Αλλαγή πλεύσης του Ιστολογίου “ΡΟΔΟΣυλλέκτης”

Το Ιστολόγιο του ΡΟΔΟΣυλλέκτη, απευθύνεται σε όσους αγαπούν τον τόπο τους… εδώ είναι λοιπόν και περιμένει τα δελτία για τις εκδηλώσεις και τις δράσεις των Πολιτιστικών Συλλόγων αλλά και ότι αφορά τον τόπο μας – ακόμα και την πολιτική… Το Email μας είναι: r.telxinas@yahoo.gr

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: Φανενή φωνητική-γλωσσική παράδοση

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα. 
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς. 
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης. 

Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει, 
ΜΕ = μεταφορική έννοια 

1. Φ Έμμε περνά τώρα βα. ΝΕ Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι, δεν με περνά τώρα δα, δεν αντέχω να μην πάρω θέση. Ε/Π Βα: εδώ, δα = εδά - εβά - βα (εβά είσαι;) 
2. Φ Χάννια μακκαρούνια, τρώεις-τα; (ΜΕ) ΝΕ Μόνο στο φαγητό είσαι καλός. 
3. Φ Χάνια είχα να σε γιω. ΝΕ Είχα πολύ καιρό να σε δω. Ε/Π Χάνια, τουρκικό. Γιώ = ιδώ = δω. 
4. Φ Εμάεψε ούλτη τη παχαρία. ΝΕ Εμάζεψε όλο το κρύο. 
5. Φ Κάμνε πρε αχρωπινά. 
ΝΕ Κάνε, όπως κάνει ο κόσμος, συμπεριφέρου ανθρώπινα. 
Ε/Π Στις Φάνες μοναδικά προφέρουν το -θ- ως δύο -χχ- π.χ. χχέλω αντί θέλω, χώρκε αντί θώρεε = θεωρεί (θεωρώ). Η προφορά του -θ- ως δύο -χχ- είναι αρχαία προφορά και λαϊκή γλώσσα: όρνιχες αντί όρνιθες (Θεόκριτος, 310-250 π.Χ.). 
6. Φ Ακουτουλάς τους τοίχους. (ΜΕ) ΝΕ Θα χτυπάς με το κεφάλι σου τους τοίχους. Ε/Π Κούτουλο - κουτελο, ρήμα: κουτουλώ ή κουτουλίζω - κουτλίζω = νυστάζω. 
7. Φ Το νερό σουλουντρανεί. ΝΕ Το νερό τρέχει σαν πίδακας. Ε/Π Σωλήνας - σούλουνας (ίσως και σούσουνας), σουλουντρανώ. 
8. Φ Νέρντε! πόσην ώρα λαμένω. ΝΕ Σκέψου, πόσην ώρα περιμένω. Ε/Π Λαμένω: αναμένω ή ανημένω - λημένω (πρβλ.: λάμενέ με ή λήμενέ με). Το: -ν- έγινε -λ-, αναφάντης - αλαφάντης. 
9. Φ Κάμνει σαν τον παρλάο (παράλογο). ΝΕ Δέν κάθεται ήσυχα. 
10. Φ Επάενε, μούλτα μούλτα. ΝΕ Πήγαινε σιγά-σιγά και σκυφτός. Ε/Π Μούλα - μούλα: αρχαία μυλλός = σιγανός - μαζεμένος (μουλώνω). 
11. Φ Τι έχεις πρε και βαρταλαλείς; ΝΕ Τι έχεις και φωνάζεις; Ε/Π Βαρταλαλείς (βαττολογείς, βαττολαλείς) = φλυαρείς - ή καταφέρεσαι ενάντια σε κάποιον. 
12. Φ Επήε κάτω, γροσόλι. ΝΕ Μόλις το ήπια δροσίστηκα. Ε/Π Γροσόλι = δροσόλι - ροσόλι, λατινικά: Ros = δροσιά. 
13. Φ Έκαμα το ττερμπιέντου (ντερπιέντου); ΝΕ Τον περιποιήθηκα, όπως έπρεπε. Ε/Π άγνωστη, μάλλον λατινική λέξη. 
14. Φ Ήβγκεν ένα ττόζι που πίσω! ΝΕ Σήκωσε πολύ σκόνη. 
15. Φ Ά πρε πανουκλιάρη. (Βρισιά) Ε/Π Ασθενής από πανώλη. 
16. Φ Επόμεινες και ποταβρίζεσαι. ΝΕ Έμεινες και τεντώνεσαι συνέχεια. Ε/Π Ποταβρίζεσαι: ταύρος - ταυρίζομαι, σαν ταύρος ισχυρός. 
17. Φ Εσκλίωσες τα κουλτούρκια; ΝΕ Ζύμωσες τα κουλούρια; Σκλιβώνω, αρχαία: στιλβώνω ή σκληβός = σκληρός 
18. Φ Τ΄ αγκιόν είναι βάστρενο. ΝΕ Το δοχείο είναι πήλινο. Ε/Π Αγκιόν = αγγείο. Βάστρενο: Βάστρενος = φτιαγμένος από βαστρί, θραύσμα από πήλινο δοχείο που έμοιαζε με κοιλιά, γαστέρα. Βαστρί, γαστρί από το γαστήρ = κοιλία. 
19. Φ Εδώ οι κουμανταρίες εξυνήσαν. (ΜΕ) ΝΕ Εδώ οι καλές οικογένειες έχουν χαλάσει. 
20. Φ Εκειά κοπποκυλκιέται ο ταμπάκκης. ΝΕ Εκεί είναι αραχτός ο ανεπρόκοπος. Ε/Π Κοπροκυλιέται ή κουποκυλιέται ο βυρσοδέψης. Ταμπάκης, τούρκικο: tabac. 
21. Φ Έκαμες καμμιά ννύξη. ΝΕ Άνοιξες το θέμα; έκανες αναφορά; Ε/Π Ννύξη: νύττω = κεντώ, τρυπώ. 
22. Φ Ούτε ντρέπεται, ούτε σκίνεται. ΝΕ Ούτε ντρέπεται ούτε υπολογίζει. Ε/Π Σκίνεται: αισχύνομαι - σχύνομαι - σκίνομαι. 
23. Φ Εμπάλτωσα τη φυτιά! ΝΕ Φύτεψα ξανά τα κλήματα που χάλασαν, φύτεψα όσα δεν έπιασαν. Ε/Π Εμπάλτωσα: εμβαλλώνω - εμβάλλω (βλ. μπάλωμα). 
Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς. 
24. Φ Να ούμε που βαστά αραϊκό. ΝΕ Να δούμε που γειτονεύει. Ε/Π Πιθανόν από: παρεϊκά (παρέα) παραϊκό. Κουβεντολόι. 
25. Φ Ένα χαλτί σταφύλι. ΝΕ Ένα κομμάτι από το τσαμπί (από το βοτρύ). Ε/Π Xαλτί: Βοτρύ, βότρυς. Αρχ.: χηλή = μικρό νύχι πουλιών, δηλ. το λίγο, ένα νυχάκι. Χαλτί είναι και το κάθε πόδι του χταποδιού. 
26. Φ Δειοποίησε, πιρντές κακομά. ΝΕ Είδες, ειδοποίησε γρήγορα, κακομοίρα μου! Ε/Π Δειοποίησε: ειδοποίησες - δειοποίησες αμέσως (πιρντές; τούρκικο). 
27. Φ Εγίμωσε τσατσουμάους. ΝΕ Γέμισε σκάγια. 
28. Φ Επιασέντον τσίλτα καίτρεχνε. ΝΕ Τον έπιασε διάρροια και έτρεχε Ε/Π Τσίλτα: τιλλώ - τίλημα = υδαρής κοπριά πτηνών (τσιλλώ), τίλτα - τσίλτα, τσιλιό. 
29. Φ Επίεντον μπιρμπικιούκ. Ν Τον έπιασε διάρροια = φοβήθηκε πολύ Ε/Π Μπιρμπικιούκ: ένα - και μισό. Τουρκική αυξ. Αρίθμιση. 
30. Φ Ολόκληρη καπλάνα αδκιαφόρετη. ΝΕ Δυό μέτρα άντρας (δυνατός σαν τίγρης), αλλά τι να τον κάνεις. Ε/Π Καπλάνι: τίγρης τουρική λέξη. 
31. Φ Σολατσέρνει πάνω κάτω. ΝΕ Κάνει βόλτες πάνω-κάτω. Ε/Π Σολατσέρνει = σολάτσα ιταλική λέξη. 
32. Φ Σα τη κάττα, με τα καττιά κάμνεις. (ΜΕ) ΝΕ Κάνεις σαν τη γάτα με τα γατιά. Ε/Π Ο ανησύχαστος (συνεχώς τα μεταφέρει από το ένα μέρος στο άλλο). 
33. Φ Επεστλέτισάτα ούλτα. ΝΕ Τα έφαγα όλα, τα τελείωσε όλα. 
34. Φ Έ σαϊτίζει κανένα πιό. ΝΕ Δεν υπολογίζει κανέναν, δεν σέβεται κανένα, δεν ξεχωρίζει κανέναν. 
Απόστολος Π. Κυριατσούλης. 
35. Φ Βαστά τη λακέρντα. (ΜΕ) Ν Μιλά ασταμάτητα. Ε/Π Λακέρντα: λακκιρτί = συνομιλία. τούρκικα: lacirdi. 
36. Φ Μη καννηρίζεις πρε! ΝΕ Μην κλείνεις το μάτι σου, μη μισοκοιτάς, μη βάζεις σε στόχο κακόβουλο τον άλλο Ε/Π Καννηρίζεις: από το κάννη. Πρε: = μωρέ - μρε = πρε - βρε - ρε! 
37. Φ Εσύχρισα τον τοίχο και συμπιάστηκε. ΝΕ Σοβάντησα τον τοίχο και στερεώθηκε, ισχυροποιήθηκε. Ε/Π Εσύχρισα: χρείω = απλώνω ομοιόμορφα - αλείφω. 
38. Φ Έβγκαλε το μαγιασίλι, τη παμπακιά. (ΜΕ) ΝΕ Δεν σταμάτησε να μιλά, και έβγαζε αφρούς (λευκούς). 
39. Φ Επήρεντο λιμπί. Ν Τούγινε συνήθεια, επιθυμία. Ε/Π Λιμπί: Libido = επιθυμία σφοδρή. 
40. Φ Ήρτε με μιά ναβρατίνη. ΝΕ Ήρθε πολύ νευρισμένος. Ε/Π Ναβρατίνη: τούρκικη λέξη. 
41. Φ Εχάλασε την ανουργκιά. ΝΕ Χάλασε το όρια του χωραφιού. Ε/Π Ανουργκιά: εν-ορία - όρος - όριο κτήματος. 
42. Φ Άπιάσει καμμιά απόρα (μπόρα). ΝΕ Θα πιάσει ξαφνικά βροχή, καταιγίδα. Ε/Π Απόρα = Μπόρα: Bora, Βενετική λέξη. 
43. Φ Ξεκούτλα, μη γόκεις κάτω. ΝΕ Μην κοιμάσαι και θα πέσεις κάτω, θα κτυπήσης. Ε/Π Ξεκούτλα: κουτουλώ, κινώ το κεφάλι μου, όπως του βοδιού, προς τα κάτω. Κινώ το κεφάλι μου σε κίνηση ύπνου, νύστας = κουτλίζω. 
44. Φ Εσυκκιρντίστηκα τώρα, μήν πά νά πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα πάρα πολύ, που δεν λέγεται. Ε/Π Εσυκκιρντίστηκα: σικκιρντίζομαι = στενοχωριέμαι, τούρκικη λέξη. 
45. Φ Ήταν γυσπιρκιασμένος ο άχρωπος. Ν Ήταν νευριασμένος ο άνθρωπος (διασπυριάζω) 
46. Φ Τα ξένα κάχρη με φάασι. ΝΕ Οι ξένες υποθέσεις με φάγανε. 
47. Φ ΄Ερκουνταν με μια χχίζη. ΝΕ Ερχότανε με φόρα, με εκνευρισμό. Ε/Π Χχίζη: συγχύζομαι = ζω ψυχική αναστάτωση. συγχίζομαι. 
48. Φ Ταβρομπαλκιού τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Πάλευε τώρα εδώ. Ε/Π Ταβρομπαλκιού: ταυροπαλεύω = μάχομαι σαν ταύρος. 
49. Φ ΄Ε κακόμε, τράβα-τράβα, εποχείλωσεστο. ΝΕ ΄Ελα ρε καϋμένε, τράβα-τράβα το ξεχείλωσες, το διέλυσες τράβα-τράβα. Ε/Π Κακόμε: κακόμοιρε. 
50. Φ Της αγίας μαλαντράνας. (ΜΕ) ΝΕ (Λέγεται) για κάτι, που δεν θα γίνει ποτέ. Ε/Π Επειδή τέτοια Αγία δεν υπάρχει. 
Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπας
51. Φ Το κράϊ, ετσουρόκαψε τα πρώμα. ΝΕ Η πρωινή δροσιά έκαψε τα πρώϊμα φυτά, κ.λ.π. 
52. Φ Εχορτοψώμιασε πιό και ξέντωσε τ’ άντερό του. ΝΕ ΄Εφαγε και άνοιξε το έντερό του. Ε/Π Χορταίνω από ψωμί και λειτουργώ, συμπεριφέρομαι τώρα φυσιολογικά. 
53. Φ Αν έχεις δέκα πίστες, έλα. (Μ.Ε.) ΝΕ Αν έχεις κότσια έλα! Ε/Π Αν έχεις μεγάλη ψυχική δύναμη, θάρρος, 
54. Φ Στρουφάς-ξεστρουφάς, φτα είναι. ΝΕ Ό,τι και να κάνεις αυτά είναι, άδικα στριφογυρίζεις (στρίβω+γυρίζω = στριφογυρίζω). 
55. Φ Εξορφάνεψε τα χχεμέλκια. ΝΕ Από το πολύ σκάψιμο, φάνηκαν τα θεμέλια. Ε/Π Προφορά του -θ- ως -χχ- 
56. Φ Έβγκαλε τη κάτω γη, πάνω. (ΜΕ) ΝΕ Έσκαψε πάρα πολύ βαθιά. Ε/Π Απέδειξε την αλήθεια ή κουράστηκε πολύ για να το πετύχει ή για να το βρεί. 
57. Φ Εσήκωσε σκονάζαλο και στράβανέμας. ΝΕ Σήκωσε πολύ σκόνη και μας τύφλωσε. Ε/Π Σκονάζαλο: κονίσαλος, αρχαία = κίνηση (σάλος) σκόνης. 
58. Φ Εχάμπινε το φως μου. ΝΕ Βλέπω θαμπά. Ε/Π Εχάμπινε: θαμπώνω, αρχαία θαμβώνω – θάμβος. 
59. Φ ΄Εφα τώρα και πήα τα πάνω-καάτω. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγα τώρα και με πείραξε το φαγητό. 
60. Φ Φήκε το παιζίμι πρε, κέρκου. ΝΕ Άφησε το παιχνίδι κι’ έλα. Ε/Π Παιζίμι: παιχνίδι (το παίζειν). 
61. Φ Μάεψε τα συμπράνκαλα. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα. 
62. Φ Ενεργκιαστήκασι τον γιμινίτη. ΝΕ Πήραν μυρωδιά τον διμηνίτη (είδος σταφυλιού). Ε/Π Γιμινίτη αντί διμηνίτη. 
63. Φ Με το κολάϊ σου, σιά-σιά. ΝΕ Με την ησυχία σου σιγά-σιγά. Ε/Π Κολάϊ: ευκολία, άνεση, τουρκικά: kolay. 
64. Φ Επήρεντον η αποκαμπή μου. ΝΕ Τον είδα με την άκρη του ματιού μου, με την κίνηση του ματιού μου. Ε/Π Αποκαμπή: αποκαμύω = κλείνω τα μάτια μου. 
65. Φ ΄Εκατσε, καρσί στον ήλκιο. Ν Κάθισε απέναντι από τον ήλιο. Ε/Π Καρσί: απέναντι, τουρκική λέξη. 
66. Φ Είες, κακομά, γουλκιές; ΝΕ Είδες δουλειές; καημένη μου - κακομοίρα μου. 
67. Φ ΄Οξω έχει κουφόβραση. ΝΕ Έξω καίει ο ήλιος. Ε/Π Υψηλή θερμοκρασία με υγρασία. 
68. Φ Ποκοντρίαση έχεις; τσίμπα πάρε μου. Ν Σιχαίνεσαι βρε, φάε κάτι. Ε/Π Ποκοντρίαση: υποχονδρίαση = ψυχική αρρώστια φόβου. Τσίμπα: τσιμπώ = εμπίζω, αρχαία, από το όνομα: εμπίς = έντομο. 
69. Φ Συνόμπαλε κιά τη φωτιά, καιννά ποθθήση. ΝΕ Φύσα τη φωτιά, γιατί θα σβήσει. Ε/Π Συνόμπαλε: συμβάλλω - σύμβαλλε ξύλα, βάλε μαζύ και άλλα ξύλα. Ποθθήση: θα γίνει άθθος - άνθος - θα μείνει στάχτη (η φωτιά απόθθισε). 
70. Φ Εκαμέντηστα μιά κατούνα καί δκιωξέντον. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματά του και τον έδιωξε. Ε/Π Κατούνα: ένα δέμα. 
71. Φ Εφφάκωσα στα κατέφλια καίοκα κάτω. ΝΕ Σκόνταψα στα σκαλοπάτια (κατώφλια) κι’ έπεσα κάτω. 
72. Φ Η άτσα του εκέτσωσε που την απλησκιά. Ν Η φτέρνα του έπιασε κέτσα, επειδή δεν πλένεται (σκληρύνθηκε). 
73. Φ Εχουχούκα το μωρό. ΝΕ Έκλαιγε το μωρό με αναφυλλητά. Ε/Π Εχουχούκα: ηχοπίητη λέξη από το χου - χου. 
74. Φ Κάμε βα ένα χχηλίκι. Ν Ε Κάνε μου μιά θηλειά (για σύνδεση, όπως πιάνουν τα ζώα στα δάση ή τις πέρδικες με τις θηλειές). Ε/Π Χχηλίκι: Θηλάκας (θηλύκι) τρύπα που κρατιέται το κουμπί, κουμπότρυπα. 
75. Φ Το πολτύ κουκνούκεμα, βλάφτει. ΝΕ Το πολύ ώπα-ώπα βλάπτει, τα πολλά δώρα βλάπτουν Ε/Π Κουκνούκεμα: κανάκια = χάδια, αρχαία: καναχή = μουσικός ήχος μετάλλου. 
76. Φ ΄Εκαμα το χωρκιό τρικλάϊ. ΝΕ Γύρισα όλο το χωριό πολλές φορές. 
77. Φ Χαλοσπιτάς που είσαι. ΝΕ Είσαι μαστροχαλαστής (κτίζεις και χαλάς). 
78. Φ Εποδκιάλτεξέντα ούλτα. ΝΕ Διάλεξε τα καλύτερα. Ε/Π Εποδκιάλτεξέντα: απο-διαλέγω. 
79. Φ ΄Εμπηξε τις φωνές και λαμπάσαμε. (ΜΕ) ΝΕ Έβαλε τις φωνές και ξαφνιαστήκαμε, από το φως το ξαφνικό Ε/Π ΄Εμπηξε: πήγνυμαι = μπήγω. Λαμπάσαμε: λαμπάζω = λαμπάδας = απότομο/ξαφνικό φως. 
80. Φ ΄Εφαες τα συκώτια μου και τα μελακκόνια μου. ΝΕ Έφαγες τα σωθηκά μου από τη στεναχώρια. 
81. Φ ΄Εδκιασεν ο πορτομονές. ΝΕ Άδειασε το πορτοφόλι. Ε/Π Πορτομονές: πορτο (porto = φέρω), μονές - μονέδα: χρήμα, νόμισμα, λατινική λέξη (monete). 
82. Φ Μωρή, καοματού που είσαι; ΝΕ Είσαι μια εσύ..... (που ξέρεις να τα διορθώνεις). 
83. Φ Έριξατον και βω, καντάρκια. (ΜΕ) ΝΕ Τον έβρισα πολύ (του ’ριξα κατάρες(. Ε/Π Καντάρκια: καντάρι, μονάδα βάρους και μέτρησης 
84. Φ Πρε ασυγκόλτητε! ΝΕ Αυτός που δεν ταιριάζει, δεν συναναστρέφετε με κανέναν. Ε/Π Ασυγκόλτητε: α + συν-κολλητε (λόγω χαρακτήρα). 
85. Φ Επιτήκα το γαίμα σα νερό. ΝΕ Το αίμα έβγαινε σαν πίδακας. Ε/Π Επιτήκα: πιτύζω (αρχαία) = εξακοντίζω νερό με το στόμα (πυντιλίζω = πυτσουλίζω). 
86. Φ ΄Ηβρα το κουμπί του. (ΜΕ) ΝΕ Βρήκα την αδυναμία του, να τον ρυθμίζω, όπως θέλω. 
87. Φ Που σεφέρι, τίποτα. ΝΕ Αυτή τη φορά τίποτα. Δεν βρέθηκε ευκαιρία. Ε/Π Σεφέρι: τούρκικη λέξη, sefer = ταξίδι, ευκαιρία, εκστρατεία. 
88. Φ Εκαταφάρτισες πάρεμου. ΝΕ Έφαγες τουλάχιστον. Ε/Π Εκαταφάρτισε: καφαρτίζω = πρωϊνό, τούρκικη λέξη, kahvalti = πρόγευμα. 
89. Φ Εποσπερίσαμέ σας καλά-καλά. ΝΕ Γειτονέψαμε απόψε καλά. Ε/Π Εποσπερίσαμε: αποσπερίζω = περνώ τη βραδυά μου. 
90. Φ Έμπλασέντα ούλτα, το ζο! ΝΕ Τα έχυσες όλα σαν ζώο, που είσαι …. Ε/Π Έμπλασέντα: μπλάζω = σπω, έμπλασε = έσπασε, λύθηκε. 
91. Φ Εφροκάλισα και παρίησα κιόλα. ΝΕ Σκούπισα και τακτοποίησα κιόλας. Ε/Π Παρίησα = τα’ βάλα σε τάξη. Εφροκάλισα: φιλοκαλώ = αγαπώ το ωραίο, σκουπίζω - φιλοκαλώ - η φιλοκαλία = φροακαλιά = σκούπα. 
92. Φ ΄Εκατσε σαν τον μπάστακα. ΝΕ Δεν το κουνά αποδώ (δεν κινείται να φύγει). Ε/Π Μπαστάκας: σταθερή πέτρα, στόχος σε παιδικό παιχνίδι (αμάδες). 
93. Φ ΄Εστεσα τη βούα και περασάτην που τα κορφάδκια. ΝΕ Στήσαμε τον αργαλειό (στηριζόταν στο ύψος των κορφαδιών). 
94. Φ Εκουστήκασιν οι πομπές του. ΝΕ Ακούστηκαν τα ρεζιλίκια του. Ε/Π Πομπές: πομπή = ευτελισμός - διαπόμπευση (βυζαντινή λέξι). 
95. Φ ΄Ενα σανάκι, ήταν χα-χα. ΝΕ Για μια στιγμή, ήτανε να γίνει (πλησίαζε να ολοκληρωθεί). Ε/Π Σανάκι: χρονική περίοδος, μάλλον τουρκική λέξη. 
96. Φ Κέρατο βερνικωμένο. (Βρισιά) Ε/Π Βερνικωμένο: βάφω με βερνίκι, προσβολή για τους απατημένους συζύγους. 
97. Φ Το ζύ είναι ξύκικο. ΝΕ Το ζύγισμα δεν είναι σωστό. Ε/Π Ξύκικο: ξύκικος = λιποβαρής (τούρκικα: eksik). 
98. Φ Είε και πόϊε, μέχρι να τον καελήση. ΝΕ Είδε κι’ έπαθε μέχρι να τον καταφέρει, καϊλίζω = καταφέρω. Τουρκικά: kail. 
99. Φ Το μακούκκι- το τρικούκκι. ΝΕ Τα ίδια και τα ίδια. Ε/Π Επανάληψη, κουραστική. 
100. Φ Γίμωσε κια το μπουράκκιο. ΝΕ Γέμισε το παγούρι. 
101. Φ Εγυρίσαμε, ταμπρός - επίσω. ΝΕ Γυρίσαμε ξανά πίσω (κάναμε κάτι ασήμαντο, κάτι επαναλαμβανόμενο). 
102. Φ Είσαι κακόν αγκιό. (ΜΕ) ΝΕ Είσαι κακός άνθρωπος. Ε/Π Αγκιό: αγγείο. 
103. Φ ΄Εχει κόμα γουμάρι που πίσω του. ΝΕ Έχει ακόμη πολλές υποχρεώσεις, που ακολουθούν. 
104. Φ Του φέντη σου παιάκι. ΝΕ Μοιάζεις του πατέρα σου. 
105. Φ Επήα στο γκλέμα. ΝΕ Πήγα στο μάζεμα (τίναγμα των ελιών). Ε/Π Γκλέμα - γκλέω - γκλέξιμο, από το ρήμα εκλέγω = μαζεύω. 
106. Φ Εννά σε πάρει καιννά σε σηκώσει. ΝΕ Θα σε πάρει, και θα σε σηκώσει. Ε/Π Ο κακός δαίμονας για να σε τιμωρήσει. 
107. Φ Τον καιρό εφοέρισέντον. (ΜΕ) ΝΕ Εφοβέρισε τον καιρό. Ε/Π Είχε τόση δύναμη, που επέβαλε τις απόψεις του. 
108. Φ Βόττο ε βόττο, επόμεινες και ποτρέχεις. ΝΕ Έμεινες και τριγυρνάς άσκοπα. Ε/Π Βόττο: βόλτα. 
109. Φ Σφάλα με τον ρουκέττο. ΝΕ Κλείσε με την αμπάρα, τον περάτη. Ε/Π Σφάλα: ασφαλίζω = σφαλώ. 
110. Φ ΄Ηρτε καιφτό πανωγούμαρο. ΝΕ Πάνω στ’ άλλα ήρθε κι’ αυτό. Ε/Π Δεν φτάνουν όσα είχαμε, προστίθενται κι άλλα. 
111. Φ Τίναι πρε κήρτες λαφατός; ΝΕ Τι είναι ρε κι’ ήρθες λαχανιασμένος; (τι κακό συμβαίνει;) 
112. Φ Τουτουνού του καιρού, εν κούουσιν καλέ! ΝΕ Τα παιδιά αυτής της εποχής δεν ακούνε. 
113. Φ Μετακέλτα παραπέρα. ΝΕ Πήγαινε πιό πέρα (μετακινήσου, κάνε βήματα πιο πέρα). 
114. Φ Εκοπποκυλκιούνταν που δω και που κει. (ΜΕ) ΝΕ Γύριζε από δω κι’ από κει άσκοπα. Ε/Π Εκοπποκυλκιούνταν: κοπροκυλιέμαι. 
115. Φ Ετσά τον έντιξε, τι να κάουμε; ΝΕ Έτσι τού κατέβηκε, τι να κάνουμε; Ε/Π Έντιξε: θίγω – έθιξε. 
116. Φ Ανατολή-ανατολών, Κύριε δόξα σοι. (ΜΕ) ΝΕ Πέρα βρέχει. Φράση υποτιμητική για κάποιον αδιάφορο. 
117. Φ Τσαγκουρνά σαν τον κάττη. Ν Γδέρνει σαν τον γάτη. Ε/Π Για κακό και δύστροπο άνθρωπο. 
118. Φ Εστάχχει με τον ένα. ΝΕ Χωρίς να πάρει ανάσα (στάθηκα επίμονα σε μια μόνο άποψη). Ε/Π Εστάχχει: εστάθη. 
119. Φ Φέρε που κιά τα τζένια να φύουμε. ΝΕ Φέρε τα πράγματα, να φύγουμε. Ε/Π Τζέμια: τα λουριά που οδηγούν άλογο/κάρο 
120. Φ Επέρασε περαματάρης. ΝΕ Πέρασε χωρίς να σταματήσει. Ε/Π Περαστικός για δουλειά. 
121. Φ Η φωνή στην πάνω κόκκα. (ΜΕ) ΝΕ Μιλούσε πολύ δυνατά. Ε/Π Κόκα: το σημείο που δείχνει την πιο έντονη φωνή. 
122. Φ Επήρεντο σερί - κορντόνι. ΝΕ Δεν έχει σταματημό. Ε/Π Το πήρε συνέχεια, όπως το κορδόνι σε μήκος. 
123. Φ Αρπάξεις καμμιάν πούντα, να γεις εσύ. ΝΕ Θ’ αρπάξεις κανένα κρύωμα και θα δεις. 
124. Φ Να!! μιά λαουργκιά. ΝΕ Να ένας μεγάλος λαγός! Ε/Π Λαουργκιά, -κιά: μεγεθυντική κατάληξη. 
125. Φ ΄Ασε κιά, α μη λείπεις. (ΜΕ) ΝΕ Νάχεις το νου σου (ν’ασαι εκεί, να μη είσαι απών). Ε/Π Θέση και άρνηση λένε το ίδιο, είναι σχήμα λόγου «εκ παραλλήλου». 
126. Φ Επόσταράτιστα, να τα ξέρει. ΝΕ Έστειλα μήνυμα, να το μάθει καλά. Ε/Π Επόσταράτιστα: ποστάρω = ταχυδρομώ. 
127. Φ Ξεφτερουχά η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Ξεπετάει η καρδιά μου. Ε/Π κάνει να φύγει, να πετάξει, νιώθει άσχημα. 
128. Φ ΄Οστα να πεις, να γεις, άφαντος. ΝΕ Μέχρι να το καταλαβεις, εξαφανιστηκε (ώσπου να πείς, να δείς). Ε/Π Σε περιπτώσεις άμεσης εκτέλεσης. 
129. Φ Μη πολτυμιλάς, καιννά χάσουμε το δικαστήριο. (ΜΕ) ΝΕ Να έχεις λίγα λόγια. Ε/Π Να λες λίγα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφτούμε. 
130. Φ Είπαντον και γίνει. ΝΕ Τον είπανε, κι’ έγινε. Ε/Π Παριστάνει αυτόν που δεν είναι (πίστεψε στους επαίνους των άλλων για τις ικανότητες του). 
131. Φ Κοντοστάχου κομμάτι, ναούμε. ΝΕ Σταμάτησε λίγο, να δούμε, κάνε υπομονή. 
132. Φ Επέρασε που τις χαραμάες. (ΜΕ) ΝΕ Φτηνά τη γλύτωσε. Ε/Π Κατάφερε το απίστευτο. 
133. Φ Μαύρην πείναν είχε. ΝΕ Πεινούσε πολύ. 
134. Φ Επαράοκε που την κούραση. ΝΕ Εξουθενώθηκε πολύ. Ε/Π Επαράοκε: παρεδόθηκε, υπέκυψε, παραδόθηκε εξαιτίας του κόπου. 
135. Φ Τίναι πρε, τσακάνια κουβαλάς; (ΜΕ) ΝΕ Γιατί πας κι’ έρχεσαι συνέχεια; Ε/Π Τσακάνια = καβούρια. 
136. Φ Η γουλκειά, ήρτε ράστη. ΝΕ Τα πράγματα ήρθαν, όπως τα περιμέναμε. Ε/Π Ράστη: αρχαία ράδιον = εύκολο, ράον, ραστώνη. 
137. Φ ΄Ελα, που νάρτουν τα χαπάρκια σου. (Βλαστήμια). Ε/Π Νάρτη η πιο κακή είδηση 
138. Φ Μήτε τσα μήτε αλγκιώς. ΝΕ Ούτε έτσι ούτε αλλοιώς. Ε/Π Θέση διπλωματική, πονηρή. 
139. Φ Εποστέλτωσα τάμπέλι. ΝΕ Στύλωσα τ’ αμπέλι. Ε/Π Εποστέλτωσα: από-στυλώνω = στηρίζω με στύλους. 
140. Φ Που νάβγκουν τα σωτικά σου και να μη πομείνουν. (Βλαστήμια) Ε/Π Τα σωτικά σου = τα εσωτικά σου. 
141. Φ ΄Εξηψεν η νιότη μου. ΝΕ Κάηκα ολόκληρος (λόγω της δοκιμασίας μου). Ε/Π ΄Εξηψεν: εξάπτω - άπτω - ανάβω - καίω. Η νιότη μου: η νεότης μου, η ζωή μου. 
142. Φ Κόμα κιά είσαι, εφύαν που τα χάννια. ΝΕ Ακόμα εκεί είσαι; φύγανε εδώ και ώρα. Ε/Π Αργά το σκέπτηκες, κατόπιν εορτής. 
143. Φ Ξάννα καλά, μην ελτάξω φύλλτο. Ν Πρόσεξε καλά, μην αλλάξω στάση. Ε/Π Ξάννα: ξανοίγω. Παροιμιώδης έκφραση για αλλαγή συμπεριφοράς. 
144. Φ Εγκλάστραν έχχελε. ΝΕ Αιτία ήθελε. Ε/Π Εγκλάστραν: εγκαλώ - βρίσκω αιτία για κατηγορία σε κάποιον. 
145. Φ Αείς που κάτω τον στρωμό!!! ΝΕ Να δεις πόσα πέσανε χάμω!!! Ε/Π Πόσος καρπός στρώθηκε κάτω από το δένδρο. 
146. Φ ΄Επιασε πάνω, με τα δέκα του. (ΜΕ) ΝΕ Δεν τα παρατάει. Τα κρατά με τα δύο του χέρια. 
147. Φ Εννά φάεις καμπόσο κερεστέ. ΝΕ Θα φας κάμποσο ξύλο. Ε/Π Κερεστέ: κερεστές = ξύλο, τούρκικη λέξη. 
148. Φ Εννάρτη η απανταχού, καιννά ξύεσαι. (ΜΕ) ΝΕ Θάρθουν τα μαντάτα και δεν θα ξέρεις τι θα θέλεις. Ε/Π Η απανταχού = η εγκύκλιος του κράτους. 
149. Φ Επήρεντο σειράβαρντη καίνεσταματά. ΝΕ Το πήρε σερί και δεν σταματά. 
150. Φ Εζβουντούρηξέντα κάτω, καίφηε. ΝΕ Τα παράτησε κι’ έφυγε. Ε/Π Εζβουντούρηξέντα: ζβούν, ηχοποίητη λέξη, σε ήχους κίνησης των πραγμάτων. 
151. Φ Βαστά ένα όργκιο, άστα και να πάει. (ΜΕ) ΝΕ Κρατά την κουβέντα και να δούμε πότε θα τελειώσει. 
152. Φ Είες αππαναργκιό; ΝΕ Είδες ακαταστασία; Ε/Π Αππαναργκιό: αππανάς = βρόμικός, ακατάστατος (τούρκικη λέξη) 
153. Φ Κοπροσκυλιάζει, ο ττεμπελοχανάς. ΝΕ Κάθεται όλη την ημέρα ο τεμπέλης στο χάνι χωρίς να κάνει δουλειά. 
154. Φ Κατάκατσε πιο, γιατί επαράκαμέστο. ΝΕ Κάτσε καλά, γιατί το παράκανες. 
155. Φ Επύργκιασες ταβγκά; κάτσε κόμα. (ΜΕ) ΝΕ Για κάποιον που κάθεται και ξεχνά να σηκωθεί. Ε/Π Επύργκιασες ταβγκά: κλώσησες τ’ αυγά, όπως η όρινθα. Πυρκιαζω = ζεσταίνω. 
156. Φ Εξεσυνόβγκαλέντον, και πήρεντον. ΝΕ Του άλλαξε τα μυαλά και τον πήρε, τον παρέσυρε. 
157. Φ Επερίλαβέντον, μόλις τον είε. ΝΕ Τον έπιασε μόλις τον είδε και τού έκανε παρατήρηση. 
158. Φ Εκάχουνταν του καλού καιρού. (ΜΕ) ΝΕ Καθότανε ξένιαστος. Ε/Π Όπως συνηθίζεται στον καλό καιρό, που δεν έχει προβλήματα. 
159. Φ Εκαμέντα, αλάη-μαλάη. ΝΕ Τα ανακάτεψε. Ε/Π Αλλαγή με αλλαγή 
160. Φ Πουννά φυ το χώμα, που τις άτσες σου, και να μη πομείνει. (Βλαστήμια) 
161. Φ Βγκάλντη την, εν την εβγκάλτη. (ΜΕ) ΝΕ Έτσι κι’ έτσι. Ε/Π Ζει ή πεθαίνει. 
162. Φ Εντερόλυσε ο μικρός. ΝΕ Φοβήθηκε ο μικρός. Ε/Π Εντερόλυσε: εντερο-λύω. 
163. Φ Εν εμπλέπεις τον συρμό; ΝΕ Δε βλέπεις τι γίνεται; Ε/Π Πώς οδηγεί η μόδα; 
164. Φ Βάλε πρε μιά μαστίχα, που κιά. ΝΕ Βάλε μου ένα ούζο από εκείνο που έχεις. 
165. Φ Ευ τον κάμνεις ζάφτι. ΝΕ Δεν τον κάνεις καλά. Ε/Π Δεν μπορείς να τον βάλεις στην θέση του, να τον περιορίσεις. Ζάφτι, ζάπτι, τούρκικα = περιορισμός. 
166. Φ Επήαμε να πούμε, κίπαμας. (ΜΕ) ΝΕ Πήγαμε να πούμε και μας είπανε. Ε/Π Από την επίθεση βρεθήκαμε στην άμυνα. 
167. Φ Έφερέντα, κκιαπράζι. ΝΕ Τα έφερε σκούρα, δυσκολεύτηκε πολύ. 
168. Φ Επαϊρντισεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Φούσκωσε η καρδιά μου. Ε/Π Εγώ ο ίδιος παραδόθηκα στους φόβους μου. Παϊρδίζω, τούρκικα.: bayildim = λιποθυμώ. 
169. Φ ΄Ηρτε μερέβικα. ΝΕ Ήρθε, όπως το θέλαμε. 
170. Φ Ελυσσοντέργκιασές με πρε. (ΜΕ) ΝΕ Μ’ έκοψες τη χολή. Ε/Π Μ’ έκανες να φοβηθώ πολύ (λύνω + έντερα), λυ(σ)οντεράζω. 
171. Φ Εσκουρόφερέντα ο ζάβαλντης. ΝΕ Τα βρήκε σκούρα ο κακομοίρης. Ε/Π Δυσκολεύτηκε στα προβλήματα ο καυμένος. 
172. Φ Α σε κάμω καφαρτί; ΝΕ Να σε φτιάξω κολατσιό; Ε/Π Καφαρτί - κολατσιό = πρωινό. Κολατσιό, ιταλική λέξη (colazione). 
173. Φ Ετρουλτόφτιασε, να κούσει. ΝΕ Τέντωσε τ’ αφτιά του, ν’ ακούσει. Ε/Π Τρούλος = θολωτό στέγασμα, υψηλό. 
174. Φ Επόλυκε; γιά κόμη; ΝΕ Τελείωσε η εκκλησία ή όχι; Ε/Π Επόλυκε: απέλυσε η εκκλησία το εκκλησίασμα. Επόλυκε: αρχαίος παρακείμενος του απολύω (από-λέ-λυ-κε). 
175. Φ ΄Εριξε νάμι στο χωρκιό. ΝΕ Έβγαλε όνομα στο χωριό. Ε/Π Συνήθως κακό, ή δεν θέλει πια να ΄ρθεί. Νάμι = όνομα, φήμη. Τουρκικά: nam, μάλλον δυσφήμηση. 
176. Φ Μέχρι να συφταστείς να πάεις, ενάναι πολυτά. (ΜΕ) ΝΕ Μέχρι να πας θάχει τελειώσει η εκκλησία. 
177. Φ Εφάνην ο μουστουρής; ΝΕ Φάνηκε ο αγοραστής; 
178. Φ Εφύαμμε τα κατρουλκιά. (ΜΕ) ΝΕ Απο το φόβο μου κατουρήθηκα (πολύ φοβήθηκα). 
179. Φ Κούε γκομαχητό που βγκάλντη. ΝΕ Άκου αγκομαχητό, που βγάζει. 
180. Φ Ελατσόχχηκες, πρε, έ χωρείς; ΝΕ Λερώθηκες (βρόμισες) βρέ, δε βλέπεις; Ε/Π Ελατσόχχηκες: λέτσος - λετσώνομαι λερώθηκα, βρόμισα. Lezzo (ιταλικά) = βρομία, δυσωδία, άσχημο ντύσιμο. 
181. Φ Α σε κάμω καντήρα; ΝΕ Θα σε σηκώσω στην πλάτη μου. 
182. Φ Επήε κήρτε, το μυαλό μου. (ΜΕ) ΝΕ Σκέφτηκα διάφορα πράγματα. Ε/Π Παροιμία αμφιβολίας. 
183. Φ Εκλώσαν τ’ άντεράμου. ΝΕ Ανακατωθήκανε τα έντερά μου. Ε/Π Έννιωσα προβληματισμένος, θύμωσα. 
184. Φ Ερεμέδκιασές τα καλά; ΝΕ Τα έφτιαξες καλά; Τα διόρθωσες ωραία; Ε/Π Ερεμέδκιασές τα - managgiare - χειρίζομαι καλώς. 
185. Φ Εχολόσκασεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Έσκασε η καρδιάμου, λυπήθηκα πολύ. 
186. Φ Ξάννα μη πεταχτεί καμμιά τσαμπηρία. ΝΕ Κοίταξε μη πεταχτεί καμμιά σπίθα. 
187. Φ Κόκκινος, φυρφύρι. ΝΕ Ολοκόκκινος. Ε/Π Ως η πορφύρα, ο πορφυρούς = ο βαθυκόκκινος. 
188. Φ Επαίξαμε ένα παττιρντί, του καλού καιρού. ΝΕ Είχαμε έναν καυγά τρικούβερτο. Ε/Π Παττιρντί: φασαρία, θόρυβος (τουρκικά: patirdi). 
189. Φ Εκλειοστόμιασε, και εν εβγκάλτη γρί. (ΜΕ) ΝΕ Έκλεισε το στόμα του και δεν βγάζει άχνα, δεν είπε κουβέντα (ούτε γρω αρχαία). 
190. Φ Ξάννα μη πνιουργκιαστής. ΝΕ Πρόσεξε μην πνιγείς, πέρα για πέρα. 
191. Φ ΄Εκατσε χαλούρι, κι’αντό γεις ΝΕ Κάθησε στο σαμάρι του γαϊδάρου κι’ έγινε άφαντος. Ε/Π Χαλούρι: δίχαλο - διχάλα = με τα σκέλη εκατέρωθεν. 
192. Φ Επήε στο γιαττάκι του. ΝΕ Πήγε στο κρεβάτι του, για ύπνο. 
193. Φ Ενερούλγκιανε το μυαλό μου. (ΜΕ) ΝΕ Το μυαλό μου έγινε νερό και δεν μπορεί να βρεί λύση 
194. Φ Α βράσω την καβαλνταρία σου. (Βρισιά) Ε/Π Αδιαφορώ για την ιππική σου δύναμη, για το ιππικό σου. 
195. Φ ΄Ηβγκε η κουτάλα του. ΝΕ Βγήκε ο ώμος μου, κουράστηκα πολύ. 
196. Φ Πρε, που να σε πεί, ο γιμάμης στο φτί. (Βλαστημιά) Ε/Π Γιμάμης: Ιμάμης, θρησκευτικός ηγέτης των μουσουλμάνων. 
197. Φ Τοσογά μεϊτάνι, έ σε πήρε; ΝΕ Τόσο μέρος δε σε πήρε; τόσος χώρος δεν ήταν αρκετός; 
198. Φ Εγίναμε κκιούλκι και γιέβεντο, στο χωρκιό. Ν Γίναμε ρεζίλι στο χωριό. Ε/Π Γίναμε δυσμενές σχόλιο στο χωριό, μας κατηγορούν. Κιούλι, γιεβέντο = αιτία να μας κοροϊδέψουν (γιβεντίζω, βυζαντινό). 
199. Φ ΄Οξω είναι γιαγκίνι. ΝΕ Έξω κάνει ζέστη αφόρητη. 
200. Φ ΄Εκαμε κάρκαχο, μη το γγίξεις. ΝΕ Η πληγή έκανε κέτσα, μην την αγγίξεις. Ε/Π Η πληγή αρχίσει να θεραπεύεται. 
201. Φ ΄Επλωσε τα σκάδκια στην απλώτρα. ΝΕ Άπλωσε τα ξερά σύκα στην απλώστρα. Ε/Π Σκάδκια - σχάδια = σύκα. 
202. Φ Τ’ειν ο κάουρας, τ’ειν το ζουμίντου. (ΜΕ) ΝΕ Τι θα μείνει για να πάρεις και συ. Ε/Π Σε περιπτώσεις που δεν πρέπει να περιμένεις πολλά. Κάουρας - κάβουρας. 
203. Φ ΄Εβγαλε ένα πόφωνο. ΝΕ Έβγαλε μια κραυγή. Ε/Π Απότομη, παρατεταμένη κραυγή. Απόφωνο = από-φωνώ. 
204. Φ ΄Ηβγκε μιά πελτακούα. ΝΕ Βγήκε μιά φλούδα. Ε/Π Πελτακούα: πέλεκυς, φλούδα = κομμάτι πελεκημένου ξύλου από κορμό. 
205. Φ Εκουκκούλντωσε η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Σταμάτησε η καρδιά μου. Ε/Π Πλακώθηκε (η καρδιά μου) από το βάρος ενός σοβαρού γεγονότος. 
206. Φ Γκιλτοτήρι που είσαι; Ν Ε Πειραχτήρης που είσαι; Ε/Π Γκιλτοτήρι: ακίδα - σχίσμα αιχμηρού ξύλου - αγκάθα που εισχωρεί άνετα στο σώμα, για να δώσει ερέθισμα αντίδρασης. Α-γκιλώνω. 
207. Φ Εστρατίστη κακομά, έπιασε ζυό. (ΜΕ) ΝΕ Μπήκε στο σωστό δρόμο. Ε/Π Ζυό: ζυγός. Υποχρεώνεται να ακολουθήσει τον σωστόν δρόμο. 
208. Φ Εναπουγκώχχηκε πιό, φιέστε που μπρός. (ΜΕ) ΝΕ Σήκωσε τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα και πρέπει να φοβόμαστε. Ε/Π Δείχνει την αποφασιστικότητα κάποιου για σύγκρουση, αλλά και ειρωνεία. 
209. Φ Εσυγκλίστη το χωρκό, έ τάμαχχες; ΝΕ Έγινε βούκινο στο χωριό, δεν τάμαθες; Ε/Π Εσυγκλίστη: αναστατώθηκε. Λέγεται για γεγονότα ξαφνικά που συγκλονίζουν. Σεκλετίζω = στεναχωρώ, τούρκικα: Sikildim. 
210. Φ Κουρκουνούν την πόρτα. ΝΕ Χτυπούν την πόρτα. Ε/Π Ηχοποίητη λέξη, που προκύπτει από τον θόρυβο κτυπήματος της πόρτας: κουρ-κου-νώ. 
211. Φ Είναι βαρύ κουρσούνι. ΝΕ Είναι βαρύ, ασήκωτο. Ε/Π Κουρσούνι: βαρύ, επίσης το άκρο της σφαίρας που σκοτώνει (τούρκικα: kursun). 
212. Φ Ελγκιώσαν τα σώψυχά μου. (ΜΕ) ΝΕ Λειώσανε τα μέσα μου από τον φόβο. Ε/Π Ελγκιώσαν: έλειωσαν - λειώνω = κάνω λεία την επιφάνεια. Σώψυχά: τα μέσα μου, τα εντόστια μου, τα εσωτερικά μου, η έσω ψυχή μου. 
213. Φ Που να παώσεις και να μην εβράσεις. (Βλαστημιά) Ε/Π Να παγώσεις όπως ο νεκρός και ποτέ να μην αναστηθείς. Αρνητικό και θετικό διαπιστώνουν το ίδιο σχήμα λόγου «εκ παραλλήλου». Π.χ. κάθομαι και δεν στέκομαι. 
214. Φ Κιά που έ σσε βάλτουν, νεμμάς. (ΜΕ) ΝΕ Εκεί που δεν σε βάζουν, φυτρώνεις. 
215. Φ Εβούργκιανε το κάφκαλτό μου. ΝΕ Ζάλισε το κεφάλι μου. Έγινε σαν κλούβιο αυγό. 
216. Φ Το ψόμα πάει σύννεφο. ΝΕ Το ψέμα δεν έχει τελειωμό. Ε/Π Λέγεται συνήθως για κάτι κακό ή δυσάρεστο, ή υπερβολικό. 
217. Φ Η κάτω πέτρα του μύλου. (ΜΕ) ΝΕ Ο αργοκίνητος άνθρωπος. Ε/Π Ο αργοκίνητος άνθρωπος μοιάζει με την μη κινούμενη κάτω πέτρα του μύλου! 
218. Φ Ήψε καίκαψε που το κακόν του. ΝΕ Νευρίασε πολύ από το κακό του. 
219. Φ Ψακή είν’ όξω, βαστούμμε τα σύγκρυα. ΝΕ Έξω κάνει παγωνιά και κρυώνω. Ε/Π Ψακή: είναι και το δηλητήριο. Έξω είναι δηλητήριο, πολύ κρύο. 
220. Φ Εκαράταρες καλά; ΝΕ Σημάδεψες καλά; Ε/Π Στόχευσες με επιτυχία. Καρατάρω = υπολογίζω, ιταλικά: caratare. 
221. Φ Γιουτίζει, πρε, φτογά; ΝΕ Ταιριάζει, βρε, αυτό εδώ; 
222. Φ Έλειψα το συκοΐρι (τ΄ αλλόθτια). ΝΕ Έλειψα με λάδι τα σύκα, για να ωριμάσουν γρήγορα. Ε/Π Αλλόθτια: μη ώριμα σύκα. Συκοΐρι: συκεώνας (αλόθκια, αρχαία: Όλυνθος). 
223. Φ Εντιπάρκιασε κιά, που; να μεταπατήσει! (ΜΕ) ΝΕ Κόλλησε εκεί και δεν αλλάζει γνώμη, πεισμάτωσε. 
224. Φ Βάστά τον πίσω πόα. (ΜΕ) ΝΕ Έρχεται τελευταίος, καθυστερεί. Ε/Π Να τελείς εν αναμονή - να καιροφυλαχτείς. 
225. Φ Φέρμου ένα κομματσούλτι ΝΕ Δώσε μου ένα κομμάτι. 
226. Φ Ντυπατημό!! το κουλούκι. ΝΕ Πείσμα! το παλιόπαιδο. Ε/Π Κουλούκι: μικρό σκυλί, αρχαία: σκύλαξ. Ντυπατημό, αντιπατώ. 
227. Φ Μεάλος χαττάς εννά γένει. ΝΕ Μεγάλη φασαρία θα γίνει. Ε/Π Χαττάς: ατύχημα, μεγάλο ατύχημα (τούρκικη λέξη). 
228. Φ Το χαβάσι του ήταν μέχρι βα. ΝΕ Το ενδιαφέρον του ήταν ώς εδώ. 
229. Φ Ετρομαλτίστηκα τωρά. ΝΕ Σηκώθηκε η τρίχα μου. 
230. Φ Έκαμα το ππερντάκι μου. ΝΕ Έκανα την ποινή μου. 
231. Φ Ολόκληρο μετόχι, έ σε πήρε; ΝΕ Τόσο μέρος δε σε πήρε; (δεν σε χώρεσε;). Ε/Π Μετόχι: έκταση, μέρος, χώρος. 
232. Φ Τ’ αμπέλι είναι δκιό αργκιατών. Ν Το αμπέλι το τελειώνουν δυό εργάτες σε μιά μέρα. 
233. Φ Ενεροστάλκιαξες, πρε; ΝΕ Τόση δίψα έχεις, βρε; 
234. Φ Εν ενοιώνει που, πάνω, λαφροπατά. (ΜΕ) Ν Ε Δεν καταλαβαίνει πολλά πράγματα. Ε/Π Δεν ακολουθεί σωστό δρόμο, δείχνει επιπλέον ελαφρότητα. 
235. Φ Τσαμούχικο ζο. ΝΕ Το γαϊδούρι, που κλωτσάει. Ε/Π Τσαμούχικο: ατίθασο. 
236. Φ Έ χαμπαργκιάζει τίποτα. ΝΕ Δεν παίρνει χαμπάρι. Ε/Π Δεν αντιλαμβάνεται το μυαλό του τίποτα. 
237. Φ Έλγκιωσε που τη καχχούρα. (ΜΕ) ΝΕ Έλειωσε από το καθισιό, από την οκνηρία. 
238. Φ Ζιντάνιν όξω, έ χωρείς τη μύτη σου. ΝΕ Έξω είναι σκοτάδι, δε βλέπεις τίποτε. 
239. Φ Εσυφτάστεις και μαεύτηκες πιό; ΝΕ Πρόλαβες και ήρθες στο σπίτι πια; τελείωσες επιτέλους; 
240. Φ Η γουλκειά είναι στον μάστορη. (ΜΕ) ΝΕ Η δουλειά θα τακτοποιηθεί σύντομα. Ε/Π Η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη. 
241. Φ Έ θα βαστάξει ο ζάβαλτης;. ΝΕ Δεν θα αντέξει ο κακόμοιρος; 
242. Φ Ταγκλουκά η κοιλιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Πάει κι’ έρχεται το νερό στην κοιλιά μου. 
243. Φ Ταέντα πρε, ναούμε. ΝΕ Περίμενε, βρε, να δούμε. 
244. Φ Επήα στα λόκοπα. ΝΕ Πήγα να κόψω ξύλα. Ε/Π Να καθαρίσω το χωράφι, κυρίως στο βουνό. Βωλο-κοπώ = συντρόβω βώλους. 
245. Φ Εκαμέντην ταράτσα. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγε καλά, χόρτασε. 
246. Φ Εμέρωσεν ο τόπος. (ΜΕ) ΝΕ Απο άγριο τοπίο έγινε ήμερο. 
247. Φ Είε καίπαχχε να ποσώσει. ΝΕ Είδε κι’ έπαθε να φτάσει. Ε/Π Να τα φέρει σε πέρας. 
248. Φ Εννά φωνάζει και με το μεχχέλι του. ΝΕ Θα φωνάζει και με το δίκιο του. 
249. Φ Η γουλκειά εστράβωσε. (ΜΕ) ΝΕ Κάτι δεν πήγε καλά. 
250. Φ Εξεροστάλκιαξε να λαμένει. ΝΕ Βαρέθηκε να περιμένει. 
251. Φ Αούμε, που έπιασε μεττερίζι. (ΜΕ) ΝΕ Να δούμε που κόλλησε, και θ’ αργήσει. Ε/Π Μεττερίζι: η θέση που βρίσκεται κάποιος καιροφυλαχτώντας. 
252. Φ Είναι μιά φαραουνιά. ΝΕ Είναι πάρα πολλοί. Ε/Π Φαραουνιά: είναι μια φάρα, ένα σόι, μια φυλή, ένα συγγενολόι. 
253. Φ Κουννάτα καίρχεται. (ΜΕ) ΝΕ Έρχεται με άδεια χέρια. 
254. Φ Έφριξε το σκατό του. (ΜΕ) ΝΕ Λέγεται για τον τσιγκούνη. Ε/Π Θέλει να εκμεταλλεύεται τα πάντα. 
255. Φ Μουζώνου και σταχτώνου. (Βρισιά) Ε/Π Στη βυζαντνή εποχή διεπόμπευαν τους κακούς με μαύρο τού φούρνου και στάχτη, σε σχήμα της παλάμης πάνω στο πρόσωπο του παρεκτρεπομένου. Έτσι έμεινε η λέξη μούτζα, ή να΄χεις κουρέματα, γιατί τους κούρευαν. Διαπόμπευση: τον παρεκτρεπόμενο τον κάθιζαν σ΄ ένα ζώο ανάποδα. 
256. Φ Ξεκόλτα παρακεί, ά χχέλει ο Θεός. ΝΕ Πήγαινε πιό πέρα, αν ευαρεστήσε. 
257. Φ Επερόνιασέμε το κρύο. ΝΕ Το κρύο με διαπερνά, όπως το πριόνι, ή το περόνι. 
258. Φ Παντά τις μύες και κάχχεται. (ΜΕ) ΝΕ Δεν έχει δουλειά και κυνηγά τις μύγες. Ε/Π Διώχνει τις μύγες (αδράνεια και απραξία). 
259. Φ Εμερολάησε το παιί. ΝΕ Ησύχασε το παιδί. 
260. Φ Επαίξαμε μιά μπαταρία του καλού καιρού. ΝΕ Κάναμε έναν καυγά, άστα και να πάει. 
261. Φ Εκαούργκιασε που το κρύο. ΝΕ Μάζεψε από το κρύο, κουλουριάστηκε από το κρύο. Ε/Π Εκαούργκιασε: όπως συμμαζεύεται ο κάβουρας. 
262. Φ Γιντάτι είν’ καιφτό. ΝΕ Κάτι είναι κι’ αυτό. 
263. Φ Νεκάρωσε τη φωτιά. ΝΕ Φύσηξε, ν’ ανάψει καλά η φωτιά. 
264. Φ Άχανε πιο, νοίξετο το ρημάϊ σου. ΝΕ Άνοιξε το στόμα σου πιά. 
265. Φ Εξεσυνόβγκαλες τον άχρωπο. ΝΕ Ξεσήκωσες τον άνθρωπο, τον παρέσυρες. 
266. Φ Το φανενό καντάρι τι λέει; ΝΕ Τι, λένε οι Φανενοί γι’ αυτό; Ε/Π Πως το ζυγίζουν, δηλαδή πως το κρίνουν οι Φανενοί; 
267. Φ Επατήκωσέντην καλά-καλά. ΝΕ Γέμισε το στομάχι του καλά, χόρτασε. 
268. Φ Εστάχχει στο στετό. (ΜΕ) ΝΕ Περιμένε ανυπόμονος την απάντηση. Ε/Π Στετός: η στάση αναμονής. 
269. Φ Ντουγρού καφκαλτάς. ΝΕ Ξερό κεφάλι, αμεταγύριστο. 
270. Φ Πασπατέβγκεις κιά και κιά. ΝΕ Ψαχουλεύεις σ’ ένα σημείο, στο ίδιο σημείο. 
271. Φ Καμμάς που κάτω που τον πόνο. (ΜΕ) ΝΕ Όταν η μηχανή του κουρέματος δεν λειτουργεί καλά. Ε/Π Δεν αντέχει τον πόνο. Καμώ - καμύω = κλείνω τα μάτια μου. 
272. Φ Πρε τύμπανε, κουφάραν έχεις. ΝΕ Βρε δεν ακούς. Ε/Π Τύμπανε: γαΐδαρε. 
273. Φ Κάτσε κάτω τον ακούφητο. (Βλαστημιά) Ε/Π Στο ακούφητο κάθισμα (κάθησε), εκεί που δεν θα σηκωθείς ποτέ! 
274. Φ Μωρή ριχολακάνη. (ΜΕ) ΝΕ Η ευκολόπιστη. Ε/Π Ριχολακάνη: ρηχή λεκάνη. 
275. Φ Εία καίπαχχα να τον καελήσω. ΝΕ Είδα κι’ έπαθα να τον καταφέρω. Ε/Π Να τον κάνω να υποχωρήσει. Καϊλίζω = ξεγελώ (τούρκικα: kailis). 
276. Φ Καλάμια στα νύχια σου και στα πλευρά σου. (Βλαστημιά) 
277. Φ Πρε ναμοκκιόρη!! ΝΕ Βρε αφιλότιμε. Ε/Π Ναμοκκιόρη: στραβέ, τυφλέ, αφιλότιμε. 
278. Φ Εκνάσαν οι συκάλτες; ΝΕ Ωρίμασαν τα σύκα; 
279. Φ Μη με γκιλντώνεις. ΝΕ Μη με πειράζεις. Ε/Π Μη με προκαλείς, αγκλώνω - ακίδα. 
280. Φ Χοντρομάσκιε, να φύουμε. ΝΕ Τρώγε γρήγορα, να φύγουμε. 
281. Φ Επάτησεν πόϊ, εντιπάρκιασε κιά. ΝΕ Θέλει να γίνει το δικό του. Ε/Π Μένει αμετακίνητος στις θέσεις του, στις απόψεις του. 
281. Φ Χοντρομάσκιε, να φύουμε. ΝΕ Τρώγε γρήγορα, να φύγουμε. 
282. Φ Μπιχουργκιασέτο κιά. ΝΕ Σφήνωσέ το εκεί. 
283. Φ Εβά έχει παρήλκιο. ΝΕ Εδώ χτυπά ο ήλιος, λιγότερο. Ε/Π Παρήλκιο: ένα κομμάτι ήλιου ζεσταίνει, σε απόμερο μέρος. 
284. Φ Εν εξέρεις, τι έκοψε το ξερό του. ΝΕ Δεν ξέρεις τι σκέφτηκε, τι έχει στο μυαλό του. 
285. Φ Έχει το χού του. ΝΕ Έχει την αιτία του. 
286. Φ Ήρτα ποτόρι και σε νοήρεψα. ΝΕ Ήρθα πριν και σ’ έψαχνα. Ε/Π Ποτόρι - πρότερον - προτόρι = ποτόρι = προηγουμένως. 
287. Φ Ήες κακομά, αδκιαφόρετα μιλώ. ΝΕ Είδες λοιπόν, τσάμπα μιλώ. Ε/Π Είδες, κακομοίρα μου, άδικα μιλώ. 
288. Φ Η γουλκειά ερεμεδκιάστηκε ΝΕ Η δουλεία φτιάχτηκε, μπήκε σε καλή συνέχεια. 
289. Φ Στον αστρεμμό σταμάτα. ΝΕ Στην επιστροφή σταμάτησε. 
290. Φ Ένοιξες τη μασέλτα σου, πάλε; (ΜΕ) ΝΕ Άνοιξες το στόμα σου πάλι; Ε/Π Για να μιλάς ασταμάτητα, μασσέλα = σιαγόνα. Ιταλικά mascella. 
291. Φ Σήμερον ήμουν χωραϊτης. ΝΕ Σήμερα πήγα στη χώρα, στη πόλη (Ρόδος). 
292. Φ Ταρταρκιάν οι μονές!! ΝΕ Οι κουβέρτες είναι κρύες, είναι τάρταρες. 
293. Φ Επόμεινες και νεφέρνειστα, κάχχε στην ώρα. ΝΕ Έμεινες και τα λές κάθε λίγο και λιγάκι. 
294. Φ Πατά μεταπατά κιά και κιά. (ΜΕ) ΝΕ Λέει τα ίδια και τα ίδια. 
295. Φ Κάτσε κάτω πρε κοπελτάκι. ΝΕ Κάτσε κάτω ρε, είσαι μικρός ακόμα. 
296. Φ Εγαλάνησε το κουτί. (ΜΕ) ΝΕ Κουρκούτιανε το κεφάλι μου. 
297. Φ Εξήψαν οι αμιλήγκοι μου. (ΜΕ) ΝΕ Καίνε οι κροτάφοι μου. 
298. Φ Τα ρημάδκια και τα ξελεμματικά. (Βλαστήμια), συνήθως για κτήματα. 
299. Φ Επόμεινε και λέντιστα. ΝΕ Έμεινε και του τα λένε. 
300. Φ Στρόφους και αροάφνες να σε κόψουν. (Βλαστήμια) 
301. Φ Ούλτα φτα , επεράσαν που τη καμπούρα μου. ΝΕ Όλα αυτά τα τράβηξα εγώ, στην πλάτη μου. 
302. Φ Εππέσαν τα νεφρά μου. (ΜΕ) ΝΕ Απο το πολύ βάρος, που σήκωσε. 
303. Φ Εκαμέντα ρεμόνι. ΝΕ Τα ΄κανε λίμπα. 
304. Φ Είσαι σα τον άγκριφα. ΝΕ Είσαι μυγιάγκιχτος, όλο ψάχνεις (ακρίφας = και όργανο αλίευσεις). 
305. Φ Έκατσε, σα τον γιαρά. (ΜΕ) ΝΕ Περίμενε με πολύ ανυπομονησία, σαν την πληγή την αθεράπευτη. 
306. Φ Πέρασε πουννά περάσεις. ΝΕ Πήγαινε, όπου είναι να πας. 
307. Φ Πούϊντος πρε φτος γα; ΝΕ Που είναι βρε αυτός δα; 
308. Φ Επόμενες πιό και ξεσκάλτεις. (ΜΕ) ΝΕ Έμεινες πια και ψάχνεσαι, και σκαλίζεις. 
309. Φ Έστεσε το κάλτος του. ΝΕ Πήρε ύφος. 
310. Φ Επατέλκιωσα το γόμα. ΝΕ Έριξε πατελιά στο δώμα. 
311. Φ Ήβγκαν, πρε, οι μπορνοφύες; ΝΕ Βγήκανε τα πρώϊμα σύκα; 
312. Φ Πού-πού εξενεμίστηκες πρε συ; ΝΕ Από πού ξεφύτρωσες; Ε/Π Τα παρά την ανάγκη. 
313. Φ Εν τα σηκώνω τα παράναγκα. ΝΕ Δεν σηκώνω τα παράξενα. 
314. Φ Στάχχου βα, στα κατέφλια. ΝΕ Σταμάτα εδώ στα σκαλοπάτια, στο κατώφλι. 
315. Φ Είμαι θεονήστικος. ΝΕ Πεινάω πολύ. Ε/Π Θεο-νήστικος, θεο-πάλαβος, θεό-τρελος. 
316. Φ Κάχχεται, σα τον σταλαό. (ΜΕ) ΝΕ Κάνει σα τη βρύση, που στάζει. Ε/Π Έχει υπομονή και επιμονή παρακλητική. 
317. Φ Πιάσε πρε τη φελτά. ΝΕ Πιάσε, βρε, το βιβλίο. 
318. Φ Ο καπνός βγκαίνει κλωστρός. ΝΕ Ο καπνός βγαίνει στριφογυριστός. 
319. Φ Ένα φελτί με το λάϊ. ΝΕ Μιά φέτα ψωμί με λάδι. 
320. Φ Το ξετρίχι, ο ελτεμές, γείτετον. ΝΕ Κοιτάξτε τον τέλειο, τον αλάνθαστο. 
321. Φ Εχασολόησες και πήες. ΝΕ Αρχίζεις και χάνεις. Ε/Π Εχασολόησες: χάνεις - έχασες τα λογικά σου, πέρα για πέρα! 
322. Φ Εβά έχει ένα κούλουμπα. ΝΕ Εδώ έχει μιά λακούβα με νερό. Ε/Π Αρχαία: κόλυμβος. 
323. Φ Έκαμέντα μαντάρα καίφυε. ΝΕ Τα έκανε λίμπα κι’ έφυγε. Ε/Π Ανακάτωσε τα πάντα, τα διέλυσε. Μαντάρα = άγονη, άδενδρη περιοχή. 
324. Φ Ενεκαταστάλαξες κόμα; ΝΕ Δεν αποφάσισες ακόμα; 
325. Φ Τώρα σ’ έπιασε το συκλέτι; ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; Ε/Π Συκλέτι: ζόρι, μανία, βιασύνη. 
326. Φ Ελγκιώσαν τα συκώτια μου. (ΜΕ) ΝΕ Λειώσαν τα συκώτια μου από το φόβο, φοβήθηκα πολύ. 
327. Φ Εκουστήκασι ζαλάπατα. ΝΕ Ακούστηκαν βήματα. 
328. Φ Εγεμάτησες το φαί. ΝΕ Δοκίμασες το φαγητό; 
329. Φ Γλιστρίαν έφαες; (ΜΕ) ΝΕ Γι’αυτόν, που λέει πολλά. Ε/Π Σου γλιστρά η γλώσσα (λογοπαίγνιο με τη λέξη γλιστρίδα). 
330. Φ Μπελόνιασε βα, γιατί ε χωρώ (θωρώ). ΝΕ Πέρασε την κλωστή στη βελόνα, γιατί δεν βλέπω. 
331. Φ Πορπατά και ζαβλοπατά. ΝΕ Περπατά και δεν πατάει καλά. Ε/Π Παραπατεί σαν χαμένος, σαν βλάκας. Ζαβός = τρελός, μεθυσμένος. 
332. Φ Επέρασε καιφτό το νεπέττι. ΝΕ Πέρασε κι’ αυτή η δυσκολία. Ε/Π Νεπέττι: σειρά, τουρκικά: nobet. 
333. Φ Μανιζέβελτος άχρωπος. ΝΕ Ο ευκολοκίνητος άνθρωπος (ευέλικτος). 
334. Φ Τσα ολούρμου, έντιξέντον κιά. ΝΕ Στα καλά καθούμενα, έτσι το σκέφτηκε. 
335. Φ Μανιζέρνου πρε! ΝΕ Κουνήσου βρε! Βιάσου βρε! 
336. Φ Σόρμα, καϊράττι δα. ΝΕ Προσοχή να μην την πατήσουμε. Ε/Π Καϊράττι: καϊράτι = κουράγιο, υπομονή, θάρρος, τόλμη. Τουρκικά: gayret. 
337. Φ Ήψε το καμίνι. (ΜΕ) ΝΕ Άρχισε να ενδιαφέρεται, κάτι άρχισε να παίρνει διαστάσεις κακές. 
338. Φ Κάχχεται σα το κούφτιο. Ν Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Κούφτιο: το πουλί κούφτιο, αρχαία: σκώψ. 
339. Φ Έκοψε την εβρουλγκιά. (ΜΕ) ΝΕ Γι’ αυτόν που πάθανε. 
340. Φ Ελεαμέσσετά, αλλτά ένεκούες. ΝΕ Σου τα λέγαμε, αλλά δεν μας άκουγες. 
341. Φ Που την αναφαγιά εγίνη σα γλιμύρι. ΝΕ Επειδή δεν τρώει αδυνάτησε. Ε/Π Γλιμύρι: γλινός = λεπτός = αδύνατος = λιχνός. 
342. Φ Είναι μπελντί, ε χωρείς; ΝΕ Έχουμε παράδειγμα, δεν βλέπεις; Ε/Π Είναι επόμενο, δεν βλέπεις. 
343. Φ Έψε τον πυργκιόλοο. ΝΕ Άναψε τον αναπτήρα. Ε/Π Άναψε την ίσκα, το φιτίλι. Πυρίβολος = ρίπτει πύρ και ανάβει το φιτίλι. 
344. Φ Εφάαμας οι πασσόμυες. ΝΕ Μας πιάσανε οι μύγες. Ε/Π Πασσόμυες: μύγες που βρομίζουν τα φαγητά. Πάσσω: αρχαία = πασπαλίζω, ραντίζω. 
345. Φ Το ζον είναι κακογούμαρο. ΝΕ Το γαϊδούρι δεν φορτώθηκε καλά. 
346. Φ Α, μωρή μαλαγάνα. ΝΕ Α βρε καταφερτζού! 
347. Φ Επλάνταξε στο κλιαμούρι. ΝΕ Βαλάντωσε απο τα κλάματα. 
348. Φ Εκαμέντον γουλί. ΝΕ Τον κούρεψε με την ψιλή μηχανή. 
349. Φ Έφυε μονοβρόντηστος. ΝΕ Έφυγε σαν κυνηγημένος. 
350. Φ Επονέβει με πιό, κήπατα. ΝΕ Δεν κρατήθηκα πια και τα είπα. Ε/Π Μπήκε μέσα μου η απόφαση και τα είπα. 
351. Φ Μανέλγκιαζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη. 
352. Φ Α σε περκενώσω, αφάεις; ΝΕ Να σε βάλω να φας; Ε/Π Περκενώνω = αδειάζω. Βάζω φαγητό στο πιάτο από το τσουκάλι. 
353. Φ Ε, νάντα-νάντα!! ΝΕ Ε! όπου νάναι, θα τα δούμε!! 
354. Φ Τσουβάλκια των πιττέρων. (Βρισιά) 
355. Φ Μπούρντες τ’ αχέρου. (Βρισιά) 
356. Φ Πάννε πούετα, να ξεκάμεις κομμάτι. Ν Ε Πήγαινε κάπου να ξεδώσεις λίγο. 
357. Φ Είπασέτα, ένα μελεούνι φορές. ΝΕ Σου τα είπα πολλές φορές, χιλάδες φορές. 
358. Φ Εξετρομάκιασε που το κρύο. ΝΕ Χτυπούν οι μασέλες του από το κρύο. 
359. Φ Ποιός πρε; φτοσγά ο κνιάρης; ΝΕ Ποιός ρε αυτός ο τεμπέλης; Ε/Π Κνιάρης: οκνηρός, τεμπέλης. 
360. Φ Οι μέρες είναι σα τσαρντέλτες. (ΜΕ) ΝΕ Οι μέρες είναι, όπως οι σαρδέλες στο κουτί. Ε/Π Όλα είναι μετρημένα, υπακούουν στη μοίρα. 
361. Φ Το νερό είναι κάντιο. ΝΕ Το νερό είναι καθαρό. 
362. Φ Επήα, καίζεψα τα ζα. ΝΕ Πήγα και ετοίμασα τα ζώα. Ε/Π Καίζεψα: έζεψα = τα ΄βαλα στον ζυγό. 
363. Φ Εφτός έχει, τη γική του παντιέρα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός κάνει πάντα το δικό του. Ε/Π Κάνει ό,τι του κατέβει. 
364. Φ Εμάλκιασεν η γλώσσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου. Ε/Π Συμβουλεύοντας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 
365. Φ Εγκούλκιασεν ο καταπότης. ΝΕ Γέμισε νερό τ’ αυλάκι. Ε/Π Καταπότης: Το μεγάλο αυλάκι που τροφοδοτεί τα άλλα αυλάκια. Γουλιάζω - η γούλα = ο οισοφάγος. 
366. Φ Ήβρεν ο κουτσός, εγλύστρα. (ΜΕ) ΝΕ Αιτία ήθελε. Ε/Π Μια φορά του δόθηκε η ευκαιρία (στις πολλές ατυχίες), αλλά και αυτή χωρίς αποτέλεσμα. 
367. Φ Καοματού που είσαι!! ΝΕ Καταφερτζού που είσαι!! 
368. Φ Κάχχεται και φκριέται. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Φκριέται: παρακολουθεί, κρυφακούει, υποκλέπτει τα λόγια. 
369. Φ Μπαλτουκκώσου κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Κάθησε κάτω. Ε/Π Μπαλτουκκώσου: ακίνητος, σαν να είσαι μπαλουκωμένος. Παλούκι, αρχαία: πάλος 
370. Φ Εντερόκοψέ με ο χασονούς. ΝΕ Με κοψοχόλιασε ο βλάκας. 
371. Φ Επόμεινες πιό και βάσσεις. ΝΕ Έμεινες πια και φωνάζεις. Ε/Π Βάσσεις: γαυγίζεις σαν σκυλί. 
372. Φ Νάψε βα το φως, να μπλέψω. ΝΕ Άναψε το φως τώρα να δω, να βλέψω. 
373. Φ Εσάχνιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον μαύρισε απο το ξύλο. Ε/Π Τον διέλυσε με το ξύλο, ή το φόρτωσε ξύλο. Σάττω = φορτώνω 
374. Φ Πουνα κάτσουν οι ογκιές σου και τα κατάκλια σου. (Βλαστήμια/Κατάρα) Ε/Π Ογκιές: οσφύες 
375. Φ Εννά σε σταφνίσω μιά κατακούτελτα, πούννάν ούλτη γική σου. ΝΕ Θα σου δώσω μια, που θάναι όλη δική σου (εννοεί ξυλιά, χαστουκι). 
376. Φ Κόψε με ένα τακκί κριάς. ΝΕ Κόψε μου ένα κομμάτι κρέας. Ε/Π Τακκί: τακκάκι = λίγο. Τάκκος = μεγάλο κομμάτι. 
377. Φ Λτιολέης, φτιγά την κουβέντα καλέ; ΝΕ Λίγες φορές λες αυτήν την κουβέντα; 
378. Φ Α καθαρίσει η γιαρά που το σιτάρι. (ΜΕ) ΝΕ Να καθαρίσει το καλό από το κακό. Ε/Π Γιαρά = η αίρα 
379. Φ Παωμός να σέβρει. (Βρισιά/Κατάρα) Ε/Π Να παγώσεις, να πεθάνεις. 
380. Φ Σύρου ξύσου, εφέρεστα χαρακωτά. ΝΕ Ήρθαμε στα πάρα πέντε. Ε/Π Αμφιταλαντευόμενος, δεν έχει αποτέλεσμα. 
381. Φ Έπιασε το συναξάρι, ε θα γλυτώσουμε. (ΜΕ) ΝΕ Έπιασε την κουβέντα και δε θα γλυτώσουμε. Ε/Π Συναξάρι: είναι η βιογραφία των αγίων, που συνήθως έχει μεγάλη ιστορία και ενδιαφέρον. 
382. Φ Έκαμεν ένα φεσφεσέ του καλού καιρού. ΝΕ Έκαμε μεγάλη φασαρία. 
383. Φ Επόμεινες και βαστάς τα σαουνά σου. ΝΕ Έμεινες και κρατάς τα σαγόνια σου. Ε/Π Λέγεται επί απραξίας και αδράνειας. Θεωρείται κακός οιονός. 
384. Φ Έοκεν και πήρε. (ΜΕ) ΝΕ Ξεθύμανε. Ε/Π Συνήθως για ανθρώπους που φτάνουν στα άκρα, αλλά μετά μεταμελούνται. 
385. Φ Εκαμμυσέντα και πάενε. (ΜΕ) ΝΕ Πήγαινε με κλειστά μάτια. 
386. Φ Μην εβγκάλτεις το νερό ίσκια πάνω. (ΜΕ) ΝΕ Μη λες πράγματα που δε γίνονται. Ε/Π Λέγεται συνήθως για το μη απραγματοποίητο (για τον αντιρρησία). 
387. Φ Εκατσουλτόχει με, κακομά. ΝΕ Μ’ έπιασε στον καυγά. Ε/Π Με επιτέθηκε άσχημα. 
388. Φ Τούρμπα-κκάλου, ε χα σε πετύχω πούετα; ΝΕ Που θα πάει δεν θα σε πετύχω πουθενά (κάπου); Ε/Π Θάρ’θει ο καιρός, που θα σε συναντήσω. 
389. Φ Το ξελεμματικό και το παντέρημο. (Βλαστημιά) Ε/Π Για κτήματα που δεν έχουν νοικοκύρη. Επί τουρκοκρατίας τα εκαταλειμμένα κτήματα 
390. Φ Ρετσινένο παντελόνι. ΝΕ Είδος υφάσματος για παντελόνια, ευτελούς αξίας. 
391. Φ Εσσέ νοστά βα που κάχχεσα; ΝΕ Δεν σ’ αρέσει εδώ, που είσαι; 
392. Φ Αδκιανόητο κεφάλι, ξερή κολοκύττα. (ΜΕ) ΝΕ Άνθρωπος χωρίς μυαλό. Ε/Π Λέγεται συνήθως για ανθρώπους που ποτέ δεν διανοούνται. 
393. Φ Ετρέχαν οι ίγροι, κουκκιά-κουκκιά. (ΜΕ) ΝΕ Ο ιδρώτας κυλούσε, έμοιαζε σαν το κουκί (στάλες - στάλες). Ε/Π Λέγεται σε περιπτώσεις αγωνίας, φόβου ή μεγάλου κόπου. 
394. Φ Τι σε μέλτει, που τα ξένα εντερέσκια; ΝΕ Τι σε νοιάζει, για ξένες υποθέσεις; 
395. Φ Ταβγκά είναι κλούβγκια. ΝΕ Τα αβγά με αλλοιωμένο κρόκο, λόγο πολύ χρόνου. Ε/Π Τα αβγά είναι χαλασμέν, δεν μπορούν να καταναλωθούν. 
396. Φ Ε να γένει, κανένα σακκατελίκι πόψε. ΝΕ Θα χτυπήσει κανένας απόψε και θα μείνει ανάπηρος, σακάτης. 
397. Φ Σκιού πρε, επήρα μας και φύαμε ΝΕ Κουνήσου ρε, μας πήρανε και φύγαμε. 
398. Φ Κάχχεται με των αγίων τα τάματα. (ΜΕ) ΝΕ Λεγόταν για τα μωρά, όταν ησύχαζαν. Ε/Π Λέγεται γενικά στις περιπτώσεις εκείνες που δύσκολα κάτι μπορεί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Με δυσκολία στηρίζεται κάτι. 
399. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η αροάφνα. (τοπική ονομασία, ΜΕ) Ε/Π Η πικράδα της ροδοδάφνης που βλαστάνει στο βουνό Άης Γιάννης. 
400. Φ Μάσκε-μάσκε τη πήσσα, εκατέβησαν οι γούλες του. Ν Ε Μάσα-μάσα την τσίχλα, κατέβηκαν οι αμυγδαλές του (πρήστηκαν). 
401. Φ Γηέ, την ούγια να πάρεις ξόμπλι. (ΜΕ) ΝΕ Δες το σόϊ, να δεις τι θα πάρεις. Ε/Π Θυμίζει το «εξ όνυχος τον λέοντα». Ούγια, αρχαία: Όα Μια ελάχιστη συμπεριφορά δείχνει τον χαρακτήρα. Ξόμπλι = παράδειγμα, λατινικά: exemplum (example). 
402. Φ Ήβγκε σαν την τρίχα που το ζυμάρι. (ΜΕ) ΝΕ Βγήκε καθαρός μέσα από τη βρομιά. Ε/Π Απήλλαξε με την αποπομπή του το κάθε καλό και ωραίο. 
403. Φ Πρε ακουμένταρτε, γίνου άχρωπος. ΝΕ Βρε γίνε σωστός άνθρωπος. Ε/Π Ακουμένταρτεος: Δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί. 
404. Φ Εννά σε πιάσω και ννάναι πιάσμα σου. ΝΕ Θα σε πιάσω και θα φας καλά. Ε/Π Θα σε πιάσω και θα είναι πιάσμα σκληρό, κακό. 
405. Φ Πιάστο, και βουϊσέτο πουά. ΝΕ Πάρτο και πέταξέ το από δω, προς τα έξω. 
406. Φ Τα νέφαλα επληχχάναν. ΝΕ Τα σύννεφα πληθύνανε. 
407. Φ Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. (παιχνίδι) ΝΕ Όρος παιχνιδιού. Ε/Π Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. Τελευταίος, λατινικά: ultimus. 
408. Φ Ούκκιου βόϊ!! (Βρισιά) Ε/Π Αποστροφή προς άτομα ανυπόληπτα. 
409. Φ Σταφία είμαι που τον ίγρο. ΝΕ Ο ιδρώτας τρέχει σα νερό. Ε/Π Υπερβολή, έχω γίνει μούσκεμμα από τον ιδρώτα, έγινε σταφίδα. 
410. Φ Ξυ και λάϊ. (παιχνίδι) ΝΕ Βόλτα πάνω στην πλάτη του άλλου. Ε/Π Ακριβώς, όπως πουλάει ο έμπορος το ξύδι και το λάδι. 
411. Φ Τώρα είμαι φούρκα-μπελάς. ΝΕ Είμαι πολύ νευριασμένος 
412. Φ Πού του σκόπελτου; ίσκια πέρα! (ΜΕ) ΝΕ Άλλα του λες και άλλα καταλαβαίνει, αδιαφορεί. 
413. Φ Έκαμε τη γη πηγή. ΝΕ Έκαμε τα αδύνατα δυνατά. 
414. Φ Επήε σεκκιέρ-μεκκιέρ. ΝΕ Πήγε τα πάνω-κάτω. 
415. Φ Άλι-άλι, πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, ρε. Ε/Π Αγάλι-αγάλι, αρχαία: γαληνός, ήρεμος (αγαληνά - αγάλια - αγάλι-α). 
416. Φ Φτερνοκοπά που το πρωϊ. ΝΕ Φταρνίζεται από το πρωί (είναι κρυωμένος). 
417. Φ Έγραψα την αγκλαβή. ΝΕ Έγραψα το προικοσύμφωνο (του αρραβώνα, του γάμου). Ε/Π Εκ. λαβή = ό,τι έλαβε 
418. Φ Εκατούνιασέντα ούλτα. (ΜΕ) ΝΕ Τα έφαγε όλα. Ε/Π Εκατούνιασέντα: Τα έκαμεν όλα κατούνα (δέμα) και τα πήραν. 
419. Φ Βάλεμε ένα κουνί ρύζι. ΝΕ Βάλε μου λίγο ρύζι. 
420. Φ Εβά εννά σε βαελίζω; ΝΕ Εδώ θα σε νταντεύω. Ε/Π Βαελίζω, νταντεύω: περιποιούμαι μικρό παιδί ή ηλικιωμένο. Βαϊλίζω - φροντίζω - βάγιλος = υπηρέτης. Λατινικά: bajulus =αχθοφόρος. 
421. Φ Εκαμέντα αρνιές-κουρνιές. ΝΕ Τα ρήμαξεν όλα Ε/Π (μέρη αρνιών και κουρουνιών!) 
422. Φ Σαρτοπηάς σα το ππίταλτο. ΝΕ Σαλτάρει πάνω-κάτω άσκοπα Ε/Π Σαν αυτό που κάνει μεγάλα πηδήματα. 
423. Φ Ελάωσεν τ’ αντερόν του. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγε και λάδωσε το έντερό του. Ε/Π Συνέπεια: να νοιώσει πιο δυνατός. 
424. Φ Ξέρεις τι πίσσας είναι; ΝΕ Ξέρεις τι τσιγκούνης είσαι; 
425. Φ Έβγκαλα το χτικιό. ΝΕ Χτίκιασα. Ε/Π Χτικιό, χτίκιασα: έγινε/είναι φυματικός (αρρώστια, που σε λείωνει, τηκτός). 
426. Φ Επόβγκαλές με πιό. ΝΕ Με σακάτεψες πιά, δεν αντέχω. 
427. Φ Ξεπετράϊζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη. Ε/Π Δεν μπορείς ποτέ ένα χωράφι να το απαλλάξεις από όλες τις πέτρες, λέγεται επί ματαιοπονίας. 
428. Φ Σπρώξε μόνι-μμόνι. ΝΕ Σπρώξε λίγο. 
429. Φ Λέει άλλτα των αλλτών. ΝΕ Λέει άλλα αντί άλλων. 
430. Φ Και τόντι σε πεήντησα. ΝΕ Και πράγματι σε παραδέχτηκα. Ε/Π Και τόντι: και «τω όντι» = πραγματικά (αρχαία). 
431. Φ Ήβγκε μισοούρανα. Ν Ε Βγήκε πολύ ψηλά. 
432. Φ Χτυπούν οι φτένες του σα του λαού. ΝΕ Χτυπά η καρδιά μου σα του λαγού. Ε/Π Φτένη = η πλευρά, ή μέση, τα ισχία. 
433. Φ Γούλα που την έχει!! ΝΕ Λαιμαργία που έχει!! (τρώει πολύ). 
434. Φ Μπάζει που κιά που τη χχυρία. Ν Μπάζει από τη χαραμάδα, αέρα κρύο. Ε/Π Χχυρία - θυρίδα, χαραμάδα. 
435. Φ Χα πέρνα πουά. ΝΕ Άντε, φύγε από δώ. 
436. Φ Εβώ τα επόλαψα ούλτα φτα. ΝΕ Εγώ τα τράβηξα όλα. Ε/Π Ειρωνικά: τα απόλαυσα αντί τα υπέφερα 
437. Φ Κάτσε βα που ποσκιάζει. ΝΕ Κάτσε εδώ, που δε φυσάει. Ε/Π Κάτσε εδώ, που δεν έχει ήλιο, αλλά ήσκιο. 
438. Φ Κάμνεις σαν όξω που πάνω σου. ΝΕ Κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ε/Π Παριστάνεις τον ανήξερο, τον τρελό, σαν να λείπεις από τον εαυτό σου. 
439. Φ Βω φταίω που σε κουλαντρίζω. Ν Ε Εγώ φταίω που σε νταντεύω. Ε/Π Κουλαντρίζω: προσφέρω υπηρεσία, τούρκικα: kulandim. 
440. Φ Σκύψε πρε την αγκάθθα σου κάτω! (ΜΕ) ΝΕ Σκύψε τη μέση (τη σπονδυλική στήλη) σου να δουλέψεις. Ε/Π Χωρίς να λυγίσεις τη μέση σου, δουλειά δεν γίνεται. 
441. Φ Βα είσαι, πρε, για λείπεις. ΝΕ Εδώ είσαι ή λείπεις; (αφηρημένος) 
442. Φ Μάεψε τα στελκιά σου. ΝΕ Μάζεψε τα πόδια σου. 
443. Φ Εσυνόπαρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Έφυγε, ακόμα εκεί είσαι; 
444. Φ Έκαμέμε το σκυλτοπανάηρο. ΝΕ Με κατσάδιασε. Ε/Π Σαν να πρόκειτο για πανηγύρι σκυλιών, πολλά γαυγίσματα, πολλές φωνές. 
445. Φ Εχτισαμέντο με πασπάρες. ΝΕ Το χτίσαμε με χωμάτενες πέτρες. 
446. Φ Έπεσε πάνω μου ούλτη η παππάρα. ΝΕ Έπεσε πάνω μου όλο το βάρος. Ε/Π Παππάρα: προσβολή, (τούρκικη λέξη). 
447. Φ Κάμε καμμιά ζούππα και βάψε το ζουμί. ΝΕ Κόψε μιά μπουκιά ψωμί,και βούτησέ το στο ζουμί. 
448. Φ Εποστάχχη το ζο. ΝΕ Το ζώο δεν μπορεί ν’ ανασάνει. 
449. Φ Τα λόγια σου επήαν αμόντου. ΝΕ Τζάμπα μιλάς. Ε/Π Τα λόγια σου χάνεις, τα λογια χάθηκαν στο κενό. 
450. Φ Έβαλα μερικές λοές. ΝΕ Έβαλα διάφορες ποικιλίες. Ε/Π Λοή: ποικιλία, σταφυλιών, μικρών φυτών ή μικρών δένδρων. 
451. Φ Χα, παραιτα, πρε. ΝΕ Άστα μωρέ, έλα παράτησέ τα. 
452. Φ Σουρτούκι επόμενες και βοττογυρίζεις. ΝΕ Έμεινες και γυρίζεις όλη την ώρα. Ε/Π Σουρτούκι: ιδιότροπο άτομο, τουρκικά: surtuc. Έγινες ιδιότροπος χαρακτήρας. βοττο+γυρίζεις = βόλτα+γυρίζω. 
453. Φ Κάχχεται καραωμένος. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Έτοιμος να εκραγή. Γεμάτος οργή. 
454. Φ Επόμεινα μόνια-μονάχη. ΝΕ Έμεινα ολομόναχη. 
455. Φ Βουάρα το χωρκιό. ΝΕ Ησυχία στο χωριό. 
456. Φ Και που δω, έβαλε λο. ΝΕ Και από δω έβγαλε λόγο (αναμίχθηκε). Ε/Π Είπε τον κακό του ή καλό του λόγο (λος = λόγος, ο μεγάλος λός) 
457. Φ Ακόπονο πιό, εβάϊσε κιά. ΝΕ Αμάν πιά επιμένει εκεί. Ε/Π Από χαρακτήρα επιμένει πεισματικά εκεί. Βαύζω = γαυγίζω. Απόκονο, ή ακόπονο = εμμονή. 
458. Φ Ετσά, έκοψε το κάφκαλτό του. ΝΕ Έτσι του κατέβηκε. 
459. Φ Ήβγκε σαλαμέττι. ΝΕ Βγήκε σώος. 
460. Φ Χωρείτε να ήτε πρε παιδκιά, γουλκειές. ΝΕ Κοιτάξτε να δείτε δουλειές, βρε παιδιά 
461. Φ Εφαέμας ούλτα τα μαξούλκια. ΝΕ Έφαγα όλα τα έσοδα, όλες τις σοδιές. 
462. Φ Μπρόαλε που τη σόκκα. ΝΕ Πρόβαλε από το στενό. 
463. Φ Μολολάησέ τα ούλτα μαζί. ΝΕ Βάλτα όλα μαζί σε τάξη. 
464. Φ Α πρε πεντοκούλουκο! (Βρισιά) Ε/Π Πεντοκούλουκο: πέντε φορές κουλούκι, μικρό σκυλί. 
465. Φ Χατέστε να παένουμε. ΝΕ Άντε να πηγαίνουμε. 
466. Φ Ξεσκάλτει το φαϊ σαν τη πούλντα. ΝΕ Ανακατώνει το φαγητό σαν την κότα, που σκαλίζει το χώμα. 
467. Φ Τσαρουχάς και πάεις. ΝΕ Σέρνεις τα πόδια σου και πας. 
468. Φ Έκατσε στο καρύ του. ΝΕ Κάθησε στο λαρύγγι του. 
469. Φ Στέρι-στεμές, εκλούφηξάτον. ΝΕ Με το ζόρι τον ακολούθησα. 
470. Φ Ετσιμπολόησε το βοτρύ. ΝΕ Τσίμπησε μερικές ρώγες από το τσαμπί. 
471. Φ Κάχχεται σα βρεμένη πούλντα. (ΜΕ) ΝΕ Όταν φταις για κάτι. Ε/Π Δεν δείχνεις ικανός να δείξεις τη δύναμη σου. 
472. Φ Τ’ αμπέλι χχέλει λολτό νοικοκύρη. ΝΕ Το αμπέλι θέλει τρελό νοικοκύρη Ε/Π Χχέλει - θέλει. Υπετβολή για καλλιέργεια. 
473. Φ Τα λόγια μου επήασι στο βρόντο. ΝΕ Τα λόγια μου πέσαν στο κενό. 
474. Φ Ήρτε ξεπέχχυμος. ΝΕ Ήρθε κεφάτος, χωρίς καμιά επιθυμία. 
475. Φ Εφτά ε φυρούν, άλλτα να χωρείς. ΝΕ Αυτά δεν τελειώνουν, άλλα να βλέπεις. 
476. Φ Νεροκαμένος εκάχχουσουν; ΝΕ Καιγόσουνα για λίγο νερό; Ε/Π Καθόσουν διψασμένος. 
477. Φ Εχασολόησε και πήε στανάθεμα. ΝΕ Τα έχασε και πάει από το κακό στο χειρότερο. 
478. Φ Εναούλγκιασα το φαϊ. ΝΕ Αναγούλιασα από το φαγητό. 
479. Φ Εσυκκηρντίστικα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα, μη πας να πεις, πόσο! 
480. Φ Έβαλέντο αμέττι-μοχαμέττι. ΝΕ Το ΄βαλε σκοπό, επίμονο. 
481. Φ Έπιασε το λακκιρντί. ΝΕ Έπιασε το κους-κους. Ε/Π Λακκιρντί: κουβεντολόι, (τούρκικa: lacirdi). 
482. Φ Σα του λουβγκιάρη τα γακτήλκια. (Βρισιά) Ε/Π Γακτήλκια: δάκτυλα. Λούβα, αρχαία: Λωβή = λέπρα. 
483. Φ Ετάνισές τον, έμπλεξες. ΝΕ Τον άγγιξες, έμπλεξες. 
484. Φ Τι ακάουμε πιό; ανάγκη, βάρος. ΝΕ Τι να κάνουμε; βλέπεις η ανάγκη το επιτάσσει. 
485. Φ Εφάνην ο σταφυλτίτης του. ΝΕ Φάνηκε ο λάρυγγάς του, η σταφυλή του. 
486. Φ Έστεσε το κανταρμάντου. ΝΕ Έστεισε το κάλλος του. 
487. Φ Κλείσε, πρε, τη μακκέλτα! ΝΕ Κλείσε την πόρτα στο περιβόλι. 
488. Φ Ε΄ θα σε ποστομόσω σήμερο. ΝΕ Δεν μπορώ να σου κλείσω το στόμα σήμερα. 
489. Φ Πρε, που να πρηστής και νάβγκεις ττουλούμι (κουσί). (Βρισιά) 
490. Φ Συνομαέφτου πιό. ΝΕ Μαζέψου πιά. 
491. Φ Εξάναντο οι πούλντες. ΝΕ Τον φάγανε οι κότες. Ε/Π Τον έκαναν άνω κάτω. 
492. Φ Πρε ζο τ’ αλέτρου. (Βρισιά) Ε/Π Το βόδι, που σέρνει το αλέτρι. 
493. Φ Είναι μιά φάουσα. ΝΕ Είναι πάρα πολλοί, κακοί άνθρωποι. Ε/Π Φάουσα: ασθένεια που κατατρώει το σώμα (αρχαία: φαγέδαινα). 
494. Φ Μπονάτσα τ’ Αβούστου. (ΜΕ) ΝΕ Ο ήρεμος άνθρωπος. 
495. Φ Κάτσε να ψακωχχείς τον πόνο και τη φάουσα. (Βλαστήμια) 
496. Φ Εξήψαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Καίνε τα σωθηκά μου. Ε/Π Υποφέρω από νερό. Έξηψα, εξάπτω = ανάβω. 
497. Φ Η γουλκειά επίττησε. ΝΕ Η δουλειά πέτυχε, τελείωσε. 
498. Φ Στελκιάρι που χχέλεις. ΝΕ Ξύλο που θέλεις!! 
499. Φ Κόψεμε μιά ολκιά τυρί. ΝΕ Κόψε μου λίγο τυρί. 
500. Φ Ήρτε γέρι-γερινέ. ΝΕ Ήρθε στα καλά καθούμενα και με το έτσι θέλω. 
501. Φ Το νερό είναι πούζι. ΝΕ Το νερό είναι παγωμένο. 
502. Φ Κουνιού πρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Κουνήσου ρε, ακόμα εκεί είσαι; 
503. Φ Ε συγκαλαμίζεται φτος. ΝΕ Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, στα καλαμια του. 
504. Φ Εντιονήσαν τα φτιά μου. ΝΕ Σφυρίζουν τ’ αφτιά μου. Ε/Π Εντιονήσαν: αντιδονούν. 
505. Φ Επογρομάχησεν ο άχρωπος. ΝΕ Ίδρωσε ο άνθρωπος πάρα πολύ. 
506. Φ Έππεσε και μισερέφτη. ΝΕ Έπεσε και χτύπησε άσχημα. 
507. Φ Επήρες άξαμο; Ν Πήρες μέτρα; 
508. Φ Εμακκελτοκόπη, με τη ψέλτα. ΝΕ Κόπηκε με το μαχαίρι. 
509. Φ Κολοκύτια στον απαταρό. Ε/Π Πράγματα ανάξια λόγου. 
510. Φ Χάννια χαπίπουλτο, βα είσαι πρώτη. ΝΕ Πεθαίνεις για κουβέντα, κουτσομπολιό! 
511. Φ Έβαλε τη τσαγκριά, φιέστε που μπρός. ΝΕ Έβαλε μια φωνή, κάντε στην άκρη. 
512. Φ Πόψε είχαμε ποσπέρι. ΝΕ Απόψε ξενυχτήσαμε. 
513. Φ Κάτσε κάτω τα χαράκια. (Βρισιά) 
514. Φ Είσαι σαν τον ακούρκιο. ΝΕ Είσαι ακούρευτος (αναμαλλιασμένος). Ε/Π Ακούρκιος, ακούρευτος, αναμαλλιασμένος. 
515. Φ Κάχχεται σα τον αγκινόβατο. ΝΕ Κάθεται και ψάχνει αιτία, για να δημιουργήσει πρόβλημα. 
516. Φ Εκκουπάσαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Ανακατώθηκαν τα σωθηκάμου. Ε/Π Συνήθως λέγεται στην έλλειψη φαγητού, πείνας. 
517. Φ Ελτίανεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Λιγόστεψε η καρδιά μου (εφοβήθηκα). Ε/Π Λέγεται σε περίπτωση φόβου, αγωνίας. 
518. Φ Εσηκώστηκε που τα νυχατά. ΝΕ Σηκώθηκε από τα ξημερώματα. Νυχατά: αρχαία = έννυχα. 
519. Φ Ενέβηκαν τα ψωμιά; ΝΕ Ανέβηκαν τα ψωμιά; (είναι τα ψωμιά έτοιμα για τον φούρνο;) 
520. Φ Έπεσε και νεχαράσση. ΝΕ Έπεσε και αναμασάει (την τροφή, μηρυκάζει). 
521. Φ Επάενε με μιά στίμη! ΝΕ Πήγαινε φουλαριστός, έτρεχε πολύ γρήγορα. Ε/Π Στίμη: από το λατινικλο Stimulo = κεντρίζω. Stimulus = το κεντρί. 
522. Φ Ούλτα καλά καωμένα. ΝΕ Όλα καλά καμωμένα. 
523. Φ Εφκρίστηκέντον, μπρος - πίσω. ΝΕ Τον κοίταξε μπρος-πίσω. Ε/Π Τον ακροάστηκε μπρος-πίσω ο γιατρός. 
524. Φ Σφίξε τη ποκατενή. (ΜΕ) ΝΕ Κάνε οικονομία, για ν’ αντέξεις τις δυσκολίες. Ε/Π Όπως στηρίζει η αποκατενή το σαμάρι στα άλογα. 
525. Φ Πολτύ καταπαλίκι κάμνεις. ΝΕ Πολύ φασαρία κάνεις. 
526. Φ Κχιά, ξένη πούλτα. ΝΕ Έξω, ξένη κότα. 
527. Φ Λάμενε πρε βα. ΝΕ Περίμενε εδώ. 
528. Φ Αππανάς που ήταν νάβγκη. ΝΕ Ατημέλητος που ήτανε να βγει (βρόμικος στις δουλείες του). 
529. Φ Τρώε-τρώε εγίνη σαντό ττουσούνι. ΝΕ Απο το πολύ φαγητό πάχυνε. 
530. Φ Μη χαστιάζεις πρε! ΝΕ Μην αφαιρείσαι βρε! 
531. Φ Πηλοϊσου μωρή ε γκούεις; ΝΕ Απάντησε βρε, δεν ακούς; (απολογήσου). 
532. Φ Πιάσε πατός σου, α ξέρουμε τι κάμνουμε. ΝΕ Ανάλαβε ο ίδιος, για να έχουμε αποτέλεσμα. 
533. Φ Η γουλκειά εμπατάλεψε. ΝΕ Η δουλειά χάλασε. 
534. Φ Εστάχχει σα τον γράμπαπα. ΝΕ Στάθηκε σαν άγαλμα. Ε/Π Γράμπαπα: grande papa 
535. Φ Εβά έχει βραστασκιά. ΝΕ Εδώ έχει ζέστη. 
536. Φ Εποσκέφτηκα κομμάτι. ΝΕ Βολεύτηκα κάπου, προστατεύτηκα κάπου. 
537. Φ Ούλτο βερεσίδκια. ΝΕ Όλο βερεσέ, πάντα με πίστωση. 
538. Φ Τωρά σ’ έπιασε το συκλέττι. ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; η ανάγκη; 
539. Φ Ο καιρός εμπονοφάλκιασε. ΝΕ Ο καιρός συννέφιασε. 
540. Φ Φτος γα είναι πήουλος. ΝΕ Αυτός είναι ύπουλος. Ε/Π Πήουλος: ύπουλος, επίβουλος = σκέπτεται πάντα το κακό. 
541. Φ Ούλτα για λτόου του. ΝΕ Όλα για τον εαυτό του. 
542. Φ Ετσά κόττου-πλώρου. ΝΕ Έτσι στα καλά καθούμενα. 
543. Φ Εμπυαλτόχχηκε η αελκιά. ΝΕ Απέβαλε η αγγελάδα. 
544. Φ Ακκοπέττι, α νεφάνει χχέλει. ΝΕ Που θα πάει θα φανεί, θάρθει η ώρα κάποτε. 
545. Φ Εκουλτουργκιάστηκε μάνι-μάνι. ΝΕ Ξάπλωσε γρήγορα - γρήγορα. Ε/Π Κουλουριάζω = γίνομαι κουλούρι για να κοιμηθώ. 
546. Φ Ένα καφίζι σκάδκια. ΝΕ Ένας κουβάς ξερά σύκα. Ε/Π Καφίζι, τούρκικο μέτρο χωρητικότητας. 
547. Φ Κουρέτο που ππέφτει!! ΝΕ Το κους-κους (κουβεντολόι) πάει σύννεφο. 
548. Φ Επήα στο ργκιολόησμα πορνό-πορνό. ΝΕ Πήγα στο κορφολόγισμα (ή αραιολόγισμα) πρωί-πρωί. 
549. Φ Κουκουλτώσου, γιατί έχει κρυάβα όξω. ΝΕ Σκεπάσου καλά, γιατί κάνει κρύο. 
550. Φ Ένας κουτουμανάς μέχρι κιά πάνω, ΝΕ Ένας ματράχαλος, μέχρι κει πάνω. 
551. Φ Α, πρε, λύχνο τριφύτηλτε. (Βρισιά) 
552. Φ Έψε τη καλαφούνα. ΝΕ Άναψε τη φωτιά. 
553. Φ Αούμε που βόσκει! (ΜΕ) ΝΕ Να δούμε, πού γυρίζει. 
554. Φ Χοχλάζει η ρότσα. (ΜΕ) ΝΕ Η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. 
555. Φ Εστέκνωσεν ο στόμας μου. ΝΕ Στέγνωσε το στόμα μου. 
556. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η κολυμπήθρα. ΝΕ Αυτός που τάχει τετρακόσια. Ε/Π Τοπική έκφραση αλαζονείας των χωριανών μας. 
557. Φ Επετάχτηκε μιά φιάκλα. ΝΕ Πετάχτηκε ένα μεγάλο φίδι. 
558. Φ Έπιασε μας τριμυστήριση. ΝΕ Μας έπιασε τρεμούλα και φόβος. 
559. Φ Εστράγγιξεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Στράγγιξε η καρδιάμου. 
560. Φ Είσαι ένας κεβερσελές, που ε λέεται. ΝΕ Είσαι μιά πληγή, που δεν λέγεται. 
561. Φ Ανορεξιά έχει, ε τον χωρείς; ΝΕ Δεν έχει όρεξη, δεν το βλέπεις; 
562. Φ Γιαβάχης άχρωπος. ΝΕ Ήρεμος άνθρωπος. 
563. Φ Έσπρισε που τον φο του. ΝΕ Χλώμιασε απο τον φόβο του. 
564. Φ Εκαμέντα φλούκο! ΝΕ Τα έφαγε όλα. 
565. Φ Κάχχε λτίο και λτιάκι, κρι-κρι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι γκρινιάζει. 
566. Φ Λαφροπαλάτζα που είναι! ΝΕ Είναι πολύ αγαθός. 
567. Φ Εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Βαρέθηκα πιά να τα λέω. 
568. Φ Μοναχοφάς είσαι. ΝΕ Τα θέλεις όλα για σένα. 
569. Φ Νοάς, πρε, για ενεννοάς; ΝΕ Καταλαβαίνεις βρε ή όχι; 
570. Φ Μη με ρίζεσαι, καίχω και βω τάικά μου. ΝΕ Μη με συνορίζεσαι, έχω κι’ εγώ τα δικά μου προβλήματα. 
571. Φ Έκαμα τη φέσταντου να με θυμάται. ΝΕ Έκανα την ποινή του, να με θυμάται. 
572. Φ Εφτό είν’αγκίνιο. ΝΕ Αυτό είναι καινούργιο. 
573. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Δοκίμασα (δούλεψα) τα κοφίνια, τα χρησιμοποίησα. 
574. Φ Εκόλτησεν η βελόνα. (ΜΕ) ΝΕ Λέει τα ίδια και τα ίδια. Ε/Π Όπως, όταν πάθει βλάβη η βελόνα του φωνογράφου. 
575. Φ Με φτα εννά ποσοστής; ΝΕ Μ’ αυτά θα σωθείς; 
576. Φ Τταμαχιάρης που είναι. ΝΕ Πέφτει με τα μούτρα στη δουλεία. 
577. Φ Πιά μωρή, φτοά του κουχιό; (Βρισιά) 
578. Φ Επίνταρε κιά, άτε να ξεκολτήσει. ΝΕ Πιστεύει αυτά και δεν του αλλάζεις γνώμη. 
579. Φ Λείπει που τα ρούχα του. (ΜΕ) ΝΕ Είναι έξω από τα ρούχα του (δεν προσέχει, δεν σκέπτεται καθόλου). 
580. Φ Σφογγίστου καλά! ΝΕ Σκουπίσου καλά. 
581. Φ Μπακοτίλκιας είναι πρε. ΝΕ Αδιαφόρετος είσαι, ρε! 
582. Φ Ήβρες τι στράτα, κήρτες πιό; ΝΕ Βρήκες το δρόμο κι’ ήρθες πια; Ε/Π Το καταδέχτηκες να έρθεις πια; (ειρωνεία). 
583. Φ Έφαε το βασταό. ΝΕ Χάλασε τα σύνορα του χωραφιού. 
584. Φ Τσάππωσε πρε, ναούμε σήμερο. ΝΕ Σπρώξε να δούμε. 
585. Φ Αστριόλους έχεις που κάτω; (Βρισιά) 
586. Φ Α πρε κνιάρη!! ΝΕ Α βρε τεμπέλη (οκνηρέ)!! 
587. Φ Μάεψε τα καταπαλίκια. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα. 
588. Φ Μιά φλέτσα μπακκαλκιέρο. ΝΕ Ένα κομμάτι βακαλάο. 
589. Φ Ήβγκε κουσί. ΝΕ Πρήστηκε ολόκληρος. 
590. Φ Ε κάμνει στέμμα. ΝΕ Δεν σταματά πουθενά. 
591. Φ Επιασέ με στελτίτης (ποδάγρα). ΝΕ Πιάστηκα από την ορθοστασία. 
592. Φ Πάει κιά που είν’ το ζαράρι. ΝΕ Πάει εκεί που κάνουν ζημιά. 
593. Φ Έβγκαλε το τσάρουγκα, να φωνάζει. ΝΕ Έβγαλε τα λαρύγγι του να φωνάζει. 
594. Φ Τοσογά ναγκατό!! ΝΕ Τόσο αγκομαχητό!! 
595. Φ Χώρκιε κει ο λείπης. ΝΕ Βλέπε κει, αχαϊρευτε! Ε/Π Βλέπε εκεί αυτόν, που λείπει από τα ρούχα του. 
596. Φ Παλταρός, πρε, είσαι; ΝΕ Δεν πιάνουν τα χέρια σου, βρε; (είσαι παλαβός!) 
597. Φ Είναι φτη μιά σκιάστρα. ΝΕ Ξέρει και μπαλώνει τις καταστάσεις. 
598. Φ Φάωμα που είσαι!! (ΜΕ) ΝΕ Σαν το σαράκι, που τρώει το ξύλο. 
599. Φ Βρομεί που την απλησκιά. ΝΕ Δεν πλένεται και βρομάει. 
600. Φ Που φτό το τταράφι, τι λαμένεις. ΝΕ Απ’ αυτό το σόϊ τι περιμένεις. 
601. Φ Εβυζάκωσε πάνω μου, σα βντέλντα. ΝΕ Κόλλησε πάνω μου, σα βδέλλα 
602. Φ Εκκίτταρε το σίερο. ΝΕ Έπεσε το σίδερο που στήσαμε για το λαγό. Ε/Π Κιτ = ο θόρυβος της παγήδας. 
603. Φ Νου κιανού, τζάπα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιώς άδικα μιλώ. 
604. Φ Επήρεν ένα τεσσάρι κι’αν τον γείς. ΝΕ Πήρε δρόμο κι’ εξαφανίστηκε (όπως τρέχει το ζώο). 
605. Φ Πως με κακκίρντισε, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Πως μου τη γλύτωσε αυτή η δουλειά. 
606. Φ Κασαβέττι πούχει! ΝΕ Ανυπόμονος είσαι. Έχεις θλίψη. Ε/Π Κασαβέττι, τούρκικα kasavet = θλίψη 
607. Φ Ναγκάζει που κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Βαρυγκομάει από το βάρος, δυσφορεί. Ε/Π Όπως το γαϊδούρι από το πολύ βάρος. 
608. Φ Ο καπνός είναι κοντραπάντικος. ΝΕ Ο καπνός είναι απαγορευμένος. 
609. Φ Στενοκοπιά είναι βα. ΝΕ Εδώ είναι στενά. 
610. Φ Ο γιακκάς είναι ξετραχειλισμένος. ΝΕ Ξεχείλωσε ο γιακάς. 
611. Φ Εκαμέσε μπουλουστρίνα; ΝΕ Σου έδωσε λεφτά την Πρωτοχρονιά; 
612. Φ Εκαταρικώχχηκε το κουλούκι. ΝΕ Συναχώθηκε ο μικρός. Ε/Π Καταροϊκό = συνάχι. 
613. Φ Έπιάστηκε το πουάζι μου. ΝΕ Κρυώσανε τα λαιμά μου. 
614. Φ Νακόλομα που είσαι! ΝΕ Ρεζίλι που είσαι. 
615. Φ Ε σαϊτίζει κανένα. ΝΕ Δεν υπολογίζει κανέναν. 
616. Φ Ήβγκε κάβνταλο. ΝΕ Βγήκε κάρβουνο. 
617. Φ Εκέντησα τον φούρνο. ΝΕ Άναψα τον φούρνο. 
618. Φ Ε χχωρείς τη κόξα του; (το παράστημά του;) ΝΕ Δεν βλέπεις τα μούτρα σου. Ε/Π Κόξα, λατινικά: coxa = η οσφύς, ο μηρός. 
619. Φ Εφτός περνιέται στα νάτσια του. ΝΕ Αυτός στηρίζεται σε πλάτες άλλων. 
620. Φ Κλείσε πρε τη γράππα. ΝΕ Κλείσε την καταπακτή. 
621. Φ Επάντηξά τον και χώρκιεν αλλτού. ΝΕ Τον συνάντησα και κοίταζε αλλού. 
622. Φ Γιατί σφογκελντάς πρε; ΝΕ Γιατί μουτζώνεις βρε; γιατί δείχνεις ανοικτή παλάμη; Ε/Π Σφάκελος = ο μέσος δακτυλος του χεριού. Φάσκελος = απρεπής χεορονομία. 
623. Φ Εμετάγεσα τις αελκίες. ΝΕ Έδεσα πιο πέρα τις αγελάδες. 
624. Φ Επατησέντον πάνω στο κάλτο. (ΜΕ) ΝΕ Βρήκε το τρωτό του σημείο, που πονάει. 
625. Φ Που να μαϊσει η κοιλκιά της μάνας σου. (Βρισιά) 
626. Φ Εννά (θε να) με κόψει το κρέτιτο μαχές (μαθές). ΝΕ Μήπως θα μου κόψει τον μισθό; την εμπιστοσύνη; 
627. Φ Λαχχένει καμμιά βολά. ΝΕ Συμβαίνει καμμιά φορά. 
628. Φ Ήρταμε καΐμι. ΝΕ Ήρθαμε πάτσι. 
629. Φ Βάλεμε ένα χερόλοο ρύζι. Ν Βάλε μου λίγο ρύζι. Ε/Π Χερόλοο: όσο χωράει η φούχτα. 
630. Φ Και πάλε ρο. ΝΕ Και πάλι τα ίδια. 
631. Φ Ήρτε λαφαντάρης. Ν Ε Ήρθε λαχανιασμένος. Ε/Π Αρχαία: λαφύσσο = εξαντλούμε. 
632. Φ Εκατέβασε τα μόσκλα. (ΜΕ) ΝΕ Κατέβασε τα μούτρα (θύμωσε). 
633. Φ Είμαι ζουμί τους ύγρους. ΝΕ Έγινε μούσκεμα από τον ιδρώτα. 
634. Φ Ολίστον πουννά τη πάρει. ΝΕ Αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα την πάρει. 
635. Φ Ζόρι-ζορινά, Χριστός Ανέστη. (ΜΕ) ΝΕ Πρέπει οπωσδήποτε να γίνει κάτι. 
636. Φ Ό,τι καχχίζει του αλόου η νουρά καχχίζει και συ. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτός που δεν κάθεται ποτέ ήσυχος. Ε/Π Είναι σαν την αεικίνητη ουρά του ζώου. 
637. Φ Παρά τρίχα κκέλης. ΝΕ Παρά τρίχα φαλακρός. 
638. Φ Εχχελέντα, καίπαχχέντα. ΝΕ Τάθελε και τάπαθε. 
639. Φ Μαϊναρε κομμάτι. ΝΕ Πάτα λίγο φρένο, χαλάρωσε τα πανιά! 
640. Φ Φτος και γάδαρο σκα. ΝΕ Αυτός σκάει και τον γάϊδαρο. Ε/Π Γάϊδαρος, το υπομενετικό ζώο! 
641. Φ Έχασε τα πασκάλκια του. ΝΕ Έχασε τ’ αβγά και (με) τα καλάθια. Ε/Π Πασκάλκια, πασχάλια, τα ημερολόγια. 
642. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Έφαγε πολύ. Ε/Π Αμπακα, άβακας = το τραπέζι με φαγητό. 
643. Φ Το νερό είναι γλυφό. (Γεύση) 
644. Φ Για να σηκωστεί, χχέλει βίντζι. ΝΕ Για να σηκωθεί πρέπει να τον τραβάς. Ε/Π Να βοηθήσει ο γερανός. 
645. Φ Ενέχουμε τράτος, συκλετιάζου. ΝΕ Δεν έχουμε περιθώριο, βιάσου. 
646. Φ Τι λέει μέσα ο τεσκερές; ΝΕ Τι λένε τα δευτέρια; 
647. Φ Επιττάκωσέντο καίκαμέντο λκιώμα. ΝΕ Το πίεσε πολύ και το έλειωσε. 
648. Φ Εκάτσιαρα το φλετρό. ΝΕ Βάθυνα το πηγάδι. 
649. Φ Τεργκιακκιλήκι που έχει! ΝΕ Είναι πολύ εθισμένος. 
650. Φ Α μωρή ρηχομαρκιά. ΝΕ Α μωρή αγαθή. Ε/Π Μαρία, κουτή Μαρία, ρηχή = χωρίς βάθος. 
651. Φ Φέρε πουκιά τη βούργκια. ΝΕ Φέρε μου το ταγάρι, από εκεί. 
652. Φ Έκατσε σα στρόππος στο στομάχι μου. ΝΕ Βαρυστομάχιασα από το φαί. 
653. Φ Α σε κάμω ένα μπανίνο να φάεις; ΝΕ Θέλεις ένα σαντουίτς; Ε/Π Ιταλικά: μπανίνο, αγγλικά: σαντουίτς, ελληνικά: αμφίψωμο, νεολογισμός. 
654. Φ Εχει που σκιαμπότε που τα λέω. ΝΕ Πόσο καιρό έχει που τα λέω; 
655. Φ Χάννια μάχλα!! (ΜΕ) ΝΕ Μόνο στο φαϊ είσαι καλός. Ε/Π Στα άλλα όλα υστερείς. 
656. Φ Ε κακόμε! μυρμιόγκηχτος που είσαι. ΝΕ Μυγιάγκιχτος, πολύ ευαίσθητος που είσαι. 
657. Φ Εχόλκιασα με φτιγά τη γουλκειά. ΝΕ Λυπήθηκα γι’ αυτή την κατάσταση. 
658. Φ Μη τα κάμνεις φφούρου-φφούρου. ΝΕ Μην τα κάνεις, όπως-όπως. 
659. Φ Ε χχωρείς τα κουμέντια του. ΝΕ Δεν βλέπεις τα κουμάντα του; (τις προκοπές του;). 
660. Φ Εττίρντισε την εικόνα. ΝΕ Έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό της εικόνας. 
661. Φ Έπεσε σέκος. ΝΕ Έπεσε ξερός. 
662. Φ Πού επήες και χχιόλεψες πάλε; ΝΕ Που έψαχνες πάλι; 
663. Φ Εκαμέντα σάτρα-πάτρα. ΝΕ Τάκανε αχταρμά, τα μπέρδεψε. 
664. Φ Ετακκίμιασε μαζί του. ΝΕ Έγινε ένα μαζί του. 
665. Φ Έκαμε τον ψόφιο κορκιό. ΝΕ Έκανε πως δεν άκουσε. 
666. Φ Ε ρατίζει τίποτα. ΝΕ Δεν υπολογίζει τίποτε. 
667. Φ Κοντοκόφτει βα, γύρου-γύρου. ΝΕ Κόβει βόλτες εδώ κοντά. 
668. Φ Ξάννα καλά και νάρτει ο κάος, που τον αλαφάντη. Ε/Π Κάος = Κάιν (φοβέρα για τα μικρά παιδιά). 
669. Φ Βούρκιο κεφάλι Ε/Π Κεφάλι κενό, άδειο, ελαφρύ. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί/δεν ξέρει να σκεφτεί. Βουργιο αυγό, άχρηστο, επωασμένο, κλούβιο. 
670. Φ Λουκκούμιν ήρτε η γουλκειά. ΝΕ Η δουλειά ήρθε, όπως θέλαμε. 
671. Φ Έκαμε μπλούππου. ΝΕ Έπεσε στο νερό ή έπεσε για ύπνο. Ε/Π Λέξη από τον ήχο του νερού. 
672. Φ Ξέρεις τι κρυφοκούσπα είναι; ΝΕ Ξέρεις τι σιγανοπαπαδιά είναι; 
673. Φ Ήρτε φάτσα-κάρτα. ΝΕ Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο. 
674. Φ Εζουργκιασέντον στη γωνιά. ΝΕ Τον στρίμωξε στη γωνιά. 
675. Φ Σόττα κι’είπε το ναι, ήρταν τα πάνω-κάτω. ΝΕ Μιάς και δέχτηκε, ήρθαν ανάποδα. 
676. Φ Έχει βα μερικά πετσοκόλκια. ΝΕ Έχει εδώ μερικά κομμάτια ψωμί, ξερό! 
677. Φ Που δω παν κι’ άλλτοι. (ΜΕ) ΝΕ Δεν με νοιάζει πια τίποτα. Ε/Π Αυτός είναι κοινός τόπος, δεν υπάρχει τίποτα νέο. 
678. Φ Τι τουζένια είναι φτα; Ν Ε Τι πράγματα είναι αυτά; 
679. Φ Χχιανέτης άχρωπος. Ν Αφιλότιμος άνθρωπος. 
680. Φ Που πάεις πρε ολόγιοτος; ΝΕ Που πας, βρε, έτσι λερωμένος που είσαι; 
681. Φ Ήρταν τα χαπάργκια. ΝΕ Μάθατε τα νέα. 
682. Φ Ξέρεις τι μαμμούι είσαι; ΝΕ Ξέρεις πόσο μισμίζης είσαι; 
683. Φ Ήρτε με μίαν αραχύμια (αραθυμιά). ΝΕ Ήρθε με μιά φόρα. 
684. Φ Εσένα όξω η νουρά σου. ΝΕ Εσύ έχεις την ουρά σου απ’ έξω. 
685. Φ Επορέφτηκα, που τη γειτόνισα. ΝΕ Βολεύτηκα από τη γειτόνισα. 
686. Φ Ήβγκεν άλλτο φασούλτι. (ΜΕ) ΝΕ Ήρθε ξαφνικά κάτι άλλο, προβληματικό. 
687. Φ Άλλτος έχανε, κι’άλλτος εκατάπιε. ΝΕ Άλλος άνοιξε το στόμα του κ’ άλλος κατάπιε. 
688. Φ Ούλτα φτα είν’ ανήπλυτα. ΝΕ Όλα αυτά είναι άπλυτα. 
689. Φ Εσήκωσε μπαϊράκι. ΝΕ Σήκωσε σημαία, επαναστάτησε! 
690. Φ Το φαϊ ξίφτει. ΝΕ Το φαγητό καίει. 
691. Φ Ήβραμεν ένα μπλέμα, άστα να παει. ΝΕ Βρήκαμε τον μπελά μας, μην το συζητάς, (ένα μπλέξιμο). 
692. Φ Επιάστην η αγκάθθα μου. (ΜΕ) ΝΕ Πιάστηκε η μέση μου, από τον κόπο, την κούραση. 
693. Φ Σόσοντας, τι χαπάρκια; ΝΕ Τελικά τι έγινε; 
694. Φ Ετρύπησεν η καραματάρια και χχέλει κόλτημα. ΝΕ Τρύπησε η σαμπρέλα και θέλει κόλλημα. Ε/Π Καμαρατάρια: κάμαρα αέρια = αεροθάλαμος. 
695. Φ Το πιάτο είναι κούμουλτο. ΝΕ Το πιάτο είναι γεμάτο. 
696. Φ Επέρασε λαφαντάρης ΝΕ Πέρασε τρέχοντας, λαχανιάζοντας 
697. Φ Κάμνει γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Κάνει ζικ-ζακ. 
698. Φ Ρίξε κομμάτι βαρεκίνα. ΝΕ Ρίξε λίγη χλωρίνη. 
699. Φ Όξω κάμνει όφρες. ΝΕ Έξω κάνει αφόρητη ζέστη. 
700. Φ Ενέσυρα που το φλετρό κομμάτι νερό. ΝΕ Έβγαλα από το πηγάδι νερό. 
701. Φ Τα φυτά εξετσιννήσαν. ΝΕ Τα φυτά φυτρώσανε. Ε/Π Άρχισαν να βγάζουν βλαστούς, μάτια. 
702. Φ Άϊστο κομμάτι, να ποχλιάνει. Ν Ε Άστο λιγάκι να κρυώσει. Ε/Π Να γίνει πιο χλιαρό. 
703. Φ Εταραχίστηκα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα πάρα πολύ, τόσο που δεν λέγεται. 
704. Φ Α πάω να ποσύρω, γιατί έχω απόσυρτα. ΝΕ Πάω να σκουπίσω. Ε/Π Αρχαία: σαίρω = σκουπίζω. 
705. Φ Έριξε ππούσι τις αβγκιές. ΝΕ Έριξε δροσιά την αυγή. Ε/Π Πάχνη μαζί με ομίχλη. Πούσι, τούρκικα pus = ομίχλη. 
706. Φ Εσηκώστηκε που τη μαύρη νύχτα. (ΜΕ) ΝΕ Σηκώθηκε από τα χαράματα. Ε/Π Δείχνει τον χαρακτήρα τον ανήσυχο και τον εργατικό. 
707. Φ Σαλαουνεί πρε, για όχι; ΝΕ Κουνιέτε βρε ή όχι; 
708. Φ Εγίμωσεν ο πλοκός μέχρι πάνω. ΝΕ Γέμισε ο αχυρώνας με άχυρο. 
709. Φ Ήβγκεν η κυρά-Λεσένη. ΝΕ Βγήκε το ουράνιο τόξο. 
710. Φ Κάμε τον κάο να ρίξουμε. (Παιχνίδι) ΝΕ Κάνε τη γραμμή του παιχνιδιού. 
711. Φ Εταφκιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον έδωσε πολύ ξύλο, μέχρι θανάτου. 
712. Φ Εσάβντισέντη που τη τρίχα. ΝΕ Παρά τρίχα τη γλύτωσε. 
713. Φ Πέντα βόδκια, τρία ζευγκάρια. (ΜΕ, Βρισιά) Ε/Π Για τους ανόητους που δεν έχουν δύναμη να συλλογιστούν. 
714. Φ Ερακούνησέντα μάνι-μάνι. ΝΕ Τα έφαγε μάνι-μάνι. 
715. Φ Τάξει καί ξερεντα ούλτα. ΝΕ Λες και τα ήξερε όλα. 
716. Φ Μη τον φιαρέβγκεσαι και πολτύ. ΝΕ Μην τον εμπιστεύεσαι και πολύ. 
717. Φ Έχει ένα λατό! Ν Ε Έχει ένα χαβάσι, έχει όρεξη. Ε/Π Μεγάλη εσωτερική επιθυμία. 
718. Φ Μη λικοτίζεις τον άχρωπο. Ν Ε Μη χασομεράς τον άνθρωπο, μην τον καθυστερής. 
719. Φ Επόβγκιε πιό, εν έχει κουράγιο. ΝΕ Κουράστηκε πια, δεν μπορεί άλλο. 
720. Φ Εχρώπεψε πιό, έπηξε το μυαλό του. (ΜΕ) ΝΕ Έγινε άνθρωπος πια, έβαλε μυαλό, ωρίμασε. 
721. Φ Έχειτον κιά και πουργκιέβγκει. ΝΕ Τον έχει και κάνει λάσπη (διορθώνει κάτι συνέχεια). Ε/Π Τον έχει βοηθώ, υπουργό. 
722. Φ Πόμπαρε κιά τη γαζιέρα. ΝΕ Τρόμπαρε τη γαζιέρα. Ε/Π Γαζιέρα = θερμαντικό μηχάνημα, γαλλικά: gaziere. 
723. Φ Φτο πρε είναι χάλαβρο. ΝΕ Αυτό βρε είναι έτοιμο να πέσει. 
724. Φ Που να σε φάει η λούβα και να σε χχερίσει. (Βλαστημιά) Ε/Π Να σε φάει η λέπρα και να σε θερίσει. 
725. Φ Εφαέντον η μαραμάγκα. ΝΕ Τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Ε/Π Μαραμάγκα: το δηλητηριώδες ψάρι. 
726. Φ Μωρή βοάκλα, ανατολίτικη. (Βρισιά) Ε/Π Ανθρωπος σκέτο βόδι. 
727. Φ Χολέρα Αλεξαντριανή. (Βρισιά) 
728. Φ Το ψωμί είναι πρωτινό. ΝΕ Το ψωμί είναι χθεσινό, παλιό, ημερών, μπαγιάτικο. 
729. Φ Αγροίκητο παιί καλέ, εν κούει. ΝΕ Δεν ακούει καλέ αυτό το παιδί. 
730. Φ Έβγκαλε την πέμπελη. ΝΕ Έβγαλε την ιλαρά. 
731. Φ Το χωργκιόν εμαέφτει πιττούνικο. ΝΕ Μαζεύτηκε όλο το χωριό. 
732. Φ Εφάαμεν έναν τράκκο του καλού καιρού. ΝΕ Φάγαμε έναν κόπο, άστα και να πάει. 
733. Φ Χοραττώντας και κολτώντας. ΝΕ Του τα λες με χαμόγελο, για να πειστεί. 
734. Φ Εννά μας έβγκει ξινό. Ν Ε Θα μας βγει ξινό, θα μετανιώσουμε. 
735. Φ Ποιός πρε; φτος γα ο ρεμπεσκές; ΝΕ Ποιός βρε, αυτός ο αλήτης; 
736. Φ Η θάλασσα εν έχει παλτηκαρκιές. ΝΕ Η θάλασσα δεν καταλαβαίνει από παλληκάρια (παλληκαριές). 
737. Φ Ε κακόμε, εφλομοσέσμε πιό. ΝΕ Αμάν καϋμένε με κούρασες πια. 
738. Φ Καλό μου στελκιάρη! ΝΕ Καλό μου ξύλο. 
739. Φ Μη το πιάνεις, γκάι. ΝΕ Μη το πιάνεις, καίει. Ε/Π Θα καείς, για μικρά παιδιά. 
740. Φ Έλα ξεπουγκίζου τώρα. ΝΕ Έλα βγάλε κανένα φράγκο, από την τσέπη ή φύγε απ΄ έδώ. 
741. Φ Επόμενες πιό και ποτσιγκρώνεις. ΝΕ Έγινες πιά μη μου άπτου. Ε/Π Αντιδράς με μορφασμό. 
742. Φ Βάρτα με στην εμπούστα. ΝΕ Βάλτα μέσα στο δοχείο. 
743. Φ Βάλε μια σταλκιά νερό, γιατί έσκασα. ΝΕ Βάλε μου λίγο νερό. 
744. Φ Ετσά ελλέαν οι πρωτινοί. ΝΕ Έτσι λέγαν οι παλιοί άνθρωποι. 
745. Φ Καλοππέσικο παιί. ΝΕ Το παιδί που κάνει με όλους. 
746. Φ Έκαμε τον νούντου καιφτός ΝΕ Έκανε κι’ αυτός τα μυαλά του (τα σχεδιά του). Ε/Π Πήγε με τις απόψεις του. 
747. Φ Χχαρώ και χχέλητα ο κώλος του. ΝΕ Νομίζω και τα θέλει, γαργαλεύεται για κάτι. 
748. Φ Μη κατσοκαμμάς πιό, επαράκαμέστο. ΝΕ Μη μισοκλείνεις τα μάτια σου, φτάνει πια. Ε/Π Έχεις υπερβεί τα όρια. Κατα + μύω = καμμώ = κλείνω τα μάτια. 
749. Φ Δκιάβασε κιά να ξεστραβωχχείς. ΝΕ Διάβασε εκεί να μορφωθείς. Ε/Π Να ανοίξουν τα μάτια σου. 
750. Φ Εν εμπλέπεις, πρε, το φως; (Μ.Ε.) ΝΕ Δεν βλέπεις τον σωστό δρόμο; 
751. Φ Εχχάκηκεν ο ίσκιος δρόμος; (Μ.Ε.) ΝΕ Χάθηκε ο ίσιος δρόμος; Ε/Π Ούτε ανηφόρα ούτε κατηφόρα. Η μέση οδός. 
752. Φ Γέτο καλά, μην έχει μέσα γλίνες. ΝΕ Δες το νερό, μην έχει μέσα γλίτσα. Ε/Π Γλίνα = γλίτσα = λάσπη λιπαρής ουσίας 
753. Φ Πάνε κόψε φτηγά τη μαλτούππα, να λαφρύνει το καφκαλτό σου. ΝΕ Πήγαινε κόψε τα μαλλιά σου, να ελαφρώσει το κεφάλι σου. 
754. Φ Εκύζίτησεν ο λαός πάνω στο σίερο. ΝΕ Έσκασε ο λαγός πάνω στο σίδερο. 
755. Φ Απάεις με το λκιόγερμα. ΝΕ Να πας με το ηλιοβασίλεμα, όταν βασιλεύει ο ήλιος. 
756. Φ Αν έπιασε τη λίμα, αούμε πότε ννάρτει. ΝΕ Άν έπιασε την κουβέντα, να δούμε πότε θα φανεί. 
757. Φ Ήμπεμε μιά αγκία, καίξηψα. ΝΕ Μου μπήκε μια ακίδα και πόνεσα. 
758. Φ Φέτι έχει ανεργιά (ανομβρία). ΝΕ Φέτος δεν έβρεξε πολύ. 
759. Φ Βάρντα, α σειστείς. ΝΕ Μη τυχόν και κουνηθείς! Ε/Π Για τον αναποφάσιστο ή τον οκνηρό. 
760. Φ Έλα καίχουσσε κουλτούρκια. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και σε περιμένουν. Ε/Π Να σε καλοδεχτούν (ειρωνικά). 
761. Φ Το περίπεσμα έχειτο μπρός-εμπρός. ΝΕ Συνέχεια κοροϊδεύει. Ε/Π Αυτή την νοοτροποία έχει. 
762. Φ Επήα και μάεψα τα ποκήππια. ΝΕ Πήγα και μάζεψα, ότι έμεινε στον κήπο. 
763. Φ Ε ποκοττώ να της τα πω. ΝΕ Δεν τολμώ να του τα πω. 
764. Φ Έσφαξα τη λούγκρα. ΝΕ Έσφαξα τον χοίρο. Ε/Π Λούγκρα: θηλικός χοίρος. 
765. Φ Εξεφτένιασε που τη πολτυκαιρία. ΝΕ Έχασε την αξία του γιατί πέρασε πολύς καιρός. Φτηνό, φτενός, φτήνια. 
766. Φ Πουλάσε και γοράζησε μέχρι α πεις κίμινο. ΝΕ Σε πουλάει και σ’ αγοράζει στο πι και φι. Ε/Π Σε ξεγελά. 
767. Φ Εφφύλκιασάτο, αλλτά βαστά μμόνι-μμόνι. ΝΕ Το ένωσα, αλλά κρατάει ίσα-ίσα. 
768. Φ Τα φτιά του γλαρίνο. ΝΕ Τ’ αυτιά του είναι ορθάνοιχτα. 
769. Φ Α στημέρνεις τα φράγκα σου. ΝΕ Να υπολογίζεις τα λεφτά σου. 
770. Φ Έκαμέμε ολοσύχριστο. ΝΕ Με λέρωσε πολύ, ολόκληρο. 
771. Φ Αν ήταν βολετό. ΝΕ Αν βόλευε, αν εξυπηρετούσε. 
772. Φ Επήα καίκοψα μερικά τσούδκια. ΝΕ Πήγα κι’ έκοψα μερικά στάχυα. 
773. Φ Κάχχε βολά τα ίδκια και τα ίδκια, εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια, βαρέθηκα πια να τα λέω. 
774. Φ Α ρίχνεις τη δκιάφη με στα σσόμαλτα (έσω μόλα). ΝΕ Να ρίχνεις το θειάφι μέσα στο βάθος της κληματαριάς. 
775. Φ Εμούνταρε πάνω, α με φάει. ΝΕ Μου επιτέθηκε σαν τρελός. Ε/Π Λες και ήθελε να με φάει. Ιταλικά: montare = ορμώ. 
776. Φ Βρουλντόνου και στακτώνου, κάμνε ότι καταλαβαίνεις. ΝΕ Δε με νοιάζει κάνε, ότι θέλεις (βλέπε 255). 
777. Φ Μιλάστον καίγκουει, εντιπάργκιασε κιά. ΝΕ Τον μιλάς και δεν ακούει, κόλλησε εκεί. 
778. Φ Άσκημο ντέρντι ήβραμε. ΝΕ Άσχημο μπελά βρήκαμε. 
779. Φ Εντικόπην η φόρα του. ΝΕ Κόπηκε η φόρα του, κόπηκε η αποφασιστικότητα του.. 
780. Φ Εχτυπήσαν τα θρονιά; ΝΕ Χτυπήσαν τα στασίδια της εκκλησίας; (στην Α΄ Ανάσταση). 
781. Φ Ε σηκώνεται που τα κούμελτα ο αθθοκούφης. ΝΕ Δε σηκώνεται από το τζάκι, κάθεται πάνω στις στάχτες. 
782. Φ Η ντζιάρα εμισόδκιασε. ΝΕ Το βαρέλι του λαδιού είναι μισογεμάτο. 
783. Φ Σφογκίστου με το μεσάλτι. ΝΕ Σκούπισε τα χέρια σου με την πατσαβούρα. Ε/Π Μεσάλτι: mensalium - mensa - τράπεζα, τραπεζομάντυλο; 
784. Φ Πάει σαν την πορντούα. ΝΕ Πάει πολύ αργά, σαν τη χελώνα. 
785. Φ Έρριξα μερικά πατηχόφυλλτα στον χοίρο. ΝΕ Έριξα μερικές καρπουζόφλουδες στον χοίρο. 
786. Φ Κλείσε τον αομά, γιατί εννάβγκουν όξω οι πούλτες. ΝΕ Κλείσε το κοτέτσι, για να μην βγουν οι κότες έξω. 
787. Φ Ήβγκε πάνω στη τσούντη. ΝΕ Ανέβηκε σχεδόν στην κορυφή του δέντρου. 
788. Φ Σφόγγα τα γακτήλκια σου, που είν’ ολόλαα. ΝΕ Σκούπισε τα δάχτυλά σου που είναι γεμάτα λάδια. 
789. Φ Έκαμε κάτι πατήχες να !! μπουκατά. ΝΕ Έκανε κάτι καρπούζια!! τόσο μεγάλα! 
790. Φ Το χωράφι ήτα στο ττάβι του. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα. 
791. Φ Εκαρυκλιάσαν τα νεύρα μου. ΝΕ Μουδιάσανε τα νεύρα μου. 
792. Φ Εμαεφτήκασι ποσό! ΝΕ Μαζευτήκανε πολλοί. 
793. Φ Α πρε καμμυστέ. ΝΕ Α βρε κοιμισμένε, με κλειστά μάτια. 
794. Φ Χχέλει ζέξιμο, πριν εσφίξει. ΝΕ Θέλει όργωμα το χωράφι, πριν σφίξει το χώμα. 
795. Φ Εμείς άχουμε και φτη τη σκάση; ΝΕ Εμείς θάχουμε κι’ αυτό το πρόβλημα; 
796. Φ Μπάλκια-μπούλκιου γουλκιές. ΝΕ Δουλειές της πλάκας. 
797. Φ Ο ήλκιος είναι πυρός. ΝΕ Ο ήλιος καίει πολύ. 
798. Φ Εκαρβέλτωσε πάνω και κατσε χαλούρι. ΝΕ Κάθισε στο σαμάρι του γαϊδάρου, πιάνοντας τα καρβέλια του σαμαριού. 
799. Φ Α σε σουστάρω καλά. ΝΕ Θα σε φτιάξω καλά. Ε/Π Θα σε παίξω χορό σούστας. 
800. Φ Τα Σάββατα είν’ κοντά. (ΜΕ) ΝΕ Όπου νάναι, κοντεύει η ώρα. Ε/Π Για να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. 
801. Φ Γυαλτίζει σα μονήμερος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι δηλητηριώδες. 
802. Φ Εμεχούλκιασε κι έκαμνε γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Μέθυσε και πηγαίνει εδώ κι’ εκεί, παραπατεί. 
803. Φ Το πανί εφουρντούκλωσε. ΝΕ Το πανί δεν ράφτηκε καλά, ξεχείλωσε. 
804. Φ Το ύφασμα ήμπε. ΝΕ Το ύφασμα μάζεψε. 
805. Φ Ιχιαλτά, να τον γεις, όπως χχέλεις. ΝΕ Μακάρι, να τον δεις, όπως θέλεις. 
806. Φ Ε κάμνουσι χωρκιό φαώνουνται σαν το σκύλτο με τον κάττη. ΝΕ Δεν τα βρίσκουν τσακώνονται συνέχεια, όπως ο σκύλος με τον γάτο. 
807. Φ Χάτε ναούμε οττούρ-μπακκαλούμ. ΝΕ Άντε να δούμε, ορίστε, κάθισε! 
808. Φ Επήεν αλάργκιου. ΝΕ Πήγε μακριά. 
809. Φ Εβρόμεσε ντο κόσμο. ΝΕ Μύρισε άσχημα παντού. 
810. Φ Πρε, που να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά) 
811. Φ Γυαλτοκοπά σαν όφκιος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι. 
812. Φ Εξεμπρόστιασέντον καλά-καλά. ΝΕ Του τάπε ένα χεράκι, κατάμουτρα. 
813. Φ Πάννε κατούρα να λαφρύνεις. (ΜΕ, Περίπαισμα) 
814. Φ Ότι ειννά κάμνεις στα σίντα, γιατί εν έχουμε τράτος. Ν Ε Κάνε γρήγορα, γιατί δεν προλαβαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο. 
815. Φ Εκόντεψε να φουρκιστεί το ζο, τσα που τόγεσες. ΝΕ Κόντεψε να πνιγεί το ζώο, έτσι που το έδεσες. 
816. Φ Πάνω που φφουρφουήσεν είναι. Ν Μόλις χάραξε η αυγή. Ε/Π Έγινε φυρφύρι, κοκκίνησε η ανατολή. 
817. Φ Βγκιατίζετε να φύουμε. ΝΕ Δουλεύετε γρήγορα, για να τελειώσουμε και να φύγουμε. 
818. Φ Επήρε το κολάι ντου πιό. ΝΕ Βρήκε το κουμπί του, την ευκολία του, τον τρόπο του. 
819. Φ Μιλτέττι, πρε, είν’ εφτό; ΝΕ Σόϊ (ή φυλή) είναι, βρε, αυτό; 
820. Φ Εξετσίννησε, ήβγκεν ένα τσουννί. ΝΕ Φύτρωσε και μόλις, που φαίνεται. 
821. Φ Κάχχεται χαστός. (ΜΕ) ΝΕ Κάθεται και περιμένει με ανοιχτό το στόμα. 
822. Φ Έκαμε το καφκαλτό μου, καζάνι. ΝΕ Με πήρε το κεφάλι μου, από τα πολλά λόγια και από τη φλυαρία του. 
823. Φ Έν έχει τίποτα, ανύχους. ΝΕ Δεν έχει τίποτα, τέρμα. 
824. Φ Κιά που κάχχουμουν, εκούτλιζα. ΝΕ Εκεί που καθόμουν νύσταξα. 
825. Φ Λε-λε, εκαταφερέντα. ΝΕ Με το πες-πες, τα κατάφερε. 
826. Φ Φτύξε στον κόρφο σου, α μη σε λάχει. ΝΕ Να παρακαλάς, να μη σου συμβεί. Ε/Π Διώξε το κακό με μάγια, να μη σε βρεί. 
827. Φ Εβρόμησε ο στόμας του, που τη πείνα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έχει μέρες να φάει. 
828. Φ Κάχχε λτιό και λτιάκι, βγκαίνει ένα φασούλτι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι κάτι βγαίνει στην επιφάνεια, κάποιο πρόβλημα. 
829. Φ Εκάμαμας, ελάτε να ήτε. ΝΕ Μας έκανε του αλατιού, ρεζίλι, ελάτε να δείτε θέαμα να γελάσετε. 
830. Φ Κάχχεται και ξύεται. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έρχεται σε δύσκολη θέση και δεν ξέρει τι να κάνει. 
831. Φ Είε τα φράγκα και ξεσπάστη. ΝΕ Είδε τα λεφτά και ξαφνιάστηκε. 
832. Φ Ήρτε πάνω στην άψη της γουλκειάς. ΝΕ Ήρθε το φουλ της δουλειάς. 
833. Φ Χώργκιε κει, κατακομμό! ΝΕ Βλέπε κει, δεν λέει να σταματήσει την κούραση! 
834. Φ Μοναχός του είν’ ένα χωργκιό. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά πολύ και κάνει θόρυβο. Ε/Π Ο πολυλογάς γίνεται αντικείμενο προσοχής από μέρους των άλλων. 
835. Φ Μη χχαρρείς και ξεφυσά πουκιά. ΝΕ Μη νομίζεις, παίρνει τα χούγια του (βγάζει αέρα από κει …). 
836. Φ Η μούρη του είναι σα τσερπί. ΝΕ Αυτός που έχει αδύνατο πρόσωπο. Ε/Π Τσερπί: σκατζόχοιρος. 
837. Φ Κατακόβγκιεται κιά μοναχός του. (ΜΕ) ΝΕ Παραμιλάει μόνος του, κουράζεται ασταμάτητα. Ε/Π Ασχολείται μόνος του (για τον εσωστροφή άνθρωπο). 
838. Φ Καλός καρντιαλής είν’ καιφτός. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που φοβάται πολύ. Ε/Π Ειρωνεία για κείνον, που δεν έχει τόλμη. 
839. Φ Κάτσε πρε κάτω, σαρταμπέλτο. ΝΕ Κάθησε κάτω πιά. Ε/Π Μην κάνεις σαν τον σαλτιμπάγκο. 
840. Φ Όσο βαρεί, ξίζει. (ΜΕ) ΝΕ Γενικά ο καλός άνθρωπος. Ε/Π Η καλοσύνη μετριέται, θαρρείς, όπως το βάρος. 
841. Φ Εσήκωσεμε πάνω με τη μπουκιά στο στόμα. ΝΕ Με σήκωσε πάνω, πριν προλάβω να φάω. 
842. Φ Επέρασε που τις χαραμάες. ΝΕ Αυτός που γλύτωσε στο τσακ, την τελευταία Ε/Π Πέτυχε το ακατόρθωτο. 
843. Φ Εκόκκιασε το ψαλί και χχέλει κόνισμα. ΝΕ Τι ψαλίδι θέλει ακόνισμα, γιατί δεν κόβει. 
844. Φ Εφέραν το κόνισμα της Παναγιάς. ΝΕ Φέρανε την εικόνα της Παναγίας. 
845. Φ Ήψαν οι ποδκιές του. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που κάνει πολλές δουλειές. 
846. Φ Επέρασε που τη χαντακιά να μη το γούσι. ΝΕ Πέρασαν από άλλο δρόμο, για να μην τους δουν. 
847. Φ Ήψαν τα φιτίλκια. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που νευρίασε. Πήρε φωτιά από θυμό. 
848. Φ Τανεί παστρικά. ΝΕ Δουλεύει καθαρά. 
849. Φ Το συνί είναι στρωμένο. ΝΕ Το φαγητό είναι στο τραπέζι. 
850. Φ Εκαταλάγιασε στο γιαττάκι του. ΝΕ Ησύχασε στο κρεβάτι του. 
851. Φ Πενήντα χρονών λαός. (ΜΕ) ΝΕ Ο μεγάλος στην ηλικία. Ε/Π Αντλημένο από τις αστείες συμπεριφορές των χαλκητών. 
852. Φ Έκαμε το χωράφι πατούρι. ΝΕ Έκανε το χωράφι δρόμο. Ε/Π Σκληρό από τα από τα περάσματα του. 
853. Φ Είν’ καιφτός μισόκαλτος. ΝΕ Δεν είναι στα καλά του. Ε/Π Δεν είναι πέρα για πέρα υγιής. 
854. Φ Το ένα ξινίζει, το άλτο μυρίζει, αούμε πουννά σέβρουμε. ΝΕ Τόνα ξινίζει τ’ άλλο μυρίζει, πού θα σε βρούμε ποιο σ΄ αρέσει! Ε/Π Δεν έχεις πάρει μια θέση. 
855. Φ Είναι κομμάτι ττέρσης. ΝΕ Είναι λίγο απότομος, σκληρός. 
856. Φ Εννά τα πάρει μαζί του. (ΜΕ) ΝΕ Γι΄ αυτόν, που δεν ξοδεύει (ο τσιγκούνης). Ε/Π Ειρωνικά: στον τάφο δεν παίρνει κανείς τιποτα. 
857. Φ Και τι μορκιά κακομά. ΝΕ Είδες τι ωραία, καυμένη μου. 
858. Φ Αγεράτιστος άχρωπος. ΝΕ Αχαΐρευτος άνθρωπος, που δεν αξίζει. 
859. Φ Επήρε μιά καλαγιά που κάτω, μη ε βω, εν ε ξέρω. ΝΕ Πήρε μια καλή παρτίδα στα χαρτιά, τόση μεγάλη, δεν ξέρω πόσα. 
860. Φ Μουϊζει το φαϊ, σαν το χοίρο. ΝΕ Μυρίζει το φαγητό σαν τον χοίρο. 
861. Φ Η γουλκειά εφοήχχη τον τακτικό κι’ όχι τιν τταμαχιάρη. (Μ.Ε.) ΝΕ Η δουλειά φοβάται τον τακτικό, κι’ όχι αυτόν που δουλεύει στο φουλ. 
862. Φ Εφτός είν’ αρνί καλέ και κάμνουντον, όπως χχέλουν. (ΜΕ) ΝΕ Είναι μαλακός άνθρωπος και τον κάνουν ότι θέλουν. Ε/Π Τον άκακο και τον αγαθό τον εκμεταλλεύονται. 
863. Φ Χχαρείς και κατουρήσαμε στο φλετρό. (ΜΕ) ΝΕ Λέγεται, όταν παν όλα στραβά και αποφεύγουμε το κάθε τι. 
864. Φ Εν έχουνμε κανένα να μας φυσήξει στο στόμα. (ΜΕ) ΝΕ Δεν έχουμε βοήθεια από κανέναν. Ε/Π Δεν έχουμε κανέναν να μας δώσει πνοή ζωής. 
865. Φ Ούλτο στράβιν εβρίσκει. ΝΕ Όλο αιτίες, προφάσεις βρίσκει. 
866. Φ Τραβούντον τσα που τραβούν οι σκύλτοι το προβκιακό. ΝΕ Τον τραβούν, όπως οι σκύλοι τα δέρμα του προβάτου. 
867. Φ Μερικωνών γεννούν κι’ οι πετεινοί τους. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτοί που έχουν μεγάλη τύχη. Ε/Π Αυτοί που πετυχαίνουν το ακατόρθωτο και ευνοούνται σκανδαλωδώς. 
868. Φ Νεροσταλτιά που είσαι! ΝΕ Είσαι σαν τη βρύση που στάζει. 
869. Φ Α φτύξω κάτω, φτύω τα γένια μου, α φτύξω πάνω φτύω το Θεό. (ΜΕ) ΝΕ Όπως και να κάνω βρίσκομαι μπλεγμένος. Ε/Π (όταν πρόκειται για συγγενικό πρόσωπο). 
870. Φ Η πωρνή σήμερα ήτα για δκιάφισμα. ΝΕ Το πρωινό ήταν καλό για το θειάφισμα. 
871. Φ Κάχχεται μουτεμένος. Ν Κάθεται σφιχτός και σκεπτικός. 
872. Φ Τρώεις το και νατριχάς. ΝΕ Το τρως και σηκώνεται η τρίχα σου, αηδιάζεις. 
873. Φ Εν ήμουν στο ταπάνι μου. ΝΕ Δεν ήμου στα καλά μου, στις δυνάμεις μου. 
874. Φ Το χωράφι είναι μπριάρικο. ΝΕ Το χωράφι βγάζει νερό. Ε/Π Μπριάρικο: ομβρίζει. 
875. Φ Έλα καίχωσε πασταχιούτα. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και δεν κάνουμε χωρίς εσένα. Ε/Π Ειρωνικά (σου έχουμε μακαρονάδα με τυρί). 
876. Φ Εχαμπίναν οι λαμπατίνες. (ΜΕ) ΝΕ Αρχίζω να μην βλέπω καλά. Ε/Π Αιτία το θάμπωμα των ματιών 
877. Φ Εόκαμε λο, μέχρι να τα φανερώσουμε. ΝΕ Δώσαμε το λόγο μας (για αρραβώνες μέχρι να τα ξεφανερώσουμε). 
878. Φ Κάμνει σα πατή της. ΝΕ Κάνει σα νάναι μόνη της. 
879. Φ Επαίξαμε μιάν αντουνάτα, του καλού καιρού. ΝΕ Κάναμε έναν καυγά του καλού καιρού. 
880. Φ Έκαμε το χωράφιν αβγκό. (ΜΕ) ΝΕ Καθάρισε το χωράφι από τα μπάζα και τα χόρτα. 
881. Φ Τε-τε εν επέτυχεν η γουλκειά. ΝΕ Προσπάθησα, αλλά η δουλειά δεν πέτυχε. Ε/Π Τελικά απέτυχε. 
882. Φ Εφτόν εγίνηκε ρουμάνι. ΝΕ Αυτό γέμισε από πεύκα κι’ άγριους θάμνους. 
883. Φ Εκρίπαρεν η καραματάρια. ΝΕ Έσπασε η σαμπρέλα. Ε/Π Αεροθάλαμος (κάμερα αέρα). 
884. Φ Εντιργκιούνταν να πάει. ΝΕ Το σκεφτόταν για να πάει. Ε/Π Δεν έχει θάρρος, διστάζει. 
885. Φ Πε-πε εκατάφερεντα. ΝΕ Πες-πες τα κατάφερε. 
886. Φ Α μωρή χαστοκουρούνα! (Βρισιά) 
887. Φ Και που των απροέλοιπιων. ΝΕ Και από των υπολοίπων, παιδιών σου (εννοείται του γάμου). 
888. Φ Καλός ντεληξίζης είσαι. ΝΕ Είσαι κι’ εσύ κοκαλιάρης. 
889. Φ Ποιός έχει τον πιό πολτύ (νου); ΝΕ Ποιός έχει το πιό πολύ μυαλό; 
890. Φ Επήα να νοιαστώ τα μαντάλκια. ΝΕ Πήγα να δω τους φράχτες με φυτείες, π.χ. της ντομάτας. 
891. Φ Α σπιρτίσεις τώρα βα, α καλαφουνίσει ο τόπος. ΝΕ Ν’ ανάψεις ένα σπίρτο τώρα εδώ, θα καεί ο τόπος. 
892. Φ Γλυκατσούα τον έκαμες. ΝΕ Τον έκανες πολύ γλυκό τον καφέ. 
893. Φ Εβώ καλό χαπάρι και συ παχύν αρνί. ΝΕ Λεγόταν για την κουρούνα που έκραζε (έκρωζε). Ε/Π Η κραυγή της κουρούνας ήταν σημάδι κακού οιωνού. 
894. Φ Λτάξε τη καντέλτα. ΝΕ Άλλαξε το μπουζί. 
895. Φ Κόψε το γέμμα, που τον καταπότη. ΝΕ Γύρισε το νερό πίσω στο μεγάλο (κεντρικό) αυλάκι. 
896. Φ Ε μας πολείπου οι αθθοί. ΝΕ Δε μας λείπουν τα προβλήματα. 
897. Φ Έππεσε κούππα. ΝΕ Έπεσε μπρούμυτα. 
898. Φ Πάει που χάμαι, ώς χάμαι. ΝΕ Αυτός που δεν έχει κουράγιο να σταθεί στα πόδια του. 
899. Φ Εστράβωσε το παραφάνκο. ΝΕ Στράβωσε ο προφυλακτήρας (το φτερό) του τροχού του ποδηλάτου ή του αυτοκινήτου. 
900. Φ Ό,τι χχέλεις κάμνε, το μόσμα της είν’ κιά. ΝΕ Ότι και να κάνεις το ενδιαφέρον της είναι εκεί. Ε/Π Έχει ομόσει να το κάνει. 
901. Φ Σαν τον γιρούκην εκατάντισες πιό! ΝΕ Κατάντησες σαν τον αλήτη. Ε/Π Γιρούκης: τούρκος στρατιώτης 
902. Φ Έντο χωρείς που τσουμουκλαίει; ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που σιγοκλαίει; 
903. Φ Α με τουφλοπανιάσεις ξαννείς; ΝΕ Θέλεις να μου ρίξεις στάχτι στα μάτια; Ε/Π Να μου κλείσεις τα μάτια με πανιά προσπαθείς; 
904. Φ Εστούππωσε πιό, που το τσιάρο. ΝΕ Έκλεισε ο λαιμός του από το τσιγάρο. 
905. Φ Κόλτα του σιταρκιού. (ΜΕ, βρισιά) Ε/Π Κόλτα = αρρώστια κολλώδης. 
906. Φ Παχιαρντίζιτα ούλτα. ΝΕ Τα προλαβαίνει όλα. 
907. Φ Εμούραρε κια, που να μεταπατήσει; ΝΕ Επιμένει εκεί, και δεν αλλάζει γνώμη. Ε/Π Εμούραρε = έπεσε με τα μούτρα, όρμησε. 
908. Φ Επάεννε ζιρίττι. ΝΕ Πήγαινε γρήγορα-γρήγορα. Ε/Π Ζιρίττι: άλογο της ερήμου, για ταχυδρομικές μεταφορές. 
909. Φ Καματέβγκει πάνω - κάτω. ΝΕ Πάει πάνω-κάτω, εργάζεται πολύ. 
910. Φ Κκιούρου το νερό. ΝΕ Το νερό έπεσε απότομα σαν καταράκτης. Ε/Π Κιούρου = λέξη ηχοποίητη από τον θόρυβο του νερού. 
911. Φ Καλντικά πάνω και δρόμο. ΝΕ Κάθεται πάνω φεύγει. Ε/Π Καθίζει (καβαλλά) στο άλογο (στο κινητό) και φεύγει γρήγορος. 
912. Φ Ρχινά πιο και μαμμαλά. ΝΕ Αρχίζει πιά και πάει γονατιστός (και με τα τέσσερα). Ε/Π Μαμμαλά: μπουσουλάει. 
913. Φ Έκαμα μιά λέβα γύρου-γύρου. ΝΕ Έκανα ένα γύρο για να δω. 
914. Φ Επέρασε που τις αραμάες. (ΜΕ) ΝΕ Πέρασε από τις χαραμάδες. Ε/Π Κατάφερε το ακατόρθωτο. 
915. Φ Μίχχι κακομά, είες μυρωδκιά; ΝΕ Πώς μυρίζει, είδες μυρωδιά, κακομοίρα μου! 
916. Φ Ππούφφου εβρόμεσε τον κόσμο. ΝΕ Πω-πω βρόμισε το μέρος γύρω. 
917. Φ Είμαι νηστική, καρβούνι! ΝΕ Δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου. 
918. Φ Πάνω που έσπασεν η κούνια του. (ΜΕ) ΝΕ Ναι παιρνιέται για μικρός ακόμα. Ε/Π Ειρωνικά, για όποιον θέλει να τρέφει αυταπάτες, ότι είναι νέος ακόμα. 
919. Φ Εδκιαλίστηκα στον καρβέττη. ΝΕ Χτενίστηκα στον καθρέφτη. Ε/Π Διάλα = κτένα. 
920. Φ Εχτήπα πάπλα. ΝΕ Χτυπούσε παλαμάκια. 
921. Φ Ήβρεν εφτός ένα λουφέ! ΝΕ Βρήκε αυτός τα έτοιμα! Ε/Π Λούφες: τούρκικα = μισθός. 
922. Φ Έριξα μερικά ρόσιτα τις πούλτες. ΝΕ Έριξα φαγητό στις κότες. Ε/Π Ρόσιτα: παράσιτα του σιταριού. 
923. Φ Τα λόγια ε φυρούν. ΝΕ Τα λόγια δεν τελειώνουν. 
924. Φ Σαρπετός άχρωπος. ΝΕ Ευκολοκίνητος άνθρωπος. Ε/Π Ευέλικτος σαν ερπετό. 
925. Φ Νακατόστρα που είναι! ΝΕ Ανακατεύει τον κόσμο. Ε/Π Δημιουργεί προβλήματα. 
926. Φ Ξαννά, α την εβγκάλει πόχηκα. ΝΕ Προσπαθεί να τη βγάλει καθαρή, χωρίς να καταβάλει κόπο, μόχθο. 
927. Φ Εποκάμμυσέμμε το κουλούκι και τρεξε. ΝΕ Με κοίμησε ο μικρός και έτρεξε, το’σκασε. 
928. Φ Όξω είναι ζιντάνι. ΝΕ Έξω είναι σκοτάδι. Ε/Π Ζιντάνι = φυλακής σκοτάδι 929. Φ Επέρασε ένα ζαμάνι. ΝΕ Πέρασε χρόνος. 
930. Φ Το λεφορείον είναι ζίγκα μέσα. ΝΕ Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο, αδιαχώρητο. 
931. Φ Τράβα-τράβα, ήβγκε λωνάρι. ΝΕ Από το πολύ τράβηγμα, κόπηκε. Ε/Π Λωνάρι: κομμάτι ρούχου (λπυρί, λώρος). 
932. Φ Α σε όκω μιά στραβοκουππιά. ΝΕ Να σου δώσω μιά ανάποδη. 
933. Φ Είναι κάργκα-πίλα. ΝΕ Είναι πάρα πολύ γεμάτο. 
934. Φ Επαίξαμεν ένα καβγκά τριτσάτο. ΝΕ Παίξαμε καυγά τρικούβερτο. 
935. Φ Α γελάσουν, τα Μασαρομάλωνα. ΝΕ Θα γελάσουν και τα γύρω χωριά. Ε/Π Μασαρομάλωνα: τα χωριά Μάσαρι και Μαλώνα. 
936. Φ Ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Θα βγει μιά είδηση. 
937. Φ Ήρτε λτίγκι-λτίγκι. ΝΕ Ήρθε σιγά-σιγά, περπατώντας. Ε/Π Λτίγκι-λτίγκι: σινάμενος κουνάμενος και με άνεση. 
938. Φ Εκαμέντα πιτούτου. ΝΕ Τάκανε επίτηδες. 
939. Φ Επάεννε μούλτα-μούλτα. ΝΕ Πήγαινε σιγά-σιγά, σκυφτός. 
940. Φ Το φαϊ, είν’ ανήψητο. ΝΕ Το φαγητό είναι άψητο. 
941. Φ Τυραννείς με άϊκα των αΐκων. ΝΕ Άδικα με τυραννάς, είναι ποιο μεγάλη αδικία. 
942. Φ Κόψε φτες γα τις ποκροκίες. ΝΕ Κόψε τα τσουλιά, από τα μακριά μαλλιά. 
943. Φ Εγίνηκες σα την αφτάλτα. ΝΕ Έγινες ολόμαυρος. 
944. Φ Επετάχτηκε σα το σκατοπάμπουλτο. ΝΕ Πετάχτηκε ξαφνικά να πάρει το λόγο. Ε/Π Όπως πετάγεται το καλαμπόκι, όταν ζεσταίνεται. 
945. Φ Εκάμασι τον αλοϊνό. ΝΕ Κάνανε τα πάνω κάτω. 
946. Φ Έφαε μιά φουρτιά κούννες. ΝΕ Έφαγε μιά φούχτα πασατέμπο, κουκούτσια. 
947. Φ Τρίτσαρε τη καρέκλα παραπέρα. ΝΕ Τράβηξε το κάθισμα πιό πέρα. 
948. Φ Το χώμα ήταν κούμι. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ μαλακό. 
949. Φ Ήταν κόμμα-ράμμα. ΝΕ Σταμάτησε, μέχρι εδώ. Ε/Π Παροιμία. 
950. Φ Α πρε κοκιά λύχνος. ΝΕ Αχ βρε ολόκληρος άντρας. 
951. Φ Ε ττοπέ πιό. ΝΕ Αμάν πιά. 
952. Φ Σούκκιουρου και ήρθε βολικά, πάλε εστράβωσε η γουλκειά. ΝΕ Μιας κι’ ήρθαν βολικά τα πράγματα, κάτι πήγε στραβά πάλι. 
953. Φ Ζαττί, αδκιαφόρετα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιως, τζάμπα μιλώ. 
954. Φ Ε ντο χωρείς που είναι σαλούκι. ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που είναι μεθυσμένος. 
955. Φ Πάει με το σεσελέ ντου. ΝΕ Πάει με το πάσο του. 
956. Φ Πετά ο κώλος του τσαμπιρίες. (ΜΕ) ΝΕ Τρέχει και δεν προλαβαίνει. Ε/Π Για τον βιαστικό λόγω ανάγκης. Τσαμπιρίες, τσάμπες = φλόγες, Τσαμπίκος, Τσαμπίκα. 
957. Φ Εκαλάντισάτον ένα χεράκι. ΝΕ Του τάψαλα ένα χεράκι. 
958. Φ Φτογά το τρισβαρί, ε με κούει. ΝΕ Αυτός ο βλάκας δεν ακούει. Ε/Π Τρισβαρί = τρις βαρύς. 
959. Φ Σπαρί την εβγκάλαμε. ΝΕ Καλά τα βολέψαμε. Ε/Π Σπαρί = σπάρος, ψάρι. 
960. Φ Εί ναι, σιά τώρα. ΝΕ Όχι καλέ, σιγά τώρα. 
961. Φ Άλτα λε, σώπα καλέ. ΝΕ Όχι δα, σώπα τώρα. Ε/Π Άλλα λεγε, σώπα τώρα! Δεν είναι έτσι. 
962. Φ Εκαμέντα μαξούς καλέ. ΝΕ Τάκανε επίτηδες. 
963. Φ Ξέρεις τι αμάχη την έχω; ΝΕ Ξέρεις πόσο την μισώ, την μάχομαι. 
964. Φ Φτα καλέ είναι ξερά κούκκουρα. ΝΕ Αυτά είναι κατάξερα (όχι απλά ξερά). Ε/Π Πέρα για πέρα, πλεονασμός. 
965. Φ Έχει όξω μια παγιά, άστα να πάει. ΝΕ Έξω έχει κρύο, μη το συζητάς. 
966. Φ Κόμα λεχούην είναι, άϊστον. ΝΕ Ακόμα μωρό είναι, άστο. 
967. Φ Καλή μου φορτοτήρα. ΝΕ Καλό μου ξύλο. 
968. Φ Εγίνασι μιά μαλαή. ΝΕ Γίνανε αχταρμάς. Ε/Π Μαλαή, αχταρμάς = μείγμα. 
969. Φ Εμολάρασι τα κοκκαλά μου. ΝΕ Λύσανε τα κόκκαλά μου. 
970. Φ Καννέβγκεις καλά; ΝΕ Σημαδεύεις καλά; 
971. Φ Τι το μαγντανίζεις και το μαγντανίζεις. ΝΕ Τι το ψάχνεις και το ψάχνεις. 
972. Φ Εγίναμε χιούμουντο στο χωρκιό. ΝΕ Γίναμε ρεζίλι στο χωριό. Ε/Π ( χι, χι, χι, γελάνε όλοι). 
973. Φ Επήε γιαπανά. ΝΕ Πήγε τσάμπα. Ε/Π Γιαπανά = τσάμπα = άδικα. 
974. Φ Χρόνο γυρί, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Συνέχεια αυτή τη δουλειά. 
975. Φ Έριξε δκιό με το τσιφτέ. ΝΕ Έριξε δυό ντουφεκιές με το όπλο. 
976. Φ Εχάχηκε που της γης την όψη. ΝΕ Λες και τον κατάπιε η γη. 
977. Φ Η πούντα του χάρου είν’ όξω. (ΜΕ) ΝΕ Τα κρύα του χάρου είναι έξω. Ε/Π Κρύο, όπως ο χάρος γυρνά, φυσά έξω. 
978. Φ Επόμεινεν ένα στίμμα καιν εβγκαίνει. ΝΕ Έμεινε ένα σημάδι και δεν καθαρίζει. Ε/Π Στίμμα = στίγμα = σημάδι. 
979. Φ Σα τον τσόλτο είσαι. ΝΕ Σα τον ρακένδυτο είσαι. 
980. Φ Βάλε τη πόησή σου. ΝΕ Βάλε τα παπούτσια σου. Ε/Π Πόηση = υπόδηση, υποδήματα 
981. Φ Ραντουλντά και πάει. ΝΕ Αυτός που περπατώντας, του πέφτουν αυτά που κρατά. Ε/Π Ρίχνει σταγόνες νερού (Λαντουρώ, ψεκάζω - ραντουρώ - ραντίζω). 
982. Φ Ρέντουλντος άχρωπος ΝΕ Ανοικοκύρευτος άνθρωπος. 
983. Φ Ήρτεν ο σκιαστικός. ΝΕ Ήρθε ο αρραβωνιαστικός 
984. Φ Που να σε φάει η βλάττα και να μη σε φήκει. (Βρισιά) Ε/Π Αρρώστια με ερυθρό εξάνθημα (οστρακιά). 
985. Φ Εφκέρωσέντα ούλτα βα! ΝΕ Όλα εδώ τα άδειασε. Ε/Π Εφκέρωσέ = εκένωσε = άδειασε. 
986. Φ Πού να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά) Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου - θέση και άρση εκφράζουν το ίδιο! 
987. Φ Άλλντο κάρο με πατάτες. (Κοροϊδία) ΝΕ Αυτός που δεν του κόβει. 
988. Φ Που να καμώνεσαι και να μπιρίζεσαι. (Βρισιά) 
989. Φ Καλή μου ζόππα. ΝΕ Καλό μου ξύλο. 
990. Φ Τρέχουν τα αργκιακούλκια. ΝΕ Τρέχουν τα ρυάκια νερό. 
991. Φ Έφαε το χάκκι του. ΝΕ Έφαγε τον κόπο του άλλου. 
992. Φ Α πρε λολντοκόπελντο. ΝΕ Α, βρε τρελό παιδαρέλι. 
993. Φ Εννάρτει σε τρία τέρμενα. ΝΕ Θάρθει σε τρεις -ώρες, μέρες, μήνες κ.λ.π. 
994. Φ Έϊ ναι κουκουνούκους. ΝΕ Όχι, τίποτε. 
995. Φ Εν ποτάσσει ο τύμπανος. ΝΕ Δεν έχει μια, ο αδιαφόρετος. 
996. Φ Ένοιξε το ξεμισκιλντί που πίσω. ΝΕ Άνοιξε το κατουρίδι. Ε/Π Έπιασε το φυτό, πέταξε μάτι (η καταβολάδα). 
997. Φ Εφτή είναι πιάνα-πιάνα (ΜΕ) ΝΕ Δε μπορεις να τη βρεις. Ε/Π Μια λέει έτσι, μια αλλοιώς. 
998. Φ Άλι-άλι πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, βρε. 
999. Φ Επόμεινε και μπροκκόνει τον. ΝΕ Έμεινε να του βάζει λόγια. 
1000. Φ Η γουλκειά ήρτε στάφνι. ΝΕ Ήρθε κι’ έδεσε. Ε/Π Στάνι - στάθμη, αλφάδι. 
1001. Φ Εννά χέλει να πρεσβάρουμε και μεις. ΝΕ Θα θέλει να πάμε κι’ εμείς. Ε/Π Να παρουσιαστούμε, πρέσβεις! 
1002. Φ Μάεψε τις αβγκοφιλτίες που κάτω. ΝΕ Μάζεψε τα τσόφλια του αβγού από χάμω. 
1003. Φ Άτε πάλε, ξαναπίταχά. ΝΕ Άντε πάλι, ξανα από την αρχή. 
1004. Φ Εφτή είναι φεβγκιά που τα χάνια. ΝΕ Έφυγε εδώ και πολύ χρόνο. 
1005. Φ Α πιάσω ένα κοντόκουρο καιννά κάμω τα παϊδγκια σου μελανά. ΝΕ Θα πάρω ένα ξύλο και θα σπάσω τα πλευρά σου. 
1006. Φ Άταν μπρός-αλκιώς να χώργκιες. ΝΕ Ας ήταν διαφορετικά και θάβλεπες. 
1007. Φ Κοκιά κκαμάννα αδκιαφόρετη. ΝΕ Δυό μέτρα ύψος, αλλά τίποτα. 
1008. Φ Φτιά η ξεκεφάλιση έλειπε τωρά. ΝΕ Αυτός ο πονοκέφαλος έλειπε τώρα. Ε/Π Αυτός ο πρόσθετος συλλογισμος. 
1009. Φ Το χωράφιν έχει ανάωση. ΝΕ Το χωράφι μπορεί να σκαφτεί, να οργωθεί. Ε/Π Ανάωση = ανάδοση = υγρασία. 
1010. Φ Ήπιεντο μολολάη. ΝΕ Το ήπιε όλο με μια. 
1011. Φ Στραγκά η καρντιά σου. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά αργά και περιμένεις πότε να τελειώσει. Ε/Π Η καρδιά μου χάνει τη δύναμη της (στραγγίζει). 
1012. Φ Ετρουλτόφτιασε να κούσει. ΝΕ Τέντωσε τ’ αφτιά του, ν’ ακούσει. Ε/Π Τα αυτιά της τα έκανε τρούλα, τα ύψωσε. 
1013. Φ Ήμπε πούμπε, άϊστο κιά. ΝΕ Μπήκε που μπήκε, άστο εκεί. 
1014. Φ Εν τον χχέλω φτογά, μακάρι και τι. ΝΕ Δεν τον θέλω αυτόν, ότι και να μου πεις. 
1015. Φ Πόψε, ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Απόψε θα μας ακούσει το χωριό. 
1016. Φ Ήβρε τη γλύτια ντου. ΝΕ Μπόρεσε και γλύτωσε. 
1017. Φ Κουβαλά μαζί ντου ούλτη τη τσέργκα. ΝΕ Κουβαλάει μαζί του όλα τα πράγματα. 
1018. Φ Έκαμε τη μπόρκα ντου. ΝΕ Έκανε χωρίστρα στα μαλλιά του. 
1019. Φ Αναπάμπουλτος άχρωπος. ΝΕ Άσκεφτος άνθρωπος, ασυνάρτητος. 
1020. Φ Ελίμαξε που τη πείνα. ΝΕ Πείνασε πολύ. 
1021. Φ Έφηκε ένα ζωνό και ποβρόμεσε το κόσμο. ΝΕ Αερίστηκε και βρόμισε τον κόσμο. 
1022. Φ Α! μωρή μέκκια!! (ΜΕ) ΝΕ Α μωρή καμωματού. Ε/Π Μέκκια: μικ(κ)ός - μική, μιτσός = πολύ μικρός (αρχαία). Προφανώς λέγεται για μικροκαμωματού. 
1023. Φ Το χώμα είναι καπάϊκο. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα. 
1024. Φ Ακόπονο πιο, είχε μέσα κι’ έναν άϊκο. ΝΕ Είχε μέσα πολύ πράμα. Ε/Π Ακόπονο: συν τοις άλλοις επιπλέον. 
1025. Φ Τώρα είμαι δκιό όρη και δκιό βουνά. (Παροιμία) ΝΕ Είμαι πολύ αγανακτισμένος. 
1026. Φ Ά πρε χλωραππία. (Βρισιά) Ε/Π Χλωρό απίδι, αγίνωτο. Χλωρέ. 
1027. Φ Το ζον είναι φορτωμένο κατά ψόφου. ΝΕ Το ζώο είναι παραφορτωμένο. 
1028. Φ Εμάνιζε και πάεννε. ΝΕ Μίλαγε και χειρονομούσε νευρικά μόνος του. 
1029. Φ Εκατόρτεν ο άχρωπος. ΝΕ Πήρε την κάτω βόλτα. 
1030. Φ Επήα στη στάλα, καίρμεξα τις αελκιές. ΝΕ Πήγα στον στάβλο κι’ άρμεξα τις αγελάδες. Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου. 
1031. Φ Εκλειοστόμιασε καιν τον ενοί. ΝΕ Έκλεισε το στόμα του και δεν το ανοίγει. 
1032. Φ Τον έκαμα ταρντάνια. ΝΕ Τον έκανα τα πάνω-κάτω. 
1033. Φ Ά πάεις στον ανήστροφο. (Βρισιά) Ε/Π Να νη γυρίσεις, στο αγύριστο 
1034. Φ Πάει σαν τα βρυά του ποταμού. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που τρεκλίζει, δεν μπορεί να αντιστέκεται. 
1035. Φ Μέλτι μου εξαιρέστα καίνηπες τίποτα. ΝΕ Δηλαδή τάξερες και δεν είπες τίποτα. 
1036. Φ Κάχεται και χαίνει. ΝΕ Κάθεται μ’ ανοιχτό το στόμα. 
1037. Φ Ήρτε φωνηστός. ΝΕ Ήρθε γρήγορα και πολύ απότομα. 
1038. Φ Κάχεται ναπαμένος. ΝΕ Κάθεται ησυχασμένος. 
1039. Φ Η ψέλτα είναι κοκκιασμένη. ΝΕ Το μαχαίρι δεν κόβει. 
1040. Φ Ά την έβρω, ά τη σουραλτίσω καλά. ΝΕ Δε θα τη βρω; θα τη φτιάξω καλά. 
1041. Φ Εφαέντον η κνιά. ΝΕ Τον έφαγε η τεμπελιά (οκνηρία). 
1042. Φ Ήβρεντα χαζίρικα ΝΕ Τα βρήκε έτοιμα. 
1043. Φ Εκάχουμουν νιοτός και λάμενα ΝΕ Καθόμουν ξύπνιος και περίμενα. 
1044. Φ Έκατσε γιπλοπόη. ΝΕ Κάθησε διπλοπόδι. 
1045. Φ Άτε πατί. ΝΕ Άντε δρόμο τώρα. 
1046. Φ Η μέντα τη βαστά ΝΕ Είναι θυμωμένη. 
1047. Φ Ξάννα νάναι γερλεστισμένα. ΝΕ Κοίταξε νάναι γερά, τακτοποιημένα. 
1048. Φ Χαρείς και κατάπιε το γόντι ντου. (ΜΕ) ΝΕ Τόλεγαν για κάτι καχεκτικό. Ε/Π Υπάρχει η πρόληψη «όποιος καταπίνει το δόντι του στη μικρή ηλικία δεν μεγαλώνει». 
1049. Φ Ήβγκε κιά ξετσινί. ΝΕ Εκεί φύτρωσε. Ε/Π Φύτρωσε κάποιο μάτι φυτού. 
1050. Φ Άχανε πρε. ΝΕ Άνοιξε το στόμα σου. 
1051. Φ Εν έχει γινάντηση. ΝΕ Δεν είναι της εμπιστισύνης. 
1052. Φ Να σε πάρουν οι δκιαόλοι και οι τριόλοι. (Βρισιά) Ε/Π Κατάρα για τιμωρία από τους κακούς (διαβόλους, τροβόλους). 
1053. Φ Κακόν αγγειό. ΝΕ Κακής ποιότητας άνθρωπος. Ε/Π κακκό αγγείο. 
1054. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Εκείνος που έτρωγε τα φαγητά των άλλων, φαταούλας. Ε/Π Είναι ο αρχαίος «άβαξ». Ήταν ένα ορθογωνικό τραπέζι - ένας πίνακας - που παίζανε ντάμα και ήταν αριθμημένος. Φαίνεται πως βάζανε κάνω τα φαγητά, έτσι ο φαταούλας, ήταν εκείνος που έτρωγε τον άμπακο των φαγητών. 
1055. Φ Το χωράφι ήταν μπινιάς. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ σκληρό. Ε/Π Μπινιάς: λέξη τούρκικη, «λεπτή ξύλινη σανίδα τοποθετημένη για στήριξη - σταθεροποίηση. 
1056. Φ Εβραστολόισε το πετσί μου. ΝΕ Ζεστάθηκα πολύ. Ε/Π Βραστολογώ = ζεσταίνομαι. 
1057. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Χρησιμοποίησα τα κοφίνια. Ε/Π Κουσουμέρνω = χρησιμοποιώ. 
1058. Φ Τταμαχιάρης άχρωπος. ΝΕ Αυτός που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Ε/Π Τταμαχιάρης = άπληστος (τουρκ.: tamah). 
1059. Φ Μάεψε που και τα μπράτη. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα. Ε/Π Μπράτη = αποσκευές, ίσως από την ιταλική λέξη: baratta. 
1060. Φ Τώρα έχει μιάλην άγκρη. ΝΕ Έχει μεγάλη γκρίνια. Ε/Π Άγγρη = διχόνοια, έχθρα, γκρίνια (αρχ.). Ιταλικά: Grugno = κλάμα αλλά και τσαγγρίζω φωνάζω. 
1061. Φ Χχένια μη τα πεις πούετα. ΝΕ Μη τυχόν και τα πεις πουθενά. Ε/Π Έχε έννοια = χένια! 
1062. Φ Νεσακκά και πάει. ΝΕ Πάει αγκομαχώντας. Ε/Π Ίσως από το ανασαίνει δύσκολα 
1063. Φ Εκαμνέντο χάζι. ΝΕ Τόβλεπε με ευχαρίστηση. Ε/Π Χάζι, τουρκ. λέξη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 1ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 2ο μέρος.

Η Ρόδος στην Ιταλοκρατία 3ο μέρος.

Η Ρόδος επί Ιταλοκρατίας 1920 – 1940

Εγω σωπαίνω....Φτύνω!!!

Μου μιλούν για δικαιοσύνη....οι δικαστές, Μου μιλούν για ηθική...οι αγύρτες, Μου μιλούν για ζωή...οι δολοφόνοι, Μου μιλούν για όνειρα...οι έμποροι, Μου μιλούν για ισότητα...τα αφεντικά, Μου μιλούν για φαντασία...οι υπάλληλοι, Μου μιλούν για ανθρωπιά...οι στρατοκράτες, Εγω σωπάινω....Φτύνω.


ΡΟΔΟΣυλλέκτης: e-mail r.telxinas@yahoo.gr
Δείτε περισσότερες φωτογραφίες στον ΝΕΟ ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://rouvim.blogspot.com

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: http://rouvim.blogspot.com/
ΚΡΗΤΗΝΙΑ: http://www.kritinia.gr/
ΙΣΤΡΙΟΣ: http://istrio.blogspot.com/
ΣΟΡΩΝΗ: http://www.ampernalli.gr/
Dj news: http://fanenos.blogspot.com/
ΠΑΛΜΟΣ: http://www.palmos-fm.gr/
ΕΚΟΦΙΛΜ: http://www.ecofilms.gr/
ΡΑΔΙΟ1: http://www.radio1.gr/
http://www.ksipnistere.blogspot.com/
ΣΦΕΝΤΟΝΑ: http://gipas.blogspot.com/
ΡΟΔΟΣυλλέκτης: http://www.rodosillektis.com/
Η Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Ρόδου: http://opsrodou.gr/
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: http://www.hamogelo.gr
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΥΠΟΥ: http://rodosillektis.blogspot.gr/
Ιστοσελίδα του ΡΟΔΟΣυλλέκτη: http://www.rodosillektis.com/
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: http://www.pnai.gov.gr
ΔΗΜΟΣ ΡΟΔΟΥ: http://www.rodos.gr/el/

Αρχειοθήκη ιστολογίου