Στον ανεψιό μου Ορέστη αλλά και σε κάθε νέο και νέα που αποφάσισε να ταξιδέψει μακριά.
Πως άραγε να οδηγηήσω το χέρι μου, ποιές λέξεις μπορούν να αποτυπώσουν και σε ποιό χαρτί, με ποιό μελονόμορφο μελάνι να χαράξω ή να ζωγραφίσω το ταξίδι σου, το μονοπάτι που ακολούθησες αφήνοντας όλους εμάς άναυδους στο μισοσκότεινο σούρουπο της ανοιξιάτικης καταιγίδας.
Ηταν απόγευμα και ένιωσα το είναι μου και το χώμα να ανασκιρτά, κ γή, μούγκρισε, τόση ήταν η οργή και ο θυμός, το ουρλιαχτό που έπνιγαν όλοι, στην πιο ελάσονα κλίμακα σαν έβλεπαν το πλοίο με τον μοναδικό επιβάτη να απομακρύνεται από την αποβάθρα του λιμανιού, μόνο του, ακυβέρνητο, στην φουρτουνιασμένη ποδιά του Αιγαίου.
Εσύ όρθιος στην πλώρη μας κύτταζες σιωπηλός και μας έγνεφες,
Θα γυρίσω, μην κλαίτε, θα γυρίσω.
Ήταν Μάρτης? Απρίλης ? έτσι λένε.
Πως άραγε να οδηγήσω την φωνή μου και σε ποιούς φθόγγους, σε ποιό άηχο μονοπάτι θα πνίξω τον ήχο της θάλασσας που σκεπάζει τον λυγμό της σοροκάδας
Ποιά μουσική ποιά δύναμη θα κουρδίσει τις χορδές για να βγει ρυθμικός θρήνος, όχι αποχαιρετισμού αλλά ξεπροβοδίσματος.
Ποιό νανούρισμα θα σου σιγοτραγουδίσω, όπως εκείνα που σιγοψυθιρίζουν στα μικρά παιδιά για τις θάλασσες, τους ναυτικούς, για τα μεγάλα και μακρινά ταξίδια και τους ωκεανούς που ήθελες πάντα να εξερευνήσεις.
Θα σε περιμένω στο λιμάνι να φανείς, στο αχνό γαλαζωπό φως όταν θα βραδιάζει.
Θα σου πω το τραγούδι της άνοιξης το τραγούδι που τραγουδούσα και θα τραγουδάω για πάντα
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θαναι δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
(Γιάννης Ρίτσος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ)
Ίρις Μαυράκη
Ρόδος 3 Μαίου 2011
Πως άραγε να οδηγηήσω το χέρι μου, ποιές λέξεις μπορούν να αποτυπώσουν και σε ποιό χαρτί, με ποιό μελονόμορφο μελάνι να χαράξω ή να ζωγραφίσω το ταξίδι σου, το μονοπάτι που ακολούθησες αφήνοντας όλους εμάς άναυδους στο μισοσκότεινο σούρουπο της ανοιξιάτικης καταιγίδας.
Ηταν απόγευμα και ένιωσα το είναι μου και το χώμα να ανασκιρτά, κ γή, μούγκρισε, τόση ήταν η οργή και ο θυμός, το ουρλιαχτό που έπνιγαν όλοι, στην πιο ελάσονα κλίμακα σαν έβλεπαν το πλοίο με τον μοναδικό επιβάτη να απομακρύνεται από την αποβάθρα του λιμανιού, μόνο του, ακυβέρνητο, στην φουρτουνιασμένη ποδιά του Αιγαίου.
Εσύ όρθιος στην πλώρη μας κύτταζες σιωπηλός και μας έγνεφες,
Θα γυρίσω, μην κλαίτε, θα γυρίσω.
Ήταν Μάρτης? Απρίλης ? έτσι λένε.
Πως άραγε να οδηγήσω την φωνή μου και σε ποιούς φθόγγους, σε ποιό άηχο μονοπάτι θα πνίξω τον ήχο της θάλασσας που σκεπάζει τον λυγμό της σοροκάδας
Ποιά μουσική ποιά δύναμη θα κουρδίσει τις χορδές για να βγει ρυθμικός θρήνος, όχι αποχαιρετισμού αλλά ξεπροβοδίσματος.
Ποιό νανούρισμα θα σου σιγοτραγουδίσω, όπως εκείνα που σιγοψυθιρίζουν στα μικρά παιδιά για τις θάλασσες, τους ναυτικούς, για τα μεγάλα και μακρινά ταξίδια και τους ωκεανούς που ήθελες πάντα να εξερευνήσεις.
Θα σε περιμένω στο λιμάνι να φανείς, στο αχνό γαλαζωπό φως όταν θα βραδιάζει.
Θα σου πω το τραγούδι της άνοιξης το τραγούδι που τραγουδούσα και θα τραγουδάω για πάντα
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θαναι δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
(Γιάννης Ρίτσος ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ)
Ίρις Μαυράκη
Ρόδος 3 Μαίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου