Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία: αρχ. Βλέπε: βλ.
Τουρκικά: τουρκ. Δηλαδή: δηλ.
Λατινικά: λατ. Παράβαλλε: πρβλ.
Ιταλικά: ιταλ. Λεξικό: λεξ.
Αραβικά: αραβ. Σελίδα: σελ.
Βυζαντινά: βυζαν. Πρόθεμα: προθ.
Σλαβικά: σλαβ. Ετυμολογία: ετυμολ.
Βενετικά: βενετ. Μεταφορικά: μεταφ.
Αγγλικά: αγγλ.
Ρουμάνικα: ρουμ.
Γαλλικά: γαλλ.
Ξ (ξι):
ξαμώννω
|
συγκρίνω με κάτι άλλο
|
Μετρώ, ή
εκτείνω απειλητικά το χέρι!
Λατ.: examino = σταθμίζω.
|
ξανάπιταχά
|
πάλι ξανά
|
Φτου κι απ’ την
αρχή, ξανά+επί+τάχα.
|
ξαννώ
|
κοιτάζω
κάποιον,
βλέπω κάποιον,
ερευνώ
|
Ψάχνω, κοιτάζω,
ασχολούμαι π.χ. ξανεί
τα ζά του!
Αελκιές ξανεί (ξανοίγω).
|
ξεγκαθθίζομαι
|
πονώ πολύ τη
πλάτη, τη σπονδυλική μου στήλη
|
Λόγω κόπωσης
της σπονδυλικής στήλης.
Η άγκαθα =
σπονδυλική στήλη.
|
ξεκάμμα
|
άνοιξε τα μάτια σου
|
Αρχ.: εκ-καμμύω.
|
ξεκεφάλισε
|
πονοκέφαλος από δυνατό
θόρυβο
|
Εκ-κεφαλίζω =
κόβω το κεφάλι.
Πονοκεφαλιάζω.
|
ξεκοιτώ
|
βγαίνω έξω
|
Βγαίνω έξω από
την κοίτη. Ξυπνώ.
|
ξεκούτλα
|
ξύπνα, πάψε να
κουτουλάς, να νυστάζεις
|
Μην κουτουλάς,
μην κινείς το κεφάλι
για ύπνο!
Κουτουλά = τούρθε ύπνος.
Από τα
κούτουλα/κέρατα των ζώων, που κινούνται προς επίθεση, ή άμυνα.
|
ξελάγγουρο
|
όψιμο αγγούρι
|
Κάθε όψιμο, που
τρώγεται σαν σκληρό, άγουρο αγγούρι! Ξυλάγγουρο.
|
ξελεμματικό
|
έρημο (βρισιά), κτήμα, χωρίς
νοικοκύρη
|
Μάζεψε τα
ξελεμματικά σου (τα πόδια σου). Εξαλειμματικαί γαίαι στο Βυζάντιο ήταν τα
εγκαταλειμμένα κτήματα των απόντων στο εξωτερικό.
|
ξεμισκιλντί
|
απόσπαση
βλαστού για φύτεμα
|
Απόσπαση
βλαστού κατάλληλου για φύτεμα, ίσως από το «ξεμασχαλίζω». Αφαίρεση παραφυάδας
από τα κάτω
ριζίδια. Ή
κρύπτεται η ρίζα «σκέλος»
ή μίσχος.
|
ξεμπροστιάζω
|
βγάζω τα άπλυτα
στη φόρα
|
Εκθέτω,
αποκαλύπτω, κάνω κάτι
γνωστό,
εκ-μπροστιάζω (έμπροσθεν - εμπροσθιάζω).
|
ξεντώννω
|
ανοίγω, τεντώνω
|
Ανοίγω το
σύρμα, εκτείνω, λατ.: tendo
= τεντώνω
(πρβλ.: tenta) και τείνω.
|
ξεπετραΐζω
|
ψάξε να βρεις
άκρη (μεταφ.)
|
Καθαρίζω το
χωράφι από πέτρες, επιδιώκω να βρω άκρη, εκεί που είναι δύσκολο.
|
ξεπέχχυμος
|
με πολλή όρεξη
|
Με πολλή
επιθυμία. Ήρθε ξεπέχχυμος να χορέψει. Αλλά και αντίθετα, όποιος δεν επιθυμεί
πια. Λέξη
δίσημη.
|
ξεπόμπεμα
|
ρεζίλεμα, πομπή
|
Διασυρμός,
εκπομπεύω - διαπομπεύω, ντροπιάζω. Στη βυζαντινή εποχή διαπόμπευαν πάνω σε γάιδαρο.
|
ξεποσκελτά
|
πηδά από πάνω
|
Περνά με τα
σκέλη πάνω από κάποιον.
Διασκελίζει.
|
ξεπουγγίζω
|
βγάζω από την
τσέπη χρήματα
|
βγάζω από το
πουγγί. Πούγγα = το βαλάντιο, το πορτοφόλι, λατ.: punga.
|
ξερκιώνω
|
χασομερώ, κάνω
κάποιον να χάσει τον χρόνο του
|
Εξ-οριώνω,
βγάζω κάποιον έξω από τα
όρια του χρόνου
της δουλειάς του ή έξω του έργου του.
|
ξερνοκοπά
|
κάνει συνέχεια εμετό
|
Από το: εξερώ -
εξερνώ ή από το εξερεύγω (ρέουμαι το φαγητό = θέλω να το βγάλω).
|
ξεροτράχαλο
|
τοίχος με άγρια επιφάνεια
|
Ξηρός+τροχαλός
= ξερή - στρογγυλή
πέτρα.
|
ξεροχαμνίζο-μαι
|
χασμουριέμαι
|
Από το:
ξηρο-χασμώμαι (χαίνω).
|
ξεροχύμιση
|
θόρυβος, οχλαγωγία (μεταφ.)
|
Θόρυβος από το
τηγάνισμα κρεμμυδιού
με λάδι. Ηχοποιημένη
λέξη.
|
ξεσκάλτω
|
σκαλίζω
|
Ξεσκαλίζω, από
δω και ο σκάλαθρος,
αρχ.:
σκαλαθύρω, ή σκάλλω.
|
ξεσπιούμαι
|
τρομάζω
|
Εξ-ιππάζομαι =
πέφτω από το άλογο.
|
ξεσυνοβγκάλ-ντω
|
ξεσηκώνω,
παρασύρω κάποιον
|
Παρασύρω
κάποιον, ρήμα: βγάζω.
|
ξετραχηλισμέ-νο
|
φθαρμένο ρούχο
|
Ασυνάρτητο.
Εκ+τράχηλος: εκτραχηλίζομαι. Βλ.: εκτραχηλισμός.
|
ξετσινά
|
φυτρώνει μάτι
|
Σκάει το μάτι
του φυτού. τσινώ = κλοτσώ, κτυπώ. Μεταφ. το φυτό ξετσινά = πέταξε, κλότσησε
προς τα έξω ένα μάτι. Τσινώ = θυμώνω. Ετσίνησε = θύμωσε, δηλ. κλότσησε (βλ.: τινάζω).
|
ξεφτερουχά
|
φτερουγίζει
|
Εκ-πετώ, πτερόν
- φτερό.
|
ξεχαρβαλτω-μένος
|
διαλυμένος
|
Χάρβαλον -
χάλαβρον, αρχ.: χαλαρός
(βλ.:
χαλατός!).
|
ξεχύρισμα
|
καθαρίζω το σιτάρι
|
Αλώνισμα,
καθαρίζω το σιτάρι από τα άχυρα. Ρήμα: ξεχυρίζω.
|
ξηολώ
|
σκαλίζω και
καθαρίζω
|
Ξεολώ το
πηγάδι. Ίσως από το: εξοβελώ -εξ-οβελίζω, βγάζω κάτι από κάπου, το βαθαίνω.
|
ξήφτει
|
καίει πολύ
|
Από το: εξάπτω
- ανάβω - έξαψη.
|
ξί
|
ξύδι
|
Το ξύδι - ξύι -
ξι!
|
ξίκικο
|
λειψό
|
Ελλιποβαρές,
από το: τουρκ. eksik.
|
ξιντός
|
αιχμηρός
|
Οξύνω, οξυντός.
|
ξόμπλι
|
δείγμα
|
Λατ.: exemplum = παράδειγμα,
αντίγραφο.
|
ξοσύρνω
|
μένω πίσω
|
Καθυστερώ,
έξω-σύρω, κινούμαι έξω
από τα όρια του
σωστού.
|
ξυλιάζω
|
παγώνω απ’ το
κρύο, γίνομαι ξύλο!
|
Ξύλο - ξέω - ξυλιάζω.
|
O (όμικρον):
ογκιές
|
πλευρές
|
Οσφύες,
οσφυικοί σπόνδυλοι. «εκάτσαν
οι ογκιές μου»!
(Οσφυαλγία).
|
ολίστου
|
αλίμονο του
|
Από το: «χολή
στον ... που αδιαφορεί».
Ολή = χολή =
πίκρα (ολή στον δέρνουν…).
|
ολκιά
|
λίγο
|
Για λίγο, ολιγάκι.
|
ολόγιοτος
|
πολύ λερωμένος
|
Όλος λερωμένος,
πέρα-πέρα όλο+γιώνω. Ρήμα βυζαντινής εποχής: ιόω - ιώ - γιώνω.
|
ολόλαος
|
λερωμένος
|
Ολόλαδος,
γεμάτος λάδια.
|
ολοσύχριστος
|
πολύ λερωμένος
|
Χρισμένος με
βρομιές (όλος+συν+χρίω).
|
ολούρμου
|
στα καλά καθούμενα
|
Τουρκ. λέξη.
|
ορμαντζής
|
δασοφύλακας
|
Προφανώς από το:
τουρκ. ormen = ορμάνι = δάσος.
|
όστα
|
ώσπου
|
Έως τα = ώστα
... νάρτεις, έφυγε!
|
οττούρ-μπακαλούμ
|
κάτσε να δούμε
έλα, κάθισε!
|
Έλα, κάθισε!
Τουρκ. έκφραση.
|
ούκκιου
|
έξω, έξω
|
Επιφώνημα για
εκδίωξη χοίρου.
|
ούλτοι
|
όλοι
|
Αρχ.: ούλοι!
|
ούρτιμος
|
τελευταίος σε παιχνίδι
|
Λατ.: ultimus = τελευταίος.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου