Αποσπάσματα από το βιβλίο του Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπα: ΦΑΝΕΣ και τοπική διάλεκτος με λέξεις, εκφράσεις, ονομασίες, ντοκουμέντα.
Τη Φιλολογική και Ετυμολογική επιμέλεια έκανε ο Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς.
Εκδότης του βιβλίου είναι ο Σύλλογος για την Μελέτη και Διάδοση της Ελληνικής Ιστορίας e. V. Weilheim/Βαυαρίας Πρόεδρος του οποίου είναι ο Απόστολος Π. Κυριατσούλης.
Φ = φανενά, ΝΕ = νέα ελληνικά, Ε/Π = ετυμολογία/παρατήρηση, εάν υπάρχει,
ΜΕ = μεταφορική έννοια
1. Φ Έμμε περνά τώρα βα. ΝΕ Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι, δεν με περνά τώρα δα, δεν αντέχω να μην πάρω θέση. Ε/Π Βα: εδώ, δα = εδά - εβά - βα (εβά είσαι;)
2. Φ Χάννια μακκαρούνια, τρώεις-τα; (ΜΕ) ΝΕ Μόνο στο φαγητό είσαι καλός.
3. Φ Χάνια είχα να σε γιω. ΝΕ Είχα πολύ καιρό να σε δω. Ε/Π Χάνια, τουρκικό. Γιώ = ιδώ = δω.
4. Φ Εμάεψε ούλτη τη παχαρία. ΝΕ Εμάζεψε όλο το κρύο.
5. Φ Κάμνε πρε αχρωπινά.
ΝΕ Κάνε, όπως κάνει ο κόσμος, συμπεριφέρου ανθρώπινα.
Ε/Π Στις Φάνες μοναδικά προφέρουν το -θ- ως δύο -χχ- π.χ. χχέλω αντί θέλω, χώρκε αντί θώρεε = θεωρεί (θεωρώ). Η προφορά του -θ- ως δύο -χχ- είναι αρχαία προφορά και λαϊκή γλώσσα: όρνιχες αντί όρνιθες (Θεόκριτος, 310-250 π.Χ.).
6. Φ Ακουτουλάς τους τοίχους. (ΜΕ) ΝΕ Θα χτυπάς με το κεφάλι σου τους τοίχους. Ε/Π Κούτουλο - κουτελο, ρήμα: κουτουλώ ή κουτουλίζω - κουτλίζω = νυστάζω.
7. Φ Το νερό σουλουντρανεί. ΝΕ Το νερό τρέχει σαν πίδακας. Ε/Π Σωλήνας - σούλουνας (ίσως και σούσουνας), σουλουντρανώ.
8. Φ Νέρντε! πόσην ώρα λαμένω. ΝΕ Σκέψου, πόσην ώρα περιμένω. Ε/Π Λαμένω: αναμένω ή ανημένω - λημένω (πρβλ.: λάμενέ με ή λήμενέ με). Το: -ν- έγινε -λ-, αναφάντης - αλαφάντης.
9. Φ Κάμνει σαν τον παρλάο (παράλογο). ΝΕ Δέν κάθεται ήσυχα.
10. Φ Επάενε, μούλτα μούλτα. ΝΕ Πήγαινε σιγά-σιγά και σκυφτός. Ε/Π Μούλα - μούλα: αρχαία μυλλός = σιγανός - μαζεμένος (μουλώνω).
11. Φ Τι έχεις πρε και βαρταλαλείς; ΝΕ Τι έχεις και φωνάζεις; Ε/Π Βαρταλαλείς (βαττολογείς, βαττολαλείς) = φλυαρείς - ή καταφέρεσαι ενάντια σε κάποιον.
12. Φ Επήε κάτω, γροσόλι. ΝΕ Μόλις το ήπια δροσίστηκα. Ε/Π Γροσόλι = δροσόλι - ροσόλι, λατινικά: Ros = δροσιά.
13. Φ Έκαμα το ττερμπιέντου (ντερπιέντου); ΝΕ Τον περιποιήθηκα, όπως έπρεπε. Ε/Π άγνωστη, μάλλον λατινική λέξη.
14. Φ Ήβγκεν ένα ττόζι που πίσω! ΝΕ Σήκωσε πολύ σκόνη.
15. Φ Ά πρε πανουκλιάρη. (Βρισιά) Ε/Π Ασθενής από πανώλη.
16. Φ Επόμεινες και ποταβρίζεσαι. ΝΕ Έμεινες και τεντώνεσαι συνέχεια. Ε/Π Ποταβρίζεσαι: ταύρος - ταυρίζομαι, σαν ταύρος ισχυρός.
17. Φ Εσκλίωσες τα κουλτούρκια; ΝΕ Ζύμωσες τα κουλούρια; Σκλιβώνω, αρχαία: στιλβώνω ή σκληβός = σκληρός
18. Φ Τ΄ αγκιόν είναι βάστρενο. ΝΕ Το δοχείο είναι πήλινο. Ε/Π Αγκιόν = αγγείο. Βάστρενο: Βάστρενος = φτιαγμένος από βαστρί, θραύσμα από πήλινο δοχείο που έμοιαζε με κοιλιά, γαστέρα. Βαστρί, γαστρί από το γαστήρ = κοιλία.
19. Φ Εδώ οι κουμανταρίες εξυνήσαν. (ΜΕ) ΝΕ Εδώ οι καλές οικογένειες έχουν χαλάσει.
20. Φ Εκειά κοπποκυλκιέται ο ταμπάκκης. ΝΕ Εκεί είναι αραχτός ο ανεπρόκοπος. Ε/Π Κοπροκυλιέται ή κουποκυλιέται ο βυρσοδέψης. Ταμπάκης, τούρκικο: tabac.
21. Φ Έκαμες καμμιά ννύξη. ΝΕ Άνοιξες το θέμα; έκανες αναφορά; Ε/Π Ννύξη: νύττω = κεντώ, τρυπώ.
22. Φ Ούτε ντρέπεται, ούτε σκίνεται. ΝΕ Ούτε ντρέπεται ούτε υπολογίζει. Ε/Π Σκίνεται: αισχύνομαι - σχύνομαι - σκίνομαι.
23. Φ Εμπάλτωσα τη φυτιά! ΝΕ Φύτεψα ξανά τα κλήματα που χάλασαν, φύτεψα όσα δεν έπιασαν. Ε/Π Εμπάλτωσα: εμβαλλώνω - εμβάλλω (βλ. μπάλωμα).
Καθηγητής Παναγιώτης Α. Χαμουζάς. |
24. Φ Να ούμε που βαστά αραϊκό. ΝΕ Να δούμε που γειτονεύει. Ε/Π Πιθανόν από: παρεϊκά (παρέα) παραϊκό. Κουβεντολόι.
25. Φ Ένα χαλτί σταφύλι. ΝΕ Ένα κομμάτι από το τσαμπί (από το βοτρύ). Ε/Π Xαλτί: Βοτρύ, βότρυς. Αρχ.: χηλή = μικρό νύχι πουλιών, δηλ. το λίγο, ένα νυχάκι. Χαλτί είναι και το κάθε πόδι του χταποδιού.
26. Φ Δειοποίησε, πιρντές κακομά. ΝΕ Είδες, ειδοποίησε γρήγορα, κακομοίρα μου! Ε/Π Δειοποίησε: ειδοποίησες - δειοποίησες αμέσως (πιρντές; τούρκικο).
27. Φ Εγίμωσε τσατσουμάους. ΝΕ Γέμισε σκάγια.
28. Φ Επιασέντον τσίλτα καίτρεχνε. ΝΕ Τον έπιασε διάρροια και έτρεχε Ε/Π Τσίλτα: τιλλώ - τίλημα = υδαρής κοπριά πτηνών (τσιλλώ), τίλτα - τσίλτα, τσιλιό.
29. Φ Επίεντον μπιρμπικιούκ. Ν Τον έπιασε διάρροια = φοβήθηκε πολύ Ε/Π Μπιρμπικιούκ: ένα - και μισό. Τουρκική αυξ. Αρίθμιση.
30. Φ Ολόκληρη καπλάνα αδκιαφόρετη. ΝΕ Δυό μέτρα άντρας (δυνατός σαν τίγρης), αλλά τι να τον κάνεις. Ε/Π Καπλάνι: τίγρης τουρική λέξη.
31. Φ Σολατσέρνει πάνω κάτω. ΝΕ Κάνει βόλτες πάνω-κάτω. Ε/Π Σολατσέρνει = σολάτσα ιταλική λέξη.
32. Φ Σα τη κάττα, με τα καττιά κάμνεις. (ΜΕ) ΝΕ Κάνεις σαν τη γάτα με τα γατιά. Ε/Π Ο ανησύχαστος (συνεχώς τα μεταφέρει από το ένα μέρος στο άλλο).
33. Φ Επεστλέτισάτα ούλτα. ΝΕ Τα έφαγα όλα, τα τελείωσε όλα.
34. Φ Έ σαϊτίζει κανένα πιό. ΝΕ Δεν υπολογίζει κανέναν, δεν σέβεται κανένα, δεν ξεχωρίζει κανέναν.
Απόστολος Π. Κυριατσούλης. |
35. Φ Βαστά τη λακέρντα. (ΜΕ) Ν Μιλά ασταμάτητα. Ε/Π Λακέρντα: λακκιρτί = συνομιλία. τούρκικα: lacirdi.
36. Φ Μη καννηρίζεις πρε! ΝΕ Μην κλείνεις το μάτι σου, μη μισοκοιτάς, μη βάζεις σε στόχο κακόβουλο τον άλλο Ε/Π Καννηρίζεις: από το κάννη. Πρε: = μωρέ - μρε = πρε - βρε - ρε!
37. Φ Εσύχρισα τον τοίχο και συμπιάστηκε. ΝΕ Σοβάντησα τον τοίχο και στερεώθηκε, ισχυροποιήθηκε. Ε/Π Εσύχρισα: χρείω = απλώνω ομοιόμορφα - αλείφω.
38. Φ Έβγκαλε το μαγιασίλι, τη παμπακιά. (ΜΕ) ΝΕ Δεν σταμάτησε να μιλά, και έβγαζε αφρούς (λευκούς).
39. Φ Επήρεντο λιμπί. Ν Τούγινε συνήθεια, επιθυμία. Ε/Π Λιμπί: Libido = επιθυμία σφοδρή.
40. Φ Ήρτε με μιά ναβρατίνη. ΝΕ Ήρθε πολύ νευρισμένος. Ε/Π Ναβρατίνη: τούρκικη λέξη.
41. Φ Εχάλασε την ανουργκιά. ΝΕ Χάλασε το όρια του χωραφιού. Ε/Π Ανουργκιά: εν-ορία - όρος - όριο κτήματος.
42. Φ Άπιάσει καμμιά απόρα (μπόρα). ΝΕ Θα πιάσει ξαφνικά βροχή, καταιγίδα. Ε/Π Απόρα = Μπόρα: Bora, Βενετική λέξη.
43. Φ Ξεκούτλα, μη γόκεις κάτω. ΝΕ Μην κοιμάσαι και θα πέσεις κάτω, θα κτυπήσης. Ε/Π Ξεκούτλα: κουτουλώ, κινώ το κεφάλι μου, όπως του βοδιού, προς τα κάτω. Κινώ το κεφάλι μου σε κίνηση ύπνου, νύστας = κουτλίζω.
44. Φ Εσυκκιρντίστηκα τώρα, μήν πά νά πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα πάρα πολύ, που δεν λέγεται. Ε/Π Εσυκκιρντίστηκα: σικκιρντίζομαι = στενοχωριέμαι, τούρκικη λέξη.
45. Φ Ήταν γυσπιρκιασμένος ο άχρωπος. Ν Ήταν νευριασμένος ο άνθρωπος (διασπυριάζω)
46. Φ Τα ξένα κάχρη με φάασι. ΝΕ Οι ξένες υποθέσεις με φάγανε.
47. Φ ΄Ερκουνταν με μια χχίζη. ΝΕ Ερχότανε με φόρα, με εκνευρισμό. Ε/Π Χχίζη: συγχύζομαι = ζω ψυχική αναστάτωση. συγχίζομαι.
48. Φ Ταβρομπαλκιού τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Πάλευε τώρα εδώ. Ε/Π Ταβρομπαλκιού: ταυροπαλεύω = μάχομαι σαν ταύρος.
49. Φ ΄Ε κακόμε, τράβα-τράβα, εποχείλωσεστο. ΝΕ ΄Ελα ρε καϋμένε, τράβα-τράβα το ξεχείλωσες, το διέλυσες τράβα-τράβα. Ε/Π Κακόμε: κακόμοιρε.
50. Φ Της αγίας μαλαντράνας. (ΜΕ) ΝΕ (Λέγεται) για κάτι, που δεν θα γίνει ποτέ. Ε/Π Επειδή τέτοια Αγία δεν υπάρχει.
Εμμανουήλ Μ. Χατζήπαπας |
51. Φ Το κράϊ, ετσουρόκαψε τα πρώμα. ΝΕ Η πρωινή δροσιά έκαψε τα πρώϊμα φυτά, κ.λ.π.
52. Φ Εχορτοψώμιασε πιό και ξέντωσε τ’ άντερό του. ΝΕ ΄Εφαγε και άνοιξε το έντερό του. Ε/Π Χορταίνω από ψωμί και λειτουργώ, συμπεριφέρομαι τώρα φυσιολογικά.
53. Φ Αν έχεις δέκα πίστες, έλα. (Μ.Ε.) ΝΕ Αν έχεις κότσια έλα! Ε/Π Αν έχεις μεγάλη ψυχική δύναμη, θάρρος,
54. Φ Στρουφάς-ξεστρουφάς, φτα είναι. ΝΕ Ό,τι και να κάνεις αυτά είναι, άδικα στριφογυρίζεις (στρίβω+γυρίζω = στριφογυρίζω).
55. Φ Εξορφάνεψε τα χχεμέλκια. ΝΕ Από το πολύ σκάψιμο, φάνηκαν τα θεμέλια. Ε/Π Προφορά του -θ- ως -χχ-
56. Φ Έβγκαλε τη κάτω γη, πάνω. (ΜΕ) ΝΕ Έσκαψε πάρα πολύ βαθιά. Ε/Π Απέδειξε την αλήθεια ή κουράστηκε πολύ για να το πετύχει ή για να το βρεί.
57. Φ Εσήκωσε σκονάζαλο και στράβανέμας. ΝΕ Σήκωσε πολύ σκόνη και μας τύφλωσε. Ε/Π Σκονάζαλο: κονίσαλος, αρχαία = κίνηση (σάλος) σκόνης.
58. Φ Εχάμπινε το φως μου. ΝΕ Βλέπω θαμπά. Ε/Π Εχάμπινε: θαμπώνω, αρχαία θαμβώνω – θάμβος.
59. Φ ΄Εφα τώρα και πήα τα πάνω-καάτω. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγα τώρα και με πείραξε το φαγητό.
60. Φ Φήκε το παιζίμι πρε, κέρκου. ΝΕ Άφησε το παιχνίδι κι’ έλα. Ε/Π Παιζίμι: παιχνίδι (το παίζειν).
61. Φ Μάεψε τα συμπράνκαλα. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα.
62. Φ Ενεργκιαστήκασι τον γιμινίτη. ΝΕ Πήραν μυρωδιά τον διμηνίτη (είδος σταφυλιού). Ε/Π Γιμινίτη αντί διμηνίτη.
63. Φ Με το κολάϊ σου, σιά-σιά. ΝΕ Με την ησυχία σου σιγά-σιγά. Ε/Π Κολάϊ: ευκολία, άνεση, τουρκικά: kolay.
64. Φ Επήρεντον η αποκαμπή μου. ΝΕ Τον είδα με την άκρη του ματιού μου, με την κίνηση του ματιού μου. Ε/Π Αποκαμπή: αποκαμύω = κλείνω τα μάτια μου.
65. Φ ΄Εκατσε, καρσί στον ήλκιο. Ν Κάθισε απέναντι από τον ήλιο. Ε/Π Καρσί: απέναντι, τουρκική λέξη.
66. Φ Είες, κακομά, γουλκιές; ΝΕ Είδες δουλειές; καημένη μου - κακομοίρα μου.
67. Φ ΄Οξω έχει κουφόβραση. ΝΕ Έξω καίει ο ήλιος. Ε/Π Υψηλή θερμοκρασία με υγρασία.
68. Φ Ποκοντρίαση έχεις; τσίμπα πάρε μου. Ν Σιχαίνεσαι βρε, φάε κάτι. Ε/Π Ποκοντρίαση: υποχονδρίαση = ψυχική αρρώστια φόβου. Τσίμπα: τσιμπώ = εμπίζω, αρχαία, από το όνομα: εμπίς = έντομο.
69. Φ Συνόμπαλε κιά τη φωτιά, καιννά ποθθήση. ΝΕ Φύσα τη φωτιά, γιατί θα σβήσει. Ε/Π Συνόμπαλε: συμβάλλω - σύμβαλλε ξύλα, βάλε μαζύ και άλλα ξύλα. Ποθθήση: θα γίνει άθθος - άνθος - θα μείνει στάχτη (η φωτιά απόθθισε).
70. Φ Εκαμέντηστα μιά κατούνα καί δκιωξέντον. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματά του και τον έδιωξε. Ε/Π Κατούνα: ένα δέμα.
71. Φ Εφφάκωσα στα κατέφλια καίοκα κάτω. ΝΕ Σκόνταψα στα σκαλοπάτια (κατώφλια) κι’ έπεσα κάτω.
72. Φ Η άτσα του εκέτσωσε που την απλησκιά. Ν Η φτέρνα του έπιασε κέτσα, επειδή δεν πλένεται (σκληρύνθηκε).
73. Φ Εχουχούκα το μωρό. ΝΕ Έκλαιγε το μωρό με αναφυλλητά. Ε/Π Εχουχούκα: ηχοπίητη λέξη από το χου - χου.
74. Φ Κάμε βα ένα χχηλίκι. Ν Ε Κάνε μου μιά θηλειά (για σύνδεση, όπως πιάνουν τα ζώα στα δάση ή τις πέρδικες με τις θηλειές). Ε/Π Χχηλίκι: Θηλάκας (θηλύκι) τρύπα που κρατιέται το κουμπί, κουμπότρυπα.
75. Φ Το πολτύ κουκνούκεμα, βλάφτει. ΝΕ Το πολύ ώπα-ώπα βλάπτει, τα πολλά δώρα βλάπτουν Ε/Π Κουκνούκεμα: κανάκια = χάδια, αρχαία: καναχή = μουσικός ήχος μετάλλου.
76. Φ ΄Εκαμα το χωρκιό τρικλάϊ. ΝΕ Γύρισα όλο το χωριό πολλές φορές.
77. Φ Χαλοσπιτάς που είσαι. ΝΕ Είσαι μαστροχαλαστής (κτίζεις και χαλάς).
78. Φ Εποδκιάλτεξέντα ούλτα. ΝΕ Διάλεξε τα καλύτερα. Ε/Π Εποδκιάλτεξέντα: απο-διαλέγω.
79. Φ ΄Εμπηξε τις φωνές και λαμπάσαμε. (ΜΕ) ΝΕ Έβαλε τις φωνές και ξαφνιαστήκαμε, από το φως το ξαφνικό Ε/Π ΄Εμπηξε: πήγνυμαι = μπήγω. Λαμπάσαμε: λαμπάζω = λαμπάδας = απότομο/ξαφνικό φως.
80. Φ ΄Εφαες τα συκώτια μου και τα μελακκόνια μου. ΝΕ Έφαγες τα σωθηκά μου από τη στεναχώρια.
81. Φ ΄Εδκιασεν ο πορτομονές. ΝΕ Άδειασε το πορτοφόλι. Ε/Π Πορτομονές: πορτο (porto = φέρω), μονές - μονέδα: χρήμα, νόμισμα, λατινική λέξη (monete).
82. Φ Μωρή, καοματού που είσαι; ΝΕ Είσαι μια εσύ..... (που ξέρεις να τα διορθώνεις).
83. Φ Έριξατον και βω, καντάρκια. (ΜΕ) ΝΕ Τον έβρισα πολύ (του ’ριξα κατάρες(. Ε/Π Καντάρκια: καντάρι, μονάδα βάρους και μέτρησης
84. Φ Πρε ασυγκόλτητε! ΝΕ Αυτός που δεν ταιριάζει, δεν συναναστρέφετε με κανέναν. Ε/Π Ασυγκόλτητε: α + συν-κολλητε (λόγω χαρακτήρα).
85. Φ Επιτήκα το γαίμα σα νερό. ΝΕ Το αίμα έβγαινε σαν πίδακας. Ε/Π Επιτήκα: πιτύζω (αρχαία) = εξακοντίζω νερό με το στόμα (πυντιλίζω = πυτσουλίζω).
86. Φ ΄Ηβρα το κουμπί του. (ΜΕ) ΝΕ Βρήκα την αδυναμία του, να τον ρυθμίζω, όπως θέλω.
87. Φ Που σεφέρι, τίποτα. ΝΕ Αυτή τη φορά τίποτα. Δεν βρέθηκε ευκαιρία. Ε/Π Σεφέρι: τούρκικη λέξη, sefer = ταξίδι, ευκαιρία, εκστρατεία.
88. Φ Εκαταφάρτισες πάρεμου. ΝΕ Έφαγες τουλάχιστον. Ε/Π Εκαταφάρτισε: καφαρτίζω = πρωϊνό, τούρκικη λέξη, kahvalti = πρόγευμα.
89. Φ Εποσπερίσαμέ σας καλά-καλά. ΝΕ Γειτονέψαμε απόψε καλά. Ε/Π Εποσπερίσαμε: αποσπερίζω = περνώ τη βραδυά μου.
90. Φ Έμπλασέντα ούλτα, το ζο! ΝΕ Τα έχυσες όλα σαν ζώο, που είσαι …. Ε/Π Έμπλασέντα: μπλάζω = σπω, έμπλασε = έσπασε, λύθηκε.
91. Φ Εφροκάλισα και παρίησα κιόλα. ΝΕ Σκούπισα και τακτοποίησα κιόλας. Ε/Π Παρίησα = τα’ βάλα σε τάξη. Εφροκάλισα: φιλοκαλώ = αγαπώ το ωραίο, σκουπίζω - φιλοκαλώ - η φιλοκαλία = φροακαλιά = σκούπα.
92. Φ ΄Εκατσε σαν τον μπάστακα. ΝΕ Δεν το κουνά αποδώ (δεν κινείται να φύγει). Ε/Π Μπαστάκας: σταθερή πέτρα, στόχος σε παιδικό παιχνίδι (αμάδες).
93. Φ ΄Εστεσα τη βούα και περασάτην που τα κορφάδκια. ΝΕ Στήσαμε τον αργαλειό (στηριζόταν στο ύψος των κορφαδιών).
94. Φ Εκουστήκασιν οι πομπές του. ΝΕ Ακούστηκαν τα ρεζιλίκια του. Ε/Π Πομπές: πομπή = ευτελισμός - διαπόμπευση (βυζαντινή λέξι).
95. Φ ΄Ενα σανάκι, ήταν χα-χα. ΝΕ Για μια στιγμή, ήτανε να γίνει (πλησίαζε να ολοκληρωθεί). Ε/Π Σανάκι: χρονική περίοδος, μάλλον τουρκική λέξη.
96. Φ Κέρατο βερνικωμένο. (Βρισιά) Ε/Π Βερνικωμένο: βάφω με βερνίκι, προσβολή για τους απατημένους συζύγους.
97. Φ Το ζύ είναι ξύκικο. ΝΕ Το ζύγισμα δεν είναι σωστό. Ε/Π Ξύκικο: ξύκικος = λιποβαρής (τούρκικα: eksik).
98. Φ Είε και πόϊε, μέχρι να τον καελήση. ΝΕ Είδε κι’ έπαθε μέχρι να τον καταφέρει, καϊλίζω = καταφέρω. Τουρκικά: kail.
99. Φ Το μακούκκι- το τρικούκκι. ΝΕ Τα ίδια και τα ίδια. Ε/Π Επανάληψη, κουραστική.
100. Φ Γίμωσε κια το μπουράκκιο. ΝΕ Γέμισε το παγούρι.
101. Φ Εγυρίσαμε, ταμπρός - επίσω. ΝΕ Γυρίσαμε ξανά πίσω (κάναμε κάτι ασήμαντο, κάτι επαναλαμβανόμενο).
102. Φ Είσαι κακόν αγκιό. (ΜΕ) ΝΕ Είσαι κακός άνθρωπος. Ε/Π Αγκιό: αγγείο.
103. Φ ΄Εχει κόμα γουμάρι που πίσω του. ΝΕ Έχει ακόμη πολλές υποχρεώσεις, που ακολουθούν.
104. Φ Του φέντη σου παιάκι. ΝΕ Μοιάζεις του πατέρα σου.
105. Φ Επήα στο γκλέμα. ΝΕ Πήγα στο μάζεμα (τίναγμα των ελιών). Ε/Π Γκλέμα - γκλέω - γκλέξιμο, από το ρήμα εκλέγω = μαζεύω.
106. Φ Εννά σε πάρει καιννά σε σηκώσει. ΝΕ Θα σε πάρει, και θα σε σηκώσει. Ε/Π Ο κακός δαίμονας για να σε τιμωρήσει.
107. Φ Τον καιρό εφοέρισέντον. (ΜΕ) ΝΕ Εφοβέρισε τον καιρό. Ε/Π Είχε τόση δύναμη, που επέβαλε τις απόψεις του.
108. Φ Βόττο ε βόττο, επόμεινες και ποτρέχεις. ΝΕ Έμεινες και τριγυρνάς άσκοπα. Ε/Π Βόττο: βόλτα.
109. Φ Σφάλα με τον ρουκέττο. ΝΕ Κλείσε με την αμπάρα, τον περάτη. Ε/Π Σφάλα: ασφαλίζω = σφαλώ.
110. Φ ΄Ηρτε καιφτό πανωγούμαρο. ΝΕ Πάνω στ’ άλλα ήρθε κι’ αυτό. Ε/Π Δεν φτάνουν όσα είχαμε, προστίθενται κι άλλα.
111. Φ Τίναι πρε κήρτες λαφατός; ΝΕ Τι είναι ρε κι’ ήρθες λαχανιασμένος; (τι κακό συμβαίνει;)
112. Φ Τουτουνού του καιρού, εν κούουσιν καλέ! ΝΕ Τα παιδιά αυτής της εποχής δεν ακούνε.
113. Φ Μετακέλτα παραπέρα. ΝΕ Πήγαινε πιό πέρα (μετακινήσου, κάνε βήματα πιο πέρα).
114. Φ Εκοπποκυλκιούνταν που δω και που κει. (ΜΕ) ΝΕ Γύριζε από δω κι’ από κει άσκοπα. Ε/Π Εκοπποκυλκιούνταν: κοπροκυλιέμαι.
115. Φ Ετσά τον έντιξε, τι να κάουμε; ΝΕ Έτσι τού κατέβηκε, τι να κάνουμε; Ε/Π Έντιξε: θίγω – έθιξε.
116. Φ Ανατολή-ανατολών, Κύριε δόξα σοι. (ΜΕ) ΝΕ Πέρα βρέχει. Φράση υποτιμητική για κάποιον αδιάφορο.
117. Φ Τσαγκουρνά σαν τον κάττη. Ν Γδέρνει σαν τον γάτη. Ε/Π Για κακό και δύστροπο άνθρωπο.
118. Φ Εστάχχει με τον ένα. ΝΕ Χωρίς να πάρει ανάσα (στάθηκα επίμονα σε μια μόνο άποψη). Ε/Π Εστάχχει: εστάθη.
119. Φ Φέρε που κιά τα τζένια να φύουμε. ΝΕ Φέρε τα πράγματα, να φύγουμε. Ε/Π Τζέμια: τα λουριά που οδηγούν άλογο/κάρο
120. Φ Επέρασε περαματάρης. ΝΕ Πέρασε χωρίς να σταματήσει. Ε/Π Περαστικός για δουλειά.
121. Φ Η φωνή στην πάνω κόκκα. (ΜΕ) ΝΕ Μιλούσε πολύ δυνατά. Ε/Π Κόκα: το σημείο που δείχνει την πιο έντονη φωνή.
122. Φ Επήρεντο σερί - κορντόνι. ΝΕ Δεν έχει σταματημό. Ε/Π Το πήρε συνέχεια, όπως το κορδόνι σε μήκος.
123. Φ Αρπάξεις καμμιάν πούντα, να γεις εσύ. ΝΕ Θ’ αρπάξεις κανένα κρύωμα και θα δεις.
124. Φ Να!! μιά λαουργκιά. ΝΕ Να ένας μεγάλος λαγός! Ε/Π Λαουργκιά, -κιά: μεγεθυντική κατάληξη.
125. Φ ΄Ασε κιά, α μη λείπεις. (ΜΕ) ΝΕ Νάχεις το νου σου (ν’ασαι εκεί, να μη είσαι απών). Ε/Π Θέση και άρνηση λένε το ίδιο, είναι σχήμα λόγου «εκ παραλλήλου».
126. Φ Επόσταράτιστα, να τα ξέρει. ΝΕ Έστειλα μήνυμα, να το μάθει καλά. Ε/Π Επόσταράτιστα: ποστάρω = ταχυδρομώ.
127. Φ Ξεφτερουχά η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Ξεπετάει η καρδιά μου. Ε/Π κάνει να φύγει, να πετάξει, νιώθει άσχημα.
128. Φ ΄Οστα να πεις, να γεις, άφαντος. ΝΕ Μέχρι να το καταλαβεις, εξαφανιστηκε (ώσπου να πείς, να δείς). Ε/Π Σε περιπτώσεις άμεσης εκτέλεσης.
129. Φ Μη πολτυμιλάς, καιννά χάσουμε το δικαστήριο. (ΜΕ) ΝΕ Να έχεις λίγα λόγια. Ε/Π Να λες λίγα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποκαλυφτούμε.
130. Φ Είπαντον και γίνει. ΝΕ Τον είπανε, κι’ έγινε. Ε/Π Παριστάνει αυτόν που δεν είναι (πίστεψε στους επαίνους των άλλων για τις ικανότητες του).
131. Φ Κοντοστάχου κομμάτι, ναούμε. ΝΕ Σταμάτησε λίγο, να δούμε, κάνε υπομονή.
132. Φ Επέρασε που τις χαραμάες. (ΜΕ) ΝΕ Φτηνά τη γλύτωσε. Ε/Π Κατάφερε το απίστευτο.
133. Φ Μαύρην πείναν είχε. ΝΕ Πεινούσε πολύ.
134. Φ Επαράοκε που την κούραση. ΝΕ Εξουθενώθηκε πολύ. Ε/Π Επαράοκε: παρεδόθηκε, υπέκυψε, παραδόθηκε εξαιτίας του κόπου.
135. Φ Τίναι πρε, τσακάνια κουβαλάς; (ΜΕ) ΝΕ Γιατί πας κι’ έρχεσαι συνέχεια; Ε/Π Τσακάνια = καβούρια.
136. Φ Η γουλκειά, ήρτε ράστη. ΝΕ Τα πράγματα ήρθαν, όπως τα περιμέναμε. Ε/Π Ράστη: αρχαία ράδιον = εύκολο, ράον, ραστώνη.
137. Φ ΄Ελα, που νάρτουν τα χαπάρκια σου. (Βλαστήμια). Ε/Π Νάρτη η πιο κακή είδηση
138. Φ Μήτε τσα μήτε αλγκιώς. ΝΕ Ούτε έτσι ούτε αλλοιώς. Ε/Π Θέση διπλωματική, πονηρή.
139. Φ Εποστέλτωσα τάμπέλι. ΝΕ Στύλωσα τ’ αμπέλι. Ε/Π Εποστέλτωσα: από-στυλώνω = στηρίζω με στύλους.
140. Φ Που νάβγκουν τα σωτικά σου και να μη πομείνουν. (Βλαστήμια) Ε/Π Τα σωτικά σου = τα εσωτικά σου.
141. Φ ΄Εξηψεν η νιότη μου. ΝΕ Κάηκα ολόκληρος (λόγω της δοκιμασίας μου). Ε/Π ΄Εξηψεν: εξάπτω - άπτω - ανάβω - καίω. Η νιότη μου: η νεότης μου, η ζωή μου.
142. Φ Κόμα κιά είσαι, εφύαν που τα χάννια. ΝΕ Ακόμα εκεί είσαι; φύγανε εδώ και ώρα. Ε/Π Αργά το σκέπτηκες, κατόπιν εορτής.
143. Φ Ξάννα καλά, μην ελτάξω φύλλτο. Ν Πρόσεξε καλά, μην αλλάξω στάση. Ε/Π Ξάννα: ξανοίγω. Παροιμιώδης έκφραση για αλλαγή συμπεριφοράς.
144. Φ Εγκλάστραν έχχελε. ΝΕ Αιτία ήθελε. Ε/Π Εγκλάστραν: εγκαλώ - βρίσκω αιτία για κατηγορία σε κάποιον.
145. Φ Αείς που κάτω τον στρωμό!!! ΝΕ Να δεις πόσα πέσανε χάμω!!! Ε/Π Πόσος καρπός στρώθηκε κάτω από το δένδρο.
146. Φ ΄Επιασε πάνω, με τα δέκα του. (ΜΕ) ΝΕ Δεν τα παρατάει. Τα κρατά με τα δύο του χέρια.
147. Φ Εννά φάεις καμπόσο κερεστέ. ΝΕ Θα φας κάμποσο ξύλο. Ε/Π Κερεστέ: κερεστές = ξύλο, τούρκικη λέξη.
148. Φ Εννάρτη η απανταχού, καιννά ξύεσαι. (ΜΕ) ΝΕ Θάρθουν τα μαντάτα και δεν θα ξέρεις τι θα θέλεις. Ε/Π Η απανταχού = η εγκύκλιος του κράτους.
149. Φ Επήρεντο σειράβαρντη καίνεσταματά. ΝΕ Το πήρε σερί και δεν σταματά.
150. Φ Εζβουντούρηξέντα κάτω, καίφηε. ΝΕ Τα παράτησε κι’ έφυγε. Ε/Π Εζβουντούρηξέντα: ζβούν, ηχοποίητη λέξη, σε ήχους κίνησης των πραγμάτων.
151. Φ Βαστά ένα όργκιο, άστα και να πάει. (ΜΕ) ΝΕ Κρατά την κουβέντα και να δούμε πότε θα τελειώσει.
152. Φ Είες αππαναργκιό; ΝΕ Είδες ακαταστασία; Ε/Π Αππαναργκιό: αππανάς = βρόμικός, ακατάστατος (τούρκικη λέξη)
153. Φ Κοπροσκυλιάζει, ο ττεμπελοχανάς. ΝΕ Κάθεται όλη την ημέρα ο τεμπέλης στο χάνι χωρίς να κάνει δουλειά.
154. Φ Κατάκατσε πιο, γιατί επαράκαμέστο. ΝΕ Κάτσε καλά, γιατί το παράκανες.
155. Φ Επύργκιασες ταβγκά; κάτσε κόμα. (ΜΕ) ΝΕ Για κάποιον που κάθεται και ξεχνά να σηκωθεί. Ε/Π Επύργκιασες ταβγκά: κλώσησες τ’ αυγά, όπως η όρινθα. Πυρκιαζω = ζεσταίνω.
156. Φ Εξεσυνόβγκαλέντον, και πήρεντον. ΝΕ Του άλλαξε τα μυαλά και τον πήρε, τον παρέσυρε.
157. Φ Επερίλαβέντον, μόλις τον είε. ΝΕ Τον έπιασε μόλις τον είδε και τού έκανε παρατήρηση.
158. Φ Εκάχουνταν του καλού καιρού. (ΜΕ) ΝΕ Καθότανε ξένιαστος. Ε/Π Όπως συνηθίζεται στον καλό καιρό, που δεν έχει προβλήματα.
159. Φ Εκαμέντα, αλάη-μαλάη. ΝΕ Τα ανακάτεψε. Ε/Π Αλλαγή με αλλαγή
160. Φ Πουννά φυ το χώμα, που τις άτσες σου, και να μη πομείνει. (Βλαστήμια)
161. Φ Βγκάλντη την, εν την εβγκάλτη. (ΜΕ) ΝΕ Έτσι κι’ έτσι. Ε/Π Ζει ή πεθαίνει.
162. Φ Εντερόλυσε ο μικρός. ΝΕ Φοβήθηκε ο μικρός. Ε/Π Εντερόλυσε: εντερο-λύω.
163. Φ Εν εμπλέπεις τον συρμό; ΝΕ Δε βλέπεις τι γίνεται; Ε/Π Πώς οδηγεί η μόδα;
164. Φ Βάλε πρε μιά μαστίχα, που κιά. ΝΕ Βάλε μου ένα ούζο από εκείνο που έχεις.
165. Φ Ευ τον κάμνεις ζάφτι. ΝΕ Δεν τον κάνεις καλά. Ε/Π Δεν μπορείς να τον βάλεις στην θέση του, να τον περιορίσεις. Ζάφτι, ζάπτι, τούρκικα = περιορισμός.
166. Φ Επήαμε να πούμε, κίπαμας. (ΜΕ) ΝΕ Πήγαμε να πούμε και μας είπανε. Ε/Π Από την επίθεση βρεθήκαμε στην άμυνα.
167. Φ Έφερέντα, κκιαπράζι. ΝΕ Τα έφερε σκούρα, δυσκολεύτηκε πολύ.
168. Φ Επαϊρντισεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Φούσκωσε η καρδιά μου. Ε/Π Εγώ ο ίδιος παραδόθηκα στους φόβους μου. Παϊρδίζω, τούρκικα.: bayildim = λιποθυμώ.
169. Φ ΄Ηρτε μερέβικα. ΝΕ Ήρθε, όπως το θέλαμε.
170. Φ Ελυσσοντέργκιασές με πρε. (ΜΕ) ΝΕ Μ’ έκοψες τη χολή. Ε/Π Μ’ έκανες να φοβηθώ πολύ (λύνω + έντερα), λυ(σ)οντεράζω.
171. Φ Εσκουρόφερέντα ο ζάβαλντης. ΝΕ Τα βρήκε σκούρα ο κακομοίρης. Ε/Π Δυσκολεύτηκε στα προβλήματα ο καυμένος.
172. Φ Α σε κάμω καφαρτί; ΝΕ Να σε φτιάξω κολατσιό; Ε/Π Καφαρτί - κολατσιό = πρωινό. Κολατσιό, ιταλική λέξη (colazione).
173. Φ Ετρουλτόφτιασε, να κούσει. ΝΕ Τέντωσε τ’ αφτιά του, ν’ ακούσει. Ε/Π Τρούλος = θολωτό στέγασμα, υψηλό.
174. Φ Επόλυκε; γιά κόμη; ΝΕ Τελείωσε η εκκλησία ή όχι; Ε/Π Επόλυκε: απέλυσε η εκκλησία το εκκλησίασμα. Επόλυκε: αρχαίος παρακείμενος του απολύω (από-λέ-λυ-κε).
175. Φ ΄Εριξε νάμι στο χωρκιό. ΝΕ Έβγαλε όνομα στο χωριό. Ε/Π Συνήθως κακό, ή δεν θέλει πια να ΄ρθεί. Νάμι = όνομα, φήμη. Τουρκικά: nam, μάλλον δυσφήμηση.
176. Φ Μέχρι να συφταστείς να πάεις, ενάναι πολυτά. (ΜΕ) ΝΕ Μέχρι να πας θάχει τελειώσει η εκκλησία.
177. Φ Εφάνην ο μουστουρής; ΝΕ Φάνηκε ο αγοραστής;
178. Φ Εφύαμμε τα κατρουλκιά. (ΜΕ) ΝΕ Απο το φόβο μου κατουρήθηκα (πολύ φοβήθηκα).
179. Φ Κούε γκομαχητό που βγκάλντη. ΝΕ Άκου αγκομαχητό, που βγάζει.
180. Φ Ελατσόχχηκες, πρε, έ χωρείς; ΝΕ Λερώθηκες (βρόμισες) βρέ, δε βλέπεις; Ε/Π Ελατσόχχηκες: λέτσος - λετσώνομαι λερώθηκα, βρόμισα. Lezzo (ιταλικά) = βρομία, δυσωδία, άσχημο ντύσιμο.
181. Φ Α σε κάμω καντήρα; ΝΕ Θα σε σηκώσω στην πλάτη μου.
182. Φ Επήε κήρτε, το μυαλό μου. (ΜΕ) ΝΕ Σκέφτηκα διάφορα πράγματα. Ε/Π Παροιμία αμφιβολίας.
183. Φ Εκλώσαν τ’ άντεράμου. ΝΕ Ανακατωθήκανε τα έντερά μου. Ε/Π Έννιωσα προβληματισμένος, θύμωσα.
184. Φ Ερεμέδκιασές τα καλά; ΝΕ Τα έφτιαξες καλά; Τα διόρθωσες ωραία; Ε/Π Ερεμέδκιασές τα - managgiare - χειρίζομαι καλώς.
185. Φ Εχολόσκασεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Έσκασε η καρδιάμου, λυπήθηκα πολύ.
186. Φ Ξάννα μη πεταχτεί καμμιά τσαμπηρία. ΝΕ Κοίταξε μη πεταχτεί καμμιά σπίθα.
187. Φ Κόκκινος, φυρφύρι. ΝΕ Ολοκόκκινος. Ε/Π Ως η πορφύρα, ο πορφυρούς = ο βαθυκόκκινος.
188. Φ Επαίξαμε ένα παττιρντί, του καλού καιρού. ΝΕ Είχαμε έναν καυγά τρικούβερτο. Ε/Π Παττιρντί: φασαρία, θόρυβος (τουρκικά: patirdi).
189. Φ Εκλειοστόμιασε, και εν εβγκάλτη γρί. (ΜΕ) ΝΕ Έκλεισε το στόμα του και δεν βγάζει άχνα, δεν είπε κουβέντα (ούτε γρω αρχαία).
190. Φ Ξάννα μη πνιουργκιαστής. ΝΕ Πρόσεξε μην πνιγείς, πέρα για πέρα.
191. Φ ΄Εκατσε χαλούρι, κι’αντό γεις ΝΕ Κάθησε στο σαμάρι του γαϊδάρου κι’ έγινε άφαντος. Ε/Π Χαλούρι: δίχαλο - διχάλα = με τα σκέλη εκατέρωθεν.
192. Φ Επήε στο γιαττάκι του. ΝΕ Πήγε στο κρεβάτι του, για ύπνο.
193. Φ Ενερούλγκιανε το μυαλό μου. (ΜΕ) ΝΕ Το μυαλό μου έγινε νερό και δεν μπορεί να βρεί λύση
194. Φ Α βράσω την καβαλνταρία σου. (Βρισιά) Ε/Π Αδιαφορώ για την ιππική σου δύναμη, για το ιππικό σου.
195. Φ ΄Ηβγκε η κουτάλα του. ΝΕ Βγήκε ο ώμος μου, κουράστηκα πολύ.
196. Φ Πρε, που να σε πεί, ο γιμάμης στο φτί. (Βλαστημιά) Ε/Π Γιμάμης: Ιμάμης, θρησκευτικός ηγέτης των μουσουλμάνων.
197. Φ Τοσογά μεϊτάνι, έ σε πήρε; ΝΕ Τόσο μέρος δε σε πήρε; τόσος χώρος δεν ήταν αρκετός;
198. Φ Εγίναμε κκιούλκι και γιέβεντο, στο χωρκιό. Ν Γίναμε ρεζίλι στο χωριό. Ε/Π Γίναμε δυσμενές σχόλιο στο χωριό, μας κατηγορούν. Κιούλι, γιεβέντο = αιτία να μας κοροϊδέψουν (γιβεντίζω, βυζαντινό).
199. Φ ΄Οξω είναι γιαγκίνι. ΝΕ Έξω κάνει ζέστη αφόρητη.
200. Φ ΄Εκαμε κάρκαχο, μη το γγίξεις. ΝΕ Η πληγή έκανε κέτσα, μην την αγγίξεις. Ε/Π Η πληγή αρχίσει να θεραπεύεται.
201. Φ ΄Επλωσε τα σκάδκια στην απλώτρα. ΝΕ Άπλωσε τα ξερά σύκα στην απλώστρα. Ε/Π Σκάδκια - σχάδια = σύκα.
202. Φ Τ’ειν ο κάουρας, τ’ειν το ζουμίντου. (ΜΕ) ΝΕ Τι θα μείνει για να πάρεις και συ. Ε/Π Σε περιπτώσεις που δεν πρέπει να περιμένεις πολλά. Κάουρας - κάβουρας.
203. Φ ΄Εβγαλε ένα πόφωνο. ΝΕ Έβγαλε μια κραυγή. Ε/Π Απότομη, παρατεταμένη κραυγή. Απόφωνο = από-φωνώ.
204. Φ ΄Ηβγκε μιά πελτακούα. ΝΕ Βγήκε μιά φλούδα. Ε/Π Πελτακούα: πέλεκυς, φλούδα = κομμάτι πελεκημένου ξύλου από κορμό.
205. Φ Εκουκκούλντωσε η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Σταμάτησε η καρδιά μου. Ε/Π Πλακώθηκε (η καρδιά μου) από το βάρος ενός σοβαρού γεγονότος.
206. Φ Γκιλτοτήρι που είσαι; Ν Ε Πειραχτήρης που είσαι; Ε/Π Γκιλτοτήρι: ακίδα - σχίσμα αιχμηρού ξύλου - αγκάθα που εισχωρεί άνετα στο σώμα, για να δώσει ερέθισμα αντίδρασης. Α-γκιλώνω.
207. Φ Εστρατίστη κακομά, έπιασε ζυό. (ΜΕ) ΝΕ Μπήκε στο σωστό δρόμο. Ε/Π Ζυό: ζυγός. Υποχρεώνεται να ακολουθήσει τον σωστόν δρόμο.
208. Φ Εναπουγκώχχηκε πιό, φιέστε που μπρός. (ΜΕ) ΝΕ Σήκωσε τα μανίκια μέχρι τον αγκώνα και πρέπει να φοβόμαστε. Ε/Π Δείχνει την αποφασιστικότητα κάποιου για σύγκρουση, αλλά και ειρωνεία.
209. Φ Εσυγκλίστη το χωρκό, έ τάμαχχες; ΝΕ Έγινε βούκινο στο χωριό, δεν τάμαθες; Ε/Π Εσυγκλίστη: αναστατώθηκε. Λέγεται για γεγονότα ξαφνικά που συγκλονίζουν. Σεκλετίζω = στεναχωρώ, τούρκικα: Sikildim.
210. Φ Κουρκουνούν την πόρτα. ΝΕ Χτυπούν την πόρτα. Ε/Π Ηχοποίητη λέξη, που προκύπτει από τον θόρυβο κτυπήματος της πόρτας: κουρ-κου-νώ.
211. Φ Είναι βαρύ κουρσούνι. ΝΕ Είναι βαρύ, ασήκωτο. Ε/Π Κουρσούνι: βαρύ, επίσης το άκρο της σφαίρας που σκοτώνει (τούρκικα: kursun).
212. Φ Ελγκιώσαν τα σώψυχά μου. (ΜΕ) ΝΕ Λειώσανε τα μέσα μου από τον φόβο. Ε/Π Ελγκιώσαν: έλειωσαν - λειώνω = κάνω λεία την επιφάνεια. Σώψυχά: τα μέσα μου, τα εντόστια μου, τα εσωτερικά μου, η έσω ψυχή μου.
213. Φ Που να παώσεις και να μην εβράσεις. (Βλαστημιά) Ε/Π Να παγώσεις όπως ο νεκρός και ποτέ να μην αναστηθείς. Αρνητικό και θετικό διαπιστώνουν το ίδιο σχήμα λόγου «εκ παραλλήλου». Π.χ. κάθομαι και δεν στέκομαι.
214. Φ Κιά που έ σσε βάλτουν, νεμμάς. (ΜΕ) ΝΕ Εκεί που δεν σε βάζουν, φυτρώνεις.
215. Φ Εβούργκιανε το κάφκαλτό μου. ΝΕ Ζάλισε το κεφάλι μου. Έγινε σαν κλούβιο αυγό.
216. Φ Το ψόμα πάει σύννεφο. ΝΕ Το ψέμα δεν έχει τελειωμό. Ε/Π Λέγεται συνήθως για κάτι κακό ή δυσάρεστο, ή υπερβολικό.
217. Φ Η κάτω πέτρα του μύλου. (ΜΕ) ΝΕ Ο αργοκίνητος άνθρωπος. Ε/Π Ο αργοκίνητος άνθρωπος μοιάζει με την μη κινούμενη κάτω πέτρα του μύλου!
218. Φ Ήψε καίκαψε που το κακόν του. ΝΕ Νευρίασε πολύ από το κακό του.
219. Φ Ψακή είν’ όξω, βαστούμμε τα σύγκρυα. ΝΕ Έξω κάνει παγωνιά και κρυώνω. Ε/Π Ψακή: είναι και το δηλητήριο. Έξω είναι δηλητήριο, πολύ κρύο.
220. Φ Εκαράταρες καλά; ΝΕ Σημάδεψες καλά; Ε/Π Στόχευσες με επιτυχία. Καρατάρω = υπολογίζω, ιταλικά: caratare.
221. Φ Γιουτίζει, πρε, φτογά; ΝΕ Ταιριάζει, βρε, αυτό εδώ;
222. Φ Έλειψα το συκοΐρι (τ΄ αλλόθτια). ΝΕ Έλειψα με λάδι τα σύκα, για να ωριμάσουν γρήγορα. Ε/Π Αλλόθτια: μη ώριμα σύκα. Συκοΐρι: συκεώνας (αλόθκια, αρχαία: Όλυνθος).
223. Φ Εντιπάρκιασε κιά, που; να μεταπατήσει! (ΜΕ) ΝΕ Κόλλησε εκεί και δεν αλλάζει γνώμη, πεισμάτωσε.
224. Φ Βάστά τον πίσω πόα. (ΜΕ) ΝΕ Έρχεται τελευταίος, καθυστερεί. Ε/Π Να τελείς εν αναμονή - να καιροφυλαχτείς.
225. Φ Φέρμου ένα κομματσούλτι ΝΕ Δώσε μου ένα κομμάτι.
226. Φ Ντυπατημό!! το κουλούκι. ΝΕ Πείσμα! το παλιόπαιδο. Ε/Π Κουλούκι: μικρό σκυλί, αρχαία: σκύλαξ. Ντυπατημό, αντιπατώ.
227. Φ Μεάλος χαττάς εννά γένει. ΝΕ Μεγάλη φασαρία θα γίνει. Ε/Π Χαττάς: ατύχημα, μεγάλο ατύχημα (τούρκικη λέξη).
228. Φ Το χαβάσι του ήταν μέχρι βα. ΝΕ Το ενδιαφέρον του ήταν ώς εδώ.
229. Φ Ετρομαλτίστηκα τωρά. ΝΕ Σηκώθηκε η τρίχα μου.
230. Φ Έκαμα το ππερντάκι μου. ΝΕ Έκανα την ποινή μου.
231. Φ Ολόκληρο μετόχι, έ σε πήρε; ΝΕ Τόσο μέρος δε σε πήρε; (δεν σε χώρεσε;). Ε/Π Μετόχι: έκταση, μέρος, χώρος.
232. Φ Τ’ αμπέλι είναι δκιό αργκιατών. Ν Το αμπέλι το τελειώνουν δυό εργάτες σε μιά μέρα.
233. Φ Ενεροστάλκιαξες, πρε; ΝΕ Τόση δίψα έχεις, βρε;
234. Φ Εν ενοιώνει που, πάνω, λαφροπατά. (ΜΕ) Ν Ε Δεν καταλαβαίνει πολλά πράγματα. Ε/Π Δεν ακολουθεί σωστό δρόμο, δείχνει επιπλέον ελαφρότητα.
235. Φ Τσαμούχικο ζο. ΝΕ Το γαϊδούρι, που κλωτσάει. Ε/Π Τσαμούχικο: ατίθασο.
236. Φ Έ χαμπαργκιάζει τίποτα. ΝΕ Δεν παίρνει χαμπάρι. Ε/Π Δεν αντιλαμβάνεται το μυαλό του τίποτα.
237. Φ Έλγκιωσε που τη καχχούρα. (ΜΕ) ΝΕ Έλειωσε από το καθισιό, από την οκνηρία.
238. Φ Ζιντάνιν όξω, έ χωρείς τη μύτη σου. ΝΕ Έξω είναι σκοτάδι, δε βλέπεις τίποτε.
239. Φ Εσυφτάστεις και μαεύτηκες πιό; ΝΕ Πρόλαβες και ήρθες στο σπίτι πια; τελείωσες επιτέλους;
240. Φ Η γουλκειά είναι στον μάστορη. (ΜΕ) ΝΕ Η δουλειά θα τακτοποιηθεί σύντομα. Ε/Π Η υπόθεση βρίσκεται σε εξέλιξη.
241. Φ Έ θα βαστάξει ο ζάβαλτης;. ΝΕ Δεν θα αντέξει ο κακόμοιρος;
242. Φ Ταγκλουκά η κοιλιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Πάει κι’ έρχεται το νερό στην κοιλιά μου.
243. Φ Ταέντα πρε, ναούμε. ΝΕ Περίμενε, βρε, να δούμε.
244. Φ Επήα στα λόκοπα. ΝΕ Πήγα να κόψω ξύλα. Ε/Π Να καθαρίσω το χωράφι, κυρίως στο βουνό. Βωλο-κοπώ = συντρόβω βώλους.
245. Φ Εκαμέντην ταράτσα. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγε καλά, χόρτασε.
246. Φ Εμέρωσεν ο τόπος. (ΜΕ) ΝΕ Απο άγριο τοπίο έγινε ήμερο.
247. Φ Είε καίπαχχε να ποσώσει. ΝΕ Είδε κι’ έπαθε να φτάσει. Ε/Π Να τα φέρει σε πέρας.
248. Φ Εννά φωνάζει και με το μεχχέλι του. ΝΕ Θα φωνάζει και με το δίκιο του.
249. Φ Η γουλκειά εστράβωσε. (ΜΕ) ΝΕ Κάτι δεν πήγε καλά.
250. Φ Εξεροστάλκιαξε να λαμένει. ΝΕ Βαρέθηκε να περιμένει.
251. Φ Αούμε, που έπιασε μεττερίζι. (ΜΕ) ΝΕ Να δούμε που κόλλησε, και θ’ αργήσει. Ε/Π Μεττερίζι: η θέση που βρίσκεται κάποιος καιροφυλαχτώντας.
252. Φ Είναι μιά φαραουνιά. ΝΕ Είναι πάρα πολλοί. Ε/Π Φαραουνιά: είναι μια φάρα, ένα σόι, μια φυλή, ένα συγγενολόι.
253. Φ Κουννάτα καίρχεται. (ΜΕ) ΝΕ Έρχεται με άδεια χέρια.
254. Φ Έφριξε το σκατό του. (ΜΕ) ΝΕ Λέγεται για τον τσιγκούνη. Ε/Π Θέλει να εκμεταλλεύεται τα πάντα.
255. Φ Μουζώνου και σταχτώνου. (Βρισιά) Ε/Π Στη βυζαντνή εποχή διεπόμπευαν τους κακούς με μαύρο τού φούρνου και στάχτη, σε σχήμα της παλάμης πάνω στο πρόσωπο του παρεκτρεπομένου. Έτσι έμεινε η λέξη μούτζα, ή να΄χεις κουρέματα, γιατί τους κούρευαν. Διαπόμπευση: τον παρεκτρεπόμενο τον κάθιζαν σ΄ ένα ζώο ανάποδα.
256. Φ Ξεκόλτα παρακεί, ά χχέλει ο Θεός. ΝΕ Πήγαινε πιό πέρα, αν ευαρεστήσε.
257. Φ Επερόνιασέμε το κρύο. ΝΕ Το κρύο με διαπερνά, όπως το πριόνι, ή το περόνι.
258. Φ Παντά τις μύες και κάχχεται. (ΜΕ) ΝΕ Δεν έχει δουλειά και κυνηγά τις μύγες. Ε/Π Διώχνει τις μύγες (αδράνεια και απραξία).
259. Φ Εμερολάησε το παιί. ΝΕ Ησύχασε το παιδί.
260. Φ Επαίξαμε μιά μπαταρία του καλού καιρού. ΝΕ Κάναμε έναν καυγά, άστα και να πάει.
261. Φ Εκαούργκιασε που το κρύο. ΝΕ Μάζεψε από το κρύο, κουλουριάστηκε από το κρύο. Ε/Π Εκαούργκιασε: όπως συμμαζεύεται ο κάβουρας.
262. Φ Γιντάτι είν’ καιφτό. ΝΕ Κάτι είναι κι’ αυτό.
263. Φ Νεκάρωσε τη φωτιά. ΝΕ Φύσηξε, ν’ ανάψει καλά η φωτιά.
264. Φ Άχανε πιο, νοίξετο το ρημάϊ σου. ΝΕ Άνοιξε το στόμα σου πιά.
265. Φ Εξεσυνόβγκαλες τον άχρωπο. ΝΕ Ξεσήκωσες τον άνθρωπο, τον παρέσυρες.
266. Φ Το φανενό καντάρι τι λέει; ΝΕ Τι, λένε οι Φανενοί γι’ αυτό; Ε/Π Πως το ζυγίζουν, δηλαδή πως το κρίνουν οι Φανενοί;
267. Φ Επατήκωσέντην καλά-καλά. ΝΕ Γέμισε το στομάχι του καλά, χόρτασε.
268. Φ Εστάχχει στο στετό. (ΜΕ) ΝΕ Περιμένε ανυπόμονος την απάντηση. Ε/Π Στετός: η στάση αναμονής.
269. Φ Ντουγρού καφκαλτάς. ΝΕ Ξερό κεφάλι, αμεταγύριστο.
270. Φ Πασπατέβγκεις κιά και κιά. ΝΕ Ψαχουλεύεις σ’ ένα σημείο, στο ίδιο σημείο.
271. Φ Καμμάς που κάτω που τον πόνο. (ΜΕ) ΝΕ Όταν η μηχανή του κουρέματος δεν λειτουργεί καλά. Ε/Π Δεν αντέχει τον πόνο. Καμώ - καμύω = κλείνω τα μάτια μου.
272. Φ Πρε τύμπανε, κουφάραν έχεις. ΝΕ Βρε δεν ακούς. Ε/Π Τύμπανε: γαΐδαρε.
273. Φ Κάτσε κάτω τον ακούφητο. (Βλαστημιά) Ε/Π Στο ακούφητο κάθισμα (κάθησε), εκεί που δεν θα σηκωθείς ποτέ!
274. Φ Μωρή ριχολακάνη. (ΜΕ) ΝΕ Η ευκολόπιστη. Ε/Π Ριχολακάνη: ρηχή λεκάνη.
275. Φ Εία καίπαχχα να τον καελήσω. ΝΕ Είδα κι’ έπαθα να τον καταφέρω. Ε/Π Να τον κάνω να υποχωρήσει. Καϊλίζω = ξεγελώ (τούρκικα: kailis).
276. Φ Καλάμια στα νύχια σου και στα πλευρά σου. (Βλαστημιά)
277. Φ Πρε ναμοκκιόρη!! ΝΕ Βρε αφιλότιμε. Ε/Π Ναμοκκιόρη: στραβέ, τυφλέ, αφιλότιμε.
278. Φ Εκνάσαν οι συκάλτες; ΝΕ Ωρίμασαν τα σύκα;
279. Φ Μη με γκιλντώνεις. ΝΕ Μη με πειράζεις. Ε/Π Μη με προκαλείς, αγκλώνω - ακίδα.
280. Φ Χοντρομάσκιε, να φύουμε. ΝΕ Τρώγε γρήγορα, να φύγουμε.
281. Φ Επάτησεν πόϊ, εντιπάρκιασε κιά. ΝΕ Θέλει να γίνει το δικό του. Ε/Π Μένει αμετακίνητος στις θέσεις του, στις απόψεις του.
281. Φ Χοντρομάσκιε, να φύουμε. ΝΕ Τρώγε γρήγορα, να φύγουμε.
282. Φ Μπιχουργκιασέτο κιά. ΝΕ Σφήνωσέ το εκεί.
283. Φ Εβά έχει παρήλκιο. ΝΕ Εδώ χτυπά ο ήλιος, λιγότερο. Ε/Π Παρήλκιο: ένα κομμάτι ήλιου ζεσταίνει, σε απόμερο μέρος.
284. Φ Εν εξέρεις, τι έκοψε το ξερό του. ΝΕ Δεν ξέρεις τι σκέφτηκε, τι έχει στο μυαλό του.
285. Φ Έχει το χού του. ΝΕ Έχει την αιτία του.
286. Φ Ήρτα ποτόρι και σε νοήρεψα. ΝΕ Ήρθα πριν και σ’ έψαχνα. Ε/Π Ποτόρι - πρότερον - προτόρι = ποτόρι = προηγουμένως.
287. Φ Ήες κακομά, αδκιαφόρετα μιλώ. ΝΕ Είδες λοιπόν, τσάμπα μιλώ. Ε/Π Είδες, κακομοίρα μου, άδικα μιλώ.
288. Φ Η γουλκειά ερεμεδκιάστηκε ΝΕ Η δουλεία φτιάχτηκε, μπήκε σε καλή συνέχεια.
289. Φ Στον αστρεμμό σταμάτα. ΝΕ Στην επιστροφή σταμάτησε.
290. Φ Ένοιξες τη μασέλτα σου, πάλε; (ΜΕ) ΝΕ Άνοιξες το στόμα σου πάλι; Ε/Π Για να μιλάς ασταμάτητα, μασσέλα = σιαγόνα. Ιταλικά mascella.
291. Φ Σήμερον ήμουν χωραϊτης. ΝΕ Σήμερα πήγα στη χώρα, στη πόλη (Ρόδος).
292. Φ Ταρταρκιάν οι μονές!! ΝΕ Οι κουβέρτες είναι κρύες, είναι τάρταρες.
293. Φ Επόμεινες και νεφέρνειστα, κάχχε στην ώρα. ΝΕ Έμεινες και τα λές κάθε λίγο και λιγάκι.
294. Φ Πατά μεταπατά κιά και κιά. (ΜΕ) ΝΕ Λέει τα ίδια και τα ίδια.
295. Φ Κάτσε κάτω πρε κοπελτάκι. ΝΕ Κάτσε κάτω ρε, είσαι μικρός ακόμα.
296. Φ Εγαλάνησε το κουτί. (ΜΕ) ΝΕ Κουρκούτιανε το κεφάλι μου.
297. Φ Εξήψαν οι αμιλήγκοι μου. (ΜΕ) ΝΕ Καίνε οι κροτάφοι μου.
298. Φ Τα ρημάδκια και τα ξελεμματικά. (Βλαστήμια), συνήθως για κτήματα.
299. Φ Επόμεινε και λέντιστα. ΝΕ Έμεινε και του τα λένε.
300. Φ Στρόφους και αροάφνες να σε κόψουν. (Βλαστήμια)
301. Φ Ούλτα φτα , επεράσαν που τη καμπούρα μου. ΝΕ Όλα αυτά τα τράβηξα εγώ, στην πλάτη μου.
302. Φ Εππέσαν τα νεφρά μου. (ΜΕ) ΝΕ Απο το πολύ βάρος, που σήκωσε.
303. Φ Εκαμέντα ρεμόνι. ΝΕ Τα ΄κανε λίμπα.
304. Φ Είσαι σα τον άγκριφα. ΝΕ Είσαι μυγιάγκιχτος, όλο ψάχνεις (ακρίφας = και όργανο αλίευσεις).
305. Φ Έκατσε, σα τον γιαρά. (ΜΕ) ΝΕ Περίμενε με πολύ ανυπομονησία, σαν την πληγή την αθεράπευτη.
306. Φ Πέρασε πουννά περάσεις. ΝΕ Πήγαινε, όπου είναι να πας.
307. Φ Πούϊντος πρε φτος γα; ΝΕ Που είναι βρε αυτός δα;
308. Φ Επόμενες πιό και ξεσκάλτεις. (ΜΕ) ΝΕ Έμεινες πια και ψάχνεσαι, και σκαλίζεις.
309. Φ Έστεσε το κάλτος του. ΝΕ Πήρε ύφος.
310. Φ Επατέλκιωσα το γόμα. ΝΕ Έριξε πατελιά στο δώμα.
311. Φ Ήβγκαν, πρε, οι μπορνοφύες; ΝΕ Βγήκανε τα πρώϊμα σύκα;
312. Φ Πού-πού εξενεμίστηκες πρε συ; ΝΕ Από πού ξεφύτρωσες; Ε/Π Τα παρά την ανάγκη.
313. Φ Εν τα σηκώνω τα παράναγκα. ΝΕ Δεν σηκώνω τα παράξενα.
314. Φ Στάχχου βα, στα κατέφλια. ΝΕ Σταμάτα εδώ στα σκαλοπάτια, στο κατώφλι.
315. Φ Είμαι θεονήστικος. ΝΕ Πεινάω πολύ. Ε/Π Θεο-νήστικος, θεο-πάλαβος, θεό-τρελος.
316. Φ Κάχχεται, σα τον σταλαό. (ΜΕ) ΝΕ Κάνει σα τη βρύση, που στάζει. Ε/Π Έχει υπομονή και επιμονή παρακλητική.
317. Φ Πιάσε πρε τη φελτά. ΝΕ Πιάσε, βρε, το βιβλίο.
318. Φ Ο καπνός βγκαίνει κλωστρός. ΝΕ Ο καπνός βγαίνει στριφογυριστός.
319. Φ Ένα φελτί με το λάϊ. ΝΕ Μιά φέτα ψωμί με λάδι.
320. Φ Το ξετρίχι, ο ελτεμές, γείτετον. ΝΕ Κοιτάξτε τον τέλειο, τον αλάνθαστο.
321. Φ Εχασολόησες και πήες. ΝΕ Αρχίζεις και χάνεις. Ε/Π Εχασολόησες: χάνεις - έχασες τα λογικά σου, πέρα για πέρα!
322. Φ Εβά έχει ένα κούλουμπα. ΝΕ Εδώ έχει μιά λακούβα με νερό. Ε/Π Αρχαία: κόλυμβος.
323. Φ Έκαμέντα μαντάρα καίφυε. ΝΕ Τα έκανε λίμπα κι’ έφυγε. Ε/Π Ανακάτωσε τα πάντα, τα διέλυσε. Μαντάρα = άγονη, άδενδρη περιοχή.
324. Φ Ενεκαταστάλαξες κόμα; ΝΕ Δεν αποφάσισες ακόμα;
325. Φ Τώρα σ’ έπιασε το συκλέτι; ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; Ε/Π Συκλέτι: ζόρι, μανία, βιασύνη.
326. Φ Ελγκιώσαν τα συκώτια μου. (ΜΕ) ΝΕ Λειώσαν τα συκώτια μου από το φόβο, φοβήθηκα πολύ.
327. Φ Εκουστήκασι ζαλάπατα. ΝΕ Ακούστηκαν βήματα.
328. Φ Εγεμάτησες το φαί. ΝΕ Δοκίμασες το φαγητό;
329. Φ Γλιστρίαν έφαες; (ΜΕ) ΝΕ Γι’αυτόν, που λέει πολλά. Ε/Π Σου γλιστρά η γλώσσα (λογοπαίγνιο με τη λέξη γλιστρίδα).
330. Φ Μπελόνιασε βα, γιατί ε χωρώ (θωρώ). ΝΕ Πέρασε την κλωστή στη βελόνα, γιατί δεν βλέπω.
331. Φ Πορπατά και ζαβλοπατά. ΝΕ Περπατά και δεν πατάει καλά. Ε/Π Παραπατεί σαν χαμένος, σαν βλάκας. Ζαβός = τρελός, μεθυσμένος.
332. Φ Επέρασε καιφτό το νεπέττι. ΝΕ Πέρασε κι’ αυτή η δυσκολία. Ε/Π Νεπέττι: σειρά, τουρκικά: nobet.
333. Φ Μανιζέβελτος άχρωπος. ΝΕ Ο ευκολοκίνητος άνθρωπος (ευέλικτος).
334. Φ Τσα ολούρμου, έντιξέντον κιά. ΝΕ Στα καλά καθούμενα, έτσι το σκέφτηκε.
335. Φ Μανιζέρνου πρε! ΝΕ Κουνήσου βρε! Βιάσου βρε!
336. Φ Σόρμα, καϊράττι δα. ΝΕ Προσοχή να μην την πατήσουμε. Ε/Π Καϊράττι: καϊράτι = κουράγιο, υπομονή, θάρρος, τόλμη. Τουρκικά: gayret.
337. Φ Ήψε το καμίνι. (ΜΕ) ΝΕ Άρχισε να ενδιαφέρεται, κάτι άρχισε να παίρνει διαστάσεις κακές.
338. Φ Κάχχεται σα το κούφτιο. Ν Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Κούφτιο: το πουλί κούφτιο, αρχαία: σκώψ.
339. Φ Έκοψε την εβρουλγκιά. (ΜΕ) ΝΕ Γι’ αυτόν που πάθανε.
340. Φ Ελεαμέσσετά, αλλτά ένεκούες. ΝΕ Σου τα λέγαμε, αλλά δεν μας άκουγες.
341. Φ Που την αναφαγιά εγίνη σα γλιμύρι. ΝΕ Επειδή δεν τρώει αδυνάτησε. Ε/Π Γλιμύρι: γλινός = λεπτός = αδύνατος = λιχνός.
342. Φ Είναι μπελντί, ε χωρείς; ΝΕ Έχουμε παράδειγμα, δεν βλέπεις; Ε/Π Είναι επόμενο, δεν βλέπεις.
343. Φ Έψε τον πυργκιόλοο. ΝΕ Άναψε τον αναπτήρα. Ε/Π Άναψε την ίσκα, το φιτίλι. Πυρίβολος = ρίπτει πύρ και ανάβει το φιτίλι.
344. Φ Εφάαμας οι πασσόμυες. ΝΕ Μας πιάσανε οι μύγες. Ε/Π Πασσόμυες: μύγες που βρομίζουν τα φαγητά. Πάσσω: αρχαία = πασπαλίζω, ραντίζω.
345. Φ Το ζον είναι κακογούμαρο. ΝΕ Το γαϊδούρι δεν φορτώθηκε καλά.
346. Φ Α, μωρή μαλαγάνα. ΝΕ Α βρε καταφερτζού!
347. Φ Επλάνταξε στο κλιαμούρι. ΝΕ Βαλάντωσε απο τα κλάματα.
348. Φ Εκαμέντον γουλί. ΝΕ Τον κούρεψε με την ψιλή μηχανή.
349. Φ Έφυε μονοβρόντηστος. ΝΕ Έφυγε σαν κυνηγημένος.
350. Φ Επονέβει με πιό, κήπατα. ΝΕ Δεν κρατήθηκα πια και τα είπα. Ε/Π Μπήκε μέσα μου η απόφαση και τα είπα.
351. Φ Μανέλγκιαζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη.
352. Φ Α σε περκενώσω, αφάεις; ΝΕ Να σε βάλω να φας; Ε/Π Περκενώνω = αδειάζω. Βάζω φαγητό στο πιάτο από το τσουκάλι.
353. Φ Ε, νάντα-νάντα!! ΝΕ Ε! όπου νάναι, θα τα δούμε!!
354. Φ Τσουβάλκια των πιττέρων. (Βρισιά)
355. Φ Μπούρντες τ’ αχέρου. (Βρισιά)
356. Φ Πάννε πούετα, να ξεκάμεις κομμάτι. Ν Ε Πήγαινε κάπου να ξεδώσεις λίγο.
357. Φ Είπασέτα, ένα μελεούνι φορές. ΝΕ Σου τα είπα πολλές φορές, χιλάδες φορές.
358. Φ Εξετρομάκιασε που το κρύο. ΝΕ Χτυπούν οι μασέλες του από το κρύο.
359. Φ Ποιός πρε; φτοσγά ο κνιάρης; ΝΕ Ποιός ρε αυτός ο τεμπέλης; Ε/Π Κνιάρης: οκνηρός, τεμπέλης.
360. Φ Οι μέρες είναι σα τσαρντέλτες. (ΜΕ) ΝΕ Οι μέρες είναι, όπως οι σαρδέλες στο κουτί. Ε/Π Όλα είναι μετρημένα, υπακούουν στη μοίρα.
361. Φ Το νερό είναι κάντιο. ΝΕ Το νερό είναι καθαρό.
362. Φ Επήα, καίζεψα τα ζα. ΝΕ Πήγα και ετοίμασα τα ζώα. Ε/Π Καίζεψα: έζεψα = τα ΄βαλα στον ζυγό.
363. Φ Εφτός έχει, τη γική του παντιέρα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός κάνει πάντα το δικό του. Ε/Π Κάνει ό,τι του κατέβει.
364. Φ Εμάλκιασεν η γλώσσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου. Ε/Π Συμβουλεύοντας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
365. Φ Εγκούλκιασεν ο καταπότης. ΝΕ Γέμισε νερό τ’ αυλάκι. Ε/Π Καταπότης: Το μεγάλο αυλάκι που τροφοδοτεί τα άλλα αυλάκια. Γουλιάζω - η γούλα = ο οισοφάγος.
366. Φ Ήβρεν ο κουτσός, εγλύστρα. (ΜΕ) ΝΕ Αιτία ήθελε. Ε/Π Μια φορά του δόθηκε η ευκαιρία (στις πολλές ατυχίες), αλλά και αυτή χωρίς αποτέλεσμα.
367. Φ Καοματού που είσαι!! ΝΕ Καταφερτζού που είσαι!!
368. Φ Κάχχεται και φκριέται. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Φκριέται: παρακολουθεί, κρυφακούει, υποκλέπτει τα λόγια.
369. Φ Μπαλτουκκώσου κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Κάθησε κάτω. Ε/Π Μπαλτουκκώσου: ακίνητος, σαν να είσαι μπαλουκωμένος. Παλούκι, αρχαία: πάλος
370. Φ Εντερόκοψέ με ο χασονούς. ΝΕ Με κοψοχόλιασε ο βλάκας.
371. Φ Επόμεινες πιό και βάσσεις. ΝΕ Έμεινες πια και φωνάζεις. Ε/Π Βάσσεις: γαυγίζεις σαν σκυλί.
372. Φ Νάψε βα το φως, να μπλέψω. ΝΕ Άναψε το φως τώρα να δω, να βλέψω.
373. Φ Εσάχνιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον μαύρισε απο το ξύλο. Ε/Π Τον διέλυσε με το ξύλο, ή το φόρτωσε ξύλο. Σάττω = φορτώνω
374. Φ Πουνα κάτσουν οι ογκιές σου και τα κατάκλια σου. (Βλαστήμια/Κατάρα) Ε/Π Ογκιές: οσφύες
375. Φ Εννά σε σταφνίσω μιά κατακούτελτα, πούννάν ούλτη γική σου. ΝΕ Θα σου δώσω μια, που θάναι όλη δική σου (εννοεί ξυλιά, χαστουκι).
376. Φ Κόψε με ένα τακκί κριάς. ΝΕ Κόψε μου ένα κομμάτι κρέας. Ε/Π Τακκί: τακκάκι = λίγο. Τάκκος = μεγάλο κομμάτι.
377. Φ Λτιολέης, φτιγά την κουβέντα καλέ; ΝΕ Λίγες φορές λες αυτήν την κουβέντα;
378. Φ Α καθαρίσει η γιαρά που το σιτάρι. (ΜΕ) ΝΕ Να καθαρίσει το καλό από το κακό. Ε/Π Γιαρά = η αίρα
379. Φ Παωμός να σέβρει. (Βρισιά/Κατάρα) Ε/Π Να παγώσεις, να πεθάνεις.
380. Φ Σύρου ξύσου, εφέρεστα χαρακωτά. ΝΕ Ήρθαμε στα πάρα πέντε. Ε/Π Αμφιταλαντευόμενος, δεν έχει αποτέλεσμα.
381. Φ Έπιασε το συναξάρι, ε θα γλυτώσουμε. (ΜΕ) ΝΕ Έπιασε την κουβέντα και δε θα γλυτώσουμε. Ε/Π Συναξάρι: είναι η βιογραφία των αγίων, που συνήθως έχει μεγάλη ιστορία και ενδιαφέρον.
382. Φ Έκαμεν ένα φεσφεσέ του καλού καιρού. ΝΕ Έκαμε μεγάλη φασαρία.
383. Φ Επόμεινες και βαστάς τα σαουνά σου. ΝΕ Έμεινες και κρατάς τα σαγόνια σου. Ε/Π Λέγεται επί απραξίας και αδράνειας. Θεωρείται κακός οιονός.
384. Φ Έοκεν και πήρε. (ΜΕ) ΝΕ Ξεθύμανε. Ε/Π Συνήθως για ανθρώπους που φτάνουν στα άκρα, αλλά μετά μεταμελούνται.
385. Φ Εκαμμυσέντα και πάενε. (ΜΕ) ΝΕ Πήγαινε με κλειστά μάτια.
386. Φ Μην εβγκάλτεις το νερό ίσκια πάνω. (ΜΕ) ΝΕ Μη λες πράγματα που δε γίνονται. Ε/Π Λέγεται συνήθως για το μη απραγματοποίητο (για τον αντιρρησία).
387. Φ Εκατσουλτόχει με, κακομά. ΝΕ Μ’ έπιασε στον καυγά. Ε/Π Με επιτέθηκε άσχημα.
388. Φ Τούρμπα-κκάλου, ε χα σε πετύχω πούετα; ΝΕ Που θα πάει δεν θα σε πετύχω πουθενά (κάπου); Ε/Π Θάρ’θει ο καιρός, που θα σε συναντήσω.
389. Φ Το ξελεμματικό και το παντέρημο. (Βλαστημιά) Ε/Π Για κτήματα που δεν έχουν νοικοκύρη. Επί τουρκοκρατίας τα εκαταλειμμένα κτήματα
390. Φ Ρετσινένο παντελόνι. ΝΕ Είδος υφάσματος για παντελόνια, ευτελούς αξίας.
391. Φ Εσσέ νοστά βα που κάχχεσα; ΝΕ Δεν σ’ αρέσει εδώ, που είσαι;
392. Φ Αδκιανόητο κεφάλι, ξερή κολοκύττα. (ΜΕ) ΝΕ Άνθρωπος χωρίς μυαλό. Ε/Π Λέγεται συνήθως για ανθρώπους που ποτέ δεν διανοούνται.
393. Φ Ετρέχαν οι ίγροι, κουκκιά-κουκκιά. (ΜΕ) ΝΕ Ο ιδρώτας κυλούσε, έμοιαζε σαν το κουκί (στάλες - στάλες). Ε/Π Λέγεται σε περιπτώσεις αγωνίας, φόβου ή μεγάλου κόπου.
394. Φ Τι σε μέλτει, που τα ξένα εντερέσκια; ΝΕ Τι σε νοιάζει, για ξένες υποθέσεις;
395. Φ Ταβγκά είναι κλούβγκια. ΝΕ Τα αβγά με αλλοιωμένο κρόκο, λόγο πολύ χρόνου. Ε/Π Τα αβγά είναι χαλασμέν, δεν μπορούν να καταναλωθούν.
396. Φ Ε να γένει, κανένα σακκατελίκι πόψε. ΝΕ Θα χτυπήσει κανένας απόψε και θα μείνει ανάπηρος, σακάτης.
397. Φ Σκιού πρε, επήρα μας και φύαμε ΝΕ Κουνήσου ρε, μας πήρανε και φύγαμε.
398. Φ Κάχχεται με των αγίων τα τάματα. (ΜΕ) ΝΕ Λεγόταν για τα μωρά, όταν ησύχαζαν. Ε/Π Λέγεται γενικά στις περιπτώσεις εκείνες που δύσκολα κάτι μπορεί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Με δυσκολία στηρίζεται κάτι.
399. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η αροάφνα. (τοπική ονομασία, ΜΕ) Ε/Π Η πικράδα της ροδοδάφνης που βλαστάνει στο βουνό Άης Γιάννης.
400. Φ Μάσκε-μάσκε τη πήσσα, εκατέβησαν οι γούλες του. Ν Ε Μάσα-μάσα την τσίχλα, κατέβηκαν οι αμυγδαλές του (πρήστηκαν).
401. Φ Γηέ, την ούγια να πάρεις ξόμπλι. (ΜΕ) ΝΕ Δες το σόϊ, να δεις τι θα πάρεις. Ε/Π Θυμίζει το «εξ όνυχος τον λέοντα». Ούγια, αρχαία: Όα Μια ελάχιστη συμπεριφορά δείχνει τον χαρακτήρα. Ξόμπλι = παράδειγμα, λατινικά: exemplum (example).
402. Φ Ήβγκε σαν την τρίχα που το ζυμάρι. (ΜΕ) ΝΕ Βγήκε καθαρός μέσα από τη βρομιά. Ε/Π Απήλλαξε με την αποπομπή του το κάθε καλό και ωραίο.
403. Φ Πρε ακουμένταρτε, γίνου άχρωπος. ΝΕ Βρε γίνε σωστός άνθρωπος. Ε/Π Ακουμένταρτεος: Δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.
404. Φ Εννά σε πιάσω και ννάναι πιάσμα σου. ΝΕ Θα σε πιάσω και θα φας καλά. Ε/Π Θα σε πιάσω και θα είναι πιάσμα σκληρό, κακό.
405. Φ Πιάστο, και βουϊσέτο πουά. ΝΕ Πάρτο και πέταξέ το από δω, προς τα έξω.
406. Φ Τα νέφαλα επληχχάναν. ΝΕ Τα σύννεφα πληθύνανε.
407. Φ Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. (παιχνίδι) ΝΕ Όρος παιχνιδιού. Ε/Π Ούρτιμος-μπαλούρτιμος. Τελευταίος, λατινικά: ultimus.
408. Φ Ούκκιου βόϊ!! (Βρισιά) Ε/Π Αποστροφή προς άτομα ανυπόληπτα.
409. Φ Σταφία είμαι που τον ίγρο. ΝΕ Ο ιδρώτας τρέχει σα νερό. Ε/Π Υπερβολή, έχω γίνει μούσκεμμα από τον ιδρώτα, έγινε σταφίδα.
410. Φ Ξυ και λάϊ. (παιχνίδι) ΝΕ Βόλτα πάνω στην πλάτη του άλλου. Ε/Π Ακριβώς, όπως πουλάει ο έμπορος το ξύδι και το λάδι.
411. Φ Τώρα είμαι φούρκα-μπελάς. ΝΕ Είμαι πολύ νευριασμένος
412. Φ Πού του σκόπελτου; ίσκια πέρα! (ΜΕ) ΝΕ Άλλα του λες και άλλα καταλαβαίνει, αδιαφορεί.
413. Φ Έκαμε τη γη πηγή. ΝΕ Έκαμε τα αδύνατα δυνατά.
414. Φ Επήε σεκκιέρ-μεκκιέρ. ΝΕ Πήγε τα πάνω-κάτω.
415. Φ Άλι-άλι, πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, ρε. Ε/Π Αγάλι-αγάλι, αρχαία: γαληνός, ήρεμος (αγαληνά - αγάλια - αγάλι-α).
416. Φ Φτερνοκοπά που το πρωϊ. ΝΕ Φταρνίζεται από το πρωί (είναι κρυωμένος).
417. Φ Έγραψα την αγκλαβή. ΝΕ Έγραψα το προικοσύμφωνο (του αρραβώνα, του γάμου). Ε/Π Εκ. λαβή = ό,τι έλαβε
418. Φ Εκατούνιασέντα ούλτα. (ΜΕ) ΝΕ Τα έφαγε όλα. Ε/Π Εκατούνιασέντα: Τα έκαμεν όλα κατούνα (δέμα) και τα πήραν.
419. Φ Βάλεμε ένα κουνί ρύζι. ΝΕ Βάλε μου λίγο ρύζι.
420. Φ Εβά εννά σε βαελίζω; ΝΕ Εδώ θα σε νταντεύω. Ε/Π Βαελίζω, νταντεύω: περιποιούμαι μικρό παιδί ή ηλικιωμένο. Βαϊλίζω - φροντίζω - βάγιλος = υπηρέτης. Λατινικά: bajulus =αχθοφόρος.
421. Φ Εκαμέντα αρνιές-κουρνιές. ΝΕ Τα ρήμαξεν όλα Ε/Π (μέρη αρνιών και κουρουνιών!)
422. Φ Σαρτοπηάς σα το ππίταλτο. ΝΕ Σαλτάρει πάνω-κάτω άσκοπα Ε/Π Σαν αυτό που κάνει μεγάλα πηδήματα.
423. Φ Ελάωσεν τ’ αντερόν του. (ΜΕ) ΝΕ Έφαγε και λάδωσε το έντερό του. Ε/Π Συνέπεια: να νοιώσει πιο δυνατός.
424. Φ Ξέρεις τι πίσσας είναι; ΝΕ Ξέρεις τι τσιγκούνης είσαι;
425. Φ Έβγκαλα το χτικιό. ΝΕ Χτίκιασα. Ε/Π Χτικιό, χτίκιασα: έγινε/είναι φυματικός (αρρώστια, που σε λείωνει, τηκτός).
426. Φ Επόβγκαλές με πιό. ΝΕ Με σακάτεψες πιά, δεν αντέχω.
427. Φ Ξεπετράϊζε τώρα βα. (ΜΕ) ΝΕ Άντε να βρεις άκρη. Ε/Π Δεν μπορείς ποτέ ένα χωράφι να το απαλλάξεις από όλες τις πέτρες, λέγεται επί ματαιοπονίας.
428. Φ Σπρώξε μόνι-μμόνι. ΝΕ Σπρώξε λίγο.
429. Φ Λέει άλλτα των αλλτών. ΝΕ Λέει άλλα αντί άλλων.
430. Φ Και τόντι σε πεήντησα. ΝΕ Και πράγματι σε παραδέχτηκα. Ε/Π Και τόντι: και «τω όντι» = πραγματικά (αρχαία).
431. Φ Ήβγκε μισοούρανα. Ν Ε Βγήκε πολύ ψηλά.
432. Φ Χτυπούν οι φτένες του σα του λαού. ΝΕ Χτυπά η καρδιά μου σα του λαγού. Ε/Π Φτένη = η πλευρά, ή μέση, τα ισχία.
433. Φ Γούλα που την έχει!! ΝΕ Λαιμαργία που έχει!! (τρώει πολύ).
434. Φ Μπάζει που κιά που τη χχυρία. Ν Μπάζει από τη χαραμάδα, αέρα κρύο. Ε/Π Χχυρία - θυρίδα, χαραμάδα.
435. Φ Χα πέρνα πουά. ΝΕ Άντε, φύγε από δώ.
436. Φ Εβώ τα επόλαψα ούλτα φτα. ΝΕ Εγώ τα τράβηξα όλα. Ε/Π Ειρωνικά: τα απόλαυσα αντί τα υπέφερα
437. Φ Κάτσε βα που ποσκιάζει. ΝΕ Κάτσε εδώ, που δε φυσάει. Ε/Π Κάτσε εδώ, που δεν έχει ήλιο, αλλά ήσκιο.
438. Φ Κάμνεις σαν όξω που πάνω σου. ΝΕ Κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ε/Π Παριστάνεις τον ανήξερο, τον τρελό, σαν να λείπεις από τον εαυτό σου.
439. Φ Βω φταίω που σε κουλαντρίζω. Ν Ε Εγώ φταίω που σε νταντεύω. Ε/Π Κουλαντρίζω: προσφέρω υπηρεσία, τούρκικα: kulandim.
440. Φ Σκύψε πρε την αγκάθθα σου κάτω! (ΜΕ) ΝΕ Σκύψε τη μέση (τη σπονδυλική στήλη) σου να δουλέψεις. Ε/Π Χωρίς να λυγίσεις τη μέση σου, δουλειά δεν γίνεται.
441. Φ Βα είσαι, πρε, για λείπεις. ΝΕ Εδώ είσαι ή λείπεις; (αφηρημένος)
442. Φ Μάεψε τα στελκιά σου. ΝΕ Μάζεψε τα πόδια σου.
443. Φ Εσυνόπαρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Έφυγε, ακόμα εκεί είσαι;
444. Φ Έκαμέμε το σκυλτοπανάηρο. ΝΕ Με κατσάδιασε. Ε/Π Σαν να πρόκειτο για πανηγύρι σκυλιών, πολλά γαυγίσματα, πολλές φωνές.
445. Φ Εχτισαμέντο με πασπάρες. ΝΕ Το χτίσαμε με χωμάτενες πέτρες.
446. Φ Έπεσε πάνω μου ούλτη η παππάρα. ΝΕ Έπεσε πάνω μου όλο το βάρος. Ε/Π Παππάρα: προσβολή, (τούρκικη λέξη).
447. Φ Κάμε καμμιά ζούππα και βάψε το ζουμί. ΝΕ Κόψε μιά μπουκιά ψωμί,και βούτησέ το στο ζουμί.
448. Φ Εποστάχχη το ζο. ΝΕ Το ζώο δεν μπορεί ν’ ανασάνει.
449. Φ Τα λόγια σου επήαν αμόντου. ΝΕ Τζάμπα μιλάς. Ε/Π Τα λόγια σου χάνεις, τα λογια χάθηκαν στο κενό.
450. Φ Έβαλα μερικές λοές. ΝΕ Έβαλα διάφορες ποικιλίες. Ε/Π Λοή: ποικιλία, σταφυλιών, μικρών φυτών ή μικρών δένδρων.
451. Φ Χα, παραιτα, πρε. ΝΕ Άστα μωρέ, έλα παράτησέ τα.
452. Φ Σουρτούκι επόμενες και βοττογυρίζεις. ΝΕ Έμεινες και γυρίζεις όλη την ώρα. Ε/Π Σουρτούκι: ιδιότροπο άτομο, τουρκικά: surtuc. Έγινες ιδιότροπος χαρακτήρας. βοττο+γυρίζεις = βόλτα+γυρίζω.
453. Φ Κάχχεται καραωμένος. ΝΕ Κάθεται και αφουγκράζεται. Ε/Π Έτοιμος να εκραγή. Γεμάτος οργή.
454. Φ Επόμεινα μόνια-μονάχη. ΝΕ Έμεινα ολομόναχη.
455. Φ Βουάρα το χωρκιό. ΝΕ Ησυχία στο χωριό.
456. Φ Και που δω, έβαλε λο. ΝΕ Και από δω έβγαλε λόγο (αναμίχθηκε). Ε/Π Είπε τον κακό του ή καλό του λόγο (λος = λόγος, ο μεγάλος λός)
457. Φ Ακόπονο πιό, εβάϊσε κιά. ΝΕ Αμάν πιά επιμένει εκεί. Ε/Π Από χαρακτήρα επιμένει πεισματικά εκεί. Βαύζω = γαυγίζω. Απόκονο, ή ακόπονο = εμμονή.
458. Φ Ετσά, έκοψε το κάφκαλτό του. ΝΕ Έτσι του κατέβηκε.
459. Φ Ήβγκε σαλαμέττι. ΝΕ Βγήκε σώος.
460. Φ Χωρείτε να ήτε πρε παιδκιά, γουλκειές. ΝΕ Κοιτάξτε να δείτε δουλειές, βρε παιδιά
461. Φ Εφαέμας ούλτα τα μαξούλκια. ΝΕ Έφαγα όλα τα έσοδα, όλες τις σοδιές.
462. Φ Μπρόαλε που τη σόκκα. ΝΕ Πρόβαλε από το στενό.
463. Φ Μολολάησέ τα ούλτα μαζί. ΝΕ Βάλτα όλα μαζί σε τάξη.
464. Φ Α πρε πεντοκούλουκο! (Βρισιά) Ε/Π Πεντοκούλουκο: πέντε φορές κουλούκι, μικρό σκυλί.
465. Φ Χατέστε να παένουμε. ΝΕ Άντε να πηγαίνουμε.
466. Φ Ξεσκάλτει το φαϊ σαν τη πούλντα. ΝΕ Ανακατώνει το φαγητό σαν την κότα, που σκαλίζει το χώμα.
467. Φ Τσαρουχάς και πάεις. ΝΕ Σέρνεις τα πόδια σου και πας.
468. Φ Έκατσε στο καρύ του. ΝΕ Κάθησε στο λαρύγγι του.
469. Φ Στέρι-στεμές, εκλούφηξάτον. ΝΕ Με το ζόρι τον ακολούθησα.
470. Φ Ετσιμπολόησε το βοτρύ. ΝΕ Τσίμπησε μερικές ρώγες από το τσαμπί.
471. Φ Κάχχεται σα βρεμένη πούλντα. (ΜΕ) ΝΕ Όταν φταις για κάτι. Ε/Π Δεν δείχνεις ικανός να δείξεις τη δύναμη σου.
472. Φ Τ’ αμπέλι χχέλει λολτό νοικοκύρη. ΝΕ Το αμπέλι θέλει τρελό νοικοκύρη Ε/Π Χχέλει - θέλει. Υπετβολή για καλλιέργεια.
473. Φ Τα λόγια μου επήασι στο βρόντο. ΝΕ Τα λόγια μου πέσαν στο κενό.
474. Φ Ήρτε ξεπέχχυμος. ΝΕ Ήρθε κεφάτος, χωρίς καμιά επιθυμία.
475. Φ Εφτά ε φυρούν, άλλτα να χωρείς. ΝΕ Αυτά δεν τελειώνουν, άλλα να βλέπεις.
476. Φ Νεροκαμένος εκάχχουσουν; ΝΕ Καιγόσουνα για λίγο νερό; Ε/Π Καθόσουν διψασμένος.
477. Φ Εχασολόησε και πήε στανάθεμα. ΝΕ Τα έχασε και πάει από το κακό στο χειρότερο.
478. Φ Εναούλγκιασα το φαϊ. ΝΕ Αναγούλιασα από το φαγητό.
479. Φ Εσυκκηρντίστικα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα, μη πας να πεις, πόσο!
480. Φ Έβαλέντο αμέττι-μοχαμέττι. ΝΕ Το ΄βαλε σκοπό, επίμονο.
481. Φ Έπιασε το λακκιρντί. ΝΕ Έπιασε το κους-κους. Ε/Π Λακκιρντί: κουβεντολόι, (τούρκικa: lacirdi).
482. Φ Σα του λουβγκιάρη τα γακτήλκια. (Βρισιά) Ε/Π Γακτήλκια: δάκτυλα. Λούβα, αρχαία: Λωβή = λέπρα.
483. Φ Ετάνισές τον, έμπλεξες. ΝΕ Τον άγγιξες, έμπλεξες.
484. Φ Τι ακάουμε πιό; ανάγκη, βάρος. ΝΕ Τι να κάνουμε; βλέπεις η ανάγκη το επιτάσσει.
485. Φ Εφάνην ο σταφυλτίτης του. ΝΕ Φάνηκε ο λάρυγγάς του, η σταφυλή του.
486. Φ Έστεσε το κανταρμάντου. ΝΕ Έστεισε το κάλλος του.
487. Φ Κλείσε, πρε, τη μακκέλτα! ΝΕ Κλείσε την πόρτα στο περιβόλι.
488. Φ Ε΄ θα σε ποστομόσω σήμερο. ΝΕ Δεν μπορώ να σου κλείσω το στόμα σήμερα.
489. Φ Πρε, που να πρηστής και νάβγκεις ττουλούμι (κουσί). (Βρισιά)
490. Φ Συνομαέφτου πιό. ΝΕ Μαζέψου πιά.
491. Φ Εξάναντο οι πούλντες. ΝΕ Τον φάγανε οι κότες. Ε/Π Τον έκαναν άνω κάτω.
492. Φ Πρε ζο τ’ αλέτρου. (Βρισιά) Ε/Π Το βόδι, που σέρνει το αλέτρι.
493. Φ Είναι μιά φάουσα. ΝΕ Είναι πάρα πολλοί, κακοί άνθρωποι. Ε/Π Φάουσα: ασθένεια που κατατρώει το σώμα (αρχαία: φαγέδαινα).
494. Φ Μπονάτσα τ’ Αβούστου. (ΜΕ) ΝΕ Ο ήρεμος άνθρωπος.
495. Φ Κάτσε να ψακωχχείς τον πόνο και τη φάουσα. (Βλαστήμια)
496. Φ Εξήψαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Καίνε τα σωθηκά μου. Ε/Π Υποφέρω από νερό. Έξηψα, εξάπτω = ανάβω.
497. Φ Η γουλκειά επίττησε. ΝΕ Η δουλειά πέτυχε, τελείωσε.
498. Φ Στελκιάρι που χχέλεις. ΝΕ Ξύλο που θέλεις!!
499. Φ Κόψεμε μιά ολκιά τυρί. ΝΕ Κόψε μου λίγο τυρί.
500. Φ Ήρτε γέρι-γερινέ. ΝΕ Ήρθε στα καλά καθούμενα και με το έτσι θέλω.
501. Φ Το νερό είναι πούζι. ΝΕ Το νερό είναι παγωμένο.
502. Φ Κουνιού πρε, κόμα κιά είσαι; ΝΕ Κουνήσου ρε, ακόμα εκεί είσαι;
503. Φ Ε συγκαλαμίζεται φτος. ΝΕ Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, στα καλαμια του.
504. Φ Εντιονήσαν τα φτιά μου. ΝΕ Σφυρίζουν τ’ αφτιά μου. Ε/Π Εντιονήσαν: αντιδονούν.
505. Φ Επογρομάχησεν ο άχρωπος. ΝΕ Ίδρωσε ο άνθρωπος πάρα πολύ.
506. Φ Έππεσε και μισερέφτη. ΝΕ Έπεσε και χτύπησε άσχημα.
507. Φ Επήρες άξαμο; Ν Πήρες μέτρα;
508. Φ Εμακκελτοκόπη, με τη ψέλτα. ΝΕ Κόπηκε με το μαχαίρι.
509. Φ Κολοκύτια στον απαταρό. Ε/Π Πράγματα ανάξια λόγου.
510. Φ Χάννια χαπίπουλτο, βα είσαι πρώτη. ΝΕ Πεθαίνεις για κουβέντα, κουτσομπολιό!
511. Φ Έβαλε τη τσαγκριά, φιέστε που μπρός. ΝΕ Έβαλε μια φωνή, κάντε στην άκρη.
512. Φ Πόψε είχαμε ποσπέρι. ΝΕ Απόψε ξενυχτήσαμε.
513. Φ Κάτσε κάτω τα χαράκια. (Βρισιά)
514. Φ Είσαι σαν τον ακούρκιο. ΝΕ Είσαι ακούρευτος (αναμαλλιασμένος). Ε/Π Ακούρκιος, ακούρευτος, αναμαλλιασμένος.
515. Φ Κάχχεται σα τον αγκινόβατο. ΝΕ Κάθεται και ψάχνει αιτία, για να δημιουργήσει πρόβλημα.
516. Φ Εκκουπάσαν τα μέσα μου. (ΜΕ) ΝΕ Ανακατώθηκαν τα σωθηκάμου. Ε/Π Συνήθως λέγεται στην έλλειψη φαγητού, πείνας.
517. Φ Ελτίανεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Λιγόστεψε η καρδιά μου (εφοβήθηκα). Ε/Π Λέγεται σε περίπτωση φόβου, αγωνίας.
518. Φ Εσηκώστηκε που τα νυχατά. ΝΕ Σηκώθηκε από τα ξημερώματα. Νυχατά: αρχαία = έννυχα.
519. Φ Ενέβηκαν τα ψωμιά; ΝΕ Ανέβηκαν τα ψωμιά; (είναι τα ψωμιά έτοιμα για τον φούρνο;)
520. Φ Έπεσε και νεχαράσση. ΝΕ Έπεσε και αναμασάει (την τροφή, μηρυκάζει).
521. Φ Επάενε με μιά στίμη! ΝΕ Πήγαινε φουλαριστός, έτρεχε πολύ γρήγορα. Ε/Π Στίμη: από το λατινικλο Stimulo = κεντρίζω. Stimulus = το κεντρί.
522. Φ Ούλτα καλά καωμένα. ΝΕ Όλα καλά καμωμένα.
523. Φ Εφκρίστηκέντον, μπρος - πίσω. ΝΕ Τον κοίταξε μπρος-πίσω. Ε/Π Τον ακροάστηκε μπρος-πίσω ο γιατρός.
524. Φ Σφίξε τη ποκατενή. (ΜΕ) ΝΕ Κάνε οικονομία, για ν’ αντέξεις τις δυσκολίες. Ε/Π Όπως στηρίζει η αποκατενή το σαμάρι στα άλογα.
525. Φ Πολτύ καταπαλίκι κάμνεις. ΝΕ Πολύ φασαρία κάνεις.
526. Φ Κχιά, ξένη πούλτα. ΝΕ Έξω, ξένη κότα.
527. Φ Λάμενε πρε βα. ΝΕ Περίμενε εδώ.
528. Φ Αππανάς που ήταν νάβγκη. ΝΕ Ατημέλητος που ήτανε να βγει (βρόμικος στις δουλείες του).
529. Φ Τρώε-τρώε εγίνη σαντό ττουσούνι. ΝΕ Απο το πολύ φαγητό πάχυνε.
530. Φ Μη χαστιάζεις πρε! ΝΕ Μην αφαιρείσαι βρε!
531. Φ Πηλοϊσου μωρή ε γκούεις; ΝΕ Απάντησε βρε, δεν ακούς; (απολογήσου).
532. Φ Πιάσε πατός σου, α ξέρουμε τι κάμνουμε. ΝΕ Ανάλαβε ο ίδιος, για να έχουμε αποτέλεσμα.
533. Φ Η γουλκειά εμπατάλεψε. ΝΕ Η δουλειά χάλασε.
534. Φ Εστάχχει σα τον γράμπαπα. ΝΕ Στάθηκε σαν άγαλμα. Ε/Π Γράμπαπα: grande papa
535. Φ Εβά έχει βραστασκιά. ΝΕ Εδώ έχει ζέστη.
536. Φ Εποσκέφτηκα κομμάτι. ΝΕ Βολεύτηκα κάπου, προστατεύτηκα κάπου.
537. Φ Ούλτο βερεσίδκια. ΝΕ Όλο βερεσέ, πάντα με πίστωση.
538. Φ Τωρά σ’ έπιασε το συκλέττι. ΝΕ Τώρα σ’ έπιασε το ζόρι; η ανάγκη;
539. Φ Ο καιρός εμπονοφάλκιασε. ΝΕ Ο καιρός συννέφιασε.
540. Φ Φτος γα είναι πήουλος. ΝΕ Αυτός είναι ύπουλος. Ε/Π Πήουλος: ύπουλος, επίβουλος = σκέπτεται πάντα το κακό.
541. Φ Ούλτα για λτόου του. ΝΕ Όλα για τον εαυτό του.
542. Φ Ετσά κόττου-πλώρου. ΝΕ Έτσι στα καλά καθούμενα.
543. Φ Εμπυαλτόχχηκε η αελκιά. ΝΕ Απέβαλε η αγγελάδα.
544. Φ Ακκοπέττι, α νεφάνει χχέλει. ΝΕ Που θα πάει θα φανεί, θάρθει η ώρα κάποτε.
545. Φ Εκουλτουργκιάστηκε μάνι-μάνι. ΝΕ Ξάπλωσε γρήγορα - γρήγορα. Ε/Π Κουλουριάζω = γίνομαι κουλούρι για να κοιμηθώ.
546. Φ Ένα καφίζι σκάδκια. ΝΕ Ένας κουβάς ξερά σύκα. Ε/Π Καφίζι, τούρκικο μέτρο χωρητικότητας.
547. Φ Κουρέτο που ππέφτει!! ΝΕ Το κους-κους (κουβεντολόι) πάει σύννεφο.
548. Φ Επήα στο ργκιολόησμα πορνό-πορνό. ΝΕ Πήγα στο κορφολόγισμα (ή αραιολόγισμα) πρωί-πρωί.
549. Φ Κουκουλτώσου, γιατί έχει κρυάβα όξω. ΝΕ Σκεπάσου καλά, γιατί κάνει κρύο.
550. Φ Ένας κουτουμανάς μέχρι κιά πάνω, ΝΕ Ένας ματράχαλος, μέχρι κει πάνω.
551. Φ Α, πρε, λύχνο τριφύτηλτε. (Βρισιά)
552. Φ Έψε τη καλαφούνα. ΝΕ Άναψε τη φωτιά.
553. Φ Αούμε που βόσκει! (ΜΕ) ΝΕ Να δούμε, πού γυρίζει.
554. Φ Χοχλάζει η ρότσα. (ΜΕ) ΝΕ Η πλατεία είναι γεμάτη κόσμο.
555. Φ Εστέκνωσεν ο στόμας μου. ΝΕ Στέγνωσε το στόμα μου.
556. Φ Τ’ Αη-Γιαννιού η κολυμπήθρα. ΝΕ Αυτός που τάχει τετρακόσια. Ε/Π Τοπική έκφραση αλαζονείας των χωριανών μας.
557. Φ Επετάχτηκε μιά φιάκλα. ΝΕ Πετάχτηκε ένα μεγάλο φίδι.
558. Φ Έπιασε μας τριμυστήριση. ΝΕ Μας έπιασε τρεμούλα και φόβος.
559. Φ Εστράγγιξεν η καρντιά μου. (ΜΕ) ΝΕ Στράγγιξε η καρδιάμου.
560. Φ Είσαι ένας κεβερσελές, που ε λέεται. ΝΕ Είσαι μιά πληγή, που δεν λέγεται.
561. Φ Ανορεξιά έχει, ε τον χωρείς; ΝΕ Δεν έχει όρεξη, δεν το βλέπεις;
562. Φ Γιαβάχης άχρωπος. ΝΕ Ήρεμος άνθρωπος.
563. Φ Έσπρισε που τον φο του. ΝΕ Χλώμιασε απο τον φόβο του.
564. Φ Εκαμέντα φλούκο! ΝΕ Τα έφαγε όλα.
565. Φ Κάχχε λτίο και λτιάκι, κρι-κρι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι γκρινιάζει.
566. Φ Λαφροπαλάτζα που είναι! ΝΕ Είναι πολύ αγαθός.
567. Φ Εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Βαρέθηκα πιά να τα λέω.
568. Φ Μοναχοφάς είσαι. ΝΕ Τα θέλεις όλα για σένα.
569. Φ Νοάς, πρε, για ενεννοάς; ΝΕ Καταλαβαίνεις βρε ή όχι;
570. Φ Μη με ρίζεσαι, καίχω και βω τάικά μου. ΝΕ Μη με συνορίζεσαι, έχω κι’ εγώ τα δικά μου προβλήματα.
571. Φ Έκαμα τη φέσταντου να με θυμάται. ΝΕ Έκανα την ποινή του, να με θυμάται.
572. Φ Εφτό είν’αγκίνιο. ΝΕ Αυτό είναι καινούργιο.
573. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Δοκίμασα (δούλεψα) τα κοφίνια, τα χρησιμοποίησα.
574. Φ Εκόλτησεν η βελόνα. (ΜΕ) ΝΕ Λέει τα ίδια και τα ίδια. Ε/Π Όπως, όταν πάθει βλάβη η βελόνα του φωνογράφου.
575. Φ Με φτα εννά ποσοστής; ΝΕ Μ’ αυτά θα σωθείς;
576. Φ Τταμαχιάρης που είναι. ΝΕ Πέφτει με τα μούτρα στη δουλεία.
577. Φ Πιά μωρή, φτοά του κουχιό; (Βρισιά)
578. Φ Επίνταρε κιά, άτε να ξεκολτήσει. ΝΕ Πιστεύει αυτά και δεν του αλλάζεις γνώμη.
579. Φ Λείπει που τα ρούχα του. (ΜΕ) ΝΕ Είναι έξω από τα ρούχα του (δεν προσέχει, δεν σκέπτεται καθόλου).
580. Φ Σφογγίστου καλά! ΝΕ Σκουπίσου καλά.
581. Φ Μπακοτίλκιας είναι πρε. ΝΕ Αδιαφόρετος είσαι, ρε!
582. Φ Ήβρες τι στράτα, κήρτες πιό; ΝΕ Βρήκες το δρόμο κι’ ήρθες πια; Ε/Π Το καταδέχτηκες να έρθεις πια; (ειρωνεία).
583. Φ Έφαε το βασταό. ΝΕ Χάλασε τα σύνορα του χωραφιού.
584. Φ Τσάππωσε πρε, ναούμε σήμερο. ΝΕ Σπρώξε να δούμε.
585. Φ Αστριόλους έχεις που κάτω; (Βρισιά)
586. Φ Α πρε κνιάρη!! ΝΕ Α βρε τεμπέλη (οκνηρέ)!!
587. Φ Μάεψε τα καταπαλίκια. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα.
588. Φ Μιά φλέτσα μπακκαλκιέρο. ΝΕ Ένα κομμάτι βακαλάο.
589. Φ Ήβγκε κουσί. ΝΕ Πρήστηκε ολόκληρος.
590. Φ Ε κάμνει στέμμα. ΝΕ Δεν σταματά πουθενά.
591. Φ Επιασέ με στελτίτης (ποδάγρα). ΝΕ Πιάστηκα από την ορθοστασία.
592. Φ Πάει κιά που είν’ το ζαράρι. ΝΕ Πάει εκεί που κάνουν ζημιά.
593. Φ Έβγκαλε το τσάρουγκα, να φωνάζει. ΝΕ Έβγαλε τα λαρύγγι του να φωνάζει.
594. Φ Τοσογά ναγκατό!! ΝΕ Τόσο αγκομαχητό!!
595. Φ Χώρκιε κει ο λείπης. ΝΕ Βλέπε κει, αχαϊρευτε! Ε/Π Βλέπε εκεί αυτόν, που λείπει από τα ρούχα του.
596. Φ Παλταρός, πρε, είσαι; ΝΕ Δεν πιάνουν τα χέρια σου, βρε; (είσαι παλαβός!)
597. Φ Είναι φτη μιά σκιάστρα. ΝΕ Ξέρει και μπαλώνει τις καταστάσεις.
598. Φ Φάωμα που είσαι!! (ΜΕ) ΝΕ Σαν το σαράκι, που τρώει το ξύλο.
599. Φ Βρομεί που την απλησκιά. ΝΕ Δεν πλένεται και βρομάει.
600. Φ Που φτό το τταράφι, τι λαμένεις. ΝΕ Απ’ αυτό το σόϊ τι περιμένεις.
601. Φ Εβυζάκωσε πάνω μου, σα βντέλντα. ΝΕ Κόλλησε πάνω μου, σα βδέλλα
602. Φ Εκκίτταρε το σίερο. ΝΕ Έπεσε το σίδερο που στήσαμε για το λαγό. Ε/Π Κιτ = ο θόρυβος της παγήδας.
603. Φ Νου κιανού, τζάπα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιώς άδικα μιλώ.
604. Φ Επήρεν ένα τεσσάρι κι’αν τον γείς. ΝΕ Πήρε δρόμο κι’ εξαφανίστηκε (όπως τρέχει το ζώο).
605. Φ Πως με κακκίρντισε, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Πως μου τη γλύτωσε αυτή η δουλειά.
606. Φ Κασαβέττι πούχει! ΝΕ Ανυπόμονος είσαι. Έχεις θλίψη. Ε/Π Κασαβέττι, τούρκικα kasavet = θλίψη
607. Φ Ναγκάζει που κάτω. (ΜΕ) ΝΕ Βαρυγκομάει από το βάρος, δυσφορεί. Ε/Π Όπως το γαϊδούρι από το πολύ βάρος.
608. Φ Ο καπνός είναι κοντραπάντικος. ΝΕ Ο καπνός είναι απαγορευμένος.
609. Φ Στενοκοπιά είναι βα. ΝΕ Εδώ είναι στενά.
610. Φ Ο γιακκάς είναι ξετραχειλισμένος. ΝΕ Ξεχείλωσε ο γιακάς.
611. Φ Εκαμέσε μπουλουστρίνα; ΝΕ Σου έδωσε λεφτά την Πρωτοχρονιά;
612. Φ Εκαταρικώχχηκε το κουλούκι. ΝΕ Συναχώθηκε ο μικρός. Ε/Π Καταροϊκό = συνάχι.
613. Φ Έπιάστηκε το πουάζι μου. ΝΕ Κρυώσανε τα λαιμά μου.
614. Φ Νακόλομα που είσαι! ΝΕ Ρεζίλι που είσαι.
615. Φ Ε σαϊτίζει κανένα. ΝΕ Δεν υπολογίζει κανέναν.
616. Φ Ήβγκε κάβνταλο. ΝΕ Βγήκε κάρβουνο.
617. Φ Εκέντησα τον φούρνο. ΝΕ Άναψα τον φούρνο.
618. Φ Ε χχωρείς τη κόξα του; (το παράστημά του;) ΝΕ Δεν βλέπεις τα μούτρα σου. Ε/Π Κόξα, λατινικά: coxa = η οσφύς, ο μηρός.
619. Φ Εφτός περνιέται στα νάτσια του. ΝΕ Αυτός στηρίζεται σε πλάτες άλλων.
620. Φ Κλείσε πρε τη γράππα. ΝΕ Κλείσε την καταπακτή.
621. Φ Επάντηξά τον και χώρκιεν αλλτού. ΝΕ Τον συνάντησα και κοίταζε αλλού.
622. Φ Γιατί σφογκελντάς πρε; ΝΕ Γιατί μουτζώνεις βρε; γιατί δείχνεις ανοικτή παλάμη; Ε/Π Σφάκελος = ο μέσος δακτυλος του χεριού. Φάσκελος = απρεπής χεορονομία.
623. Φ Εμετάγεσα τις αελκίες. ΝΕ Έδεσα πιο πέρα τις αγελάδες.
624. Φ Επατησέντον πάνω στο κάλτο. (ΜΕ) ΝΕ Βρήκε το τρωτό του σημείο, που πονάει.
625. Φ Που να μαϊσει η κοιλκιά της μάνας σου. (Βρισιά)
626. Φ Εννά (θε να) με κόψει το κρέτιτο μαχές (μαθές). ΝΕ Μήπως θα μου κόψει τον μισθό; την εμπιστοσύνη;
627. Φ Λαχχένει καμμιά βολά. ΝΕ Συμβαίνει καμμιά φορά.
628. Φ Ήρταμε καΐμι. ΝΕ Ήρθαμε πάτσι.
629. Φ Βάλεμε ένα χερόλοο ρύζι. Ν Βάλε μου λίγο ρύζι. Ε/Π Χερόλοο: όσο χωράει η φούχτα.
630. Φ Και πάλε ρο. ΝΕ Και πάλι τα ίδια.
631. Φ Ήρτε λαφαντάρης. Ν Ε Ήρθε λαχανιασμένος. Ε/Π Αρχαία: λαφύσσο = εξαντλούμε.
632. Φ Εκατέβασε τα μόσκλα. (ΜΕ) ΝΕ Κατέβασε τα μούτρα (θύμωσε).
633. Φ Είμαι ζουμί τους ύγρους. ΝΕ Έγινε μούσκεμα από τον ιδρώτα.
634. Φ Ολίστον πουννά τη πάρει. ΝΕ Αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα την πάρει.
635. Φ Ζόρι-ζορινά, Χριστός Ανέστη. (ΜΕ) ΝΕ Πρέπει οπωσδήποτε να γίνει κάτι.
636. Φ Ό,τι καχχίζει του αλόου η νουρά καχχίζει και συ. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτός που δεν κάθεται ποτέ ήσυχος. Ε/Π Είναι σαν την αεικίνητη ουρά του ζώου.
637. Φ Παρά τρίχα κκέλης. ΝΕ Παρά τρίχα φαλακρός.
638. Φ Εχχελέντα, καίπαχχέντα. ΝΕ Τάθελε και τάπαθε.
639. Φ Μαϊναρε κομμάτι. ΝΕ Πάτα λίγο φρένο, χαλάρωσε τα πανιά!
640. Φ Φτος και γάδαρο σκα. ΝΕ Αυτός σκάει και τον γάϊδαρο. Ε/Π Γάϊδαρος, το υπομενετικό ζώο!
641. Φ Έχασε τα πασκάλκια του. ΝΕ Έχασε τ’ αβγά και (με) τα καλάθια. Ε/Π Πασκάλκια, πασχάλια, τα ημερολόγια.
642. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Έφαγε πολύ. Ε/Π Αμπακα, άβακας = το τραπέζι με φαγητό.
643. Φ Το νερό είναι γλυφό. (Γεύση)
644. Φ Για να σηκωστεί, χχέλει βίντζι. ΝΕ Για να σηκωθεί πρέπει να τον τραβάς. Ε/Π Να βοηθήσει ο γερανός.
645. Φ Ενέχουμε τράτος, συκλετιάζου. ΝΕ Δεν έχουμε περιθώριο, βιάσου.
646. Φ Τι λέει μέσα ο τεσκερές; ΝΕ Τι λένε τα δευτέρια;
647. Φ Επιττάκωσέντο καίκαμέντο λκιώμα. ΝΕ Το πίεσε πολύ και το έλειωσε.
648. Φ Εκάτσιαρα το φλετρό. ΝΕ Βάθυνα το πηγάδι.
649. Φ Τεργκιακκιλήκι που έχει! ΝΕ Είναι πολύ εθισμένος.
650. Φ Α μωρή ρηχομαρκιά. ΝΕ Α μωρή αγαθή. Ε/Π Μαρία, κουτή Μαρία, ρηχή = χωρίς βάθος.
651. Φ Φέρε πουκιά τη βούργκια. ΝΕ Φέρε μου το ταγάρι, από εκεί.
652. Φ Έκατσε σα στρόππος στο στομάχι μου. ΝΕ Βαρυστομάχιασα από το φαί.
653. Φ Α σε κάμω ένα μπανίνο να φάεις; ΝΕ Θέλεις ένα σαντουίτς; Ε/Π Ιταλικά: μπανίνο, αγγλικά: σαντουίτς, ελληνικά: αμφίψωμο, νεολογισμός.
654. Φ Εχει που σκιαμπότε που τα λέω. ΝΕ Πόσο καιρό έχει που τα λέω;
655. Φ Χάννια μάχλα!! (ΜΕ) ΝΕ Μόνο στο φαϊ είσαι καλός. Ε/Π Στα άλλα όλα υστερείς.
656. Φ Ε κακόμε! μυρμιόγκηχτος που είσαι. ΝΕ Μυγιάγκιχτος, πολύ ευαίσθητος που είσαι.
657. Φ Εχόλκιασα με φτιγά τη γουλκειά. ΝΕ Λυπήθηκα γι’ αυτή την κατάσταση.
658. Φ Μη τα κάμνεις φφούρου-φφούρου. ΝΕ Μην τα κάνεις, όπως-όπως.
659. Φ Ε χχωρείς τα κουμέντια του. ΝΕ Δεν βλέπεις τα κουμάντα του; (τις προκοπές του;).
660. Φ Εττίρντισε την εικόνα. ΝΕ Έλαβε μέρος στον πλειστηριασμό της εικόνας.
661. Φ Έπεσε σέκος. ΝΕ Έπεσε ξερός.
662. Φ Πού επήες και χχιόλεψες πάλε; ΝΕ Που έψαχνες πάλι;
663. Φ Εκαμέντα σάτρα-πάτρα. ΝΕ Τάκανε αχταρμά, τα μπέρδεψε.
664. Φ Ετακκίμιασε μαζί του. ΝΕ Έγινε ένα μαζί του.
665. Φ Έκαμε τον ψόφιο κορκιό. ΝΕ Έκανε πως δεν άκουσε.
666. Φ Ε ρατίζει τίποτα. ΝΕ Δεν υπολογίζει τίποτε.
667. Φ Κοντοκόφτει βα, γύρου-γύρου. ΝΕ Κόβει βόλτες εδώ κοντά.
668. Φ Ξάννα καλά και νάρτει ο κάος, που τον αλαφάντη. Ε/Π Κάος = Κάιν (φοβέρα για τα μικρά παιδιά).
669. Φ Βούρκιο κεφάλι Ε/Π Κεφάλι κενό, άδειο, ελαφρύ. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί/δεν ξέρει να σκεφτεί. Βουργιο αυγό, άχρηστο, επωασμένο, κλούβιο.
670. Φ Λουκκούμιν ήρτε η γουλκειά. ΝΕ Η δουλειά ήρθε, όπως θέλαμε.
671. Φ Έκαμε μπλούππου. ΝΕ Έπεσε στο νερό ή έπεσε για ύπνο. Ε/Π Λέξη από τον ήχο του νερού.
672. Φ Ξέρεις τι κρυφοκούσπα είναι; ΝΕ Ξέρεις τι σιγανοπαπαδιά είναι;
673. Φ Ήρτε φάτσα-κάρτα. ΝΕ Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο.
674. Φ Εζουργκιασέντον στη γωνιά. ΝΕ Τον στρίμωξε στη γωνιά.
675. Φ Σόττα κι’είπε το ναι, ήρταν τα πάνω-κάτω. ΝΕ Μιάς και δέχτηκε, ήρθαν ανάποδα.
676. Φ Έχει βα μερικά πετσοκόλκια. ΝΕ Έχει εδώ μερικά κομμάτια ψωμί, ξερό!
677. Φ Που δω παν κι’ άλλτοι. (ΜΕ) ΝΕ Δεν με νοιάζει πια τίποτα. Ε/Π Αυτός είναι κοινός τόπος, δεν υπάρχει τίποτα νέο.
678. Φ Τι τουζένια είναι φτα; Ν Ε Τι πράγματα είναι αυτά;
679. Φ Χχιανέτης άχρωπος. Ν Αφιλότιμος άνθρωπος.
680. Φ Που πάεις πρε ολόγιοτος; ΝΕ Που πας, βρε, έτσι λερωμένος που είσαι;
681. Φ Ήρταν τα χαπάργκια. ΝΕ Μάθατε τα νέα.
682. Φ Ξέρεις τι μαμμούι είσαι; ΝΕ Ξέρεις πόσο μισμίζης είσαι;
683. Φ Ήρτε με μίαν αραχύμια (αραθυμιά). ΝΕ Ήρθε με μιά φόρα.
684. Φ Εσένα όξω η νουρά σου. ΝΕ Εσύ έχεις την ουρά σου απ’ έξω.
685. Φ Επορέφτηκα, που τη γειτόνισα. ΝΕ Βολεύτηκα από τη γειτόνισα.
686. Φ Ήβγκεν άλλτο φασούλτι. (ΜΕ) ΝΕ Ήρθε ξαφνικά κάτι άλλο, προβληματικό.
687. Φ Άλλτος έχανε, κι’άλλτος εκατάπιε. ΝΕ Άλλος άνοιξε το στόμα του κ’ άλλος κατάπιε.
688. Φ Ούλτα φτα είν’ ανήπλυτα. ΝΕ Όλα αυτά είναι άπλυτα.
689. Φ Εσήκωσε μπαϊράκι. ΝΕ Σήκωσε σημαία, επαναστάτησε!
690. Φ Το φαϊ ξίφτει. ΝΕ Το φαγητό καίει.
691. Φ Ήβραμεν ένα μπλέμα, άστα να παει. ΝΕ Βρήκαμε τον μπελά μας, μην το συζητάς, (ένα μπλέξιμο).
692. Φ Επιάστην η αγκάθθα μου. (ΜΕ) ΝΕ Πιάστηκε η μέση μου, από τον κόπο, την κούραση.
693. Φ Σόσοντας, τι χαπάρκια; ΝΕ Τελικά τι έγινε;
694. Φ Ετρύπησεν η καραματάρια και χχέλει κόλτημα. ΝΕ Τρύπησε η σαμπρέλα και θέλει κόλλημα. Ε/Π Καμαρατάρια: κάμαρα αέρια = αεροθάλαμος.
695. Φ Το πιάτο είναι κούμουλτο. ΝΕ Το πιάτο είναι γεμάτο.
696. Φ Επέρασε λαφαντάρης ΝΕ Πέρασε τρέχοντας, λαχανιάζοντας
697. Φ Κάμνει γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Κάνει ζικ-ζακ.
698. Φ Ρίξε κομμάτι βαρεκίνα. ΝΕ Ρίξε λίγη χλωρίνη.
699. Φ Όξω κάμνει όφρες. ΝΕ Έξω κάνει αφόρητη ζέστη.
700. Φ Ενέσυρα που το φλετρό κομμάτι νερό. ΝΕ Έβγαλα από το πηγάδι νερό.
701. Φ Τα φυτά εξετσιννήσαν. ΝΕ Τα φυτά φυτρώσανε. Ε/Π Άρχισαν να βγάζουν βλαστούς, μάτια.
702. Φ Άϊστο κομμάτι, να ποχλιάνει. Ν Ε Άστο λιγάκι να κρυώσει. Ε/Π Να γίνει πιο χλιαρό.
703. Φ Εταραχίστηκα τωρά, μη πα να πείς. ΝΕ Αγανάκτησα τώρα πάρα πολύ, τόσο που δεν λέγεται.
704. Φ Α πάω να ποσύρω, γιατί έχω απόσυρτα. ΝΕ Πάω να σκουπίσω. Ε/Π Αρχαία: σαίρω = σκουπίζω.
705. Φ Έριξε ππούσι τις αβγκιές. ΝΕ Έριξε δροσιά την αυγή. Ε/Π Πάχνη μαζί με ομίχλη. Πούσι, τούρκικα pus = ομίχλη.
706. Φ Εσηκώστηκε που τη μαύρη νύχτα. (ΜΕ) ΝΕ Σηκώθηκε από τα χαράματα. Ε/Π Δείχνει τον χαρακτήρα τον ανήσυχο και τον εργατικό.
707. Φ Σαλαουνεί πρε, για όχι; ΝΕ Κουνιέτε βρε ή όχι;
708. Φ Εγίμωσεν ο πλοκός μέχρι πάνω. ΝΕ Γέμισε ο αχυρώνας με άχυρο.
709. Φ Ήβγκεν η κυρά-Λεσένη. ΝΕ Βγήκε το ουράνιο τόξο.
710. Φ Κάμε τον κάο να ρίξουμε. (Παιχνίδι) ΝΕ Κάνε τη γραμμή του παιχνιδιού.
711. Φ Εταφκιασέντον που το ξύλο. ΝΕ Τον έδωσε πολύ ξύλο, μέχρι θανάτου.
712. Φ Εσάβντισέντη που τη τρίχα. ΝΕ Παρά τρίχα τη γλύτωσε.
713. Φ Πέντα βόδκια, τρία ζευγκάρια. (ΜΕ, Βρισιά) Ε/Π Για τους ανόητους που δεν έχουν δύναμη να συλλογιστούν.
714. Φ Ερακούνησέντα μάνι-μάνι. ΝΕ Τα έφαγε μάνι-μάνι.
715. Φ Τάξει καί ξερεντα ούλτα. ΝΕ Λες και τα ήξερε όλα.
716. Φ Μη τον φιαρέβγκεσαι και πολτύ. ΝΕ Μην τον εμπιστεύεσαι και πολύ.
717. Φ Έχει ένα λατό! Ν Ε Έχει ένα χαβάσι, έχει όρεξη. Ε/Π Μεγάλη εσωτερική επιθυμία.
718. Φ Μη λικοτίζεις τον άχρωπο. Ν Ε Μη χασομεράς τον άνθρωπο, μην τον καθυστερής.
719. Φ Επόβγκιε πιό, εν έχει κουράγιο. ΝΕ Κουράστηκε πια, δεν μπορεί άλλο.
720. Φ Εχρώπεψε πιό, έπηξε το μυαλό του. (ΜΕ) ΝΕ Έγινε άνθρωπος πια, έβαλε μυαλό, ωρίμασε.
721. Φ Έχειτον κιά και πουργκιέβγκει. ΝΕ Τον έχει και κάνει λάσπη (διορθώνει κάτι συνέχεια). Ε/Π Τον έχει βοηθώ, υπουργό.
722. Φ Πόμπαρε κιά τη γαζιέρα. ΝΕ Τρόμπαρε τη γαζιέρα. Ε/Π Γαζιέρα = θερμαντικό μηχάνημα, γαλλικά: gaziere.
723. Φ Φτο πρε είναι χάλαβρο. ΝΕ Αυτό βρε είναι έτοιμο να πέσει.
724. Φ Που να σε φάει η λούβα και να σε χχερίσει. (Βλαστημιά) Ε/Π Να σε φάει η λέπρα και να σε θερίσει.
725. Φ Εφαέντον η μαραμάγκα. ΝΕ Τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Ε/Π Μαραμάγκα: το δηλητηριώδες ψάρι.
726. Φ Μωρή βοάκλα, ανατολίτικη. (Βρισιά) Ε/Π Ανθρωπος σκέτο βόδι.
727. Φ Χολέρα Αλεξαντριανή. (Βρισιά)
728. Φ Το ψωμί είναι πρωτινό. ΝΕ Το ψωμί είναι χθεσινό, παλιό, ημερών, μπαγιάτικο.
729. Φ Αγροίκητο παιί καλέ, εν κούει. ΝΕ Δεν ακούει καλέ αυτό το παιδί.
730. Φ Έβγκαλε την πέμπελη. ΝΕ Έβγαλε την ιλαρά.
731. Φ Το χωργκιόν εμαέφτει πιττούνικο. ΝΕ Μαζεύτηκε όλο το χωριό.
732. Φ Εφάαμεν έναν τράκκο του καλού καιρού. ΝΕ Φάγαμε έναν κόπο, άστα και να πάει.
733. Φ Χοραττώντας και κολτώντας. ΝΕ Του τα λες με χαμόγελο, για να πειστεί.
734. Φ Εννά μας έβγκει ξινό. Ν Ε Θα μας βγει ξινό, θα μετανιώσουμε.
735. Φ Ποιός πρε; φτος γα ο ρεμπεσκές; ΝΕ Ποιός βρε, αυτός ο αλήτης;
736. Φ Η θάλασσα εν έχει παλτηκαρκιές. ΝΕ Η θάλασσα δεν καταλαβαίνει από παλληκάρια (παλληκαριές).
737. Φ Ε κακόμε, εφλομοσέσμε πιό. ΝΕ Αμάν καϋμένε με κούρασες πια.
738. Φ Καλό μου στελκιάρη! ΝΕ Καλό μου ξύλο.
739. Φ Μη το πιάνεις, γκάι. ΝΕ Μη το πιάνεις, καίει. Ε/Π Θα καείς, για μικρά παιδιά.
740. Φ Έλα ξεπουγκίζου τώρα. ΝΕ Έλα βγάλε κανένα φράγκο, από την τσέπη ή φύγε απ΄ έδώ.
741. Φ Επόμενες πιό και ποτσιγκρώνεις. ΝΕ Έγινες πιά μη μου άπτου. Ε/Π Αντιδράς με μορφασμό.
742. Φ Βάρτα με στην εμπούστα. ΝΕ Βάλτα μέσα στο δοχείο.
743. Φ Βάλε μια σταλκιά νερό, γιατί έσκασα. ΝΕ Βάλε μου λίγο νερό.
744. Φ Ετσά ελλέαν οι πρωτινοί. ΝΕ Έτσι λέγαν οι παλιοί άνθρωποι.
745. Φ Καλοππέσικο παιί. ΝΕ Το παιδί που κάνει με όλους.
746. Φ Έκαμε τον νούντου καιφτός ΝΕ Έκανε κι’ αυτός τα μυαλά του (τα σχεδιά του). Ε/Π Πήγε με τις απόψεις του.
747. Φ Χχαρώ και χχέλητα ο κώλος του. ΝΕ Νομίζω και τα θέλει, γαργαλεύεται για κάτι.
748. Φ Μη κατσοκαμμάς πιό, επαράκαμέστο. ΝΕ Μη μισοκλείνεις τα μάτια σου, φτάνει πια. Ε/Π Έχεις υπερβεί τα όρια. Κατα + μύω = καμμώ = κλείνω τα μάτια.
749. Φ Δκιάβασε κιά να ξεστραβωχχείς. ΝΕ Διάβασε εκεί να μορφωθείς. Ε/Π Να ανοίξουν τα μάτια σου.
750. Φ Εν εμπλέπεις, πρε, το φως; (Μ.Ε.) ΝΕ Δεν βλέπεις τον σωστό δρόμο;
751. Φ Εχχάκηκεν ο ίσκιος δρόμος; (Μ.Ε.) ΝΕ Χάθηκε ο ίσιος δρόμος; Ε/Π Ούτε ανηφόρα ούτε κατηφόρα. Η μέση οδός.
752. Φ Γέτο καλά, μην έχει μέσα γλίνες. ΝΕ Δες το νερό, μην έχει μέσα γλίτσα. Ε/Π Γλίνα = γλίτσα = λάσπη λιπαρής ουσίας
753. Φ Πάνε κόψε φτηγά τη μαλτούππα, να λαφρύνει το καφκαλτό σου. ΝΕ Πήγαινε κόψε τα μαλλιά σου, να ελαφρώσει το κεφάλι σου.
754. Φ Εκύζίτησεν ο λαός πάνω στο σίερο. ΝΕ Έσκασε ο λαγός πάνω στο σίδερο.
755. Φ Απάεις με το λκιόγερμα. ΝΕ Να πας με το ηλιοβασίλεμα, όταν βασιλεύει ο ήλιος.
756. Φ Αν έπιασε τη λίμα, αούμε πότε ννάρτει. ΝΕ Άν έπιασε την κουβέντα, να δούμε πότε θα φανεί.
757. Φ Ήμπεμε μιά αγκία, καίξηψα. ΝΕ Μου μπήκε μια ακίδα και πόνεσα.
758. Φ Φέτι έχει ανεργιά (ανομβρία). ΝΕ Φέτος δεν έβρεξε πολύ.
759. Φ Βάρντα, α σειστείς. ΝΕ Μη τυχόν και κουνηθείς! Ε/Π Για τον αναποφάσιστο ή τον οκνηρό.
760. Φ Έλα καίχουσσε κουλτούρκια. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και σε περιμένουν. Ε/Π Να σε καλοδεχτούν (ειρωνικά).
761. Φ Το περίπεσμα έχειτο μπρός-εμπρός. ΝΕ Συνέχεια κοροϊδεύει. Ε/Π Αυτή την νοοτροποία έχει.
762. Φ Επήα και μάεψα τα ποκήππια. ΝΕ Πήγα και μάζεψα, ότι έμεινε στον κήπο.
763. Φ Ε ποκοττώ να της τα πω. ΝΕ Δεν τολμώ να του τα πω.
764. Φ Έσφαξα τη λούγκρα. ΝΕ Έσφαξα τον χοίρο. Ε/Π Λούγκρα: θηλικός χοίρος.
765. Φ Εξεφτένιασε που τη πολτυκαιρία. ΝΕ Έχασε την αξία του γιατί πέρασε πολύς καιρός. Φτηνό, φτενός, φτήνια.
766. Φ Πουλάσε και γοράζησε μέχρι α πεις κίμινο. ΝΕ Σε πουλάει και σ’ αγοράζει στο πι και φι. Ε/Π Σε ξεγελά.
767. Φ Εφφύλκιασάτο, αλλτά βαστά μμόνι-μμόνι. ΝΕ Το ένωσα, αλλά κρατάει ίσα-ίσα.
768. Φ Τα φτιά του γλαρίνο. ΝΕ Τ’ αυτιά του είναι ορθάνοιχτα.
769. Φ Α στημέρνεις τα φράγκα σου. ΝΕ Να υπολογίζεις τα λεφτά σου.
770. Φ Έκαμέμε ολοσύχριστο. ΝΕ Με λέρωσε πολύ, ολόκληρο.
771. Φ Αν ήταν βολετό. ΝΕ Αν βόλευε, αν εξυπηρετούσε.
772. Φ Επήα καίκοψα μερικά τσούδκια. ΝΕ Πήγα κι’ έκοψα μερικά στάχυα.
773. Φ Κάχχε βολά τα ίδκια και τα ίδκια, εμαχίστηκα πιό να τα λέω. ΝΕ Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια, βαρέθηκα πια να τα λέω.
774. Φ Α ρίχνεις τη δκιάφη με στα σσόμαλτα (έσω μόλα). ΝΕ Να ρίχνεις το θειάφι μέσα στο βάθος της κληματαριάς.
775. Φ Εμούνταρε πάνω, α με φάει. ΝΕ Μου επιτέθηκε σαν τρελός. Ε/Π Λες και ήθελε να με φάει. Ιταλικά: montare = ορμώ.
776. Φ Βρουλντόνου και στακτώνου, κάμνε ότι καταλαβαίνεις. ΝΕ Δε με νοιάζει κάνε, ότι θέλεις (βλέπε 255).
777. Φ Μιλάστον καίγκουει, εντιπάργκιασε κιά. ΝΕ Τον μιλάς και δεν ακούει, κόλλησε εκεί.
778. Φ Άσκημο ντέρντι ήβραμε. ΝΕ Άσχημο μπελά βρήκαμε.
779. Φ Εντικόπην η φόρα του. ΝΕ Κόπηκε η φόρα του, κόπηκε η αποφασιστικότητα του..
780. Φ Εχτυπήσαν τα θρονιά; ΝΕ Χτυπήσαν τα στασίδια της εκκλησίας; (στην Α΄ Ανάσταση).
781. Φ Ε σηκώνεται που τα κούμελτα ο αθθοκούφης. ΝΕ Δε σηκώνεται από το τζάκι, κάθεται πάνω στις στάχτες.
782. Φ Η ντζιάρα εμισόδκιασε. ΝΕ Το βαρέλι του λαδιού είναι μισογεμάτο.
783. Φ Σφογκίστου με το μεσάλτι. ΝΕ Σκούπισε τα χέρια σου με την πατσαβούρα. Ε/Π Μεσάλτι: mensalium - mensa - τράπεζα, τραπεζομάντυλο;
784. Φ Πάει σαν την πορντούα. ΝΕ Πάει πολύ αργά, σαν τη χελώνα.
785. Φ Έρριξα μερικά πατηχόφυλλτα στον χοίρο. ΝΕ Έριξα μερικές καρπουζόφλουδες στον χοίρο.
786. Φ Κλείσε τον αομά, γιατί εννάβγκουν όξω οι πούλτες. ΝΕ Κλείσε το κοτέτσι, για να μην βγουν οι κότες έξω.
787. Φ Ήβγκε πάνω στη τσούντη. ΝΕ Ανέβηκε σχεδόν στην κορυφή του δέντρου.
788. Φ Σφόγγα τα γακτήλκια σου, που είν’ ολόλαα. ΝΕ Σκούπισε τα δάχτυλά σου που είναι γεμάτα λάδια.
789. Φ Έκαμε κάτι πατήχες να !! μπουκατά. ΝΕ Έκανε κάτι καρπούζια!! τόσο μεγάλα!
790. Φ Το χωράφι ήτα στο ττάβι του. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα.
791. Φ Εκαρυκλιάσαν τα νεύρα μου. ΝΕ Μουδιάσανε τα νεύρα μου.
792. Φ Εμαεφτήκασι ποσό! ΝΕ Μαζευτήκανε πολλοί.
793. Φ Α πρε καμμυστέ. ΝΕ Α βρε κοιμισμένε, με κλειστά μάτια.
794. Φ Χχέλει ζέξιμο, πριν εσφίξει. ΝΕ Θέλει όργωμα το χωράφι, πριν σφίξει το χώμα.
795. Φ Εμείς άχουμε και φτη τη σκάση; ΝΕ Εμείς θάχουμε κι’ αυτό το πρόβλημα;
796. Φ Μπάλκια-μπούλκιου γουλκιές. ΝΕ Δουλειές της πλάκας.
797. Φ Ο ήλκιος είναι πυρός. ΝΕ Ο ήλιος καίει πολύ.
798. Φ Εκαρβέλτωσε πάνω και κατσε χαλούρι. ΝΕ Κάθισε στο σαμάρι του γαϊδάρου, πιάνοντας τα καρβέλια του σαμαριού.
799. Φ Α σε σουστάρω καλά. ΝΕ Θα σε φτιάξω καλά. Ε/Π Θα σε παίξω χορό σούστας.
800. Φ Τα Σάββατα είν’ κοντά. (ΜΕ) ΝΕ Όπου νάναι, κοντεύει η ώρα. Ε/Π Για να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα.
801. Φ Γυαλτίζει σα μονήμερος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι δηλητηριώδες.
802. Φ Εμεχούλκιασε κι έκαμνε γιάγκλες-γιάγκλες. ΝΕ Μέθυσε και πηγαίνει εδώ κι’ εκεί, παραπατεί.
803. Φ Το πανί εφουρντούκλωσε. ΝΕ Το πανί δεν ράφτηκε καλά, ξεχείλωσε.
804. Φ Το ύφασμα ήμπε. ΝΕ Το ύφασμα μάζεψε.
805. Φ Ιχιαλτά, να τον γεις, όπως χχέλεις. ΝΕ Μακάρι, να τον δεις, όπως θέλεις.
806. Φ Ε κάμνουσι χωρκιό φαώνουνται σαν το σκύλτο με τον κάττη. ΝΕ Δεν τα βρίσκουν τσακώνονται συνέχεια, όπως ο σκύλος με τον γάτο.
807. Φ Χάτε ναούμε οττούρ-μπακκαλούμ. ΝΕ Άντε να δούμε, ορίστε, κάθισε!
808. Φ Επήεν αλάργκιου. ΝΕ Πήγε μακριά.
809. Φ Εβρόμεσε ντο κόσμο. ΝΕ Μύρισε άσχημα παντού.
810. Φ Πρε, που να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά)
811. Φ Γυαλτοκοπά σαν όφκιος. ΝΕ Γυαλίζει σα φίδι.
812. Φ Εξεμπρόστιασέντον καλά-καλά. ΝΕ Του τάπε ένα χεράκι, κατάμουτρα.
813. Φ Πάννε κατούρα να λαφρύνεις. (ΜΕ, Περίπαισμα)
814. Φ Ότι ειννά κάμνεις στα σίντα, γιατί εν έχουμε τράτος. Ν Ε Κάνε γρήγορα, γιατί δεν προλαβαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο.
815. Φ Εκόντεψε να φουρκιστεί το ζο, τσα που τόγεσες. ΝΕ Κόντεψε να πνιγεί το ζώο, έτσι που το έδεσες.
816. Φ Πάνω που φφουρφουήσεν είναι. Ν Μόλις χάραξε η αυγή. Ε/Π Έγινε φυρφύρι, κοκκίνησε η ανατολή.
817. Φ Βγκιατίζετε να φύουμε. ΝΕ Δουλεύετε γρήγορα, για να τελειώσουμε και να φύγουμε.
818. Φ Επήρε το κολάι ντου πιό. ΝΕ Βρήκε το κουμπί του, την ευκολία του, τον τρόπο του.
819. Φ Μιλτέττι, πρε, είν’ εφτό; ΝΕ Σόϊ (ή φυλή) είναι, βρε, αυτό;
820. Φ Εξετσίννησε, ήβγκεν ένα τσουννί. ΝΕ Φύτρωσε και μόλις, που φαίνεται.
821. Φ Κάχχεται χαστός. (ΜΕ) ΝΕ Κάθεται και περιμένει με ανοιχτό το στόμα.
822. Φ Έκαμε το καφκαλτό μου, καζάνι. ΝΕ Με πήρε το κεφάλι μου, από τα πολλά λόγια και από τη φλυαρία του.
823. Φ Έν έχει τίποτα, ανύχους. ΝΕ Δεν έχει τίποτα, τέρμα.
824. Φ Κιά που κάχχουμουν, εκούτλιζα. ΝΕ Εκεί που καθόμουν νύσταξα.
825. Φ Λε-λε, εκαταφερέντα. ΝΕ Με το πες-πες, τα κατάφερε.
826. Φ Φτύξε στον κόρφο σου, α μη σε λάχει. ΝΕ Να παρακαλάς, να μη σου συμβεί. Ε/Π Διώξε το κακό με μάγια, να μη σε βρεί.
827. Φ Εβρόμησε ο στόμας του, που τη πείνα. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έχει μέρες να φάει.
828. Φ Κάχχε λτιό και λτιάκι, βγκαίνει ένα φασούλτι. ΝΕ Κάθε λίγο και λιγάκι κάτι βγαίνει στην επιφάνεια, κάποιο πρόβλημα.
829. Φ Εκάμαμας, ελάτε να ήτε. ΝΕ Μας έκανε του αλατιού, ρεζίλι, ελάτε να δείτε θέαμα να γελάσετε.
830. Φ Κάχχεται και ξύεται. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που έρχεται σε δύσκολη θέση και δεν ξέρει τι να κάνει.
831. Φ Είε τα φράγκα και ξεσπάστη. ΝΕ Είδε τα λεφτά και ξαφνιάστηκε.
832. Φ Ήρτε πάνω στην άψη της γουλκειάς. ΝΕ Ήρθε το φουλ της δουλειάς.
833. Φ Χώργκιε κει, κατακομμό! ΝΕ Βλέπε κει, δεν λέει να σταματήσει την κούραση!
834. Φ Μοναχός του είν’ ένα χωργκιό. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά πολύ και κάνει θόρυβο. Ε/Π Ο πολυλογάς γίνεται αντικείμενο προσοχής από μέρους των άλλων.
835. Φ Μη χχαρρείς και ξεφυσά πουκιά. ΝΕ Μη νομίζεις, παίρνει τα χούγια του (βγάζει αέρα από κει …).
836. Φ Η μούρη του είναι σα τσερπί. ΝΕ Αυτός που έχει αδύνατο πρόσωπο. Ε/Π Τσερπί: σκατζόχοιρος.
837. Φ Κατακόβγκιεται κιά μοναχός του. (ΜΕ) ΝΕ Παραμιλάει μόνος του, κουράζεται ασταμάτητα. Ε/Π Ασχολείται μόνος του (για τον εσωστροφή άνθρωπο).
838. Φ Καλός καρντιαλής είν’ καιφτός. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που φοβάται πολύ. Ε/Π Ειρωνεία για κείνον, που δεν έχει τόλμη.
839. Φ Κάτσε πρε κάτω, σαρταμπέλτο. ΝΕ Κάθησε κάτω πιά. Ε/Π Μην κάνεις σαν τον σαλτιμπάγκο.
840. Φ Όσο βαρεί, ξίζει. (ΜΕ) ΝΕ Γενικά ο καλός άνθρωπος. Ε/Π Η καλοσύνη μετριέται, θαρρείς, όπως το βάρος.
841. Φ Εσήκωσεμε πάνω με τη μπουκιά στο στόμα. ΝΕ Με σήκωσε πάνω, πριν προλάβω να φάω.
842. Φ Επέρασε που τις χαραμάες. ΝΕ Αυτός που γλύτωσε στο τσακ, την τελευταία Ε/Π Πέτυχε το ακατόρθωτο.
843. Φ Εκόκκιασε το ψαλί και χχέλει κόνισμα. ΝΕ Τι ψαλίδι θέλει ακόνισμα, γιατί δεν κόβει.
844. Φ Εφέραν το κόνισμα της Παναγιάς. ΝΕ Φέρανε την εικόνα της Παναγίας.
845. Φ Ήψαν οι ποδκιές του. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που κάνει πολλές δουλειές.
846. Φ Επέρασε που τη χαντακιά να μη το γούσι. ΝΕ Πέρασαν από άλλο δρόμο, για να μην τους δουν.
847. Φ Ήψαν τα φιτίλκια. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που νευρίασε. Πήρε φωτιά από θυμό.
848. Φ Τανεί παστρικά. ΝΕ Δουλεύει καθαρά.
849. Φ Το συνί είναι στρωμένο. ΝΕ Το φαγητό είναι στο τραπέζι.
850. Φ Εκαταλάγιασε στο γιαττάκι του. ΝΕ Ησύχασε στο κρεβάτι του.
851. Φ Πενήντα χρονών λαός. (ΜΕ) ΝΕ Ο μεγάλος στην ηλικία. Ε/Π Αντλημένο από τις αστείες συμπεριφορές των χαλκητών.
852. Φ Έκαμε το χωράφι πατούρι. ΝΕ Έκανε το χωράφι δρόμο. Ε/Π Σκληρό από τα από τα περάσματα του.
853. Φ Είν’ καιφτός μισόκαλτος. ΝΕ Δεν είναι στα καλά του. Ε/Π Δεν είναι πέρα για πέρα υγιής.
854. Φ Το ένα ξινίζει, το άλτο μυρίζει, αούμε πουννά σέβρουμε. ΝΕ Τόνα ξινίζει τ’ άλλο μυρίζει, πού θα σε βρούμε ποιο σ΄ αρέσει! Ε/Π Δεν έχεις πάρει μια θέση.
855. Φ Είναι κομμάτι ττέρσης. ΝΕ Είναι λίγο απότομος, σκληρός.
856. Φ Εννά τα πάρει μαζί του. (ΜΕ) ΝΕ Γι΄ αυτόν, που δεν ξοδεύει (ο τσιγκούνης). Ε/Π Ειρωνικά: στον τάφο δεν παίρνει κανείς τιποτα.
857. Φ Και τι μορκιά κακομά. ΝΕ Είδες τι ωραία, καυμένη μου.
858. Φ Αγεράτιστος άχρωπος. ΝΕ Αχαΐρευτος άνθρωπος, που δεν αξίζει.
859. Φ Επήρε μιά καλαγιά που κάτω, μη ε βω, εν ε ξέρω. ΝΕ Πήρε μια καλή παρτίδα στα χαρτιά, τόση μεγάλη, δεν ξέρω πόσα.
860. Φ Μουϊζει το φαϊ, σαν το χοίρο. ΝΕ Μυρίζει το φαγητό σαν τον χοίρο.
861. Φ Η γουλκειά εφοήχχη τον τακτικό κι’ όχι τιν τταμαχιάρη. (Μ.Ε.) ΝΕ Η δουλειά φοβάται τον τακτικό, κι’ όχι αυτόν που δουλεύει στο φουλ.
862. Φ Εφτός είν’ αρνί καλέ και κάμνουντον, όπως χχέλουν. (ΜΕ) ΝΕ Είναι μαλακός άνθρωπος και τον κάνουν ότι θέλουν. Ε/Π Τον άκακο και τον αγαθό τον εκμεταλλεύονται.
863. Φ Χχαρείς και κατουρήσαμε στο φλετρό. (ΜΕ) ΝΕ Λέγεται, όταν παν όλα στραβά και αποφεύγουμε το κάθε τι.
864. Φ Εν έχουνμε κανένα να μας φυσήξει στο στόμα. (ΜΕ) ΝΕ Δεν έχουμε βοήθεια από κανέναν. Ε/Π Δεν έχουμε κανέναν να μας δώσει πνοή ζωής.
865. Φ Ούλτο στράβιν εβρίσκει. ΝΕ Όλο αιτίες, προφάσεις βρίσκει.
866. Φ Τραβούντον τσα που τραβούν οι σκύλτοι το προβκιακό. ΝΕ Τον τραβούν, όπως οι σκύλοι τα δέρμα του προβάτου.
867. Φ Μερικωνών γεννούν κι’ οι πετεινοί τους. (Μ.Ε.) ΝΕ Αυτοί που έχουν μεγάλη τύχη. Ε/Π Αυτοί που πετυχαίνουν το ακατόρθωτο και ευνοούνται σκανδαλωδώς.
868. Φ Νεροσταλτιά που είσαι! ΝΕ Είσαι σαν τη βρύση που στάζει.
869. Φ Α φτύξω κάτω, φτύω τα γένια μου, α φτύξω πάνω φτύω το Θεό. (ΜΕ) ΝΕ Όπως και να κάνω βρίσκομαι μπλεγμένος. Ε/Π (όταν πρόκειται για συγγενικό πρόσωπο).
870. Φ Η πωρνή σήμερα ήτα για δκιάφισμα. ΝΕ Το πρωινό ήταν καλό για το θειάφισμα.
871. Φ Κάχχεται μουτεμένος. Ν Κάθεται σφιχτός και σκεπτικός.
872. Φ Τρώεις το και νατριχάς. ΝΕ Το τρως και σηκώνεται η τρίχα σου, αηδιάζεις.
873. Φ Εν ήμουν στο ταπάνι μου. ΝΕ Δεν ήμου στα καλά μου, στις δυνάμεις μου.
874. Φ Το χωράφι είναι μπριάρικο. ΝΕ Το χωράφι βγάζει νερό. Ε/Π Μπριάρικο: ομβρίζει.
875. Φ Έλα καίχωσε πασταχιούτα. (ΜΕ) ΝΕ Έλα και δεν κάνουμε χωρίς εσένα. Ε/Π Ειρωνικά (σου έχουμε μακαρονάδα με τυρί).
876. Φ Εχαμπίναν οι λαμπατίνες. (ΜΕ) ΝΕ Αρχίζω να μην βλέπω καλά. Ε/Π Αιτία το θάμπωμα των ματιών
877. Φ Εόκαμε λο, μέχρι να τα φανερώσουμε. ΝΕ Δώσαμε το λόγο μας (για αρραβώνες μέχρι να τα ξεφανερώσουμε).
878. Φ Κάμνει σα πατή της. ΝΕ Κάνει σα νάναι μόνη της.
879. Φ Επαίξαμε μιάν αντουνάτα, του καλού καιρού. ΝΕ Κάναμε έναν καυγά του καλού καιρού.
880. Φ Έκαμε το χωράφιν αβγκό. (ΜΕ) ΝΕ Καθάρισε το χωράφι από τα μπάζα και τα χόρτα.
881. Φ Τε-τε εν επέτυχεν η γουλκειά. ΝΕ Προσπάθησα, αλλά η δουλειά δεν πέτυχε. Ε/Π Τελικά απέτυχε.
882. Φ Εφτόν εγίνηκε ρουμάνι. ΝΕ Αυτό γέμισε από πεύκα κι’ άγριους θάμνους.
883. Φ Εκρίπαρεν η καραματάρια. ΝΕ Έσπασε η σαμπρέλα. Ε/Π Αεροθάλαμος (κάμερα αέρα).
884. Φ Εντιργκιούνταν να πάει. ΝΕ Το σκεφτόταν για να πάει. Ε/Π Δεν έχει θάρρος, διστάζει.
885. Φ Πε-πε εκατάφερεντα. ΝΕ Πες-πες τα κατάφερε.
886. Φ Α μωρή χαστοκουρούνα! (Βρισιά)
887. Φ Και που των απροέλοιπιων. ΝΕ Και από των υπολοίπων, παιδιών σου (εννοείται του γάμου).
888. Φ Καλός ντεληξίζης είσαι. ΝΕ Είσαι κι’ εσύ κοκαλιάρης.
889. Φ Ποιός έχει τον πιό πολτύ (νου); ΝΕ Ποιός έχει το πιό πολύ μυαλό;
890. Φ Επήα να νοιαστώ τα μαντάλκια. ΝΕ Πήγα να δω τους φράχτες με φυτείες, π.χ. της ντομάτας.
891. Φ Α σπιρτίσεις τώρα βα, α καλαφουνίσει ο τόπος. ΝΕ Ν’ ανάψεις ένα σπίρτο τώρα εδώ, θα καεί ο τόπος.
892. Φ Γλυκατσούα τον έκαμες. ΝΕ Τον έκανες πολύ γλυκό τον καφέ.
893. Φ Εβώ καλό χαπάρι και συ παχύν αρνί. ΝΕ Λεγόταν για την κουρούνα που έκραζε (έκρωζε). Ε/Π Η κραυγή της κουρούνας ήταν σημάδι κακού οιωνού.
894. Φ Λτάξε τη καντέλτα. ΝΕ Άλλαξε το μπουζί.
895. Φ Κόψε το γέμμα, που τον καταπότη. ΝΕ Γύρισε το νερό πίσω στο μεγάλο (κεντρικό) αυλάκι.
896. Φ Ε μας πολείπου οι αθθοί. ΝΕ Δε μας λείπουν τα προβλήματα.
897. Φ Έππεσε κούππα. ΝΕ Έπεσε μπρούμυτα.
898. Φ Πάει που χάμαι, ώς χάμαι. ΝΕ Αυτός που δεν έχει κουράγιο να σταθεί στα πόδια του.
899. Φ Εστράβωσε το παραφάνκο. ΝΕ Στράβωσε ο προφυλακτήρας (το φτερό) του τροχού του ποδηλάτου ή του αυτοκινήτου.
900. Φ Ό,τι χχέλεις κάμνε, το μόσμα της είν’ κιά. ΝΕ Ότι και να κάνεις το ενδιαφέρον της είναι εκεί. Ε/Π Έχει ομόσει να το κάνει.
901. Φ Σαν τον γιρούκην εκατάντισες πιό! ΝΕ Κατάντησες σαν τον αλήτη. Ε/Π Γιρούκης: τούρκος στρατιώτης
902. Φ Έντο χωρείς που τσουμουκλαίει; ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που σιγοκλαίει;
903. Φ Α με τουφλοπανιάσεις ξαννείς; ΝΕ Θέλεις να μου ρίξεις στάχτι στα μάτια; Ε/Π Να μου κλείσεις τα μάτια με πανιά προσπαθείς;
904. Φ Εστούππωσε πιό, που το τσιάρο. ΝΕ Έκλεισε ο λαιμός του από το τσιγάρο.
905. Φ Κόλτα του σιταρκιού. (ΜΕ, βρισιά) Ε/Π Κόλτα = αρρώστια κολλώδης.
906. Φ Παχιαρντίζιτα ούλτα. ΝΕ Τα προλαβαίνει όλα.
907. Φ Εμούραρε κια, που να μεταπατήσει; ΝΕ Επιμένει εκεί, και δεν αλλάζει γνώμη. Ε/Π Εμούραρε = έπεσε με τα μούτρα, όρμησε.
908. Φ Επάεννε ζιρίττι. ΝΕ Πήγαινε γρήγορα-γρήγορα. Ε/Π Ζιρίττι: άλογο της ερήμου, για ταχυδρομικές μεταφορές.
909. Φ Καματέβγκει πάνω - κάτω. ΝΕ Πάει πάνω-κάτω, εργάζεται πολύ.
910. Φ Κκιούρου το νερό. ΝΕ Το νερό έπεσε απότομα σαν καταράκτης. Ε/Π Κιούρου = λέξη ηχοποίητη από τον θόρυβο του νερού.
911. Φ Καλντικά πάνω και δρόμο. ΝΕ Κάθεται πάνω φεύγει. Ε/Π Καθίζει (καβαλλά) στο άλογο (στο κινητό) και φεύγει γρήγορος.
912. Φ Ρχινά πιο και μαμμαλά. ΝΕ Αρχίζει πιά και πάει γονατιστός (και με τα τέσσερα). Ε/Π Μαμμαλά: μπουσουλάει.
913. Φ Έκαμα μιά λέβα γύρου-γύρου. ΝΕ Έκανα ένα γύρο για να δω.
914. Φ Επέρασε που τις αραμάες. (ΜΕ) ΝΕ Πέρασε από τις χαραμάδες. Ε/Π Κατάφερε το ακατόρθωτο.
915. Φ Μίχχι κακομά, είες μυρωδκιά; ΝΕ Πώς μυρίζει, είδες μυρωδιά, κακομοίρα μου!
916. Φ Ππούφφου εβρόμεσε τον κόσμο. ΝΕ Πω-πω βρόμισε το μέρος γύρω.
917. Φ Είμαι νηστική, καρβούνι! ΝΕ Δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου.
918. Φ Πάνω που έσπασεν η κούνια του. (ΜΕ) ΝΕ Ναι παιρνιέται για μικρός ακόμα. Ε/Π Ειρωνικά, για όποιον θέλει να τρέφει αυταπάτες, ότι είναι νέος ακόμα.
919. Φ Εδκιαλίστηκα στον καρβέττη. ΝΕ Χτενίστηκα στον καθρέφτη. Ε/Π Διάλα = κτένα.
920. Φ Εχτήπα πάπλα. ΝΕ Χτυπούσε παλαμάκια.
921. Φ Ήβρεν εφτός ένα λουφέ! ΝΕ Βρήκε αυτός τα έτοιμα! Ε/Π Λούφες: τούρκικα = μισθός.
922. Φ Έριξα μερικά ρόσιτα τις πούλτες. ΝΕ Έριξα φαγητό στις κότες. Ε/Π Ρόσιτα: παράσιτα του σιταριού.
923. Φ Τα λόγια ε φυρούν. ΝΕ Τα λόγια δεν τελειώνουν.
924. Φ Σαρπετός άχρωπος. ΝΕ Ευκολοκίνητος άνθρωπος. Ε/Π Ευέλικτος σαν ερπετό.
925. Φ Νακατόστρα που είναι! ΝΕ Ανακατεύει τον κόσμο. Ε/Π Δημιουργεί προβλήματα.
926. Φ Ξαννά, α την εβγκάλει πόχηκα. ΝΕ Προσπαθεί να τη βγάλει καθαρή, χωρίς να καταβάλει κόπο, μόχθο.
927. Φ Εποκάμμυσέμμε το κουλούκι και τρεξε. ΝΕ Με κοίμησε ο μικρός και έτρεξε, το’σκασε.
928. Φ Όξω είναι ζιντάνι. ΝΕ Έξω είναι σκοτάδι. Ε/Π Ζιντάνι = φυλακής σκοτάδι 929. Φ Επέρασε ένα ζαμάνι. ΝΕ Πέρασε χρόνος.
930. Φ Το λεφορείον είναι ζίγκα μέσα. ΝΕ Το λεωφορείο είναι γεμάτο κόσμο, αδιαχώρητο.
931. Φ Τράβα-τράβα, ήβγκε λωνάρι. ΝΕ Από το πολύ τράβηγμα, κόπηκε. Ε/Π Λωνάρι: κομμάτι ρούχου (λπυρί, λώρος).
932. Φ Α σε όκω μιά στραβοκουππιά. ΝΕ Να σου δώσω μιά ανάποδη.
933. Φ Είναι κάργκα-πίλα. ΝΕ Είναι πάρα πολύ γεμάτο.
934. Φ Επαίξαμεν ένα καβγκά τριτσάτο. ΝΕ Παίξαμε καυγά τρικούβερτο.
935. Φ Α γελάσουν, τα Μασαρομάλωνα. ΝΕ Θα γελάσουν και τα γύρω χωριά. Ε/Π Μασαρομάλωνα: τα χωριά Μάσαρι και Μαλώνα.
936. Φ Ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Θα βγει μιά είδηση.
937. Φ Ήρτε λτίγκι-λτίγκι. ΝΕ Ήρθε σιγά-σιγά, περπατώντας. Ε/Π Λτίγκι-λτίγκι: σινάμενος κουνάμενος και με άνεση.
938. Φ Εκαμέντα πιτούτου. ΝΕ Τάκανε επίτηδες.
939. Φ Επάεννε μούλτα-μούλτα. ΝΕ Πήγαινε σιγά-σιγά, σκυφτός.
940. Φ Το φαϊ, είν’ ανήψητο. ΝΕ Το φαγητό είναι άψητο.
941. Φ Τυραννείς με άϊκα των αΐκων. ΝΕ Άδικα με τυραννάς, είναι ποιο μεγάλη αδικία.
942. Φ Κόψε φτες γα τις ποκροκίες. ΝΕ Κόψε τα τσουλιά, από τα μακριά μαλλιά.
943. Φ Εγίνηκες σα την αφτάλτα. ΝΕ Έγινες ολόμαυρος.
944. Φ Επετάχτηκε σα το σκατοπάμπουλτο. ΝΕ Πετάχτηκε ξαφνικά να πάρει το λόγο. Ε/Π Όπως πετάγεται το καλαμπόκι, όταν ζεσταίνεται.
945. Φ Εκάμασι τον αλοϊνό. ΝΕ Κάνανε τα πάνω κάτω.
946. Φ Έφαε μιά φουρτιά κούννες. ΝΕ Έφαγε μιά φούχτα πασατέμπο, κουκούτσια.
947. Φ Τρίτσαρε τη καρέκλα παραπέρα. ΝΕ Τράβηξε το κάθισμα πιό πέρα.
948. Φ Το χώμα ήταν κούμι. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ μαλακό.
949. Φ Ήταν κόμμα-ράμμα. ΝΕ Σταμάτησε, μέχρι εδώ. Ε/Π Παροιμία.
950. Φ Α πρε κοκιά λύχνος. ΝΕ Αχ βρε ολόκληρος άντρας.
951. Φ Ε ττοπέ πιό. ΝΕ Αμάν πιά.
952. Φ Σούκκιουρου και ήρθε βολικά, πάλε εστράβωσε η γουλκειά. ΝΕ Μιας κι’ ήρθαν βολικά τα πράγματα, κάτι πήγε στραβά πάλι.
953. Φ Ζαττί, αδκιαφόρετα μιλώ. ΝΕ Έτσι κι’ αλλοιως, τζάμπα μιλώ.
954. Φ Ε ντο χωρείς που είναι σαλούκι. ΝΕ Δεν τον βλέπεις, που είναι μεθυσμένος.
955. Φ Πάει με το σεσελέ ντου. ΝΕ Πάει με το πάσο του.
956. Φ Πετά ο κώλος του τσαμπιρίες. (ΜΕ) ΝΕ Τρέχει και δεν προλαβαίνει. Ε/Π Για τον βιαστικό λόγω ανάγκης. Τσαμπιρίες, τσάμπες = φλόγες, Τσαμπίκος, Τσαμπίκα.
957. Φ Εκαλάντισάτον ένα χεράκι. ΝΕ Του τάψαλα ένα χεράκι.
958. Φ Φτογά το τρισβαρί, ε με κούει. ΝΕ Αυτός ο βλάκας δεν ακούει. Ε/Π Τρισβαρί = τρις βαρύς.
959. Φ Σπαρί την εβγκάλαμε. ΝΕ Καλά τα βολέψαμε. Ε/Π Σπαρί = σπάρος, ψάρι.
960. Φ Εί ναι, σιά τώρα. ΝΕ Όχι καλέ, σιγά τώρα.
961. Φ Άλτα λε, σώπα καλέ. ΝΕ Όχι δα, σώπα τώρα. Ε/Π Άλλα λεγε, σώπα τώρα! Δεν είναι έτσι.
962. Φ Εκαμέντα μαξούς καλέ. ΝΕ Τάκανε επίτηδες.
963. Φ Ξέρεις τι αμάχη την έχω; ΝΕ Ξέρεις πόσο την μισώ, την μάχομαι.
964. Φ Φτα καλέ είναι ξερά κούκκουρα. ΝΕ Αυτά είναι κατάξερα (όχι απλά ξερά). Ε/Π Πέρα για πέρα, πλεονασμός.
965. Φ Έχει όξω μια παγιά, άστα να πάει. ΝΕ Έξω έχει κρύο, μη το συζητάς.
966. Φ Κόμα λεχούην είναι, άϊστον. ΝΕ Ακόμα μωρό είναι, άστο.
967. Φ Καλή μου φορτοτήρα. ΝΕ Καλό μου ξύλο.
968. Φ Εγίνασι μιά μαλαή. ΝΕ Γίνανε αχταρμάς. Ε/Π Μαλαή, αχταρμάς = μείγμα.
969. Φ Εμολάρασι τα κοκκαλά μου. ΝΕ Λύσανε τα κόκκαλά μου.
970. Φ Καννέβγκεις καλά; ΝΕ Σημαδεύεις καλά;
971. Φ Τι το μαγντανίζεις και το μαγντανίζεις. ΝΕ Τι το ψάχνεις και το ψάχνεις.
972. Φ Εγίναμε χιούμουντο στο χωρκιό. ΝΕ Γίναμε ρεζίλι στο χωριό. Ε/Π ( χι, χι, χι, γελάνε όλοι).
973. Φ Επήε γιαπανά. ΝΕ Πήγε τσάμπα. Ε/Π Γιαπανά = τσάμπα = άδικα.
974. Φ Χρόνο γυρί, φτιά η γουλκειά. ΝΕ Συνέχεια αυτή τη δουλειά.
975. Φ Έριξε δκιό με το τσιφτέ. ΝΕ Έριξε δυό ντουφεκιές με το όπλο.
976. Φ Εχάχηκε που της γης την όψη. ΝΕ Λες και τον κατάπιε η γη.
977. Φ Η πούντα του χάρου είν’ όξω. (ΜΕ) ΝΕ Τα κρύα του χάρου είναι έξω. Ε/Π Κρύο, όπως ο χάρος γυρνά, φυσά έξω.
978. Φ Επόμεινεν ένα στίμμα καιν εβγκαίνει. ΝΕ Έμεινε ένα σημάδι και δεν καθαρίζει. Ε/Π Στίμμα = στίγμα = σημάδι.
979. Φ Σα τον τσόλτο είσαι. ΝΕ Σα τον ρακένδυτο είσαι.
980. Φ Βάλε τη πόησή σου. ΝΕ Βάλε τα παπούτσια σου. Ε/Π Πόηση = υπόδηση, υποδήματα
981. Φ Ραντουλντά και πάει. ΝΕ Αυτός που περπατώντας, του πέφτουν αυτά που κρατά. Ε/Π Ρίχνει σταγόνες νερού (Λαντουρώ, ψεκάζω - ραντουρώ - ραντίζω).
982. Φ Ρέντουλντος άχρωπος ΝΕ Ανοικοκύρευτος άνθρωπος.
983. Φ Ήρτεν ο σκιαστικός. ΝΕ Ήρθε ο αρραβωνιαστικός
984. Φ Που να σε φάει η βλάττα και να μη σε φήκει. (Βρισιά) Ε/Π Αρρώστια με ερυθρό εξάνθημα (οστρακιά).
985. Φ Εφκέρωσέντα ούλτα βα! ΝΕ Όλα εδώ τα άδειασε. Ε/Π Εφκέρωσέ = εκένωσε = άδειασε.
986. Φ Πού να πιαστείς και να μη λυάς. (Βρισιά) Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου - θέση και άρση εκφράζουν το ίδιο!
987. Φ Άλλντο κάρο με πατάτες. (Κοροϊδία) ΝΕ Αυτός που δεν του κόβει.
988. Φ Που να καμώνεσαι και να μπιρίζεσαι. (Βρισιά)
989. Φ Καλή μου ζόππα. ΝΕ Καλό μου ξύλο.
990. Φ Τρέχουν τα αργκιακούλκια. ΝΕ Τρέχουν τα ρυάκια νερό.
991. Φ Έφαε το χάκκι του. ΝΕ Έφαγε τον κόπο του άλλου.
992. Φ Α πρε λολντοκόπελντο. ΝΕ Α, βρε τρελό παιδαρέλι.
993. Φ Εννάρτει σε τρία τέρμενα. ΝΕ Θάρθει σε τρεις -ώρες, μέρες, μήνες κ.λ.π.
994. Φ Έϊ ναι κουκουνούκους. ΝΕ Όχι, τίποτε.
995. Φ Εν ποτάσσει ο τύμπανος. ΝΕ Δεν έχει μια, ο αδιαφόρετος.
996. Φ Ένοιξε το ξεμισκιλντί που πίσω. ΝΕ Άνοιξε το κατουρίδι. Ε/Π Έπιασε το φυτό, πέταξε μάτι (η καταβολάδα).
997. Φ Εφτή είναι πιάνα-πιάνα (ΜΕ) ΝΕ Δε μπορεις να τη βρεις. Ε/Π Μια λέει έτσι, μια αλλοιώς.
998. Φ Άλι-άλι πρε. ΝΕ Σιγά-σιγά, βρε.
999. Φ Επόμεινε και μπροκκόνει τον. ΝΕ Έμεινε να του βάζει λόγια.
1000. Φ Η γουλκειά ήρτε στάφνι. ΝΕ Ήρθε κι’ έδεσε. Ε/Π Στάνι - στάθμη, αλφάδι.
1001. Φ Εννά χέλει να πρεσβάρουμε και μεις. ΝΕ Θα θέλει να πάμε κι’ εμείς. Ε/Π Να παρουσιαστούμε, πρέσβεις!
1002. Φ Μάεψε τις αβγκοφιλτίες που κάτω. ΝΕ Μάζεψε τα τσόφλια του αβγού από χάμω.
1003. Φ Άτε πάλε, ξαναπίταχά. ΝΕ Άντε πάλι, ξανα από την αρχή.
1004. Φ Εφτή είναι φεβγκιά που τα χάνια. ΝΕ Έφυγε εδώ και πολύ χρόνο.
1005. Φ Α πιάσω ένα κοντόκουρο καιννά κάμω τα παϊδγκια σου μελανά. ΝΕ Θα πάρω ένα ξύλο και θα σπάσω τα πλευρά σου.
1006. Φ Άταν μπρός-αλκιώς να χώργκιες. ΝΕ Ας ήταν διαφορετικά και θάβλεπες.
1007. Φ Κοκιά κκαμάννα αδκιαφόρετη. ΝΕ Δυό μέτρα ύψος, αλλά τίποτα.
1008. Φ Φτιά η ξεκεφάλιση έλειπε τωρά. ΝΕ Αυτός ο πονοκέφαλος έλειπε τώρα. Ε/Π Αυτός ο πρόσθετος συλλογισμος.
1009. Φ Το χωράφιν έχει ανάωση. ΝΕ Το χωράφι μπορεί να σκαφτεί, να οργωθεί. Ε/Π Ανάωση = ανάδοση = υγρασία.
1010. Φ Ήπιεντο μολολάη. ΝΕ Το ήπιε όλο με μια.
1011. Φ Στραγκά η καρντιά σου. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που μιλά αργά και περιμένεις πότε να τελειώσει. Ε/Π Η καρδιά μου χάνει τη δύναμη της (στραγγίζει).
1012. Φ Ετρουλτόφτιασε να κούσει. ΝΕ Τέντωσε τ’ αφτιά του, ν’ ακούσει. Ε/Π Τα αυτιά της τα έκανε τρούλα, τα ύψωσε.
1013. Φ Ήμπε πούμπε, άϊστο κιά. ΝΕ Μπήκε που μπήκε, άστο εκεί.
1014. Φ Εν τον χχέλω φτογά, μακάρι και τι. ΝΕ Δεν τον θέλω αυτόν, ότι και να μου πεις.
1015. Φ Πόψε, ε ννάβγκει έναν άκουσμα. ΝΕ Απόψε θα μας ακούσει το χωριό.
1016. Φ Ήβρε τη γλύτια ντου. ΝΕ Μπόρεσε και γλύτωσε.
1017. Φ Κουβαλά μαζί ντου ούλτη τη τσέργκα. ΝΕ Κουβαλάει μαζί του όλα τα πράγματα.
1018. Φ Έκαμε τη μπόρκα ντου. ΝΕ Έκανε χωρίστρα στα μαλλιά του.
1019. Φ Αναπάμπουλτος άχρωπος. ΝΕ Άσκεφτος άνθρωπος, ασυνάρτητος.
1020. Φ Ελίμαξε που τη πείνα. ΝΕ Πείνασε πολύ.
1021. Φ Έφηκε ένα ζωνό και ποβρόμεσε το κόσμο. ΝΕ Αερίστηκε και βρόμισε τον κόσμο.
1022. Φ Α! μωρή μέκκια!! (ΜΕ) ΝΕ Α μωρή καμωματού. Ε/Π Μέκκια: μικ(κ)ός - μική, μιτσός = πολύ μικρός (αρχαία). Προφανώς λέγεται για μικροκαμωματού.
1023. Φ Το χώμα είναι καπάϊκο. ΝΕ Το χωράφι είναι έτοιμο για όργωμα.
1024. Φ Ακόπονο πιο, είχε μέσα κι’ έναν άϊκο. ΝΕ Είχε μέσα πολύ πράμα. Ε/Π Ακόπονο: συν τοις άλλοις επιπλέον.
1025. Φ Τώρα είμαι δκιό όρη και δκιό βουνά. (Παροιμία) ΝΕ Είμαι πολύ αγανακτισμένος.
1026. Φ Ά πρε χλωραππία. (Βρισιά) Ε/Π Χλωρό απίδι, αγίνωτο. Χλωρέ.
1027. Φ Το ζον είναι φορτωμένο κατά ψόφου. ΝΕ Το ζώο είναι παραφορτωμένο.
1028. Φ Εμάνιζε και πάεννε. ΝΕ Μίλαγε και χειρονομούσε νευρικά μόνος του.
1029. Φ Εκατόρτεν ο άχρωπος. ΝΕ Πήρε την κάτω βόλτα.
1030. Φ Επήα στη στάλα, καίρμεξα τις αελκιές. ΝΕ Πήγα στον στάβλο κι’ άρμεξα τις αγελάδες. Ε/Π Σχήμα εκ παραλλήλου.
1031. Φ Εκλειοστόμιασε καιν τον ενοί. ΝΕ Έκλεισε το στόμα του και δεν το ανοίγει.
1032. Φ Τον έκαμα ταρντάνια. ΝΕ Τον έκανα τα πάνω-κάτω.
1033. Φ Ά πάεις στον ανήστροφο. (Βρισιά) Ε/Π Να νη γυρίσεις, στο αγύριστο
1034. Φ Πάει σαν τα βρυά του ποταμού. (ΜΕ) ΝΕ Αυτός που τρεκλίζει, δεν μπορεί να αντιστέκεται.
1035. Φ Μέλτι μου εξαιρέστα καίνηπες τίποτα. ΝΕ Δηλαδή τάξερες και δεν είπες τίποτα.
1036. Φ Κάχεται και χαίνει. ΝΕ Κάθεται μ’ ανοιχτό το στόμα.
1037. Φ Ήρτε φωνηστός. ΝΕ Ήρθε γρήγορα και πολύ απότομα.
1038. Φ Κάχεται ναπαμένος. ΝΕ Κάθεται ησυχασμένος.
1039. Φ Η ψέλτα είναι κοκκιασμένη. ΝΕ Το μαχαίρι δεν κόβει.
1040. Φ Ά την έβρω, ά τη σουραλτίσω καλά. ΝΕ Δε θα τη βρω; θα τη φτιάξω καλά.
1041. Φ Εφαέντον η κνιά. ΝΕ Τον έφαγε η τεμπελιά (οκνηρία).
1042. Φ Ήβρεντα χαζίρικα ΝΕ Τα βρήκε έτοιμα.
1043. Φ Εκάχουμουν νιοτός και λάμενα ΝΕ Καθόμουν ξύπνιος και περίμενα.
1044. Φ Έκατσε γιπλοπόη. ΝΕ Κάθησε διπλοπόδι.
1045. Φ Άτε πατί. ΝΕ Άντε δρόμο τώρα.
1046. Φ Η μέντα τη βαστά ΝΕ Είναι θυμωμένη.
1047. Φ Ξάννα νάναι γερλεστισμένα. ΝΕ Κοίταξε νάναι γερά, τακτοποιημένα.
1048. Φ Χαρείς και κατάπιε το γόντι ντου. (ΜΕ) ΝΕ Τόλεγαν για κάτι καχεκτικό. Ε/Π Υπάρχει η πρόληψη «όποιος καταπίνει το δόντι του στη μικρή ηλικία δεν μεγαλώνει».
1049. Φ Ήβγκε κιά ξετσινί. ΝΕ Εκεί φύτρωσε. Ε/Π Φύτρωσε κάποιο μάτι φυτού.
1050. Φ Άχανε πρε. ΝΕ Άνοιξε το στόμα σου.
1051. Φ Εν έχει γινάντηση. ΝΕ Δεν είναι της εμπιστισύνης.
1052. Φ Να σε πάρουν οι δκιαόλοι και οι τριόλοι. (Βρισιά) Ε/Π Κατάρα για τιμωρία από τους κακούς (διαβόλους, τροβόλους).
1053. Φ Κακόν αγγειό. ΝΕ Κακής ποιότητας άνθρωπος. Ε/Π κακκό αγγείο.
1054. Φ Έφαε τον άμπακα. ΝΕ Εκείνος που έτρωγε τα φαγητά των άλλων, φαταούλας. Ε/Π Είναι ο αρχαίος «άβαξ». Ήταν ένα ορθογωνικό τραπέζι - ένας πίνακας - που παίζανε ντάμα και ήταν αριθμημένος. Φαίνεται πως βάζανε κάνω τα φαγητά, έτσι ο φαταούλας, ήταν εκείνος που έτρωγε τον άμπακο των φαγητών.
1055. Φ Το χωράφι ήταν μπινιάς. ΝΕ Το χώμα ήταν πολύ σκληρό. Ε/Π Μπινιάς: λέξη τούρκικη, «λεπτή ξύλινη σανίδα τοποθετημένη για στήριξη - σταθεροποίηση.
1056. Φ Εβραστολόισε το πετσί μου. ΝΕ Ζεστάθηκα πολύ. Ε/Π Βραστολογώ = ζεσταίνομαι.
1057. Φ Εκουσούμαρα τα κοφίνια. ΝΕ Χρησιμοποίησα τα κοφίνια. Ε/Π Κουσουμέρνω = χρησιμοποιώ.
1058. Φ Τταμαχιάρης άχρωπος. ΝΕ Αυτός που πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Ε/Π Τταμαχιάρης = άπληστος (τουρκ.: tamah).
1059. Φ Μάεψε που και τα μπράτη. ΝΕ Μάζεψε τα πράγματα. Ε/Π Μπράτη = αποσκευές, ίσως από την ιταλική λέξη: baratta.
1060. Φ Τώρα έχει μιάλην άγκρη. ΝΕ Έχει μεγάλη γκρίνια. Ε/Π Άγγρη = διχόνοια, έχθρα, γκρίνια (αρχ.). Ιταλικά: Grugno = κλάμα αλλά και τσαγγρίζω φωνάζω.
1061. Φ Χχένια μη τα πεις πούετα. ΝΕ Μη τυχόν και τα πεις πουθενά. Ε/Π Έχε έννοια = χένια!
1062. Φ Νεσακκά και πάει. ΝΕ Πάει αγκομαχώντας. Ε/Π Ίσως από το ανασαίνει δύσκολα
1063. Φ Εκαμνέντο χάζι. ΝΕ Τόβλεπε με ευχαρίστηση. Ε/Π Χάζι, τουρκ. λέξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου