Αν η οικονομία και η κοινωνία μας διέρχονται τη σοβαρότερη μεταπολεμική κρίση, αυτό που την καθιστά αξεπέραστη είναι η ταυτόχρονη συνολική κρίση του πολιτικού συστήματος, που αντί για «εργαλείο» επίλυσης προβλημάτων έχει καταστεί το ίδιο το μεγαλύτερο πρόβλημα, παραπαίοντας μεταξύ του αδιέξοδου δικομματισμού και της χρόνιας αδυναμίας της Αριστεράς.
Το αδιέξοδο του δικομματισμού συνίσταται στο εξής: όταν επιχειρείται η συναίνεση των δύο πόλων (όπως πρόσφατα για τα οικονομικά μέτρα) αναδεικνύεται η Αριστερά, παρά τις εσωτερικές διαφορές της, ως η πραγματική αντιπολίτευση, ενώ όταν ‘σπάει’ η συναίνεση (όπως ακόμα πιο πρόσφατα, με την απόφαση της κυβέρνησης να συστήσει εξεταστική επιτροπή για την οικονομία), απαξιώνονται οι δύο εταίροι και καθίσταται εμφανής η αδυναμία τους να προσφέρουν, όχι μόνο όραμα και πρόγραμμα για το μέλλον, αλλά ούτε καν διέξοδο από την κρίση -για την οποία είναι άλλωστε κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι- πράγμα που αναδεικνύει πάλι την ανάγκη για μια «αριστερή» διέξοδο.
Η συγκυρία ευνοεί λοιπόν την Αριστερά και το μόνο που ‘σώζει’ το σύστημα είναι η δική της αδυναμία. Μέρος του συστήματος η ίδια, παρά το ότι το αντιμάχεται, δεν μπορεί να το υπερβεί παρά μονάχα υπερβαίνοντας τον ίδιο της τον εαυτό ως δύναμη αντιπολιτευτική και προτείνοντας συνολική εθνική στρατηγική και εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Διαφορετικά θα παραμένει στο περιθώριο, σφραγίζοντας έτσι το πολιτικό (όχι κυβερνητικό) αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο αυτό υφίσταται τουλάχιστον από το 1989, όταν ο ενιαίος Συνασπισμός απέτυχε να διαρρήξει τον δικομματισμό. Λόγω της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας και των ειδικότερων συνθηκών που επέτρεψαν μια ορισμένη οικονομική «ανάπτυξη» (ελέω, κυρίως, εξωτερικού δανεισμού και κοινοτικών πόρων) τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συσσωρεύονταν διασκεδάστηκαν με τον δανεισμό και την υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεων και νοικοκυριών), την ευφορία του χρηματιστηρίου και τους «εθνικούς στόχους» της ένταξης στο ευρώ και των Ολυμπιακών Αγώνων. Όσο για τα καθαυτό πολιτικά προβλήματα, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, την κρίση των θεσμών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυτά φάνταζαν τότε μάλλον ‘ψιλά γράμματα’…
Όταν όμως χτύπησε την πόρτα μας η διεθνής οικονομική κρίση, η χώρα βρέθηκε εκτεθειμένη όχι μόνο με το υψηλότερο δημόσιο χρέος και ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα του δημοσίου στην ευρωζώνη και με τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που οδήγησε σε ελλείμματα-ρεκόρ στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, αλλά και με ένα αναξιόπιστο και διεφθαρμένο κράτος που μας καθιστά δυό φορές ευάλωτους στις πιέσεις των διεθνών αγορών (δηλαδή των «παρακρατικών» τραπεζών, των ‘θεσμικών’ κερδοσκόπων, των σκοτεινών ‘οίκων αξιολόγησης’ και των διαπλεκόμενων και ανεξέλεγκτων μέσων ενημέρωσης) καθώς και των πολιτικών τους εκπροσώπων στις Βρυξέλλες, στην Φραγκφούρτη, στο Λονδίνο κλπ.
Μόνο μια ισχυρή Ελληνική Κυβέρνηση, πραγματική εντολοδόχος του Ελληνικού Λαού και όχι ιμάντας μεταβίβασης των αξιώσεων των «ισχυρών» στις πλάτες του, θα μπορούσε να αντισταθεί στις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μας επιβάλλουν σήμερα μια πολιτική όχι μόνο εθνικά αναξιοπρεπή και κοινωνικά άδικη αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική και επικίνδυνη για την εθνική μας ασφάλεια.¹
Μιλάμε για μια Ελληνική Κυβέρνηση που θα σεβόταν τη νωπή εντολή του Ελληνικού Λαού για μια πολιτική διαμετρικά αντίθετη από αυτή που επιχειρούν σήμερα να μας επιβάλλουν και όχι παραδομένη στο υπερεθνικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους…
Μια τέτοια κυβέρνηση, το πρώτο που θα έπραττε, θα ήταν να θέσει -επιτέλους και επιτακτικά- την αξίωση της άμεσης εξόφλησης από τη Γερμανία των τελεσίδικα δεδικασμένων, από τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946, πολεμικών της οφειλών προς την Ελλάδα, καθώς και του κατοχικού δανείου, αφού προηγουμένως επιστρέψει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που μέχρι σήμερα κατακρατεί ως λάφυρα -αν και ηττημένη!²
¹ Αρκεί να αναφέρουμε την ατυχή δήλωση του πρωθυπουργού για εκχώρηση μέρους της «εθνικής κυριαρχίας» λόγω οικονομικής αδυναμίας. Τέτοιες δηλώσεις είναι ανεπίτρεπτες από Πρωθυπουργό εν ενεργεία διότι καλλιεργούν το έδαφος, δηλαδή την ελληνική κοινή γνώμη, για πιθανές υποχωρήσεις σε εθνικά θέμα για τις οποίες αναζητείται ‘άλλοθι’ εκ των προτέρων στην δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας, την ίδια ώρα που εκπέμπουν μηνύματα ηττοπάθειας στο εξωτερικό. Αναφερόμαστε επίσης στις σχεδιαζόμενες αιματηρές περικοπές αποδοχών, της τάξεως του 40%, στους εκτός έδρας διπλωμάτες που, αν υιοθετηθεί, θα πλήξει καίρια τη διπλωματική άμυνα της χώρας (βλ. καταγγελία Θεόδωρου Δασκαρόλη, πληρεξουσίου υπουργού Β’ και γενικού γραμματέα της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων στην FREE SUNDAY της 21.2.2010). Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τις Ένοπλες Δυνάμεις….
² Η Γερμανία θέτει σκληρούς όρους για ενδεχόμενο δάνειο 20-25 δις ευρώ τη στιγμή που οι χρηματικές της οφειλές της προς την Ελλάδα ξεπερνούν τα 100 δις και, κατά μία εκτίμηση, εγγίζουν το 1 τρις! Ως μέτρο σύγκρισης, το δημόσιο έλλειμμα κυμαίνεται στα 55 δις και το δημόσιο χρέος δεν ξεπερνά τα 400 δις. Δεν μέμφομαι τόσο τη Γερμανική Κυβέρνηση, όσο τις κατ’ όνομα ελληνικές, που όχι μόνο δεν θέτουν το ζήτημα αλλά αρνούνται και να δεχθούν τους εκπροσώπους της Εθνικής Αντίστασης που επιμένουν να ζητούν για το θέμα αυτό …ακρόαση! Πέρα όμως από τις οφειλές στην Ελλάδα, η Γερμανία οφείλει ανυπολόγιστες αποζημιώσεις και στις δεκάδες χιλιάδες οικογένειες των θυμάτων των 89 μαρτυρικών πόλεων και χωριών. Η πιλοτική αγωγή των κατοίκων του Διστόμου έχει δικαιωθεί δικαστικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία και εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης της Γερμανίας στη Χάγη. Μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής!... Η διαχρονικά αναξιοπρεπής και υβριστική στάση των κρατούντων βρίσκει το αποκορύφωμά της στο γεγονός ότι
δεν έχει καν ζητηθεί η επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που κλάπηκαν από τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, πλήρης κατάλογος των οποίων βρίσκεται στα χέρια των αρχών. Αν κάποιος μπορούσε ίσως να εφεύρει δικαιολογίες για την μη διεκδίκηση των χρηματικών οφειλών, καμία δικαιολογία, κανένα ελαφρυντικό δεν υπάρχει για την χαμερπή στάση των «ελληνικών» αρχών στο θέμα αυτό. Μήπως εδώ βρίσκεται η πιο κρυφή πτυχή του σκανδάλου της SIEMENS;…
Το δεύτερο που θα έθετε μια Ελληνική Κυβέρνηση είναι το θέμα των αμυντικών δαπανών. Όχι βέβαια για να μειωθούν, τη στιγμή που αυξάνονται αυτές της Τουρκίας, μαζί με τις διεκδικήσεις και τις απειλές της, αλλά για να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, διότι είμαστε η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντιμετωπίζει απειλή για την εθνική της κυριαρχία, ασφάλεια και ακεραιότητα, ενώ οι «εταίροι» μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν μας υποστηρίζουν αλλά ανέχονται και ωφελούνται από την ένταση στο Αιγαίο, που μας καθιστά τους καλλίτερους πελάτες των οπλικών τους συστημάτων….
Γιατί να γίνουν όμως βασιλικότεροι του βασιλέως όταν εμείς οι ίδιοι, τη στιγμή που ξοδεύουμε αστρονομικά ποσά σε εξοπλισμούς και σε αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών και συχνά θρηνούμε ανθρώπινες ζωές,
πρωτοστατούμε, προφανώς κατ’ εντολή των επικυρίαρχων, υπέρ της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, χωρίς καν να τολμάμε να ψελλίσουμε για άρση του casus belli και αλλαγή της επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας στο Αιγαίο και στο Κυπριακό;
Μιλάμε λοιπόν για μια Ελληνική Κυβέρνηση του βουνού, των νησιών και των θαλασσών, όχι των Αθηνών και των Βρυξελλών. Μια κυβέρνηση πολιτών-οπλιτών, όχι υπαλλήλων και λογιστών. Μια κυβέρνηση ικανή να κάνει στροφή 180˚, εγκαταλείποντας τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές του παρελθόντος που, μετά από εικοσιπέντε χρόνια πολιτικών λιτότητας, όχι μόνο ανάπτυξη δεν επέφεραν αλλά ούτε καν «σταθεροποίηση». Μια κυβέρνηση που θα προτάξει την απασχόληση, τη στήριξη της εσωτερικής αγοράς και της ντόπιας παραγωγής, αρχίζοντας από την ενέργεια και τον ορυκτό πλούτο, την γεωργία και την ιχθυοτροφία, και τομείς της ελαφριάς βιομηχανίας μέχρι τις υπηρεσίες, με έμφαση στην βελτίωση της ποιότητας, την ανάπτυξη νέων προϊόντων και την προστασία του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτισμικού. Μια κυβέρνηση που θα πατάξει τη διαφθορά, αρχίζοντας όχι από τις εφορίες και τις πολεοδομίες αλλά από την ψευδεπίγραφη και αμαρτωλή «Επιτροπή Ανταγωνισμού» και τον -ανύπαρκτο μέχρι σήμερα- έλεγχο των καρτέλ, που ευθύνονται για το γεγονός ότι, ενώ είμαστε η φτωχότερη, είμαστε ταυτόχρονα η ακριβότερη χώρα της ευρωζώνης σε πάρα πολλά προϊόντα, γεγονός που υποσκάπτει το βιοτικό επίπεδο του λαού και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μιλάμε για μια πραγματικά σοσιαλιστική κυβέρνηση -κι ας μην έχει Πρωθυπουργό Πρόεδρο της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς»! Είναι παρεμπιπτόντως θλιβερή κατάντια της τελευταίας να ανέχεται να σύρεται ο Πρόεδρός της από τους ευρωπαίους κηδεμόνες του σε μια πολιτική που δεν υστερεί σε αντικοινωνική σκληρότητα -αλλά και σε βλακεία- από τις χειρότερες μέρες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που κατέστρεψε τόσες φτωχές χώρες. Και είναι διπλά θλιβερό να επιφυλάσσεται τέτοια μεταχείριση στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας τη στιγμή που ο Βρετανός και ο Ισπανός ομόλογός του -«σύντροφοι» τρομάρα τους!- δηλώνουν ορθά ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι κλινικά νεκρό και ότι τα περιοριστικά μέτρα θα τα λάβουν μόλις το επιτρέψει η ανάκαμψη των οικονομιών τους. Θα ‘πρεπε να είχε ήδη παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός από την Προεδρεία της Διεθνούς, από ευθιξία και σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη υποστήριξης από τους «συντρόφους» του.
Η κριτική μας προς τους κυβερνώντες, πρέπει όμως να συνοδεύεται από εξίσου αυστηρή αυτοκριτική, είδος δυστυχώς εν ανεπαρκεία στην Αριστερά. Πρέπει επιτέλους να ομολογήσουμε ότι έχουμε και εμείς μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από τις ευθύνες της συγκυβέρνησης του 1989, υπάρχουν και ευθύνες αντιπολιτευτικών πράξεων και παραλείψεων έκτοτε, που οφείλονται κατ’ αρχήν στην διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού, και αυτές πρέπει να αποδοθούν εκεί που ανήκουν, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες για την υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως επίσης ότι αν δεν είχε διασπαστεί ο Συνασπισμός και δεν είχαν ακολουθήσει οι γνωστές παλινωδίες, μεταγραφές και αποστασίες, αν είχαμε μια δυνατή Αριστερά, η Κυβέρνηση δεν θα τολμούσε ούτε να διανοηθεί κλάσμα όσων σήμερα, με περισσή αλαζονεία και αναισχυντία επιχειρεί να επιβάλλει. Θα αξιώναμε την απλή αναλογική και μια πραγματικά δημοκρατική μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αντί να αμυνόμαστε απέναντι στον ολοκληρωτισμό που συνέχει το «Σχέδιο Καλλικράτης». Θα δίναμε τη μάχη για την εξυγίανση του νοσηρού καθεστώτος των ΜΜΕ αντί να συνωστίζονται τα χαϊδεμένα «μας» παιδιά στα ‘παράθυρα’. Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Έχει γίνει μεγάλο κακό και είμαστε –συλλογικά και ατομικά- συνυπεύθυνοι. Η σημερινή κρίση έχει όμως και ένα καλό. Ωριμάζουν συνειδήσεις και αναδύεται θυμός και μαχητικότητα. Η κοινωνία βοά και βογκά. Ο λαός απαιτεί. Το έθνος καλεί. Τι κάνει όμως η Αριστερά;
Παραμένει μέρος του προβλήματος ή ανασυγκροτείται επαναστατικά ως παράγοντας λύσης και διεξόδου; Τα αξιώματα «η φύση απεχθάνεται το κενό» και «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» υποδεικνύουν ότι «λύση» ούτως ή άλλως θα δοθεί. Το θέμα είναι σε ποιά κατεύθυνση. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», καθίσταται σήμερα, εδώ και παντού, περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ, και μεταφράζεται, με όρους πολιτικής δράσης, ως «επανάσταση ή καταστολή». Αυτός είναι ο δικός μας μονόδρομος! Ένα είναι σίγουρο. Το δικομματικό σύστημα εξαντλεί τις εφεδρείες του. Παίζει τα ρέστα του. Αν η επιδιωκόμενη καταστολή, με τον διάτρητο «σοσιαλιστικό» μανδύα, δεν περάσει -όπως δεν πέρασε το ασφαλιστικό και το άρθρο 16- οι κρατούντες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να φτιάξουν κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», εξέλιξη που απεύχονται, γνωρίζοντας ότι οδηγεί στη συγκρότηση μεγάλης Αριστεράς και άνοδο του λαϊκού κινήματος.
Προβάλλει λοιπόν επιτακτικά η ανάγκη η Αριστερά να υπερβεί εαυτόν και, στη χρεωκοπία της μεταπολίτευσης και την επαπειλούμενη νέα κοινωνική κατοχή, να αντιπαρατάξει συνολική εθνική στρατηγική. Δεν φτάνει η απόρριψη του Συμφώνου Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Πρέπει να ζυμώσουμε, στη δουλειά, στα κινήματα και στην κοινωνία, εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αυτό επιβάλλουν οι περιστάσεις, η συνολική κρίση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της κεφαλαιοκρατίας και του αστισμού, το πλήρες αδιέξοδο και η διεθνής ανυποληψία όπου έχουν ‘οδηγήσει’ τη χώρα οι εταίροι του δικομματισμού. Αυτό επιτάσσει η ευσυνειδησία, η υπευθυνότητα και η αγάπη στην πατρίδα και στον λαό, η επίγνωση των απειλών που εγκυμονούν τα ανοιχτά εξωτερικά (Κύπρος, Αιγαίο, Μακεδονία) και εσωτερικά μέτωπα (μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, μεταναστευτικό, τρομοκρατία, προβοκάτσιες, πυρκαγιές κλπ) και η απόφασή μας να στρατευτούμε ως πολίτες-οπλίτες στον αγώνα για μια νέα Ελλάδα, για μια άλλη Ευρώπη.
Είναι η κατάλληλη στιγμή.
Γιάννης Μαύρος
23 Φεβρουαρίου 2010
Το αδιέξοδο του δικομματισμού συνίσταται στο εξής: όταν επιχειρείται η συναίνεση των δύο πόλων (όπως πρόσφατα για τα οικονομικά μέτρα) αναδεικνύεται η Αριστερά, παρά τις εσωτερικές διαφορές της, ως η πραγματική αντιπολίτευση, ενώ όταν ‘σπάει’ η συναίνεση (όπως ακόμα πιο πρόσφατα, με την απόφαση της κυβέρνησης να συστήσει εξεταστική επιτροπή για την οικονομία), απαξιώνονται οι δύο εταίροι και καθίσταται εμφανής η αδυναμία τους να προσφέρουν, όχι μόνο όραμα και πρόγραμμα για το μέλλον, αλλά ούτε καν διέξοδο από την κρίση -για την οποία είναι άλλωστε κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι- πράγμα που αναδεικνύει πάλι την ανάγκη για μια «αριστερή» διέξοδο.
Η συγκυρία ευνοεί λοιπόν την Αριστερά και το μόνο που ‘σώζει’ το σύστημα είναι η δική της αδυναμία. Μέρος του συστήματος η ίδια, παρά το ότι το αντιμάχεται, δεν μπορεί να το υπερβεί παρά μονάχα υπερβαίνοντας τον ίδιο της τον εαυτό ως δύναμη αντιπολιτευτική και προτείνοντας συνολική εθνική στρατηγική και εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Διαφορετικά θα παραμένει στο περιθώριο, σφραγίζοντας έτσι το πολιτικό (όχι κυβερνητικό) αδιέξοδο.
Το αδιέξοδο αυτό υφίσταται τουλάχιστον από το 1989, όταν ο ενιαίος Συνασπισμός απέτυχε να διαρρήξει τον δικομματισμό. Λόγω της ευνοϊκής διεθνούς συγκυρίας και των ειδικότερων συνθηκών που επέτρεψαν μια ορισμένη οικονομική «ανάπτυξη» (ελέω, κυρίως, εξωτερικού δανεισμού και κοινοτικών πόρων) τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συσσωρεύονταν διασκεδάστηκαν με τον δανεισμό και την υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεων και νοικοκυριών), την ευφορία του χρηματιστηρίου και τους «εθνικούς στόχους» της ένταξης στο ευρώ και των Ολυμπιακών Αγώνων. Όσο για τα καθαυτό πολιτικά προβλήματα, τη διαφθορά και τη διαπλοκή, την κρίση των θεσμών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αυτά φάνταζαν τότε μάλλον ‘ψιλά γράμματα’…
Όταν όμως χτύπησε την πόρτα μας η διεθνής οικονομική κρίση, η χώρα βρέθηκε εκτεθειμένη όχι μόνο με το υψηλότερο δημόσιο χρέος και ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα του δημοσίου στην ευρωζώνη και με τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που οδήγησε σε ελλείμματα-ρεκόρ στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, αλλά και με ένα αναξιόπιστο και διεφθαρμένο κράτος που μας καθιστά δυό φορές ευάλωτους στις πιέσεις των διεθνών αγορών (δηλαδή των «παρακρατικών» τραπεζών, των ‘θεσμικών’ κερδοσκόπων, των σκοτεινών ‘οίκων αξιολόγησης’ και των διαπλεκόμενων και ανεξέλεγκτων μέσων ενημέρωσης) καθώς και των πολιτικών τους εκπροσώπων στις Βρυξέλλες, στην Φραγκφούρτη, στο Λονδίνο κλπ.
Μόνο μια ισχυρή Ελληνική Κυβέρνηση, πραγματική εντολοδόχος του Ελληνικού Λαού και όχι ιμάντας μεταβίβασης των αξιώσεων των «ισχυρών» στις πλάτες του, θα μπορούσε να αντισταθεί στις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μας επιβάλλουν σήμερα μια πολιτική όχι μόνο εθνικά αναξιοπρεπή και κοινωνικά άδικη αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική και επικίνδυνη για την εθνική μας ασφάλεια.¹
Μιλάμε για μια Ελληνική Κυβέρνηση που θα σεβόταν τη νωπή εντολή του Ελληνικού Λαού για μια πολιτική διαμετρικά αντίθετη από αυτή που επιχειρούν σήμερα να μας επιβάλλουν και όχι παραδομένη στο υπερεθνικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους…
Μια τέτοια κυβέρνηση, το πρώτο που θα έπραττε, θα ήταν να θέσει -επιτέλους και επιτακτικά- την αξίωση της άμεσης εξόφλησης από τη Γερμανία των τελεσίδικα δεδικασμένων, από τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946, πολεμικών της οφειλών προς την Ελλάδα, καθώς και του κατοχικού δανείου, αφού προηγουμένως επιστρέψει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που μέχρι σήμερα κατακρατεί ως λάφυρα -αν και ηττημένη!²
¹ Αρκεί να αναφέρουμε την ατυχή δήλωση του πρωθυπουργού για εκχώρηση μέρους της «εθνικής κυριαρχίας» λόγω οικονομικής αδυναμίας. Τέτοιες δηλώσεις είναι ανεπίτρεπτες από Πρωθυπουργό εν ενεργεία διότι καλλιεργούν το έδαφος, δηλαδή την ελληνική κοινή γνώμη, για πιθανές υποχωρήσεις σε εθνικά θέμα για τις οποίες αναζητείται ‘άλλοθι’ εκ των προτέρων στην δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας, την ίδια ώρα που εκπέμπουν μηνύματα ηττοπάθειας στο εξωτερικό. Αναφερόμαστε επίσης στις σχεδιαζόμενες αιματηρές περικοπές αποδοχών, της τάξεως του 40%, στους εκτός έδρας διπλωμάτες που, αν υιοθετηθεί, θα πλήξει καίρια τη διπλωματική άμυνα της χώρας (βλ. καταγγελία Θεόδωρου Δασκαρόλη, πληρεξουσίου υπουργού Β’ και γενικού γραμματέα της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων στην FREE SUNDAY της 21.2.2010). Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τις Ένοπλες Δυνάμεις….
² Η Γερμανία θέτει σκληρούς όρους για ενδεχόμενο δάνειο 20-25 δις ευρώ τη στιγμή που οι χρηματικές της οφειλές της προς την Ελλάδα ξεπερνούν τα 100 δις και, κατά μία εκτίμηση, εγγίζουν το 1 τρις! Ως μέτρο σύγκρισης, το δημόσιο έλλειμμα κυμαίνεται στα 55 δις και το δημόσιο χρέος δεν ξεπερνά τα 400 δις. Δεν μέμφομαι τόσο τη Γερμανική Κυβέρνηση, όσο τις κατ’ όνομα ελληνικές, που όχι μόνο δεν θέτουν το ζήτημα αλλά αρνούνται και να δεχθούν τους εκπροσώπους της Εθνικής Αντίστασης που επιμένουν να ζητούν για το θέμα αυτό …ακρόαση! Πέρα όμως από τις οφειλές στην Ελλάδα, η Γερμανία οφείλει ανυπολόγιστες αποζημιώσεις και στις δεκάδες χιλιάδες οικογένειες των θυμάτων των 89 μαρτυρικών πόλεων και χωριών. Η πιλοτική αγωγή των κατοίκων του Διστόμου έχει δικαιωθεί δικαστικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιταλία και εκκρεμεί αίτηση αναίρεσης της Γερμανίας στη Χάγη. Μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής!... Η διαχρονικά αναξιοπρεπής και υβριστική στάση των κρατούντων βρίσκει το αποκορύφωμά της στο γεγονός ότι
δεν έχει καν ζητηθεί η επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που κλάπηκαν από τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, πλήρης κατάλογος των οποίων βρίσκεται στα χέρια των αρχών. Αν κάποιος μπορούσε ίσως να εφεύρει δικαιολογίες για την μη διεκδίκηση των χρηματικών οφειλών, καμία δικαιολογία, κανένα ελαφρυντικό δεν υπάρχει για την χαμερπή στάση των «ελληνικών» αρχών στο θέμα αυτό. Μήπως εδώ βρίσκεται η πιο κρυφή πτυχή του σκανδάλου της SIEMENS;…
Το δεύτερο που θα έθετε μια Ελληνική Κυβέρνηση είναι το θέμα των αμυντικών δαπανών. Όχι βέβαια για να μειωθούν, τη στιγμή που αυξάνονται αυτές της Τουρκίας, μαζί με τις διεκδικήσεις και τις απειλές της, αλλά για να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, διότι είμαστε η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντιμετωπίζει απειλή για την εθνική της κυριαρχία, ασφάλεια και ακεραιότητα, ενώ οι «εταίροι» μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν μας υποστηρίζουν αλλά ανέχονται και ωφελούνται από την ένταση στο Αιγαίο, που μας καθιστά τους καλλίτερους πελάτες των οπλικών τους συστημάτων….
Γιατί να γίνουν όμως βασιλικότεροι του βασιλέως όταν εμείς οι ίδιοι, τη στιγμή που ξοδεύουμε αστρονομικά ποσά σε εξοπλισμούς και σε αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών και συχνά θρηνούμε ανθρώπινες ζωές,
πρωτοστατούμε, προφανώς κατ’ εντολή των επικυρίαρχων, υπέρ της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, χωρίς καν να τολμάμε να ψελλίσουμε για άρση του casus belli και αλλαγή της επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας στο Αιγαίο και στο Κυπριακό;
Μιλάμε λοιπόν για μια Ελληνική Κυβέρνηση του βουνού, των νησιών και των θαλασσών, όχι των Αθηνών και των Βρυξελλών. Μια κυβέρνηση πολιτών-οπλιτών, όχι υπαλλήλων και λογιστών. Μια κυβέρνηση ικανή να κάνει στροφή 180˚, εγκαταλείποντας τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές του παρελθόντος που, μετά από εικοσιπέντε χρόνια πολιτικών λιτότητας, όχι μόνο ανάπτυξη δεν επέφεραν αλλά ούτε καν «σταθεροποίηση». Μια κυβέρνηση που θα προτάξει την απασχόληση, τη στήριξη της εσωτερικής αγοράς και της ντόπιας παραγωγής, αρχίζοντας από την ενέργεια και τον ορυκτό πλούτο, την γεωργία και την ιχθυοτροφία, και τομείς της ελαφριάς βιομηχανίας μέχρι τις υπηρεσίες, με έμφαση στην βελτίωση της ποιότητας, την ανάπτυξη νέων προϊόντων και την προστασία του περιβάλλοντος, φυσικού και πολιτισμικού. Μια κυβέρνηση που θα πατάξει τη διαφθορά, αρχίζοντας όχι από τις εφορίες και τις πολεοδομίες αλλά από την ψευδεπίγραφη και αμαρτωλή «Επιτροπή Ανταγωνισμού» και τον -ανύπαρκτο μέχρι σήμερα- έλεγχο των καρτέλ, που ευθύνονται για το γεγονός ότι, ενώ είμαστε η φτωχότερη, είμαστε ταυτόχρονα η ακριβότερη χώρα της ευρωζώνης σε πάρα πολλά προϊόντα, γεγονός που υποσκάπτει το βιοτικό επίπεδο του λαού και υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μιλάμε για μια πραγματικά σοσιαλιστική κυβέρνηση -κι ας μην έχει Πρωθυπουργό Πρόεδρο της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς»! Είναι παρεμπιπτόντως θλιβερή κατάντια της τελευταίας να ανέχεται να σύρεται ο Πρόεδρός της από τους ευρωπαίους κηδεμόνες του σε μια πολιτική που δεν υστερεί σε αντικοινωνική σκληρότητα -αλλά και σε βλακεία- από τις χειρότερες μέρες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που κατέστρεψε τόσες φτωχές χώρες. Και είναι διπλά θλιβερό να επιφυλάσσεται τέτοια μεταχείριση στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας τη στιγμή που ο Βρετανός και ο Ισπανός ομόλογός του -«σύντροφοι» τρομάρα τους!- δηλώνουν ορθά ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι κλινικά νεκρό και ότι τα περιοριστικά μέτρα θα τα λάβουν μόλις το επιτρέψει η ανάκαμψη των οικονομιών τους. Θα ‘πρεπε να είχε ήδη παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός από την Προεδρεία της Διεθνούς, από ευθιξία και σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη υποστήριξης από τους «συντρόφους» του.
Η κριτική μας προς τους κυβερνώντες, πρέπει όμως να συνοδεύεται από εξίσου αυστηρή αυτοκριτική, είδος δυστυχώς εν ανεπαρκεία στην Αριστερά. Πρέπει επιτέλους να ομολογήσουμε ότι έχουμε και εμείς μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από τις ευθύνες της συγκυβέρνησης του 1989, υπάρχουν και ευθύνες αντιπολιτευτικών πράξεων και παραλείψεων έκτοτε, που οφείλονται κατ’ αρχήν στην διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού, και αυτές πρέπει να αποδοθούν εκεί που ανήκουν, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες για την υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως επίσης ότι αν δεν είχε διασπαστεί ο Συνασπισμός και δεν είχαν ακολουθήσει οι γνωστές παλινωδίες, μεταγραφές και αποστασίες, αν είχαμε μια δυνατή Αριστερά, η Κυβέρνηση δεν θα τολμούσε ούτε να διανοηθεί κλάσμα όσων σήμερα, με περισσή αλαζονεία και αναισχυντία επιχειρεί να επιβάλλει. Θα αξιώναμε την απλή αναλογική και μια πραγματικά δημοκρατική μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αντί να αμυνόμαστε απέναντι στον ολοκληρωτισμό που συνέχει το «Σχέδιο Καλλικράτης». Θα δίναμε τη μάχη για την εξυγίανση του νοσηρού καθεστώτος των ΜΜΕ αντί να συνωστίζονται τα χαϊδεμένα «μας» παιδιά στα ‘παράθυρα’. Έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Έχει γίνει μεγάλο κακό και είμαστε –συλλογικά και ατομικά- συνυπεύθυνοι. Η σημερινή κρίση έχει όμως και ένα καλό. Ωριμάζουν συνειδήσεις και αναδύεται θυμός και μαχητικότητα. Η κοινωνία βοά και βογκά. Ο λαός απαιτεί. Το έθνος καλεί. Τι κάνει όμως η Αριστερά;
Παραμένει μέρος του προβλήματος ή ανασυγκροτείται επαναστατικά ως παράγοντας λύσης και διεξόδου; Τα αξιώματα «η φύση απεχθάνεται το κενό» και «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» υποδεικνύουν ότι «λύση» ούτως ή άλλως θα δοθεί. Το θέμα είναι σε ποιά κατεύθυνση. Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», καθίσταται σήμερα, εδώ και παντού, περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ, και μεταφράζεται, με όρους πολιτικής δράσης, ως «επανάσταση ή καταστολή». Αυτός είναι ο δικός μας μονόδρομος! Ένα είναι σίγουρο. Το δικομματικό σύστημα εξαντλεί τις εφεδρείες του. Παίζει τα ρέστα του. Αν η επιδιωκόμενη καταστολή, με τον διάτρητο «σοσιαλιστικό» μανδύα, δεν περάσει -όπως δεν πέρασε το ασφαλιστικό και το άρθρο 16- οι κρατούντες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να φτιάξουν κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού», εξέλιξη που απεύχονται, γνωρίζοντας ότι οδηγεί στη συγκρότηση μεγάλης Αριστεράς και άνοδο του λαϊκού κινήματος.
Προβάλλει λοιπόν επιτακτικά η ανάγκη η Αριστερά να υπερβεί εαυτόν και, στη χρεωκοπία της μεταπολίτευσης και την επαπειλούμενη νέα κοινωνική κατοχή, να αντιπαρατάξει συνολική εθνική στρατηγική. Δεν φτάνει η απόρριψη του Συμφώνου Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Πρέπει να ζυμώσουμε, στη δουλειά, στα κινήματα και στην κοινωνία, εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αυτό επιβάλλουν οι περιστάσεις, η συνολική κρίση του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος της κεφαλαιοκρατίας και του αστισμού, το πλήρες αδιέξοδο και η διεθνής ανυποληψία όπου έχουν ‘οδηγήσει’ τη χώρα οι εταίροι του δικομματισμού. Αυτό επιτάσσει η ευσυνειδησία, η υπευθυνότητα και η αγάπη στην πατρίδα και στον λαό, η επίγνωση των απειλών που εγκυμονούν τα ανοιχτά εξωτερικά (Κύπρος, Αιγαίο, Μακεδονία) και εσωτερικά μέτωπα (μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, μεταναστευτικό, τρομοκρατία, προβοκάτσιες, πυρκαγιές κλπ) και η απόφασή μας να στρατευτούμε ως πολίτες-οπλίτες στον αγώνα για μια νέα Ελλάδα, για μια άλλη Ευρώπη.
Είναι η κατάλληλη στιγμή.
Γιάννης Μαύρος
23 Φεβρουαρίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου