Η πόλη της Ρόδου ιδρύθηκε το 408 π.Χ. στο βορειότερο άκρο του νησιού και οικοδομήθηκε με βάση ένα άρτιο πολεοδομικό σύστημα, σχεδιασμένο από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο. Την αρχαία πόλη διαδέχθηκε η βυζαντινή, αρκετά πιο περιορισμένη σε μέγεθος και οχυρωμένη ήδη από τον 7ο αιώνα. Η πρώτη αυτή βυζαντινή οχύρωση περιέκλειε μόνο την περιοχή που ονομάστηκε από τους Ιππότες "Κολλάκιο". Στις αρχές του 12ου αιώνα, όμως, το τείχος επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μια έκταση 175.000 τ.μ. σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου. Αυτή την πόλη κατέκτησαν οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη το 1309.
Από το 1309 και για δύο περίπου αιώνες, η Ρόδος αποτέλεσε το διοικητικό και πολιτικό κέντρο του ιπποτικού κράτους, το οποίο περιλάμβανε τα περισσότερα από τα νησιά της Δωδεκανήσου και είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τα εσωτερικά του ζητήματα, τη διαρκή μουσουλμανική απειλή. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν ακόμα και στην πολιορκία του Μωάμεθ του Β' του Πορθητή, το 1480, η οποία κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης.
Ορόσημο για την ιστορία της Ρόδου αποτελεί το έτος 1522, όταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, έπειτα από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το ιπποτικό τάγμα υποχρέωθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους, να εγκαταλείψει την έδρα του και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε ως το 1912 και την ακολούθησε η περίοδος της ιταλικής κατοχής (1912-1948). Μόλις το 1948 ενσωματώθηκε το νησί στο ελληνικό κράτος.
Από το 1309 και για δύο περίπου αιώνες, η Ρόδος αποτέλεσε το διοικητικό και πολιτικό κέντρο του ιπποτικού κράτους, το οποίο περιλάμβανε τα περισσότερα από τα νησιά της Δωδεκανήσου και είχε να αντιμετωπίσει, εκτός από τα εσωτερικά του ζητήματα, τη διαρκή μουσουλμανική απειλή. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν ακόμα και στην πολιορκία του Μωάμεθ του Β' του Πορθητή, το 1480, η οποία κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης.
Ορόσημο για την ιστορία της Ρόδου αποτελεί το έτος 1522, όταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, έπειτα από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το ιπποτικό τάγμα υποχρέωθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους, να εγκαταλείψει την έδρα του και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε ως το 1912 και την ακολούθησε η περίοδος της ιταλικής κατοχής (1912-1948). Μόλις το 1948 ενσωματώθηκε το νησί στο ελληνικό κράτος.
Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου αναπτύχθηκε πάνω σε ένα τμήμα της αντίστοιχης ελληνιστικής, στο βόρειο άκρο του νησιού. Οι γραπτές πηγές αναφέρουν την παρουσία ενός φρουρίου που εξυπηρετούσε την προστασία του πληθυσμού σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, ήδη από τον 7ο αι., κάτι που επιβεβαιώθηκε από την ανασκαφική έρευνα. Η πρωτοβυζαντινή αυτή οχύρωση περιέκλειε αρχικά ένα μόνο μέρος του οικισμού, το οποίο στην περίοδο της Ιπποτοκρατίας ονομάστηκε Κολλάκιο, αλλά στα τέλη του 11ου ή στη διάρκεια του 12ου αι. φαίνεται ότι τροποποιήθηκε για να περιλάβει και τον εκτός τειχών οικισμό. Μετά την έλευση των Ιωαννιτών ιπποτών στο νησί, το 1309, οι οχυρώσεις της πόλης επεκτάθηκαν, η πόλη τετραπλαστιάστηκε σε μέγεθος σε σχέση με τη βυζαντινή και αναπτύχθηκε σε μια ημικυκλική περιοχή έκτασης 800.000 τ.μ. γύρω από το κεντρικό λιμάνι. Η κατασκευή των νέων τειχών προσαρμόστηκε σταδιακά στις απαιτήσεις της εποχής, όπως είχαν διαμορφωθεί μετά τη γενικευμένη χρήση της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων. Οι επισκευές και τροποποιητικές παρεμβάσεις στην ροδιακή οχύρωση στη διάρκεια της Ιπποτοκρατίας αποτελούν σαφείς μαρτυρίες της παραπάνω εξέλιξης. Οι νέες οχυρώσεις όριζαν τρεις γραμμές άμυνας, με τελευταίο το φρουριακό συγκρότημα του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου. Μεταξύ αυτού και του περιμετρικού τείχους υπήρχε μια ενδιάμεση αμυντική γραμμή, ένα τείχος που διαιρούσε την πόλη σε δύο άνισα μέρη. Το βόρειο και μικρότερο τμήμα ονομαζόταν Κολλάκιο και προοριζόταν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των μελών του ιπποτικού τάγματος. Κύριος άξονάς του ήταν η οδός Ιπποτών, η οποία ξεκινούσε από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου και κατέληγε στην εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, ενώ στις δύο πλευρές του υψώνονταν ορισμένα από τα σπουδαιότερα ιπποτικά κτίσματα, ο Άγιος Ιωάννης του Κολλακίου, τα Καταλύματα των Γλωσσών, το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας, το Νοσοκομείο και οι οικίες των αξιωματούχων του τάγματος. Ο υπόλοιπος πληθυσμός κατοικούσε στο Μπούργκο. Την περιοχή αυτή διέσχιζε ο φαρδύς δρόμος της Αγοράς που κατέληγε σε δύο πολύ σημαντικά κτήρια της εποχής, την Παναγία του Μπούργκου και τον Ξενώνα της Αγίας Αικατερίνης.
Φωτο: Αεροφωτογραφία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου (1927)Συντάκτης
Κωνσταντία Κεφαλά, αρχαιολόγος
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=7029
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου