Αντιγραφή
επεξεργασία κειμένου Σέβα Νικολίκου
1940-1945: Η Γενική Κατάσταση στο Θολό και τα Θλιβερά Γεγονότα που συνέβησαν αυτό το διάστημα
Από το 1932- 12/11/1944 την φροντίδα της εκκλησίας της Παναγίας Καλόπετρας
και των γύρω χώρων ανέλαβε το ζεύγος Ατσίδη Χρήστου και Κυριακούλας Αυγερινού
(κόρη της Κωστίαινας και αδερφή της Κίνας)
Ο Ατσίδης Χρήστος του Γεωργίου και της Παπανικολάου Βαρβάρας
γεννήθηκε το 1875 στο Θολό νυμφεύθηκε το 1908 την Αυγερινού Κυριακή του Κωνσταντίνου
και της Χριστοδούλου Παρασκευής γεννηθείσα το 1890 απέκτησαν την Σωτηρία,
την Αμαράνδη, και την Δέσποινα.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940 μέχρι και την απελευθέρωση το 1945 ήταν πολύ θλιβερά και δύσκολα και για το Θολό, όπως και για τη Δωδεκάνησο ολόκληρη, την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο απόηχος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο τορπιλισμός της <Έλλης» και η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων — Μεγάλων Δυνάμεων, με τις ανάλογες συνέπειες, έφθαναν και στο μικρό μας χωριό δυνατά και εφιαλτικά.
Η θεία Δέσποινα Νικολίκου του Αυγερινού (του Λαμπρίκου)και της Σεβαστής Γρηγοριάδη γεννήθηκε το 1915 ένα χρόνο μικρότερη, από τον πατέρα μου Σταμάτη, τα μεγαλύτερα αδέρφια ήταν ο Παναγιώτης,ο Νικόλαος, η Ελένη και η Παρασκευή(Τσεγκούλα). Υπήρξε θύμα των εγκαταλελειμμένων πυρομαχικών της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής όταν πήγε να «μπαλουκώσει» την κατσίκα της στο χωράφι, κάτω ακριβώς από το μπαλούκι (ξύλινο πασαλάκι) βρέθηκε χειροβομβίδα που εκπυρσοκρότησε, με αποτέλεσμα να της βγάλει το μάτι και να μείνει ανάπηρη και ανύπαντρη για την υπόλοιπη ζωή της. Νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο της Αθήνας για 2 χρόνια με συνοδό τον ανύπαντρο τότε αδερφό και πατέρα μου Σταμάτη.Ο Σταμάτης Νικολίκος σε ηλικία τότε 28 χρονών, αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους,ενώ νοσηλεύοταν η θεία, να δουλέψει στις τράτες ως ψαράς,στο Μεγαλιμιώνα,στην Ερέτρια και την Ελευσίνα , αργότερα να μας διηγείται τις συναρπαστικές περιπέτειες του όταν είχε φουρτούνα και κινδύνευαν να πνιγούν, ενώ δεν γνώριζε καν κολύμπι.(φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Δέσποινας Κωνσταντίνου Φέκκου και της Ελένης Αυγερινού Μαλιλή)
Ο Καταλειφός Γεώργιος, που ήταν υπήκοος Έλληνας λόγω της καταγωγής του πατέρα του από ένα μικρό νησί των Κυκλάδων, μόλις μπήκε η Ελλάδα στον πόλεμο και κηρύχτηκε γενική επιστράτευση λόγω του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το έσκασε από τη Ρόδο και πήγε να καταταγεί στον Ελληνικό στρατό, για να μη θεωρηθεί λιποτάκτης. Η γυναίκα του έμεινε μόνη με 4 μικρά παιδιά, απροστάτευτη, στο έλεος του Θεού και την ευσπλαχνία των Θολοενών. Όλο το διάστημα του πολέμου δεν είχαν ειδήσεις του και δεν ήξεραν αν ζούσε ή πέθανε ή σκοτώθηκε. Το ίδιο συνέβη και με το Γιάννη Χατζηιωάννου (Χατζημιχάλη), αλλά αυτός τουλάχιστον ήταν λεύτερος και τον πόνο τον είχαν οι γονείς και τα αδέλφια του.
Μόλις η Ιταλία κατέρρευσε και κυριάρχησαν και εδώ οι Γερμανοί, από το χωριό συνελήφθησαν: Ο Παναγιώτης Σταμάτη (Πανάος), ο Απόστολος Στέργου Σταμάτης (Αποστολάς), ο Εμμανουήλ Κρητικός (Πισπιχάς), ο Νικόλαος Διακίδης (Καμπούρης), ο Βασιλείου Νικόλαος (Νικόλας της Τσιμπούς) και ο Παπανικολάου Βασίλειος (Βασίλης της Κίνας), γιατί στα σπίτια τους βρέθηκαν όπλα, έπειτα από έρευνα που έκαμαν οι Γερμανοί, όπως το συνήθιζαν, γιατί φοβούνταν εξέγερση του Λαού εναντίον τους.
Στην αρχή τούς μετέφεραν όλους στη Ρόδο και στη συνέχεια στον Καλαμώνα. Μετά από λίγες μέρες, εκτός από τον Πανάο, τον Πισπιχά και τον Καμπούρη, τους άλλους τρεις τούς άφησαν ελεύθερους. Τον Πανάο, τον Πισπιχά και τον Καμπούρη τούς μετέφεραν στην Αθήνα, για να τους οδηγήσουν στη Γερμανία. Στην Αθήνα, ο Πανάος κατάφερε και το ‘σκασε και έμεινε κρυμμένος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όλο το διάστημα μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος. Ο Καμπούρης και ο Πισπιχάς μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Ευτυχώς επέζησαν και μόλις τελείωσε ο Πόλεμος, γύρισαν όλοι σώοι και αβλαβείς στις οικογένειές τους, γεγονός που όλο το χωριό κυριολεκτικά το πανηγύρισε.
Όμως είναι χαρακτηριστικό ότι στα χρόνια που έλειπαν Οι: Καταλειφός, Πανάος, Πισπιχάς και Καμπούρης, οι χωριανοί παντοιοτρόπως φρόντιζαν και συμπαραστέκονταν στις οικογένειές τους ηθικά και υλικά. Κάθε Κυριακή π.χ., την περίοδο του σκαψίματος των αμπελιών, όλοι οι Θολοενοί πήγαιναν εθελοντικά και αμισθί. έσκαβαν τα αμπέλια τους, για να μη <ρημάξουν» και για να συμπαρασταθούν με μια ακόμη όμορφη και ευγενική χειρονομία στις οικογένειες αυτών, που για πατριωτικούς λόγους έλειπαν μακριά.
Το Νοέμβριο του 1944 (2-11-1944), οι Γερμανοί έκαμαν μαζικές συλλήψεις Ροδίων, που ήταν γνωστοί για την αντιστασιακή τους δράση ή που απλώς τους υποψιάζονταν και που ως επι το πλείστον ήταν άνθρωποι μορφωμένοι. Ανάμεσα τους, από το Θολό, ήταν ο γιατρός Σάββας Σαββίγκος και ο δάσκαλος Καραγιάννης Αντώνιος. Τους έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο στον Καλαμώνα και η τύχη τους δε Θα ήταν καθόλου ευχάριστη, αν δεν επενέβαινε και δε μεσολαβούσε για την απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων ο τότε Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος.
Στο διάστημα αυτό, στο Θολό συνέβησαν και μερικά θλιβερά γεγονότα, που άφησαν τα σημάδια τους και την ανάμνησή τους μέχρι σήμερα στις καρδιές εκείνων που τα έζησαν.
Το 1943, ένα δεκατριάχρονο αγόρι, ο Κωστής Αυγερινού Αυγερινού, μετέπειτα γραμματέας της κοινότητας, επεξεργαζόμενος μια χειροβομβίδα που βρήκε πεταμένη από τους Ιταλούς σε ένα χωράφι, την έκαμε να εκραγεί, με αποτέλεσμα να χάσει τα δύο πρώτα δάκτυλα του αριστερού του χεριού.
Άλλος χωριανός, ο Παναγιώτης Καρίκης (Παππαρί), είχε επίσης την ατυχία να χάσει το αριστερό του χέρι από τον αγκώνα και κάτω, επεξεργαζόμενος και αυτός ιταλικά πυρομαχικά.
Όμως το πιο τραγικό και συγκλονιστικό ήταν όταν η μικρότερη κόρη του Μαριού και του Μανόλη Γρηγοριάδη, το οχτάχρονο Βασιλικό, μη έχοντας συναίσθηση του κινδύνου, πέρασε μέσα από ένα κτήμα με νάρκες, για να «κόψει δρόμο» και να προλάβει τη συντροφιά της που προπορευόταν, με αποτέλεσμα να πατήσει πάνω σε νάρκη και να τιναχτεί στον αέρα, σκορπίζοντας με τα κομμάτια του διαμελισμένου τρυφερού κορμιού της θλίψη και πόνο όχι μόνο στις καρδιές των μελών της οικογένειάς της, αλλά και στις καρδιές όλων των χωριανών. Για τραγική ειρωνεία, το γεγονός αυτό συνέβη στις 17-4-1945, ένα μήνα περίπου πριν ξημερώσει και στα μαρτυρικά μας νησιά η πολυπόθητη Λευτεριά...
Όμως θύμα των εγκαταλελειμμένων πυρομαχικών της ιταλικής και της γερμανικής κατοχής ήταν και η χωριανή μας Δέσποινα Αυγερινού Νικολίκου (Δέσποινα του Λαμπρίκου), που αμέσως μετά την απελευθέρωση, όταν πήγε να «μπαλουκώσει» την κατσίκα της στο χωράφι, κάτω ακριβώς από το μπαλούκι (ξύλινο πασαλάκι) βρέθηκε χειροβομβίδα που εκπυρσοκρότησε, με αποτέλεσμα να της βγάλει το μάτι και να μείνει ανάπηρη σε όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Το Νοέμβριο επίσης του 1944, ακόμα και το ξωκλήσι της Παναγιάς της Καλόπετρας γεύτηκε την αγριότητα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, όταν ένα Σαββατόβραδο, γύρω στις 20 Νοεμβρίου, Γερμανοί στρατιώτες πήγαν αργά τη νύχτα και αφού παραβίασαν την πόρτα του στάβλου έκλεψαν δύο κατσίκες, ένα μοσχάρι και πολλά κοτόπουλα και επιπλέον, όταν ο «επιστάτης» του Μοναστηριού, το Χριστολί (Χριστόδουλος Ατσίδης) και η γυναίκα του Κυριακούλλα, άκουσαν το θόρυβο και άνοιξαν την πόρτα του κελλιού τους να δουν τι συνέβαινε, οι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν, με αποτέλεσμα η Κυριακούλλα να χτυπηθεί με μια σφαίρα στον ώμο. Η σφαίρα μπήκε από τη μια μεριά και βγήκε από την άλλη, αφήνοντάς την τραυματισμένη και αιμόφυρτη.
Οι Γερμανοί στρατιώτες με τα αυτοκίνητα και τα κλεμμένα ζώα έφυγαν αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή και τους δύο ηλικιωμένους ανθρώπους να τα έχουν χαμένα, να είναι φοβισμένοι και να μην ξέρουν τι να κάμουν. Μόλις συνήλθαν κάπως και συνειδητοποίησαν πως οι στρατιώτες έφυγαν και παρά τις σφαίρες που έπεσαν βροχή, αυτοί εξακολουθούν να είναι ζωντανοί και να έχει μόνο ένα τραύμα η γυναίκα, σκέφτηκαν πως η Παναγιά η Καλόπετρα θαυματουργικά τους προστάτεψε και τους έσωσε από «του Χάρου τα δόντια». Γύρισαν πίσω στο κελλί τους και με μεγάλη ψυχραιμία η ίδια η τραυματισμένη έσχισε ένα σεντόνι σε λουρίδες και με τις οδηγίες της, ο άνδρας της, της έδεσε τον πληγωμένο ώμο. Στη συνέχεια, μπήκαν στην εκκλησία, συμπλήρωσαν το λάδι που είχε καεί στα καντήλια, για να μη σβήσουν μέχρι το πρωί, προσευχήθηκαν και αφού έλυσαν και σαμάρωσαν το μικρό τους γαϊδουράκι, η γυναίκα κάθισε πάνω και ο άντρας τραβώντας το από το σχοινί και περπατώντας, έφτασαν στο χωριό. ‘Ηταν σχεδόν χαράματα και μόλις ξημέρωσε, η τραυματισμένη γυναίκα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για ιατρική φροντίδα και περιποίηση. Ευτυχώς γρήγορα έγινε καλά, αλλά, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, άντρας και γυναίκα έμεναν στο χωριό τις νύχτες και κάθε πρωί πήγαιναν και φρόντιζαν το μοναστήρι και μετά επέστρεφαν στο χωριό, φοβούμενοι μην τους ξανασυμβεί το ίδιο.
Μετά το τέλος του πολέμου, το ζεύγος Χριστολί και Κυριακούλλα ξαναγύρισαν στην Καλόπετρα και συνέχισαν να φροντίζουν την εκκλησία και όλους τους χώρους γύρω από την εκκλησία, μέχρι που η ηλικία, οι δυνάμεις και η υγεία τους το επέτρεπε.
Η Θεία η Κυριακούλλα, όσο ζούσε, κάθε φορά που μας διηγόταν το επεισόδιο αυτό, έλεγε πως δεν ένιωσε πόνο από τη γερμανική σφαίρα και μόνο από τα αίματα που τρέχανε κατάλαβε πως ήταν πληγωμένη. Πάντα συμπλήρωνε τη διήγησή της λέγοντας πως το να μην αισθανθεί πόνο ήταν θαύμα της Παναγίας της Καλόπετρας.
Από το βιβλίο "ΘΟΛΟΣ" κ.Μαρία Καραγιάννη Μαρμαροκόπου.
Σέβα Νικολίκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου