
Για τον Αντώνη Απέργη δεν υπήρχε υλικό ή τεχνική που να μην μπορούσε να τα αξιοποιήσει κατάλληλα και συνδυαστικά, στο μέτρο, στο βαθμό και στις ποιότητες που ήθελε να τα αναδείξει, μέσα από το ιδιαίτερο κλίμα που κάθε φορά ήθελε να δημιουργήσει, τονίζοντας με αισθαντικότητα το ευδιάκριτα προσωπικό ύφος των έργων του. Εμπνεόταν από τη φύση και την υποβόσκουσα οδύνη ή την μυστηριωδώς αέρινη, όσο και φωταυγή μελαγχολία της ανθρώπινης απουσίας. Άλλοτε πάλι εμπνεόταν από ποικίλα ερεθίσματα, εκφράζοντας τα ίχνη, μπορεί και τις υποψίες κάποιας ακαθόριστης ανθρώπινης παρουσίας ή τις πολιτισμικές της αναφορές στο διάβα του χρόνου. Επομένως, η προσοχή του συχνά εστιαζόταν στην «εικονοποίηση» όχι των προκλήσεων, (που αφορμή στοχασμού και ενατένισης του προσέφερε η καθημερινότητα), αλλά των ιδιοτήτων που διαισθανόταν και των φαινομένων που πήγαζαν από συμβολισμούς και αλληγορίες.
Στα έργα του Αντώνη Απέργη ο θεατής έρχεται σε επαφή με τον διάλογο μνημειακότητας και λεπτομέρειας, καθώς αυτός προβάλλεται μέσα από την λειτουργία του εφήμερου, αλλά ταυτοχρόνως και της τυχαίας ή της νομοτελειακής επαναφοράς διαφόρων αρχετύπων. Πρόκειται για όψεις και συμπεριφορές αρχετύπων ή παλαιών θραυσμάτων και καταλοίπων του διαπολιτισμικού μας παρελθόντος, που περιλαμβάνονται στο υποσυνείδητο κι αναφύονται απροσδόκητα μέσα από τις πραγματικότητες που βιώνουμε, όπως αυτές φαντάζουν στα όνειρα, αλλά και στις στιγμές της εγρήγορσης. Αυτές οι «εικονοποιήσεις» στα έργα του Αντώνη Απέργη, παρουσιάζονται μέσα από τα ενδεχόμενα της κυκλοφορίας τους στα παλίμψηστα της μνήμης μας, στην φαντασία και στις πιθανές επιθυμίες μας, στην νοσταλγία και στις νέες κάθε φορά αναπολήσεις μας, γεφυρώνοντας αναπάντεχα την ατομικότητα με την συλλογικότητα.
Η ατμόσφαιρα των έργων του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, ήταν και παραμένει να είναι ανθεκτική στο χρόνο, γιατί είναι υποβλητική, διαποτισμένη με ποιητική ελεγεία, μέσα από την οποία ισορροπεί το λυρικό με το δραματικό στοιχείο, ο ρυθμός και η εκάστοτε υφολογία που επιλέγει ο Αντώνης Απέργης να αποδώσει, καθώς συνομιλεί στην ζωγραφική του ο ρεαλισμός με τον εξπρεσιονισμό, η ευφροσύνη με την χαρμολύπη, ο σουρεαλισμός με την χειρονομιακή αφαίρεση, η μέθη της ζωής με το ζωτικό πλάνεμα του νου, μετατρέποντας κάθε ερωτηματικό που αναφύεται, (μέσα από τα αντικείμενα/σύμβολά του), σε θαυμαστικό. Ό,τι παριστάνεται άλλωστε στα έργα του, από υπόθεση - μπορεί να πει κανείς - ενός σεναρίου, που διαμορφώνει η καθημερινότητα του προφανούς, μεταμορφώνεται σε σκηνικό αποκαθήλωσης της υλικότητας που το δεσμεύει από την οπτασία. Κυρίως, ένα θαυμαστικό είναι εκείνο που κρύβεται, σαν αδιόρατη έκπληξη, στα ύφαλα της γλώσσας των εικαστικών μορφών του Αντώνη Απέργη, μα περισσότερο φωλιάζει στα παραλειπόμενα και στους ψιθύρους της. Εκείνους, που υποθάλπουν την απορία και το αίνιγμα, σε ό,τι εμπεριέχει το τραύμα και το θαύμα της κάθε υπέρβασης.
Αθηνά Σχινά
Ιστορικός της Τέχνης & της Θεωρίας του Πολιτισμού
Πρόεδρος της Κ.E του Μουσείου ΝεοελληνικήςΤέχνης
του Δήμου Ρόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου