Όπως μας λέει ο φιλόλογος ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΑΡΑΣ
«Η ιστορία της λέξης ΗΛΙΟΣ σε σχέση με τη Ρόδο μας;
Στη Ρόδο ο ήλιος λατρεύτηκε ως θεός, ως Άλιος (άλς=η
θάλασσα) και προς τιμήν του τελούνταν μεγάλη γιορτή, τα Αλίεια.
Αρχικά λοιπόν ονομαζόταν άλιος αστήρ ,δηλαδή το ουράνιο
σώμα που αναδύεται από τη θάλασσα. Όταν αποβλήθηκε ως αυτονόητο το αστήρ,
παρέμεινε σκέτο το άλιος που εξελίχθηκε στο γνωστό μας ήλιος.
_____________
Η Ρόδος είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού και του νομού Δωδεκανήσου. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του γεωγραφικού διαμερίσματος. Η Ρόδος έχει πλούσια ιστορία από τα αρχαία ακόμα χρόνια και είναι παγκόσμια γνωστή για τα αξιοθέατά της με σημαντικότερο τη μεσαιωνική πόλη. Η Ρόδος σήμερα έχει μία συναρπαστική ιστορία, συνδεδεμένη άμεσα με την ελληνική αρχαιότητα.
Η πόλη της Ρόδου βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Ο δήμος είναι ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό στο νησί αλλά ο μικρότερος σε έκταση. Η έκτασή του ανέρχεται σε 19,481 τ.χλμ, ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού είναι περίπου 3.000 κάτοικοι ανά τ.χλμ. Νοτιοανατολικά συνορεύει με το δήμο Καλλιθέας και νοτιοδυτικά με το δήμο Ιαλυσού. Απέναντι σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα παράλια της Τουρκίας.
Το νησί της Ρόδου βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, ανάμεσα στο Αιγαίο πέλαγος και των ακτών της Μέσης Ανατολής, όπως είναι η Κύπρος και η Αίγυπτος. Ως σημείο συνάντησης τριών
πολιτισμών, η Ρόδος έχει γνωρίσει πολλούς πολιτισμούς.
Μέσω της μακραίωνης ιστορίας της, όλοι οι διαφορετικοί λαοί που κατοίκησαν στη Ρόδο έχουν αφήσει το σημάδι τους σε όλες τις πλευρές του πολιτισμού του νησιού: στην τέχνη, τη γλώσσα, την αρχιτεκτονική. Η στρατηγική του θέση απέφερε στο νησί μεγάλο πλούτο και κατέστησε την πόλη της Ρόδου μια από τις εξέχουσες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
Η Ρόδος είναι το μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου. Η πρωτεύουσα του νησιού βρίσκεται στο βόρειο άκρο του και αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού έχοντας στο κέντρο της την Μεσαιωνική Πόλη. Το 1988, η Μεσαιωνική Πόλη αναγνωρίστηκε ως Πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Μεσαιωνική Πόλη είναι μείγμα διαφορετικών αρχιτεκτονικών από διάφορες ιστορικές περιόδους με δεσπόζουσα την περίοδο της παραμονής στο νησί του τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, καθώς και αυτής των Οθωμανών. Σήμερα, αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης πόλης, όπου αναπτύσσονται εμπορικές, τουριστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, ενώ περιλαμβάνει και κατοικήσιμες περιοχές.
Το νησί κατοικήθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4000 π.Χ.). Το 408 π.Χ. οι τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, Ιαλυσός, Κάμιρος και Λίνδος ίδρυσαν την πόλη της Ρόδου. Οι τρεις αιώνες που ακολούθησαν αποτέλεσαν τη «χρυσή περίοδο» της Ρόδου. Το θαλάσσιο εμπόριο, η ναυσιπλοΐα, καθώς και οι συνετές και προοδευτικές πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις διατήρησαν την πόλη δυνατή και ακμάζουσα μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Την ίδια περίοδο η Ρόδος παράγει εξαιρετική τέχνη. Το πιο ονομαστό δημιούργημα ήταν ο Κολοσσός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, ο οποίος φτιάχτηκε ανάμεσα στο 304 π.Χ. με 293 π.Χ. από τον Λίνδιο γλύπτη Χάρη. Η κατασκευή του Κολοσσού διήρκεσε 12 χρόνια και ολοκληρώθηκε το 282 π.Χ. Για πολλά έτη, το άγαλμα ήταν τοποθετημένο, πιθανότατα, στην είσοδο του λιμανιού και προσωποποιούσε το θεό Ήλιο, μέχρι την στιγμή που ένας δυνατός σεισμός χτύπησε τη Ρόδο το 226 π.Χ. Η πόλη υπέστη σοβαρότατες ζημιές και το άγαλμα του Κολοσσού κατέρρευσε. Η Ρόδος με προστάτη τον Θεό Ήλιο, εξελίσσεται σε σημαντικό πολιτικό, εμπορικό και θρησκευτικό κέντρο. Μεταξύ του 5ου και 3ου αιώνα π.Χ. διανύει την χρυσή της εποχή.
Η πόλη της Ρόδου κόβει το δικό της νόμισμα, συντάσσει τους πρώτους κανόνες του Ναυτικού δικαίου, ενώ παράλληλα προωθεί τις τέχνες το θέατρο και τον αθλητισμό. Ονομαστή υπήρξε και η ρητορική της σχολή, που είχε προσελκύσει πολλούς Έλληνες λόγιους.
Το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης της Ρόδου βασίστηκε στις πολεοδομικές και φιλοσοφικές ιδέες του διάσημου αρχαίου Έλληνα πολεοδόμου Ιππόδαμου. Το σχέδιο των δρόμων της αρχαίας πόλης είναι γνωστό χάρη σε αρχαιολογικές ανασκαφές δεκαετιών. Τα οικοδομικά τετράγωνα (insulae) είχαν διαστάσεις 47,70x26,50 m και είχαν όλα το ίδιο μέγεθος. Καθένα από αυτά περιελάμβανε τρία σπίτια και περιτριγυριζόταν από δρόμους πλάτους 5-6 μέτρων.
Μεγαλύτερες οικοδομικές ενότητες σχημάτιζαν περιοχές, οι οποίες περικλείονταν από μεγαλύτερους δρόμους πλάτους 8-11 μέτρων. Κάθε τέτοια περιοχή αποτελούταν από 36 insulae ή 108 σπίτια. Η αρχαία πόλη είχε ένα εκτεταμένο και καλά δομημένο αποχετευτικό δίκτυο, καθώς και δίκτυο υδροδότησης.
Η ανεξαρτησία της πόλης τερματίστηκε το 164 π.Χ., όταν η Ρόδος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ., η Ρόδος διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το μεγαλείο της και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα γνώσης, επιστήμης και τέχνης.
Πέρα από τις γραπτές πήγες που διασώζονται έως τις μέρες μας, οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συνεχίζονται ακόμη δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα του πολιτισμού που άκμασε την περίοδο αυτή.
Κατά την πρώιμη Χριστιανική περίοδο (330-650 μ.Χ), η Ρόδος αποτελούσε κομμάτι της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που είναι ευρύτερα γνωστή ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μολονότι λιγότερο σημαντική και ακμάζουσα απ' ό,τι στο παρελθόν, η πόλη της Ρόδου ήταν επισκοπική έδρα και είχε σημαντικό αριθμό εκκλησιών ανάμεσα στις οποίες υπήρχαν κάποιες βασιλικές εντυπωσιακών διαστάσεων. Παράλληλα ήταν σημαντική στρατιωτική βάση.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, η πόλη συρρικνώθηκε σε μέγεθος και οχυρώθηκε με νέα τείχη. Ταυτόχρονα, χωρίστηκε σε δύο ζώνες, μια για την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και μια για τους «λαϊκούς». Η ζώνη
αυτή αντανακλά την κοινωνική πραγματικότητα των μεσαιωνικών χρόνων.
Λόγω έλλειψης γραπτών πηγών υπάρχει απουσία συσσωρευμένης πληροφόρησης σχετικά με την περίοδο αυτή. Οι αναστηλώσεις που έγιναν από τους Ιταλούς αργότερα αγνόησαν ή ακόμη και προκάλεσαν ζημιές σε κτίρια της εποχής αυτής που διασωθεί προς όφελος αυτών της περιόδου των Ιπποτών.
Το 1309 το νησί πουλήθηκε στο τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Το τάγμα ιδρύθηκε το 12ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με στόχο τη νοσηλεία και περίθαλψη των προσκυνητών και σταυροφόρων, αλλά πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα, η οποία απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης.
Έχοντας οπισθοχωρήσει από την Ιερουσαλήμ και αργότερα από την Κύπρο, το τάγμα ίδρυσε την έδρα του στη Ρόδο και απέκτησε κατά τη χρονική αυτή περίοδο ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν και συνεχώς
ενισχύονταν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια, τα οποία ανεγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα της Γοτθικής και Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Παρόλες τις προστριβές που υπήρχαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το θαλάσσιο εμπόριο αποτελούσε πηγή πλούτου και οι αγορές της πόλης ήταν ακμάζουσες. Την περίοδο της κατοχής των Ιπποτών το νησί της Ρόδου διήγε περίοδο ακμής και οι σχέσεις μεταξύ των Ιπποτών και των ντόπιων χαρακτηρίζονταν από ανοχή και συχνά από στενή συνεργασία. Οι περισσότεροι από τους δρόμους της Μεσαιωνικής πόλης συμπίπτουν με τους δρόμους της αρχαίας πόλης, ενώ διατηρήθηκε η διαίρεση της πόλης σε δύο ζώνες. Το τάγμα στη Ρόδο διατηρούσε ένα πολύ καλά οργανωμένο αρχείο, το οποίο περιλάμβανε έγγραφα που είχαν εκδοθεί από τις διοικητές αρχές, αλληλογραφία, νομικά έγγραφα κ.ά.
Το αρχείο αυτό διατηρείται έως τις μέρες μας και σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μάλτας. Το αρχείο αυτό αποτελεί μια αξιόλογη πηγή πληροφόρησης για την περίοδο αυτή.
Η πόλη είχε διαιρεθεί σε δύο ζώνες με ένα εσωτερικό τείχος. Στο βόρειο τμήμα, γνωστό ως Chastel, Chateau, Castrum, Castellum ή Conventus, βρισκόταν το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ο καθολικός καθεδρικός ναός και η κατοικία του καθολικού επισκόπου, τα καλύμματα των «γλωσσών», οι κατοικίες των Ιπποτών, ένα νοσοκομείο κ.α. Το νότιο τμήμα γνωστό ως ville, burgus ή burgum ήταν η περιοχή όπου ζούσαν οι λαϊκοί και περιλάμβανε την αγορά, συναγωγές, εκκλησίες, καθώς και δημόσια και εμπορικά κτίρια.
Το 1522 γίνεται τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1922 οπότε και περιέρχεται σε Ιταλική κυριαρχία.
Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, η Ρόδος έχασε τον διεθνή της χαρακτήρα. Η πόλη διατήρησε την κύρια οικονομική της λειτουργία ως αγορά αγροτικών προϊόντων για το εσωτερικό τμήμα του νησιού, καθώς και των τριγύρω μικρών νησιών.
Μετά την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας τους στο νησί, οι Οθωμανοί Τούρκοι επιδιόρθωσαν τα τείχη που είχαν υποστεί ζημιές και μεταρρύθμισαν τις μεγάλες κατοικίες σε ιδιωτικά ή δημόσια κτίρια.
Τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν το νησί και την υπόλοιπη Δωδεκάνησο το 1912. Το 1923 η Ιταλία ίδρυσε μια αποικία, τα ιταλικά νησιά του Αιγαίου (Isole Italiane del Egeo).
Οι Ιταλοί κατεδάφισαν τα σπίτια που είχαν κτιστεί πάνω και παραπλεύρως των τειχών κατά την Οθωμανική περίοδο και μετέτρεψαν το Εβραϊκό και το Οθωμανικό νεκροταφείο σε μια «πράσινη ζώνη» που περιελάμβανε την Μεσαιωνική πόλη. Διατήρησαν τα εναπομείναντα στοιχεία της περιόδου των Ιπποτών, ενώ αφαίρεσαν όλες τις Οθωμανικές προσθήκες. Επίσης, επανοικοδόμησαν το κατεστραμένο παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Παράλληλα, μετέφεραν το διοικητικό κέντρο εκτός της Μεσαιωνικής πόλης στο σημερινό Μαντράκι ανοικοδομώντας κτίρια που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Τέλος, ίδρυσαν ένα ινστιτούτο για την μελέτη της Ιστορίας και του Πολιτισμού της περιοχής.
Οι Ιταλοί υλοποίησαν σημαντικά έργα υποδομής (δρόμους, παροχή ηλεκτρισμού, λιμάνι κ.α.) και μεταμόρφωσαν σε σημαντικό βαθμό την πόλη της Ρόδου, η οποία διέθετε πλέον ένα νέο πολεοδομικό σχέδιο, κανονισμούς δόμησης και πολλά νέα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια.
Πηγή κειμένου: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CF%82_(%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου