Παστελάς - Ξηροί καρποί,
Πεταλωτής,
Ποτιστής (υδρονομέας),
Ρετσινοσυλλέκτες, Ράπτης, Ράφτης ή Φραγκοράφτης, Σαμαράς
(σαμαρτζής), Σιδεράς,
Τοκιστής, Τσαγκάρης, Υφάντρα (αργαλειός), Φούρναρης, Φυστικάς, Φωτογράφος, Χτενάδες, Ψαθάδες.
Για άλλα επαγγέλματα και φωτογραφίες, δείτε τη σειρά: Παλιά Επαγγέλματα (μέρος πρώτο, δεύτερο,
τρίτο και τέταρτο)
Παστελάς
- Ξηροί καρποί: Ο παστελάς χρησιμοποιούσε σισάμι και ζάχαρη και γλυκόζι. Έβαζε τη ζάχαρη
και το γλυκόζι σ΄ένα καζάνι κι έβραζαν. Πρόσθετε το σισάμι και ανακάτευε το
μείγμα με μια ξύλινη κουτάλα. Όταν ψηνόταν τ΄άπλωνε σ΄ένα πάγκο. Με τον πλάστη,
ένα μακρύ, κυλινδρικό ξύλο, το ισοπέδωνε και στη συνέχεια το΄κοβε σε κομμάτια.
Το παστέλι το΄βαζε σε τενεκέδες με καπάκι, για να μην παίρνει αέρα και το
πουλούσε με το κομμάτι στα πανηγύρια. Οι Καλλιμασιώτες παστελάδες γινόταν και
«προξενητές». Ο νέος πλήρωνε το παστέλι και με τον παστελά το ΄στελλε στην
κοπελιά που «λαχταρούσε η καρδιά του». Αν αυτή το δεχόταν, εσήμαινε πως δεχόταν
και τον έρωτά του. Οι παστελάδες ταυτόχρονα έψηναν και φυστίκια και σπόρους
(πασατέμπο) και τα πουλούσαν σε ματαλλικά ειδικά δοχεία με φουφουρίκο
(καπνοδόχο), στα οποία μέσα διατηρούσαν και αναμμένα κάρβουνα, για να΄ναι το
«εμπόρευμα» ζεστό.
Πεταλωτής:
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν
απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του,
γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα
παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το
σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι
του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι
που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από
κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το
κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να
προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα
μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για
να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό
γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να
πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
Ποτιστής
(υδρονομέας): Στα χωρία υπήρχαν
πολλές πηγές και αφθονία νερού. Με τα νερά αυτά οι κάτοικοι πότιζαν τα χωράφια
τους. Έφραζαν το αυλάκι και οδηγούσαν το νερό στο χωράφι τους κι έτσι πότιζαν.
Όμως πολλές φορές μάλωναν, γιατί έφραζε κάποιος το αυλάκι για να ποτίσει και
διαμαρτύρονταν ο άλλος που περίμενε πιο κάτω στο χωράφι του να έρθει το νερό.
Έπρεπε λοιπόν να μπει μια τάξη. Για αυτό εβαζαν το ποτιστή που
δούλευε από την Ανοιξη μέχρι το Φθινόπωρο και ρύθμιζε τη σειρά διανομής του
νερού στους κατοίκους για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Στην αρχή τον πλήρωναν
οι ίδιοι οι κάτοικοι, αργότερα όμως τον πλήρωνε η Κοινότητα. Κρατούσε μια τσάπα
κι ανάλογα έφραζε το αγώγι και οδηγούσε το νερό στο χωράφι του κατοίκου που
είχε σειρά να ποτίσει. Έτσι κανένας δε διαμαρτυρόταν.
Ρετσινοσυλλέκτες:
Οι ρετσινοσυλλέκτες μάζευαν το ρετσίνι από τα πεύκα
του δάσους και το πουλούσαν. Το επάγγελμα αυτό ανθισε κυρίως στα δάση της
Ρόδου, κατά την εποχή της Ιταλοκρατίας. Σήμερα δεν υπάρχει πλέον.
Ράπτης:
Η ραπτική και η υφαντουργία ήταν οικιακές ασχολίες,
ιδιαίτερα των γυναικών που έφτιαχναν τα βασικά είδη ρουχισμού. Εδώ, υπήρχαν
πολλοί επαγγελματίες ράπτες που ειδικεύονταν στην κατασκευή συγκεκριμένων
ειδών εγχώριων ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό και τα έραβαν με μεταξωτή
κλωστή ("μπρισίμι"), διακοσμώντας τα με γαϊτάνια, με κεντήματα και
κουμπιά.. Η καποραπτική ήταν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, μια βιοτεχνία των
χωριών μας, με πρώτη ύλη το τραγόμαλλο, που κάλυπτε τις ενδυματολογικές ανάγκες
του ποιμενικού κόσμου, ορεινών αλλά και πεδινών περιοχών. Στο Καρπενήσι και τα
γύρω χωριά άνθιζε παλιά η βιοτεχνία παρασκευής στολών και για αρκετά
χρόνια μετά την απελευθέρωσε από δω προμηθεύονταν ο ευζωνικός στρατός τις
φουστανέλες του. Από τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν οι
"φραγκοράφτες", που έραβαν τις "ευρωπαϊκές" ενδυμασίες, ενώ
ήταν διέθεταν και υφάσματα γι’ αυτές (εμποροράφτες). Παράλληλα υπήρχαν
και οι γυναίκες (μοδίστρες) για την ραπτική των γυναικείων ενδυμάτων τόσο στο
Καρπενήσι, όσο και στα χωριά., Σήμερα υπάρχουν πολύ λίγοι ράφτες και μοδίστρες,
αφού έχει επικρατήσει παντού το έτοιμο βιομηχανοποιημένο ρούχο και η
επιδιόρθωση μειώθηκε.
Ράφτης
ή Φραγκοράφτης: «Ο Φραγκοράφτης» λεγόταν έτσι γιατί έραβε κοστούμια που ήταν η φράγκικη
φορεσιά, ενώ η ντόπια ήταν η βράκα και το γιλέκο. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε μόνο
ανδρικές φορεσιές. Τα εργαλεία του ράφτη είναι τα εξής: ο πάγκος, η μεζούρα, οι
ρίγες: μια απλή, η γωνία, η λοξή ή στραβόριγα για να σημαδεύουν το «καμπούρεμα»
του πέτου, ο καμπούρης, ξύλο για να σιδερώνονται οι ώμοι, το πασκαρό, ξύλο που
περνούσαν στις ραφές για να ανοίγουνε, ψαλίδια, βελόνες, καρφίτσες, τα
«σαπουνάκια» για να σημαδεύουν το ύφασμα, το σίδερο με κάρβουνα που ζύγιζε
περίπου 8 οκάδες, η μηχανή (ποδοκίνητη στην αρχή, χειροκίνητη μετά, ηλεκτρική
σήμερα). Ο ράφτης έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Δηλαδή μετρούσε
διαστάσεις: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο, κτλ. και τις μετέφερε πάνω
στο ύφασμα βάζοντας σημάδια με το σαπουνάκι. Το ύφασμα το έβαζαν διπλό. Τα σημάδια
τα έλεγαν «πάσες» και τα έκαναν με κλωστή πάνω στα σημάδια που είχε σχεδιάσει
με το σαπουνάκι ο ράφτης στο ύφασμα. Οι παλιοί ραφτάδες μεταχειριζόταν ως φόδρα
την καναβατσότριχα ή το τσόλι. Μετά το κόψιμο του υφάσματος καλούσαν τον πελάτη
για πρόβα. Για ένα κουστούμι συνήθως χρειαζόταν 3 πρόβες για να δουν αν
χρειάζεται στένεμα, φάρδεμα ή μάκρεμα ανάλογα με το σώμα και έκαναν τις
απαραίτητες διορθώσεις.
Σαμαράς
(σαμαρτζής): Παλιότερα η μεταφορά
ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό
δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις
μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα
μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν
για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το
σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και
έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την
κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε
να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το
σαμαροσκούτι και το βούτημα. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν:
Α) Το κόψιμο
των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι και μουριά. Όταν
θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν
κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα
σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα
μπροστάρια, σε κομμάτια μήκους 60 εκατοστών . Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με
καμπύλη πάχους 30
εκατοστών και για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και
μήκους 70 εκατοστών .
Αφού ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί
ήταν πολύ επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος
πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο
όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη.
Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με
μεγάλα δόντια. Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια
μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των
προσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα
φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων
για τις δόγες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί
αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.
Β) Η κατασκευή
Πρώτη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα
στο ζώο. Με το έμπειρο μάτι του υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε
από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Για το κάθε μέγεθος είχε ένα εργαλείο, από
ξύλο ή χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν πατρόν. Έκοβε δύο φύλλα, τα οποία
συνέδεε με ξύλινους πύρους, οι οποίοι αποτελούσαν αμβλεία γωνία. Στο μπροστινό
μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από μέσα με ένα.
Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το κάρφωναν
στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την συνδεσμολογία και ισχυροποίηση των δύο
κομματιών. Μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του πισταριού σε ανάλογο μέγεθος με το
μπροστάρι. Η κατασκευή του ήταν πιο δύσκολη γιατί η σύνδεση των δύο φύλλων
έπρεπε να γίνει θηλυκωτή. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των
φύλλων σε βάθος 1,5
εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε
χαράξει το πριόνι και μετά γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή. Δόγες
χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να
πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγκενη το
ένα άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα.
Υπήρχε όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για
τον ίδιο λόγο. Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του
μπροσταριού και του πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες. Αφού στερεώνονταν
άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό
γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες. Για
να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το
στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα φτιάχνονταν από
σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά.
Ενδιάμεσα βάζανε βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις
άκρες των λιμνών. Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι το χρησιμοποιούσαν και αφού το
βούτημα συμπιεζόταν το έφερναν στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα. Έβαζε πάλι
βούτημα και από πάνω το κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη
βροχή. Το σαμάρι στερεώνονταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και
σλκηρό δέρμα που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες άρχιζαν
από το σαμάρι πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη
πλευρά του σαμαριού. Η κατοζώστρα ή σφίχτρα έζωνε το σαμάρι κάτω από την
κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινε λουρίδες,
που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε
ο ιδιοκτήτης του.. Με την επικράτηση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων η εργασία
των γεωργών έγινε πιο εύκολη, αλλά το επάγγελμα του σαγματοποιού εξαφανίστηκε.
Σιδεράς:
Ο σιδεράς ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε στο αμόνι
σιδερένια εργαλεία. Μπορούσαν να κατασκευάσουν αξίνες, τσεκούρια, δρέπανα,
σφυριά, βαριές αλλά και σιδερένια εξαρτήματα όπως καρφιά και μεντεσέδες κ.ά. Η
τέχνη του σιδερά απαιτούσε μεγάλη εμπειρία αλλά και οργανωμένα εργαστήρια στα
οποία μάθαιναν οι νέοι κυρίως από οικογενειακή παράδοση ή από μαθητεία. Ήταν
αρκετά δύσκολη δουλειά γιατί απαιτούσε μεγάλη σωματική δύναμη αλλά και αντοχή
σε υψηλές θερμοκρασίες αφού αρκετές ώρες της δουλειάς τους τις περνούσαν κοντά
στη φωτιά δηλαδή στο καμίνι όπου ζέσταιναν το σίδερο. Απαραίτητα εργαλεία του
σιδερά ήταν εκτός από το αμόνι, η βαριά, το φυσερό, η βούτα με το νερό. Η
διαδικασία επεξεργασίας του σιδήρου ήταν η εξής: Άναβαν στο καμίνι τη φωτιά την
οποία φυσούσαν με το φυσερό ώστε να την διατηρήσουν. εκεί έβαζαν το σίδερο
μέχρι να πυρακτωθεί ώστε να γίνει πιο ευλύγιστο. Το σίδερο κοκκίνιζε στη φωτιά
έτσι που λίγο ακόμα και θα έλιωνε για να γίνει υγρό. Στη συνέχεια το
τοποθετούσαν στο αμόνι και με τη βαριά το χτυπούσαν ώστε να του δώσουν το σχήμα
που ήθελαν σε σχέση πάντα με το εργαλείο που ήθελαν να κατασκευάσουν. Τέλος το
έβαζαν στη βούτα με το νερό ώστε να παγώσει και να στερεοποιηθεί. Με αυτόν τον
τρόπο μπορούσαν να κατασκευάσουν περίτεχνα έργα όπως κάγκελα με ποικιλία
σχεδίων κ.ά. Επίσης έφτιαχναν υνιά για να οργώσουν οι γεωργοί, ξινάρια και τα
λαμάκια που χρησιμοποιούσαν στα μαγκανοπήγαδα για να στερεώσουν τα κουτσούκια
με τα οποία έβγαζαν το νερό. Σύνεργα για τις αναγκες του γεωργού που έφτιαχναν
οι σιδεράδες, ήταν: οι κασμάδες, αξίνες με το ένα μέρος στενό και το φαρδύτερο
για να σκάβουν (ανάλογα με το σχήμα τους είχαν διάφορα ονόματα, όπως: τσαπιά,
τσάπες, τσάπες δίκοπες, σκαλιστήρια). Ακόμα για το θερισμό τα δρεπάνια, για τα
αμπέλια το κλαδευτήρι, το πριόνι, τα τσαπιά.. Τέλος, για άλλες μικροδουλειές το
τσεκούρι το σφυρί και το σκερπάνι. Σήμερα οι νέοι σιδεράδες, εργάζονται με πιο
τυποποιημένες κατασκευές, η δουλειά τους είναι λιγότερο δύσκολη και οι ίδιοι
δεν έχουν καμιά σχέση ή συνέχεια με 'κείνους τους παλιούς σιδεράδες.
Τοκιστής:
Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο. (Λέγονταν και
σουλατσαδόρος). Όταν δεν υπήρχαν οργανωμένες Τράπεζες και άλλα πιστωτικά
ιδρύματα υπήρχαν οι δανειστές χρημάτων, που σύναπταν ιδιωτικές συμφωνίες με
πολίτες που είχαν ανάγκη. Η επιστροφή των χρημάτων γίνονταν με σημαντική
επιβάρυνση (τόκο) για εκείνον που χρωστούσε και πολλές φορές με ανταλλαγή γης ή
άλλων περιουσιακών στοιχείων, αφού όσοι δανείζονταν έβαζαν ενέχυρο το μαγαζί,
το σπίτι, το χωράφι ή κάποιο ζώο τους.
Τσαγκάρης:
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη, εννοούμε τον τεχνίτη που
επιδιορθώνει τα παπούτσια. Παλιότερα όμως, ο τσαγκάρης τα έφτιαχνε ο ίδιος από
την αρχή μετά από παραγγελίες. Στη Ρόδο υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου
δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες (βοηθούς) και τσιράκια
(μαθητευόμενους). Δούλευαν ολημερίς για να ανταποκριθούν στις παραγγελίες,
ιδιαίτερα όταν πλησίαζαν γιορτές. Η κατασκευή ήταν χειροποίητη, αφού τα πάντα
ήταν ραφτά ή καρφωτά. Έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν
πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Εργαλεία της δουλειάς. Πάγκος:
όπου ακουμπούσαν όλα τα πράγματα. Τρυπητήρι: ανοίγει τρύπες για τα κορδόνια.
Πέταλο: αυτά τα βάζανε στις μύτες των παπουτσιών. Σουβλί: Το χρησιμοποιούσαν
όπως και το τρυπητήρι. Τρίποδο αμόνι (κατσαμπροκάς): ένα από τα πιο βασικά
εργαλεία που σ' αυτό βάζανε το παπούτσι για να το επεξεργαστούμε και να το
τελειοποιήσουμε. Το καλούπι, το καλαπόδι: για να δώσουν το σχήμα. Τα καρφιά, τα
φαλτσέτα, τα σφυράκια, η τανάλια, η βελόνα του αγριόχοιρου, η κλωστή (τζίβα), η
τάβλα. Μια μηχανή που λεπταίνει τη σόλα, η πρέσα και μια ξυλουριστική μηχανή
που κόβει τη σόλα. Κατσαπρόκο: ήταν ένα μικρό σουβλί, με το οποίο άνοιγαν
τρύπες και έβαζαν ξυλόπροκες οι οποίες κρατούσαν τα πετσιά (σόλες). Κατόχι:
ήταν ένα σχοινί με το οποίο στερέωναν το παπούτσι. Τρίχες από αγριογούρουνο: με
αυτές έραβαν βόρδουλα. Υλικά που χρησιμοποιούσαν. Σόλες, τακούνια, δέρμα, τα
φόντια, τα πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο το οποίο
χρειάζεται για να μην μείνουν ατέλειες, το γυαλιστικό, το λάδι και τέλος τα
ξυλόκαρφα τα οποία έχουν αντικατασταθεί με τα καρφιά. Με τον καιρό τα πάντα
βιομηχανοποιήθηκαν και χάθηκε και η δουλειά των τσαγκάρηδων.
Υφάντρα (αργαλειός): Εργαλείο υφαντικής, γνωστό από
πολύ παλιά. Στα χωριά μας χρησιμοποιείται και σήμερα ο παλιός χωριάτικος
αργαλειός. Σ΄ έναν άξονα είναι τυλιγμένο το στημόνι, δηλαδή το νήμα.Είναι
εκείνες οι κλωστές που, αν κοιτάξουμε στο ύφασμα, φαίνονται στο μάκρος τους. Οι
κλωστές αυτές περνούν έπειτα από τα «μιτάρια» και στη συνέχεια από κάθε δόντι
ενός μεγάλου ξύλινου χτενιού. Η υφάντρα περνάει με τη σαΐτα, το υφάδι δηλαδή το
νήμα με το οποίο γίνεται η ύφανση, ανάμεσα στις κλωστές αυτές και μετά τις
πιέζει με ένα χτύπημα του χτενιού. Έτσι σμίγουν, σφίγγουν μεταξύ τους οι
κλωστές και γίνεται το ύφασμα, πυκνό ή αραιό, ανάλογα με το δυνατό ή ελαφρό
χτύπημα του χτενιού. Την ώρα που περνάει τη σαΐτα η υφάντρα, τα μιτάρια
ανεβοκατεβαίνουν, γιατί η υφάντρα πιέζει με τα πόδια της δυο «ποδαράκια» μια το
ένα, μια το άλλο κι έτσι διευκολύνεται το πέρασμα της σαΐτας. Η υφάντρα ξέρει
πώς να μεταχειριστεί τη σαΐτα για να κάμει και διάφορα σχέδια στο υφαντό. Στον
αργαλειό γίνονται και οι κουρελούδες. Τα παλιά ρούχα δηλαδή τα κόβουν σε στενές
λωρίδες, τα κάνουν κουβάρια και τα υφαίνουν. Ανάλογα με τα χρώματα των ρούχων
φτιάχνουν διάφορα σχέδια στις κουρελούδες.
Φούρναρης:
Στη Ρόδο παλιά, όπως και στα υπόλοιπα νησιά της
Δωδεκανήσου, επειδή οι ιδιωτικοί φούρνοι ήταν λίγοι, οι περισσότερες γυναίκες
ζύμωναν το ψωμί στο σπίτι (πολλές φορές την πίτα και το φαγητό) και το πήγαιναν
για ψήσιμο στους φούρνους της γειτονιάς κυρίως μέσα σε ταψιά (ή πινακωτές). Το
αλεύρι, μετά το νερόμυλο μεταφέρονταν στο σπίτι, όπου το έβαζαν σε ειδικά
ξύλινα αμπάρια. Πριν το ψήσιμο, κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα και το έβαζαν όλη
τη νύχτα στην ξύλινη σκάφη για να αναπιάσουν το προζύμι. Το ζύμωναν με τα χέρια
και το έβαζαν στην ξύλινη πινακωτή, που πασπάλιζαν νωρίτερα με αλεύρι.
Σκούπιζαν καλά τον χτιστό πήλινο φούρνο του σπιτιού, τον άναβαν και έβαζαν μέσα
μ' ένα ξύλινο φτιάρι το καρβέλι. Ακολουθούσε το ψήσιμο. Οι ιδιοκτήτες των
φούρνων για τη διαδικασία του ψησίματος ως καύσιμα, για να πυρώσει ο φούρνος,
είχαν ξύλα και κλαδιά. Πληρώνονταν τα ψηστικά με το κομμάτι και πολλές φορές
δοκίμαζαν και το φαγητό, για να δοκιμάσουν αν ψήθηκε όπως έλεγαν. Στα χωριά οι
οικογένειες είχαν το δικό τους φούρνο, αφού αγοραστό ψωμί δεν υπήρχε τότε. Πόσο
μάλλον που ήταν υποτιμητικό για την οικογένεια να τρώει αγοραστό ψωμί. Το
αλεύρι ή το σιτάρι έπρεπε να το αγοράζει με το τσουβάλι..Μόνο τα τελευταία
χρόνια άλλαξε η νοοτροπία και δεν είναι πια κατηγόριο το αγοραστό ψωμί.
Φυστικάς:
Ο φυστικάς… Στραγάλια, πασατέμπος, φυστίκια Ζεστά,
ζεστά. ”. Ήταν ο αεικίνητος και ακούραστος μικροπωλητής της πλατείας, των
γιορτών ή των εκδηλώσεων με τα σπόρια του. Κουβαλούσε το ξύλινο κασελάκι του
και τον συναντούσαμε κυρίως στα δημόσια θεάματα. Με το ρακοπότηρο μετρούσε τα
σπόρια που θα βάλει στο σακουλάκι του πελάτη. Πολλές φορές τον βρίσκαμε και σε
πανηγύρια με μεγαλύτερη πραμάτεια ή στις γιορτές των εκκλησιών. Αργότερα
έφτιαξε και καροτσάκι με βιτρίνα και την έστηνε κοντά στη βρύση της κεντρικής
πλατείας. Το φθινόπωρο γίνονταν και καστανάς. Άλλος πάλι πουλούσε τα
σπόρια του στο σινεμά.
Φωτογράφος:
Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του πλανόδιου
φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η μηχανή του
ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε
τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί
του, όταν φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα
οποία κουνούσε το χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το
χαρτί με πετσέτα, το έπλενε με νερό και αφού στέγνωνε παρέδιδε έτοιμη τη
φωτογραφία.
Χτενάδες:
Χτενάδες ήταν και οι επισκευαστές των χτενιών,
εξαρτημάτων των αργαλειών. Ο κτενάς ή όπως συνηθιζόταν ο χτενάς, όπως και τόσοι
άλλοι κατασκευαστές εξαρτημάτων του αργαλειού, ήταν εποχιακός πωλητής. Αυτοί
συνήθως γύριζαν στα χωριά και τα νησιά για να επισκευάσουν τα χτένια που είχαν
χαλάσει. Είχαν μιά λινατσένια σακούλα κρεμασμένη στην πλάτη. Εκεί μέσα είχαν
τις κλωστές, τα καλαμάκια και όποιο άλλο χειροποίητο αντικείμενο ήταν
εύκολο να μεταφερθεί και να πουληθεί στην γειτονιά. Στο υποτυπώδες εργαστήριό
του, που συνήθως ηταν στην πόλη, κατασκεύαζε καρέλια, ρόκες, ανεμίτσες,
λανάρια, μασούρια, δρούγες, σφονδύλια, μιτάρια, χτένια και άλλα εξαρτήματα
χρήσιμα στη λειτουργία του αργαλειού. Για την κατασκευή ενός χτενιού χρειαζόταν
παπουτσοκλωνά, βελόνες κεντήματος, καλαμάκια για τα δόντια του χτενιού και
μεγάλα καλάμια ή λεπτά σανιδάκια για τις άκρες. Τα χτένια διακρίνονταν από τη
χρήση που θα είχαν μετά. Έτσι οι αποστάσεις μεταξύ των δοντιών, ήσαν πιο
μικρές ή πιο μεγάλες να περνάνε οι κλωστές από το στιμόνι. Οι κλωστές
έπρεπε να ήσαν ισόπαχες για να περάσουν από τα δόντια και να μη λέμε ότι
«έφτασε ο κόμπος στο χτένι». Τούτο γινόταν άμα οι κλωστές είχαν κόμπους. Τότε
με το χτύπημα του χτενιού για πυκνή ύφανση η κλωστή κοβώταν και η υφάντρα είχε
μπελάδες. Άντε να την ξαναδέσεις, να μη φαίνεται το μάτισμα στο ύφασμα, γιατί θα
ήταν ατέλεια και συνεπώς όχι καλής ποιότητας υφαντό. Το χτένι για να δουλέψει
μπαίνει σε ειδική θήκη που κρέμεται από τον οροφή του αργαλειού. Για να μπουν
οι κλωστές του στιμονιού στα χτένια υπήρχαν δύο γυναίκες. Από την μία πλευρά η
μία έβαζε κάποιο μαχαίρι μέσα στα δοντάκια και από την άλλη η άλλη έβαζε την
κλωστή. Με το μαχαίρι η πρώτη περνούσε μέσα στα δόντια τις κλωστές και έτσι δεν
υπήρχε περίπτωση να μείνουν δόντια χωρίς στιμόνια. Αλλα είδη χτενιών ήταν για
πολύ χοντρά ρούχα, όπως ήταν για τις τσόχες που έκαναν τις τσαντήλες για τα
λιοτρίβια. Η τέχνη του χτενά και πιό πολύ η ειδικότητά του, ήταν να κάνει τα
περίφημα πανόχτενα για πανιά που ύφαιναν στους αργαλειούς, ρασσόχτενα για πιο
λεπτά υφάσματα και πολλά άλλα
Ψαθάδες:
Μία παρεμφερής προς την καλαθοπλεκτική παραδοσιακή
τέχνη ήταν η κατασκευή ψαθών. Κυρίως στην Ρόδο και την Κω υπήρχαν τεχνίτες που
κατασκεύαζαν χειροποίητες ψάθες από "βούρλα", που τις χρησιμοποιούσαν
στα καθιστικά δωμάτια, ιδαίτερα στα σπίτια όπου το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Τις
χειροποίητες ψάθες, όπως και τα είδη καλαθοπλεκτικής μπορούσε να τα προμηθευτεί
κανείς στις εμποροπανηγύρεις που συνόδευαν όλα τα μεγάλα τοπικά πανηγύρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου