Αλλαγή πλεύσης του Ιστολογίου “ΡΟΔΟΣυλλέκτης”

Το Ιστολόγιο του ΡΟΔΟΣυλλέκτη, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τον τόπο τους… εδώ είναι λοιπόν και περιμένει τα δελτία για τις εκδηλώσεις και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων αλλά και ότι αφορά τον τόπο μας – ακόμα και την πολιτική… Το Email μας είναι: r.telxinas@yahoo.gr

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Λέξεις: Φανενή φωνητική-γλωσσική παράδοση (Μ μι) Μέρος 9ο


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα. 
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς. 
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.


Βραχυγραφίες/Επεξηγήσεις:
Αρχαία:                    αρχ.                                          Βλέπε:              βλ.
Τουρκικά:                 τουρκ.                                       Δηλαδή:            δηλ.
Λατινικά:                   λατ.                                           Παράβαλλε:        πρβλ.
Ιταλικά:                     ιταλ.                                          Λεξικό:  λεξ.
Αραβικά:                   αραβ.                                        Σελίδα:  σελ.
Βυζαντινά:                 βυζαν.                                       Πρόθεμα:           προθ.
Σλαβικά:                    σλαβ.                                       Ετυμολογία:       ετυμολ.
Βενετικά:                   βενετ.                                       Μεταφορικά:      μεταφ.
Αγγλικά:                    αγγλ.
Ρουμάνικα:                ρουμ.
Γαλλικά:                    γαλλ.

Μ  (μι):

μαγγάλι
θράκα, μαγκάλι
Τουρκ.: mangal.
μαγιασίλι
έκζεμα, αλλά και μιλά πάρα πολύ, δεν σταματά (μεταφ.)
Σκάσιμο χειλιών, λογοκοπία από τη τουρκ. λέξη: mayasil = αιμορροΐδες.
μαγνιαντίζω
μονότονη, κοπιώδη
Μανία, μανιατίζω, μαίνομαι.
μαδκιά
χρήματα
Μαϊδιά, αραβ.: maya = μισθός ή meiddim
= νόμισμα μικρής αξίας.
μαΐζω
μαδώ
Μαδώ τα φτερά του πτηνού, αρχ.: μαδώ, ξερριζώνω τρίχες, μαδίζω.
μαϊμούνι
μικρή μαϊμού
Μαϊμούδι, τουρκ.: maymum, αρχ.: μιμώ.
μαϊντέρνω
υποχωρώ, ηρεμώ
Μaina = υποστέλλω, καταβάλλω, βενετ. λέξη (ο καιρός εμαΐναρε).
μακιούνι
κοπανισμένο ή και ψημένο σουσάμι με ζάχαρη
Μάλλον τουρκ. λέξη.
μακκαράς
τροχαλία
Τουρκ.: makara.
μακκέλτα
πόρτα του περιβολιού
Πόρτα υπαίθριου περικλεισμένου χώρου, μακέλια = χώρος σφαγείου. Μακελλειό -μακελλάρης, αρχ.: μάκελλον = σφαγείο.
μακροτοίχι
ο μακρύτερος
τοίχος, κρεμούσαν και πιάτα
Απέναντι από την είσοδο του μονόχωρου χωριάτικου σπιτιού, όπου ήταν και το προσκυνητάρι.
μαλαγάνα
καταφερτζής
-
μαλαή
ανακατεμένα
Μάλαγμα, μαλαγή – μαλάσσω, αμάλγαμα.
μαλακκιούκκια
διάφορα μικροπράγματα
Όργανα αργαλειού, εξαρτήματα, μιτάρια.
μαλκιά-τσουλκιά
μαλλιοτραβήγματα
Τσουλί από το ιταλ.: ciulla = μικρό κοριτσάκι, fanciulla.
μαλλωμένος
τσακωμένος
Ομαλώνω - ομαλύνω: με αντίθετη σημασία, ειρωνικά.
μαλτάς
μυστρί
Το μυστρί σοβατίσματος, μαλλάς, τουρκ.: mala.
μαλτούππα
κουβάρι μαλλιών,
φούχτα μαλλιών
Βώλος από μαλλί, μαλλί+τούπα-ούπα, μεγεθύνει τη λέξη, το: ούππα.
μαμμαλώ
περπάτημα νηπίων,
περπάτημα με τα γόνατα των προσκυνητών
Μπουσουλώ με τα τέσσερα, ιταλ.: mommolo = βρέφος. «το παιΐ μαμμαλεί!».
μαμμούι
αυτός που ψάχνει πολύ
Μαμούδι = μικρό ζωύφιο των ξηρών καρπών.
μαμμουλώ
μασώ τροφή χωρίς δόντια
Κίνηση και θόρυβος στο μάσημα.
Συνήθως στους γέροντες.
μανά !!!
πω-πω !!!
Μανάα!!! Μάνα μου ….
μανέλγκιαζε
μετρά με μανέλλα το βάρος
Μανέλλα, ξύλινος κορμός για το ζύγισμα
με το καντάρι. Μανελλιάζω = ζυγίζω.
μανιζέβελτος
πολύ γρήγορος
Ετυμολ.: ίσως από το: mani-mani+σβέλτος.
μανιζέρνου
κάνε γρήγορα, κουνήσου.
Ετοιμάζου, από το: mani-mani = χέρι με χέρι να γίνει γρήγορα.
μάνι-μάνι
γρήγορα-γρήγορα
Μani-mani = χέρι-χέρι.
μαννάρι
τσεκούρι, πέλεκυς
Πέλεκυς μεσαιωνικά: μαννάρα, παλιό αμφίστομο ξίφος.
μάντα
παιδικό παιχνίδι
Ράβδος παιχνιδιού, ίσως και… το μάνταλο.
μαντάλι
χώρος/χωράφι φραγμένο
Χώρος φραγμένος για καλλιέργεια.
Η φραγή γινόταν προφανώς με μάνταλο.
μάνταλο
παλιά κλειδαριά πόρτας
Αρχ.: μάνδαλος, μανταλώνω. Μανταλωμένος = κλειστός. «Ακόμα δεν
το εύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις» (κάλαντα), και μανδαλάκι των ρούχων!
μάντεμα
μαντεία, ή από πού κι’ ώς πού το ξέρεις
Από το μαντεύω, μάντευμα.
μάντεμα
εικασία
Μαντεύω - μάντης, μάντευμα.
μαντέρα
πάνινο παραβάν
Ύφασμα-παραβάν, κυρίως του αποκρέβατου. Μantellum = κάλυμμα, μανδύας, μαντίλι.
μαξούλι, μαξούλκια
σοδειά,  αγροτικά εισοδήματα
Μαξούλι = αραβ.: mahsul.
μαξούς
επίτηδες
Τουρκ.: mahsus = ο ειδικός.
μάππα
μπάλα

Mάπα = λάχανο, λόγω του σχήματός
του μοιάζει με μπάλα. Είναι όμως και
η σφουγγαρίστρα.
μαρκούτσο
σωλήνας
Τουρκ.: marpuc.
μαρμάγκα
είδος αράχνης, αλλά και μεταφορικά το σκοτάδι, ο θάνατος
Δηλητηριώδης αράχνη (πανελλήνια λέξη).
μαρτολού-λτουα
λουλούδια του Μάρτη
Τα χαμομήλια.
μάσκιε
μάσα το φαγητό
Μάσιε, ρήμα: μασώ, η μάσα = φαγητό.
μαστίχα
τσίχλα, αλλά και οινοπνευματώδες ποτό με μαστίχι
Σχήμα κατά συνεκδοχή: το μέρος
αντί τού όλου, ή ύλη αντί του κατασκευαζόμενου.
ματσόαλο
μάτσι με γάλα
Είδος χειροποίητου μακαρονιού με γάλα.
μαχιά
τσιμπίδα για τα κάρβουνα
Αρχ.: πυράγρα, μεσαιωνικά: μασσία,
γαλλ.: masse, κοινά: μασιά.
μάχιαλτα
μπράβο εις ανώτερα
Τουρκ. λέξη.
μαχίζομαι
σιχαίνομαι, μισώ
Μάχομαι, μαχίζομαι, μάχη.
μάχλα,
μάχλας
κομμάτι ψωμιού, αλλά και ο βλάκας
Ο βλάκας, αυτός που είναι μόνο για
ψωμί, αρχ.: μάχλος = ακόλαστος.
μαχχενός
ξέρεις μαθές …
Είσαι γνώστης (υποχωρητικός τύπος,
αντί μαθενός!).
μεϊτάνι
αλάνα
Τουρκ. λέξη.
μέκκια
καταφερτζής
Πολυμήχανος, μηχανεύεται, ίσως από
το machine = μηχανή.
μελακκόνια
σωθικά
Τα εσωτερικά όργανα. Εντόσθια.
μελεκκούνι
παστέλι
Μέλι+κουνί.
μελεούνια
πολλές χιλιάδες, εκατομμύρια
Μιλεούνια, ιταλ.: millione, «ο κόσμος
εκεί ήταν μελεούνια».
μελιχύννενα
«χάνει μελάνι»,
απρόσεκτη γυναίκα
Κοροϊδευτική λέξη,  χύνει το μέλι ή
το μελάνι;
μέλτει
με νοιάζει
Ενδιαφέρει, μέλει με. Αρχ.: μέλει μοι.
μερέβικα
με μαστοριά, με τέχνη
Με έξυπνο τρόπο (ξένη λέξη).
μερικωνών
μερικών
Μερικών+ών όπως αυτωνωνών, κεινωνών (προστίθεται ένα –ων), π.χ.: εκείνη-νής.
μέριμου
τάχα μου, άραγε λοιπόν
«Μέρι μου… έλειπες! … άρα έλειπες!», τουρκ. λέξη;
μεσάλτι
πατσαβούρα
Μεσάλι, λατ.: mensalium, mensa = τράπεζα. Ύφασμα καθαριότητας
του τραπεζιού.
μεσοφούστανο
μεσοφόρι
Ιταλ.: fustagno = φόρεμα.
μεταγέννω
δένω αλλού το ζώο
Μεταδένω.
μεταπάτα
πάτησε πιο πέρα
Μετα-πατώ.
μετερίζι
πόστο
Πόστο υπήνεμο τουρκ.: meteriz = οχύρωμα.
μετόχι
αγρός
Αγρός που καλλιεργείται εναλλάξ με αγρανάπαυση. Κομμάτι που κατέχουμε
ένα μέρος του (μετέχω).
μιαρό
σαμιαμίδι
Μιαρό = σιχαμερό, ερπετό.
μιλητούρα
πολλά λόγια
Ομιλητής, ομιλητούρα (τύπος γραμματικής υποχωρητικός).
μιλτέττι
ράτσα, φάρα
Το σόι, η φυλή, τουρκ.: millet.
μιξασιά
δέντρο που κάνει το μιξάσι
Αρχ.: ιξός - ιξασιά - ιξιά.
μισισμένος
αντιπαθής, μισητός
Μισώ.
μισμίζης
αυτός που ψάχνεται πολύ
Ψάχνεται και αντιδρά, ίσως από το
μη-μη, ως άρνηση μιας κίνησης.
μισόκαλτος
μισοαρρωστημέ-νος
Μισός+καλός, μισοϋγιής.
μισοκούτρου-λτα
τα έκανε όπως - όπως, άσκεφτα
Όχι ολοκληρωμένα (ανόητα), βλ.: όσα κατεβάζει η κούτρα σου.
μίχχι
όταν κάτι μυρίζει ωραία
Επιφώνημα οσφρητικής απόλαυσης.
Αααχχ, στο μύρισμα λουλουδιού. Ηχοποίητη λέξη.
μμόνι-μμόνι
ίσα-ίσα που κρατά,
αλλά και: λίγο-λίγο
Ρίζα: μόνος, «μόνο-μόνο να του
μιλήσεις θυμώνει».
μολέρνω
αφήνω
Μολώ, ιταλ.: molare.
μολολόι ή μονολάι
όλα μαζί
Ίσως από το μονο - λάλημα = με μια κουβέντα, συγκεντρωτικά (μονολογώντας).
μοναχοφάς
Τα θέλει όλα δικά του
Εγωιστής,  μόνος+φαγητό.
μονή/μονές
κουβέρτα, σκεπάσματα
Φέρε τη μονή: δηλ. την κουβέρτα για
ένα άτομο. Μονή είναι και το μοναστήρι (μένω!).
μονήμερος
είδος φιδιού
Πολύ μικρό και επικίνδυνο φίδι.
μόνια-μόναχη
ολομόναχη
Κατάμονη (μόνη - μονάχη).
μονοβρόντι-στος
απότομος
Με μια μοναδική κίνηση… έφυγε!
Μόνος+βροντώ - βροντίζω: μόνος
μου κάνω ξαφνική κίνηση φυγής!
μονόστατος
ανυπόμονος, επίμονος
Περιμένει επίμονα. Μονή+στάση.
μορκιά, ομορφκιά
ομορφιά
Ευ-μορφία.
μόσκλα (τα)
μούσμουλα
Μέσπιλα, αρχ.: μέσπιλον. Μόσκλα λένε
και τους μυς, τα μαλακά μέρη.
μόσμα
αδυναμία, προσήλωση
Όμνυμι - ομώνω - όμο-(σμα), Φράση: «έδωκε μόσμα» = ορκίστηκε.
μούζη, μούτζα
καπνιά, αλλά και απρεπής χειρονομία
Καπνιά τσουκαλιού, φούρνου.
Μουτζούρα-μούτζα-μαυρίλα. Ρίζα: μουντός - μυντός, αρχ.: μυνδός,
μούτζα = απρεπής χειρονομία.
μουίζω
μυρίζω το φαΐ σαν  χοίρος
Μιμούμαι τον χοίρο, ηχοποιημένη λέξη, μου - μου - μου…
μούλτα-μούλτα
πάω σκυφτά, κρυφά
Μούλα-μούλα, αρχ.: μυλλός = εμπαικτικός.
μούνουρα
μούρα
Αντί: μούρουνα. Αναγραμματισμός. Καρπός της μορέας, της μουριάς.
μουνουχάρι
ευνουχισμένο ζώο
Ευνούχος - ευνουχάρι - μουνουχάρι, είναι και είδος μεγάλου καράβολα των συκιών.
μουντέρνω
ορμώ
Επιτίθεμαι, ιταλ.: montare, «εμούνταρε πάνω μου».
μουρέρνω
πέφτω με τα μούτρα, ορμώ με τη μούρη
Ορμώ με τη μούρη γενοβέζικη λέξη:
muro.
μούρκα
κατακάθι λαδιού
Μούργα, λατ.: murca = αμόργη = κατακάθι.
μους-μους
φωνάζω τη γάτα
Κάλεσμα, προσκλητήριο στη γάτα.
μουστουρής
πελάτης, επισκέπτης
«ήρτε ο μουστουρής …» τουρκ.: musteri.
μουτεμένος
μουγκός αλλά και άκεφος
Λατ.: mutus = άφωνος, άλαλος, αλλά και μισοάρρωστος.
μουχούρτα
πιατέλα, πολλή ποσότητα φαγητού
Βαθύ πιάτο, τουρκ. λέξη.
μπάης
στοιχειό …
Μπαμπούλας. Εκφοβισμός μικρών παιδιών. Μάλλον ηχοποίητη λέξη: μπα…
μπαϊράκι
σημαία
Τουρκ.: bayrak
μπακκαλκιέρος
βακαλάος
Μπακαλιάρος, ιταλ.: baccalaro.
μπακοτίλια (ς)
μεταφ.: άχρηστος, αδιαφόρετος,
Ίσως λατ.: baculum = μπαστούνι,
βακτηρία, αρχ.: βάκτρον.
μπάλκια-μπούλκιου
άλλα αντί άλλων
Ανοησίες, μπάλιος = ασπροκέφαλο πρόβατο.
μπαλούρτιμος
εντελώς τελευταίος
Λατ.: ultimus = τελευταίος.
μπαλτούκκι
παλούκι
Πάσσαλος, λατ.: paluceus, παλουκώνω.
μπανίζω
κρυφοκοιτάζω
Παρακολουθώ κρυφά λουόμενες γυναίκες (πανελλήνια λέξη).
μπανίνο
ψωμάκι με τυρί
Ιταλ.: panino.
μπεκιάρης
άγαμος, μόνος
Τουρκ.: bekar.
μπέλντα
σφενδόνα
Λατ.: bello = πολεμώ.
μπελονιάζω
περνώ την κλωστή στη βελόνα
Βελονιάζω, προφορά του -β- ως -μπ-.
μπελτί
φαίνεται
Πιθανόν τουρκ. λέξη. Βλ.: πελτί.
μπελτώνω
στήνω ξόβεργα
Στήνω πόλεμο, λατ.: bellum = πόλεμος, «μπελλώνω». Μπέλτα - σφενδόνα.
μπερναλκία (τα)
είδος δένδρου/ θάμνου
Οι αμπερνοί, (αρσενικά) δέντρα, ο περνός.
μπήω
μπήγω, μπήω τη φωνή, μεγάλος μπήχτης
Αρχ.: πηγνύω - εμπήγνυμι.
μπινιάς
πολύ σκληρό χώμα
Ό,τι σκληρό και ανθεκτικό. Ίσως ο επίμονος. Τουρκ.: binis, (βλ.: περιοχή
Μπίνι στις Φάνες).
μπιχουργκιάζω
στριμώχνω
Ίσως από το: πιθουριάζω = στοιβάζω
στο πιθάρι, πιττακώνω. Στις Φάνες:
πιθάρι = πιχάρι!
μπλάζω
ρίχνω το νερό, το υγρό παντού
«Έμπλασε το νερό στο χωράφι!» αρχ.: εμπλάσσω. Βιώνω μια κακή λειτουργία, χύνομαι σαν το νερό.
μπλούμπου
πέσιμο, έπεσε κάτω
Ηχοποίητη λέξη από τη πτώση στο νερό.
μποδοσίμι (πο)
δώρο
Από το αποδόσιμος = αυτός που μπορεί
να δοθεί = το ποδοσίμι.
μπόι
ανάστημα
Τουρκ.: boy, αλλά και μικρό μπόι
(μποάκι) = μισή φούστα.
μποναμάς
καλό δώρο
Λατ.: bona-manus = καλό χέρι (ευ+μάρη).
μπονοφαλιά
συννεφιά (σύννεφα, νέφαλα)
Τις μέρες συννεφιάς, έχουμε άσχημη διάθεση και πονοκέφαλο, (μ)πονο+νέφαλο;
μπόρκα
χωρίστρα μαλλιών
Ξένη λέξη.
μπορνοφύες
τα πρώιμα σύκα
Πρωιμο+φυείς καρποί. Προ-ολοθίες
(προ-άλοθας).
μπουλουστρίνα
πρωτοχρονιάτικο δώρο
Λατ.: bonae strenaestrena = δώρο Πρωτοχρονιάς.
μπουράκιο
παγούρι
Ιταλ. λέξη από την ιταλ. κατοχή.
μπουργκιανή
αμοργιανό σταφύλι
Αμοργιανή στάφυλος, ερχόμενη από
την Αμοργό.
μπουρνέλλα
κορόμηλο
-
μπούρτα
πολύ μεγάλος σάκος, συνήθως για άχυρο
Αλλά και ως έννοια βλακείας, ανοησίας. Γαλλ.: bourde = ανοησία, μπούρδα!
μπράτη
πράγματα
Πράγματα προς μεταφορά = μπράτη
(όπως τα δένδρα - τα δένδρη!).
μπρία
πλημμυρισμένο χωράφι
Εμπρύω-εμβρύω, αρχ.:  βρύω και
βλύω, αναβλύζω.
μπροέλτω
βγάζω το κεφάλι
να δω
Προβάλλω το κεφάλι προς τα έξω.
Πρόαλε αντί πρόβαλε.
μπροκάμνω
προλαβαίνω
Εμπρός+κάμνω. Κάμνω = φροντίζω -κουράζομαι εκ των προτέρων.
μπροκκώνω
βάζω λόγια
Μπουκώνομαι, μεσαιωνικά εμβουκώνω, μπουκώνω, μπούκα = στόμα.
μπρος-αλκιώς
διαφορετικά
Ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς. Εμπρός
(να πάω) ή αλλιώς (να πράξω).
μπυρίζουμαι
καίγομαι
Εν+πυρά, πυρ - πυρά - πυρίζουμαι, εμπυρίζουμαι.
μύλτα
χοιρινό λίπος
Μύλλα, χοιρόμυλλα που αλείφεται, στο ψωμί. Χοίρου+άμυλο.
μυρμιάγκιχτος
μυγιάγκιχτος
Δεν ανέχεται ούτε μυρμήγκι πάνω του, αντιδρά αμέσως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 1ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 2ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 3ο μέρος.

Η Ρόδος επί Ιταλοκρατίας 1920 – 1940

Εγω σωπαίνω....Φτύνω!!!

Μου μιλούν για δικαιοσύνη....οι δικαστές, Μου μιλούν για ηθική...οι αγύρτες, Μου μιλούν για ζωή...οι δολοφόνοι, Μου μιλούν για όνειρα...οι έμποροι, Μου μιλούν για ισότητα...τα αφεντικά, Μου μιλούν για φαντασία...οι υπάλληλοι, Μου μιλούν για ανθρωπιά...οι στρατοκράτες, Εγω σωπάινω....Φτύνω.


ΡΟΔΟΣυλλέκτης: e-mail r.telxinas@yahoo.gr
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στον ΝΕΟ ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://rouvim.blogspot.com

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: http://rouvim.blogspot.com/
ΚΡΗΤΗΝΙΑ: http://www.kritinia.gr/
ΙΣΤΡΙΟΣ: http://istrio.blogspot.com/
ΣΟΡΩΝΗ: http://www.ampernalli.gr/
Dj news: http://fanenos.blogspot.com/
ΠΑΛΜΟΣ: http://www.palmos-fm.gr/
ΕΚΟΦΙΛΜ: http://www.ecofilms.gr/
ΡΑΔΙΟ1: http://www.radio1.gr/
http://www.ksipnistere.blogspot.com/
ΣΦΕΝΤΟΝΑ: http://gipas.blogspot.com/
ΡΟΔΟΣυλλέκτης: http://www.rodosillektis.com/
Η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ρόδου: http://opsrodou.gr/
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: http://www.hamogelo.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ: http://rodosillektis.blogspot.gr/
Ιστοσελίδα του ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://www.rodosillektis.com/
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: http://www.pnai.gov.gr
ΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥ: http://www.rodos.gr/el/

Αρχειοθήκη ιστολογίου