Λούστρος, Μανάβης, Μαστιχοπαραγωγός - μαστίχα Χίου, Μελισσουργός –
Μελισσοκόμος, Μπακάλης, Μπαρμπέρης, Μπασματζής (υφασματοπώλης), Μεταπράττες, Μουσικάντες, Μυλωνάς (αλευρόμυλοι), Ξυλουργοί-μαραγκοί, Σφουγγαράδες, Ντελάλης, Ξυλοκόπος, Παπλωματάς.
Για άλλα επαγγέλματα και φωτογραφίες, δείτε τη σειρά: Παλιά Επαγγέλματα (μέρος πρώτο, δεύτερο,
τρίτο και τέταρτο)
Λούστρος:
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους
δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και
το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό
κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα
διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, και περίμενε υπομονετικά. Για
να προσελκύσει τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι
άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση
της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του
βαψίματος.
Μανάβης:
Από τους πιο συμπαθητικούς μικροπωλητές που υπάρχουν
μέχρι σήμερα. πλανόδιος ή μη. Το χειμώνα, τότε που δεν υπήρχαν θερμοκήπια και
ψυγεία, λίγα τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Όμως όταν άνθιζαν οι μπαξέδες με το
έμπα της άνοιξης, γέμιζαν τα καλάθια του μανάβη με ντομάτες, κολοκυθάκια,
μελιτζάνες, φρούτα κι ότι άλλο. Οκάδες και δράμια τότε δίπλα στη ζυγαριά
και το τεφτεράκι για τα βερεσέδια.
Μαστιχοπαραγωγός
- μαστίχα Χίου: Μαστίχα Χίου - Όλες οι εργασίες για την παραγωγή της
μαστίχας: Κατά το Μάιο με Ιούνιο «ξύνουμε τα
τραπέζια» των σκίνων.
(Καθαρίζουμε με ειδικά εργαλεία { άμιες, ξυστήρια, μουστριά.} τους χώρους κάτω
από τους σκίνους). Τέλος Ιουνίου - αρχές Ιουλίου- «φροκαλούμε» (σκουπίζομε) με
σκούπες φτιαγμένες από αγριοθάμνους (σπάρτους, ημερόσπαρτους, θυμάρι, αγόρα
κ.ά) τα «τραπέζια». Πασπαλίζουμε με ψιλό σαν πούδρα «ασπρόχωμα», που έχομε
βγάλει από κουφάλες (σήραγγες) μέσα απ΄τη γη, τα τραπέζια, για να πέσει το μαστίχι, σε χώμα που ευκολότερα
καθαρίζεται. Αμέσως κάνομε και το «ρίνιασμα» (πρώτο κέντημα με λίγες κεντιές).
Στη συνέχεια, μια φορά τη βδομάδα και για 5-8 βδομάδες (ανάλογα με την αντοχή
του σκίνου), κεντούμε με 5-30
κεντιές (πληγές), κάθε δέντρο, από κάτω προς τα κλαδιά. Φροντίζομε να κεντούμε
στην «κοιλιά» (κάτω μέρος) και στα πλάγια, για να μη χάνομε μαστίχι που τρέχει στον κορμό του σκίνου. Το
κέντημα γίνεται είτε με τα παραδοσιακά «κεντητήρια» ίσια και γονάτια, είτε με
τα νεότερα ( σφυράκι, παπαγαλάκι, τραβηχτήρι). Κατά τα μέσα του Αυγούστου
«αφήνομε» τους σκίνους για 15 ημέρες, προκειμένου να «ξεραθεί» το μαστίχι και
να το μαζέψομε. Το μάζεμα γίνεται πρωινές ώρες, πριν ζεστάνει η μέρα και πάρομε
νελιγωμένο μαστίχι στο χωριό. Την «πίτα» (χοντρό μαστίχι) την ξεκολλούμε από το
χώμα με το τιμητήρι, το μαζεύομε μέσα σε μαστιχοκάλαθα (μικρά πανεράκια
επιχρισμένα με κοπριά αγελάδας κι ασπρόχωμα) και το βάζομε σε πανέρες μεγάλες,
για να μεταφερθεί στο χωριό και να απλωθεί σε δροσερό χώρο πάνω σε ασπρόχωμα,
για κανένα μήνα, να στεγνώσει τελείως για το καθάρισμα. Το υπόλοιπο μαστίχι το σκουπίζομε με σκούπες από σκληρούς
αγριόθαμνους. Το βάζομε σε σακιά και το μεταφέρομε σπίτι. Πολλοί κάνουν το
«δεύτερο κέντος». Ξανακεντάνε ως τα μέσα του Σεπτέμβρη με την ευχή «να τους το
χαρίσει ο Θεός». (Να μη βρέξει και το καταστρέψει). Πρέπει να σημειωθεί ότι στη
νότια Χίο που καλλιεργείται ο σκίνος, σπάνια βρέχει το καλοκαίρι. Κι αν κάποτε
βρέξει, τότε το χλωρό μαστίχi γίνεται ένα με το χώμα (νεροπινάδες ή αναπινάδες)
και είναι σχεδόν άχρηστο. Ο σκίνος κατά μέσο όρο βγάζει γύρω στα 250 με 300 γραμμάρια μαστίχι.
Κάποιοι ξαναγυρνάνε τους σκίνους (Οκτώβρη, Νοέμβρη, Δεκέμβρη), για να μαζέψουν
το «κοκολόι» (ό,τι μαστίχι έχει απομείνει). Το πιο μεγάλο βάσανο του μαστιχιού
είναι το «πάστρεμά του» (καθάρισμα). Κοσκινίζεται, πλένεται, σαπουνίζεται και
καθαρίζεται με μυτερά μαχαιράκια. Σε πολλά χωριά το πάστρεμα γίνεται σε παρέες
με «δανεικές» (σήμερα στο δικό μου, αύριο στο δικό σου). Το καθάρισμα αρχίζει
από τα μέσα του Σεπτέμβρη ή αρχές Οκτώβρη και για τον μέσο παραγωγό (80 με 100 κιλά ) τελειώνει στο
τέλος του Δεκέμβρη. Το μαστίχι,
βάσει αναγκαστικού νόμου, παραδίδεται στους κατά τόπους συνεταιρισμούς και από
εκεί στην Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου. Η μέση ετήσια παραγωγή σήμερα είναι 120
τόνοι, η δε τιμή του μαστιχιού είναι 75 περίπου ευρώ το κιλό.
Μελισσουργός
– Μελισσοκόμος: Παλαιότερα τις κυψέλες τις έφτιαχνε ο ίδιος ο μελισσουργός, είτε από
κούφιους κορμούς δέντρων, είτε πλεκτές με λυγαριά και καλάμι, επιχρισμένες με
κοπριά αγελάδας. Στη μέση έβαζε ξύλινο σταυρό για να κάνουν πάνω οι μέλισσες
τις κηρήθρες. Τις κυψέλες τις τοποθετούσαν σε συγκεκριμένο μέρος και αν
μετακινούνταν ημέρα έστω και λίγα μέτρα, οι μέλισσες δεν έμπαιναν μέσα. Για να
πάρει το μέλι, τους καλοκαιρινούς μήνες, φορούσε τη «μουτσούνα», που είχε
μπροστά πλεκτό σύρμα, και γάντια. Έκαιγε βουνιές ή καβαλίνες (κοπριά αγελάδας ή
γαϊδάρου) από τη μια πλευρά του σωληνωτού κουβανιού, οι μέλισσες που δεν
άντεχαν τον καπνό πήγαιναν από την άλλη πλευρά, κι αυτός ήταν ελεύθερος να
πάρει τις κηρήθρες. Από τις κηρήθρες έβγαζε το μελισσοκέρι (ακριβό κερί) και το
μέλι.
Μπακάλης:
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα
ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα
χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και
τρόφιμα χύμα. Στα μικρά χωριά συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό.
Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την
επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που
επιμένουν να λειτουργούν σε κάποιες γειτονιές και στα χωριά.
Μπαρμπέρης: Ο μπαρμπέρης είναι χειρωνακτικό επάγγελμα. Η
ετυμολογία της λέξης προέρχεται από το γαλλικό barbe ([baʀb]), που σημαίνει «γένι»,
«μούσι». Το επάγγελμα έχει τις ρίζες του στο επάγγελμα του μεσαιωνικού κουρέα, που διατηρούσε δημόσια λουτρά
και περιποιούνταν πελάτες και ασθενείς. Προφανώς εξελίχτηκε από την βοηθητική
εργασία, αφού ο μπαρμπέρης ήταν βοηθός του κουρέα και ασχολούνταν κυρίως με το
κόψιμο των μαλλιών και το ξύρισμα των πελατών. Με την πάροδο του χρόνου, και
ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός ήταν σε θέση να κάνει εκτός αυτού και
άλλες δουλειές, όπως το βγάλσιμο των δοντιών, την θεραπεία τραυμάτων
(στρατιώτες μετά τον πόλεμο κλπ.), καταγμάτων, και άλλων πληγών και ασθενειών
όπως τον καυτηριασμό των σπυριών. Ο κουρέας και ο μπαρμπέρης είχαν ως επί το
πλείστον ανδρική πελατεία. Το επάγγελμα του μπαρμπέρη αναφέρεται γραπτώς για
πρώτη φορά σε ένα έγγραφο το 1397 στην Κολωνία,
ενώ επαγγελματικοί σύνδεσμοι των μπαρμπέρηδων εμφανίζονται το δεύτερο ήμισυ του
15ου αι. στο Γκντανσκ το 1457, στο Λίμπεκ το 1480 και στο Αμβούργο το 1486. Οι μπαρμπέρηδες πλήρωναν
ενοίκιο στον κουρέα για να χρησιμοποιήσουν το μαγαζί. Από τον 16ο αι. και μετά,
και λόγων της παρακμής του θεσμού των δημόσιων λουτρών, οι μπαρμπέρηδες
απόκτησαν μια κάποια αυτονομία και ανταγωνίζονταν τους κουρείς, δουλεύοντας και
έξω από το κατάστημα. Εκτός από το ξύρισμα και το κούρεμα θεράπευαν κοψίματα,
τρυπήματα, κατάγματα και άλλα ατυχήματα που τους απέδιδαν χρήματα. Μέχρι τον
18ο αιώνα έκαναν ακόμα και ακρωτηριασμούς ή και καισαρικές τομές. Από τον 19ο
αι. και με την ανάπτυξη του ιατρικού επαγγέλματος οι μπαρμπέρηδες άρχισαν να
εξειδικεύονται. Ένας άλλος επαγγελματικός κλάδος δημιουργήθηκε στον 17ο αι.
όταν ήρθαν στην μόδα οιπερούκες. Ο κλάδος αυτός ασχολήθηκε με την κατασκευή της
περούκας, αλλά και την κόμμωση των γυναικών, ενώ ο μπαρμπέρης παρέμεινε στο
κούρεμα και το ξύρισμα των ανδρών.
Μπασματζής
(υφασματοπώλης): Σε κάθε νησί υπήρχαν
τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που
πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά,
βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.
Μεταπράττες:
Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο (
γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους
χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους
μεταπράτες ανήκουν και οι πραματευτάδες
Μουσικάντες:
Οι μουσικοί της Δωδεκανήσου ήταν συνήθως δεξιοτέχνες
πρακτικοί οργανοπαίκτες και έπαιζαν με διάφορα σχήματα, όπως ζυγιές ( νταούλι -
κλαρίνο), ή σε μεγαλύτερα συγκροτήματα, που περιελάμβαναν βιολί, σαντούρι και
πνευστά ή άλλα έγχορδα όργανα. Τους μουσικούς τους αποκαλούσαν συχνά
"μουσικάντες" ή "παιχνιδιάτορες" και τα μουσικά όργανα
"παιχνίδια". Τα όργανα και τα σχήματα των μουσικών κομπανιών
διαφοροποιήθηκαν πολλές φορές στο χρόνο και στις περιστάσεις. Οι οργανοπαίκτες
με θεωρητικές γνώσεις μουσικής ήταν επίσης αρκετοί και οι περισσότεροι είχαν
διδαχτεί τη μουσική από μουσικοδιδάσκαλους. Τα μουσικά συγκροτήματα
συμπεριελάμβαναν συχνά μέλη της ίδιας οικογένειας, ενώ περιόδευαν στην ευρύτερη
περιφέρειά τους, για να παίξουν σε γάμους, αρραβώνες, χοροεσπερίδες, πανηγύρια
και σε διασκεδάσεις στα καφενεία και στα εξοχικά κέντρα. Στα Δωδεκάνησα υπήρξαν
πολλές περιώνυμες οικογενειακές κομπανίες καθώς και αξιόλογοι μουσικοί που
διακρίθηκαν και έξω από το νησί τους.
Μυλωνάς
(αλευρόμυλοι): Η καλλιέργεια σιτηρών
ήταν πολύ διαδεδομένη στα Δωδεκάνησα μέχρι το 20ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια
περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο,
(φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου αλευριού. Μετέφεραν τα
τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι
υπήρχαν σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι,
δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε
ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι
του μυλωνά, ο οποίος σε περιόδους αιχμής δούλευε νύχτα μέρα. Κάτω από τις
μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός
μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε. Ο αλεστικός
μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη,
με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο
κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι
συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο
μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα.
Ξυλουργοί-μαραγκοί:
Ήταν οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν ξύλινα έπιπλα,
αλλά και σκάλες, κουφώματα, ταβάνια, πατώματα, πόρτες και γενικότερα όλο τον
ξύλινο εξοπλισμό των κατοικιών. Είχαν δικά τους εργαστήρια όπου κατασκεύαζαν τα
έπιπλα, ωστόσο οι ίδιοι συμμετείχαν και στις οικοδομές, αναλαμβάνοντας τα
ξύλινα μέρη. Σήμερα αν και άλλαξαν ο απαιτήσεις των σπιτιών, διατηρούνται
αρκετοί αντίστοιχοι επαγγελματίες με σημαντικό κύκλο εργασιών.
Σφουγγαράδες:
Το επάγγελμα του σφουγγαρά έχει ως αντικείμενο την
αλιεία και την επεξεργασία σφουγγαριών, καθώς και την πώληση τους στην αγορά. Ο
σφουγγαράς ασχολείται είτε με τον εντοπισμό και τη συλλογή σφουγγαριών στο βυθό
της θάλασσας, είτε με το χειρισμό των βοηθητικών μηχανημάτων από την επιφάνεια
του σκάφους για παροχή βοήθειας στους σφουγγαράδες-δύτες. Οι δραστηριότητες του
σφουγγαρά περιλαμβάνουν την κατάδυση και παραμονή 3-4 ώρες σε βάθος ως 18 μέτρα για τη συλλογή
σφουγγαριών, σπανιότερα την κατάδυση σε βάθος μεταξύ 50-60 μέτρων και παραμονή 15
λεπτών για συλλογή σφουγγαριών, την ανάδυση σε αργούς ρυθμούς για να επιτευχθεί
αποσυμπίεση, την ταξινόμηση των σφουγγαριών και την αρχική επεξεργασία τους
πάνω στο σκάφος. Τα απαραίτητα εργαλεία και οι ειδικοί εξοπλισμοί που
απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος είναι μηχανοκίνητο σκάφος, συνήθως
καΐκι, καταδυτική στολή, μάσκα, σχοινιά, βαρούλκα, ραντάρ, ηχοβολιστικό, φτερά,
βαρίδια, λάστιχο, μαρκούτσι, μηχάνημα παραγωγής και παροχής αέρα και ξύστρα για
το ξερίζωμα των σφουγγαριών.
Ντελάλης: Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που
ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας.. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε
στους κατοίκους των χωριών τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή
για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο
τρόπος που παρουσίαζε συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζε τα προϊόντα, τον καθιστούσε
γνωστό στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε
τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι
τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Επειδή πολλά σχόλια ακολουθούσαν το άγγελμά του, αλλά
και η μικρή αμοιβή του, δεν ήταν εύκολη η εξεύρεση τέτοιου προσώπου. Πάντως,
τον κατάργησαν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.
Ξυλοκόπος:
Ο ξυλοκόπος ήταν επαγγελματίας που είχε ως κύρια
δουλειά την κοπή των ξύλων και τη μεταφορά τους στον τόπο κατανάλωσης. Ήταν
συνηθισμένο τότε να βλέπει κανείς φορτωμένα γαϊδούρια ή μουλάρια να κουβαλάνε
ξύλα στους δρόμους. Τα έκοβαν οι ξυλοκόποι με τις κόφτρες στο δάσος, τα
έσκιζαν με τιις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα
μετέφεραν στην πόλη. Εκεί τα πουλούσαν και οι αγοραστές, αν δεν είχαν τζάκι, τα
έκοβαν πάλι σε μικρότερα κομμάτια με την κόφτρα ή το πριόνι, αφού τα
τοποθετούσαν πάνω στην "ξυλογαϊδάρα" και τα έσκιζαν με το τσεκούρι ή
τις σιδερένιες σφήνες. Μετά τα στοίβαζαν έτοιμα για τις σόμπες ή το τζάκι.
Αργότερα οι έκαναν τις ίδιες δουλειές οι κορδέλες και τα αλυσσοπρίονα, ενώ τη
μεταφορά κάνουν τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα. Οι ξυλοκόποι έκοβαν επίσης ξύλα για
την κατασκευή ξύλινων αντικειμένων, ειδών καθημερινής χρήσης, υλικών δόμησης
των σπιτιών (στέγες, παράθυρα κλπ.). Σήμερα υπάρχουν ακόμα Δασικοί
Συνεταιρισμοί, που ασχολούνται με την υλοτομία και την εμπορία δασικής ξυλίας.
Παπλωματάς:
Ο παπλωματάς αποτελεί άλλο ένα από τα παραδοσιακά
επαγγέλματα που επιβίωσαν στα Δωδεκάνησα και στις μέρες μας εγκαταλείφθηκαν
εντελώς. Ο παπλωματάς του χωριού έραβε βαμβακερά παπλώματα, στρώματα, ντιβάνια,
καναπέδες και πολυθρόνες. Ο παπλωματάς ήταν γυρολόγος, μ’ άλλα λόγια γυρνούσε
τόσο στο χωριό όσο και στα γειτονικά χωριά διαλαλώντας το επάγγελμά του. Είχε
πάντοτε μαζί του, το «δοξάρι» του, ένα ξύλινο όργανο σε σχήμα τόξου, το οποίο
ρυθμιζόταν από ειδικό μοχλό. Προτού, όμως, χρησιμοποιήσει το «δοξάρι»
του, «άνοιγε» το βαμβάκι με το χέρι του σε μικρές τούφες. Έπειτα,
«δόξευε» το βαμβάκι, δηλαδή το χτυπούσε «κρατώντας το δοξάρι από το κέντρο
βάρους του με το ένα χέρι πάνω στην ανοιγμένη μάζα του βαμβακιού».
Ακολούθως, το «δοξεμένο» βαμβάκι τοποθετείτο σε «σακουλωτό ύφασμα», μ΄ άλλα
λόγια σ’ ένα χοντρό ύφασμα, το οποίο έραβε στις άκριες ούτως ώστε να
φτιάξει το πάπλωμα αφού πρώτα το χτυπούσε ελαφρά μ’ ένα λεπτό ραβδί. Ο
παπλωματάς καθώς χτυπούσε ελαφρά με το λεπτό ραβδί την επιφάνεια του
παπλώματος, παρατηρούσε συνεχώς πως απλωνόταν το βαμβάκι. Μόλις το πάπλωμα
έπαιρνε ομοιόμορφο πάχος τότε το έραβε. Οι ραφές γινόντουσαν σ’ όλη την
επιφάνεια, συχνά σε μορφή διακοσμητικών σχημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου