή αλετράς, Αμανετζής,
Αρκουδιάρης, Βαβείς υφασμάτων ή μπογιατζήδες,
Βυρσοδέψες, Βαφέας της βράκας, Γανωματής, Γανωτής (καλαντζής), Ελαιομυλωνάδες, Ζευγάδες, Ζωέμπορος.
Για άλλα επαγγέλματα και φωτογραφίες, δείτε τη σειρά: Παλιά Επαγγέλματα (μέρος πρώτο, δεύτερο,
τρίτο και τέταρτο)
Αγγειοπλάστης
ή Μπουρμπουλάς: Ένα επάγγελμα καθαρά αρμολούσικο. «Στην πάντα, κουμπαράκι», έλεγαν για
τους Αρμολούσους (τα αρμόλια είναι μια περιοχή στη Νότια Χίο). Το
χώμα της περιοχής των Αρμολιών ήταν κατάλληλο για αγγειοπλαστική. Μ΄αυτό
έφτιαχναν τη λάσπη, έβαζαν ένα κομμάτι πάνω στον τροχό, που τον γύριζαν με το
πόδι κι έδιναν το σχήμα που΄θελαν στον πηλό με τα δυο τους χέρια, τα οποία
συχνά βουτούσαν στο νερό για να γλιστρούν στη λάσπη. Στη συνέχεια στέγνωναν
στον ήλιο τα κομμάτια που΄φτιαχναν και τα΄ψηναν σε ειδικό φούρνο.
Ασβεστοποιοί:
Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα
σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν
τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και
τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα
κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με
"λιγδόπετρες" και συνέχιζαν προς τα πάνω με μαρμαρόπετρες και λάσπη.
Τις μαρμαρόπετρες τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια λοστού ή
βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο
ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η καύση έπρεπε να είναι συνεχής για
ένα εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν
ακόμα μία μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη
αναλάμβαναν οι αγωγιάτες,
που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια. Σήμερα δεν υπάρχουν πια
ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες βιομηχανίες.
Αχθοφόροι ή χαμάληδες:
Οι Αχθοφόροι αναλάμβαναν τη μεταφορά προϊόντων και
εμπορευμάτων. Η εργασία τους ήταν ιδιαίτερα επίπονη και οι μισθοί τους χαμηλοί,
γι' αυτό οι χαμάληδες ανήκαν συνήθως στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Οι
χαμάληδες διεκπεραίωναν όλες τις μεταφορές στη στεριά, γι' αυτό και ήταν
απαραίτητοι στις αγορές, στα λιμάνια, στα εργοστάσια κ.α. Τα έβαζε στην πλάτη
και μαζί με τον ιδιοκτήτη έφτανε στον προορισμό του. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και
ξαναγύριζε στο πόστο, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο. Από τις αρχές του
20ού αιώνα, μια ιδιαίτερη κατηγορία αχθοφόρων αποτελούσαν οι
"μεταφορείς" ή "φορτωτές ξηράς", που εργάζονταν γενικότερα
στις μεταφορές στα λιμάνια και τις μικρές Σκάλες. Οι "φορτωτές ξηράς"
ήταν οργανωμένοι σε τοπικά σωματεία.
Αγωγιάτες:
Οι αγωγιάτες ήταν ιδιόκτητες μικρών δίτροχων ή
τετράτροχων αμαξών που τα έσερναν βόδια ή άλογα. Οι άμαξες (αραμπάδες)
εξυπηρετούσαν τη μεταφορά προϊόντων και τη διακίνηση των κατοίκων από και προς
α χωριά. Όμως στις δύσβατες και απομονωμένες περιοχές τη μετακίνηση ανθρώπων
και εμπορευμάτων συνέχισαν να εξυπηρετούν οιαγωγιάτες με τα μουλάρια.
Αυτοκινητιστές:
Τους αγωγιάτες διαδέχτηκαν οι αυτοκινητιστές, δηλαδή
οι οδηγοί των πρώτων αυτοκινήτων που εμφανίστηκαν στα νησιά τη δεκαετία του
1930. Τη δεκαετία του 1940 τα αυτοκίνητα περιορίστηκαν εξαιτίας του πολέμου,
των επιτάξεων και της έλλειψης καυσίμων, για να εμφανιστούν και πάλι μετά το Β'
παγκόσμιο πόλεμο. Τα πρώτα αυτοκίνητα ήταν τα "φορτάκια" και οι
"νταλίκες" που χρησίμευαν περισσότερο για τη διακίνηση επιβατών, παρά
για τη μεταφορά φορτίων. Έπαιρναν 5 - 8 επιβάτες και η κίνησή τους ήταν
ιδαίτερα δύσκολη εξαιτίας της κακής ποιότητας των χωμάτινων δρόμων. Τους
αυτοκινητιστές διαδέχτηκαν οι σημερινοί επαγγελματίες οδηγοί λεωφορείων και
ταξί.
Αγγειοπλάστης: Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της
Δωδεκανήσου, (Αρχάγγελος) όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η
σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι
κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με
χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη,
όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που
μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί,
καπνοδόχους και πολλά άλλα.
Αγροφύλακας: Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα
τελευταία χρόνια σταδιακά καταργείται. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκει στο
Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη
και τιμωρία κάθε αγροτικού αδικήματος [αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη
βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ]. Το Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935
και προστατεύεται νομοθετικά από την πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που
ρυθμίζουν κατά κατηγορίες τα αγροτικά αδικήματα. Οι αγροφύλακες έχουν δικαίωμα
να οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τα παλιότερα χρόνια, τα
κατώτερα όργανα της Αγροφυλακής ήταν: α] οι αγροφύλακες, που διορίζονταν από
τους νομάρχες. β] οι υδρονομείς, που ρύθμιζαν τα νερά για το πότισμα των
χωραφιών και γ] οι αρχιφύλακες, που διορίζονταν από το Υπουργείο σε περιοχές
που υπήρχαν τουλάχιστον δέκα αγροφύλακες. Αυτοί έλεγχαν τη δουλειά των
αγροφυλάκων. Ανώτερα όργανα ήταν οι αγρονόμοι και υπαγρονόμοι. Το
επάγγελμα του αγροφύλακα ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν υποχρεωμένος να
γυρίζει όλη τη μέρα στα χωράφια και να ελέγχει να μη γίνονται αγροτικά
αδικήματα. Δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πάντα στο
καθήκον. Ο αγροφύλακας πρέπει να φοράει πάντα τη στολή του και να γυρίζει στην
περιοχή ευθύνης του. Η δουλειά του αγροφύλακα ήταν δύσκολη και για έναν ακόμη
λόγο. Επειδή συνεχώς ήταν υποχρεωμένος να ελέγχει και να τιμωρει όσους κάνουν
αδικήματα, βρισκόταν σε αντιδικία και φιλονικίες με αυτούς που δεν δεχόταν τα
αδικήματα Οι αγροφύλακες, εκτός από τον έλεγχο, προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες.
Για παράδειγμα, την περίοδο της Άνοιξης, έπαιρναν μαζί τους "μπόλια"
και εμβολίαζαν τα άγρια δέντρα, που υπήρχαν στους αγρούς ή σε δρόμους. Αυτό το
βλέπουμε κι εμείς όταν περπατάμε στο ύπαιθρο. Ο αγροφύλακας ήταν ο φύλακας
άγγελος της περιουσίας των αγροτών. Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, τίνος ήταν το
χωράφι, πόσα στρέμματα ήταν, τι καλλιέργεια είχε.Είχαν το ελεύθερο να κινούνται
με οποιοδήποτε μέσο, εφ' όσον ο δρόμος το επέτρεπε. Διαφορετικά κινούνταν με τα
πόδια.
Αλετράρης ή αλετράς: Η επαγγελματική ενασχόληση με την κατασκευή αλετριών, έχει άμεση σχέση με
τις αυξημένες γεωργικές ανάγκες της περιοχής, ιδιαίτερα στο παρελθόν. Η
συνεισφορά, του κάθε αλετράρη στη γεωργική παραγωγή ήταν καθοριστική, γ’ αυτό
και σαν επάγγελμα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ο αλετράρης αναλάμβανε, είτε την
εξ’ ολοκλήρου κατασκευή αρότρου, είτε την επιδιόρθωση διαφόρων μερών του
αρότρου, που έχουν καταστραφεί. Το μέτρο της επιτυχίας κατασκευής ενός αρότρου,
μετριόταν από την ικανότητά του να ισορροπεί στη γη. Σε περίπτωση που ένα
άροτρο παρουσίαζε αστάθεια, τότε θα κούραζε υπερβολικά το γεωργό. Τα βασικότερα
μέρη ενός αλετριού, ήταν η «βούλα», το «ποδάριν» και η «σπάθη», η οποία
συγκρατεί με τέτοιο τρόπο τα δυο προηγούμενα μέρη, ώστε να σχηματίζουν αμβλεία
γωνία. Το «ποδάριν», αποτελεί το ξύλινο κομμάτι της κατασκευής, όπου στηρίζεται
σε οριζόντια θέση το υνί, το οποίο σκίζει τη γη. Η «βούλα» είναι ένα κομμάτι
χοντρού και καμπύλου ξύλου, του οποίου η μια πλευρά του στερεώνεται σχεδόν στην
άκρη του «ποδαριού». Τα υπόλοιπα μέρη του αρότρου προσαρμόζονται στη «βούλα»
και στο «ποδάριν» ανάλογα με τη χρήση τους. Ο αλετράρης διαμόρφωνε το κάτω
μέρος της «βούλας», ανάλογα με τη χρήση που επιθυμούσε να δώσει στο αλέτρι. Το
αλέτρι άλλοτε ήταν κατάλληλο για σπορά και άλλοτε κατάλληλο για καλλιέργεια της
γης. Ο αλετράρης, επιπλέον πρόσεχε το βάρος του αρότρου, εφόσον από αυτό
εξαρτιόταν πόσο βαθιά θα κατάφερνε το υνί να εισχωρήσει στη γη. Ένα άλλο από τα
σύνεργα του γεωργού, που έφτιαχναν οι αλετράδες ηταν Η σβάρνα, φτιαγμένη από
ξύλα, σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογωνίου, που δόνονταν πίσω από τα ζώα για να
στρώσουν το χώμα μετά ο όργωμα. Ακόμα για το αλώνισμα το καρπόφτυαρο, το
καρπολόι και το δικούλι, (όλα ξύλινα), το κόσκινο και το ριμόνι (δριμόνι).
Αναμφίβολα, το επάγγελμα του αλετράρη αποτελούσε ένα από τα επαγγέλματα, τα
οποία είχαν σημαντική συνεισφορά σε μια γεωργική περιοχή. Η διάρκεια ζωής του
επαγγέλματος του αλετράρη, κρίθηκε καθοριστικά από την εκμηχάνιση της γεωργίας.
Αμανετζής: Αμανετζήδες ονομάζονταν οι λαϊκοί εκείνοι
εκτελεστές των αμανέδων που ήταν περίφημοι αλλά και
περιζήτητοι στα λαϊκά στρώματα, φημιζόμενοι για τη παθητική, καλλίφωνη αλλά και
πρωτότυπη εκτέλεση αυτού του τύπου των τραγουδιών με τη συνοδεία σαντουριού ήμπουζουκιού κυρίως στα «Καφέ Αμάν», καφωδεία της
προπολεμικής Αθήνας. Οι αμανετζήδες αυτοί ήταν τελείως διάφοροι από τουςαμμανετζήδες, ή
"αμμανατζήδες", ταχυδρόμους που μετέφεραν τα αμμανέτια. Οι Αμανετζήδες, οι λαϊκοί
αυτοί τραγουδιστές είχαν διαπλάσει ο καθένας μια προσωπική συναισθηματική
πρωτοτυπία στην απόδοση του αμανέ, έτσι ώστε να ξεχωρίζουν τόσο στη κλιμάκωση
της φωνής, όσο στους «τερετισμούς», (στους επαναλαμβανόμενους ήχους του αμάν),
στη σύνθεση αλλά και στη διάθεση. Στη Σμύρνη και ιδίως στη Προύσα αλλά και στη Μυτιλήνη, Μακεδονία και Θράκη ακόμη και στις Κυδωνίες φημίζονταν κατά καιρούς σπουδαίοι
αμανετζήδες που οι περισσότεροι, αν και ήταν ερασιτέχνες, οι συνθέσεις τους
πέρασαν στο στόμα του λαού για πολλές γενεές ιδίως μετά τη Μικρασιατική
εκστρατεία, στους προσφυγικούς οικισμούς. Στη μεταπολεμική όμως περίοδο το είδος
αυτό του τραγουδιού αντιμετώπισε την έντονη εχθρότητα και το «σνομπάρισμα» του
«μοντερνισμού» και σιγά - σιγά εξαφανίστηκε και μαζί του οι αμανετζήδες είτε
λησμονημένοι είτε παραφθαρμένοι χωρίς να γίνει, όπως ομολογούν οι ειδικοί του
είδους, ιστορική φωνοληψία αυτών.
Αρκουδιάρης: Κυρίως με το όνομα αρκουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος φερόταν συνήθως ο τσιγγάνος εκείνος
που παλαιότερα περιήγαγε αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις - επιδείξεις και με
αυτό τον τρόπο χρηματιζόταν. Αλλά και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδος όπως
π.χ. στη Σάμο στη περίοδο της Αποκριάς χορεύεται προς αστεϊσμό ο
«αρκουδιάρικος» χορός σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας του
αρκουδόγυφτου (από δύο άντρες που ο ένας υποδύεται την αρκούδα με περιλαίμιο
αλυσίδα που βαστάει ο υποδυόμενος τον αρκουδιάρη).
Βαβείς
υφασμάτων ή μπογιατζήδες: "Μπογιατζήδες"
ονομάζονταν οι τεχνίτες που έβαφαν τα βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και
πατανιές, χηράμια και άλλα.προϊόντα της οικιακής υφαντουργίας. Η διαδικασία του
βαψίματος απαιτούσε μεγάλη τέχνη και εξειδικευμένη γνώση και περιελάμβανε πολλά
στάδια: αστάρωμα, βάψιμο, στέγνωμα, κοπάνισμα και στίλβωμα.
Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλά και του εμπορίου. Ειδικά για το
κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.
Βυρσοδέψες:
Οι βυρσοδέψες είναι οι τεχνίτες κατεργασίας του
δέρματος. Η βιοτεχνία της βυρσοδεψείας (ταμπακαριό) αναπτύχθηκε στα τέλη του
19ου αιώνα, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τοπικά δέρματα. Τα βυρσοδεψεία
χτίζονταν πάντα δίπλα στη θάλασσα απ' όπου προμηθεύονταν νερό και αλάτι που
ήταν απαραίτητα για την επεξεργασία των δερμάτων. Επιπλέον τα νησιά διέθεταν σε
αφθονία πευκοφλοιό και βελανίδι, που τα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη στη βαφή
των δερμάτων.
Βαφέας της βράκας: Αποτελεί μια υποκατηγορία των βαφέων υφασμάτων άμεσα συνδεδεμένο με την
ανδρική παραδοσιακή φορεσιά. Η διάρκεια ζωής του επαγγέλματος, κρίθηκε
καθοριστικά από τη εξέλιξη της ενδυμασίας και τη σταδιακή αντικατάσταση της
βράκας, από το παντελόνι. Η τέχνη βαψίματος της βράκας, ήταν γνωστή σε
περιορισμένο αριθμό τεχνικών. Το βάψιμο της βράκας απαιτούσε το πέρασμα μέσα
από μια σειρά από στάδια, τα οποία για να πραγματοποιηθούν, χρειάζονταν
συνολικά μια βδομάδα. Προτού αρχίσει η διαδικασία βαφής της βράκας, πρωταρχικά
έπλεναν καλά το ύφασμα της βράκας και έπειτα το χτυπούσαν με ένα κομμάτι
ξύλινης πλάκας, γνωστή ως «φαούτα». Οι βράκες έπρεπε να «φαουτιστούν», ώστε να
ανοίξουν οι ίνες του υφάσματος και να απορροφηθεί με ευκολία, αφενός το νερό,
υπεύθυνο για την αφαίρεση των ακαθαρσιών και αφετέρου οι βαφικές ουσίες. Οι
βράκες τοποθετούνταν μέσα σε καζάνια, τα οποία περιείχαν εκχυλίσματα από
διάφορα είδη ρόδων. Οι βράκες έπρεπε για δυο περίπου ώρες, να ζεσταίνονται στο
καζάνι και αμέσως μετά να μεταφερθούν σ’ ένα άλλο αγγείο. Μέσα σε αυτό το
αγγείο, οι βράκες έπρεπε να παραμείνουν για οχτώ με δώδεκα ώρες. To επόμενο
πρωινό, οι βράκες ξεπλένονταν καλά και στη συνέχεια απλώνονταν στον ήλιο, για
να στεγνώσουν. Το ίδιο βράδυ τοποθετούνταν πάλι στο πιθάρι, στο οποίο αυτή τη
φορά υπήρχε διάλυμα «θεϊκού σιδήρου». Μ’ αυτό τον τρόπο, αρχικά οι βράκες
έπαιρναν ένα βαθύ γκρι χρώμα. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν άλλες δύο με
τρεις φορές, με τη μοναδική διαφορά πως μετά το ξέπλυμα και το στέγνωμα στον
ήλιο τοποθετούνταν σε πιθάρι, στο οποίο υπήρχε και εκχύλισμα από ροδοπέταλα.
Όσα περισσότερα ήταν τα βουτήγματα της βράκας στο πιο πάνω μείγμα, τόσο πιο
βαθύ ήταν το μαύρο χρώμα της. Μετά από την πιο πάνω διαδικασία, όταν οι βράκες
έπαιρναν το επιθυμητό μαύρο χρώμα, τότε τις έστυβαν δυνατά, ώστε να αποστραγγιστούν
εντελώς. Έπειτα τις έπλεναν καλά με καθαρό νερό, τις χτυπούσαν δυνατά ή αλλιώς
τις «φαούτιζαν» και τέλος τις άπλωναν να στεγνώσουν. Η τελική διαδικασία,
απαιτούσε τη σχολαστικότητα του βαφέα, εφόσον έπρεπε να σταθεροποιήσει το
χρώμα, σε σημείο που να μην ξεβάφει στο σώμα του πελάτη.
Γανωματής: Γυρνούσε τα χωριά συνήθως μ΄ένα
σακί στον ώμο, πιασμένο απ΄τις τέσσερις άκρες του. Γάνωνε οικιακά σκεύη.
Τα΄τριβε πρώτα με άμμο και μια καυστική ουσία, για να φύγει η πολλή βρωμιά κι
ύστερα έλιωνε καλάι με λίγο μολύβι σ΄ένα δοχείο, που κρατούσε με μασιά.
Βουτούσε μέσα το βαμβάκι και μ΄αυτό περνούσε όλο το σκεύος, το οποίο άστραφτε
κι έπαιρνε χρώμα ασημί.
Γανωτής (καλαντζής): Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια
κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η
επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Έτσι προστατεύονταν από
τα δηλητηριώδη οξείδια του χαλκού. Η διαδικασία αυτή γίνονταν από ειδικούς
τεχνίτες, συνήθως γυρολόγους, τους γανωτήδες. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα
εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους
ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε
το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι).
Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το
νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο
χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια
του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό
βαμβάκι για να γυαλίσει. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες , που απασχολούνται
με τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη, εφόσον τα περισσότερα από αυτά
έχουν αντικατασταθεί από εισαγόμενα ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα Για τις
κατασκευές δούλευε στο μαγαζί του. Για τις επισκευές γυρνούσε τα χωριά
φορτωμένος ένα τουρβά, με τα εργαλεία και τα υλικά που χρησιμοποιούσε και μια
φουφού με αναμμένα κάρβουνα. Στο μαγαζί του εκτός απ΄τα εργαλεία της βόλτας
είχε και μικρό και μεγάλο αμόνι, ματσόλες (ξύλινα σφυριά), μέγγενη, κύλινδρο,
κομπάσο (διαβήτη) κ.ά. Στη βόλτα έπαιρνε μαζί του φουφού, κολλητήρια, πένσα,
σφυρί, ψαλίδι, ματσόλα, πίρους, καλάι αναμιγμένο με μολύβι, λισαντήρι για να
καθαρίζει τα κολλητήρια, λίμα και οξύ, για να καθαρίζει από σκουριές και
βρωμιές το μέρος του σκεύους (πιάτου, μπρικιού κ.ά.) που ήθελε κόλλημα.
Έφτιαχνε από λαμαρίνα μαγκάλια, φουφούδες, φαράσια, καβουρδιστήρια, φανάρια
λαδιού, λάμπες , καντήλια, κ. ά.
Ελαιομυλωνάδες:
Η καλλιέργεια της ελιάς αποτελούσα σημαντική
δραστηριότητα στην αγροτική ζωή των νησιών. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε
άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, η επεξεργασία του
ελαιοκάρπου για την παραγωγή λαδιού γινόταν στους ελαιόμυλους, που
λειτουργούσαν χειροκίνητα ή με υποζύγια. Ελαιόμυλοι υπήρχαν πολλοί σε όλους
τους οικισμούς των ελαιοπαραγωγικών περιοχών, αλλά η ποσότητα που μπορούσαν να
επεξεργαστούν ήταν σχετικά μικρή. Αυτό είχε σαν συνέπεια την αποθήκευση του
καρπού πριν από την επεξεργασία του και τη σχετική μείωση της ποιότητας του. Οι
ελαιόμυλοι ανήκαν σε έναν ή περισσότερους ιδιοκτήτες που συνεταιρίζονταν μεταξύ
τους και απασχολούσαν αρκετό εργατικό δυναμικό. Το άλογο γύριζε με μάγκανο τα
"βόλια" για την άλεση της ελιάς και την υπόλοιπη εργασία
διεκπεραίωναν τα εργατικά χέρια, ενώ τα χειροκίνητα πιεστήρια δούλευαν με τη
βοήθεια ενός αδραχτιού (κοχλία). Πολλοί ελαιόμυλοι συνέχισαν να λειτουργούν
παράλληλα με τα πρώτα βιομηχανικά ελαιοτριβεία και εγκαταλείφτηκαν οριστικά τις
πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία
("μηχανές") χτίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Η βιομηχανία του
ατμού στον τομέα αυτό επέτρεπε την άλεση μεγάλης ποσότητας ελαιοκάρπου και την
ταχύρρυθμη παραγωγή ελαιόλαδου πολύ καλής ποιότητας. Τα ελαιοτριβεία αυτά
αποτελούσαν ιδιαίτερα προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Από τη δεκαετία του 1940
άρχισαν να χτίζονται και συνεταιριστικά ελαιοτριβεία.
Ζευγάδες:
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα και τη σπορά των
χωραφιών. Παλαιότερα στα χωριά της Ρόδου και της Κώ αλλά και στα άλλα νησιά της
Δωδεκάνησου η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ περισσότερο
διαδεδομένη, εφόσον ακόμα και στα μικρά ημιορεινά κτήματα οι αγρότες έσπερναν
σιτηρά και όσπρια για οικιακή αλλά και εμπορική χρήση. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις
καλλιέργειας σιτηρών βρίσκονταν στη κεντρική και Νότια Ρόδο. Οι ζευγάδες
όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια (τα
"ζευγαρόβοδα"). Το «ζευγάρισμα» απαιτούσε τέχνη και ειδικές γνώσεις
γι' αυτό και οι ζευγάδες ήταν περιζήτητοι. Οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους
χωράφια, όργωναν και έσπερναν και τα χωράφια άλλων αγροτών και αμοίβονταν
επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά"
(δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα η ειδικότητα του ζευγά έχει εξαφανιστεί,
αφού το όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Ζωέμπορος: Το κεντρικό και Νότιο τμήμα της Ρόδου, που είναι ορεινό και δασώδες είχε
πάντα μεγάλη κτηνοτροφική παραγωγή. Τα γαϊδούρια, τα άλογα, οι
φοράδες, τα μουλάρια, τα βόδια εξυπηρετούσαν όλες τις αγροτικές εργασίες και
μεταφορές και ήταν περιζήτητα. Παραγωγή ζώων όμως υπήρχε και στα περισσότερα
από τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Τις αγοραπωλησίες των ζώων αναλάμβαναν οι
ζωέμποροι, που ονομάζονταν και "τσαμπάσηδες". Εκτός από τους ντόπιους
ζωέμπορους, τα νησιά επισκέπτονταν εποχιακά και μεταπράτες από την
υπόλοιπη Ελλάδα, για να διαπραγματευτούν με τους ντόπιους παραγωγούς την
αγοραπωλησία ζώων. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που
συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων
πανηγυριών, αλλά ορισμένοι ζωέμποροι προτιμούσαν να διαπραγματεύονται με τους
παραγωγούς περιοδεύοντας στους τόπους κατοικίας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου