Το κείμενο και οι φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν σε 5 συνέχειες από τον κύριο Λουκά Μπονιάτη στην ομάδα του χωριού Σορωνή της Ρόδου «Παλιά Σορωνή».
Εδώ υπάρχει ολόκληρο το κείμενο με τη σειρά που δημοσιεύθηκε.
Στο τέλος της ανάρτησης θα βρείτε τους συνδέσμους παραπομπής στην ομάδα «Παλιά Σορωνή».
Ευχαριστούμε για την προσφορά στον τόπο μας, τον κύριο Λουκά Μπονιάτη!!
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Λουκάς Μπονιάτης
ΛΑΜΠΡΟΥ Μ. ΤΟΜΑΖΟΥ
ΡΟΔΟΣ 1958
Στα χαρτιά του παππού μου Λουκά Δημητρά (Λουκάκι), μεταξύ άλλων είχα βρει και ένα βιβλιαράκι, το οποίο είχε εκδοθεί στη Ρόδο το 1958. Το βιβλιαράκι αυτό περιείχε το <Τραγούδι της Ξενιτιάς> με 155 δίστιχα, γραμμένο από τον Λάμπρο Μιχαήλ Τομάζο, γνωστό στο χωριό ως Σαντουριέρης. Προφανώς ο Λαμπριανός θα το είχε χαρίσει στον παππού μου μιας και ήταν συνόκαιροι (συνομήλικοι), γεννημένος το 1907 ο παππούς μου και το 1908 ο Λαμπριανός.
Το τραγούδι εξιστορεί τους την εμπειρία του Λαμπριανού στον Καναδά που έζησε ως μετανάστης. Εξιστορεί του κόπους, την αγωνία, τις θυσίες, το πόθο για την πατρίδα, όπως τα έζησε ο ίδιος.
Θα δημοσιευθεί σε 5 μέρη, και θα διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου αλλά δυστυχώς χωρίς τον τονισμό. Θα συνοδευθεί με φωτογραφίες από το δημοσίευμα στην Παλιά Σορωνή του Μιχάλη Μαστή στις 16 Αυγούστου 2020, αφιερωμένο στον Λαμπριανό και την Ασήμενα.
Διαβάσετε με προσοχή αυτά πούχω γραμμένα,
να δήτε πόσα βάσανα τραβά κανείς στα ξένα.
Ως μετανάστης, βρε παιδιά και γω απο Πατρίδα,
σας γράφω, ότι έπαθα ο΄τ έκουσα κι ό,τ είδα.
Και κάτι θα ωφεληθή κείνος που θα διαβάσει,
κι΄αν δεν κερδίση και πολλά τίποτες δεν θα χάση.
Λοιπόν θα κάμω την αρχήν να σας το πω με τρόπον,
ο μετανάστης τι τραβά εδώ στον ξένο τόπον.
Δούλος του δούλου γίνεται, φίλος των αλλόφυλων,
και την ζωήν του χάνει την για του παρά τον ζήλον.
Πρέπει υποχρεωτικώς να βρή δουλειά να πάη,
κι΄αν δεν δουλέψη δεν έχει ούτε ψωμί να φάη.
Τον γείτονα σου δεν μπορείς ποτέ να τον σιμώσης,
να πάρης δανεικό ψωμί, ως ότου να ζυμώσης.
Σαν δεν έχεις, οι φίλοι σου όλοι σε ΄πογυρίζουν,
και την φιλίαν την παλιά δεν την αναγνωρίζουν.
Και αν το βδομαδιάτικον δεν έχεις να πληρώσης,
ευθύς απτό δωμάτιον έξω σου λέγει ο μπόσης.
Εις ποιόν να παραπονευθής, να πας να σε δανείση,
Κι αν έχης κάποιον Συγγενή και θα σε βοηθήση,
κι΄αυτός την δέυτερην φοράν μούτρα θα σε γυρίση.
Λοιπόν υποχρεωτικώς πρέπει να ποφασίσης,
και να πηγαίνης στην δουλειά να μην χασομερήσης.
Κείνοι που δεν είν΄τακτικοί κι΄όλο χασομεράνε,
εδώ δεν χωρατεύουνε αμέσως τους σχολάνε.
Κι΄αν θέλης στην πατρίδα σου να ξαναεπιστρέψης,
πρέπει να βρής καλή δουλειά, να πάης να δουλέψης.
Να δέσης κόμπον την καρδιά το στόμα σου να κλείσης,
και πάντα νασαι πρόθυμος με δίχως αντιρρήσεις.
Πάντοτες με πολιτικήν να φέρεσαι στον Μπόση,
Γιατί είναι εις το χέριν του τον δρόμον να σε δώση.
Τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας να πάψης,
και άλλον δρομολόγιον δω πέρα να συνάψης.
Με το ρωλόγι να ξυπνάς, να τρέχης στην δουλειά σου,
και μετρημένα να περνάς μέσα στην κάμαρά σου.
Να λείψης απ΄τα καμπαρέ κι από τα καφενεία,
και στην δουλειά να επιδοθής με πόθον και μανία.
Πολλά την πολυτέλεια να μην την πλησιάζης,
Πρέπει να κάμης μιαν ζωήν ναν όλα μετρημένα,
αν θέλης κάποιαν προκοπήν να δης εδώ στα ξένα.
Μην αγοράζης πράγματα που δίνουνε με δόσεις,
διότι θα ρεζιλιαστής για να τα ξεπληρώσης.
Μην εζηλεύης τα καλά αν έχη ο γείτονας σου,
συ να κοιτάς την τζέπην σου και τα κονομικά σου.
Με τέτοιον τρόπον την ζωήν όταν την κανονίσης,
τότες εις την Πατρίδαν σου ελπίζης να γυρίσης.
Στον τόπο που γεννήθηκες κοντά στους συγγενείς σου,
με τις οικονομίες σου να ζήσης την ζωήν σου.
Νάχης τ΄αδέλφια, συντροφιά την μάνα στο πλευρό σου,
σ΄αυτούς να πης τον πόνο σου και το παράπονο σου.
Και ως άνθρωπος καμιάν φοράν αν τύχη κι΄αρρωστήσης,
νάχης την μάνα δίπλα σου να μην αγανακτήσης.
Μα όλα αυτάνε φίλοι μου δύσκολα στον καθένα,
γιατί αλλάσσει ο άνθρωπος σαν έλθη εδώ στα ξένα.
*****
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
Λουκάς Μπονιάτης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Μ. ΤΟΜΑΖΟΥ
ΡΟΔΟΣ 1958
Είδαν τα μάτια μου πολλά, γιαυτό το ποστηρίζω,
και γράφω κάτι μερικά που κείνα που γνωρίζω.
Γνώρισα γέρους και παιδιά στον Καναδάν να ζούσι,
που η φτώχεια τους ανάγκασε για να ξενητευθούσι.
Η φτώχεια τους ανάγκασε για να μεταναστέψου,
αυτήν την πρόσκαιρη ζωήν να την καλυτερέψου.
Με κλάμματα μισεύσανε με πόνον στην ψυχήν τους,
που αφίνα τες γυναίκες τους παιδιά και συγγενείς τους.
Και ωρκιζόνταν στον θεόν την τελευταίαν ώραν,
πως θα φανούσι άξιοι εδώ στην ξένη χώραν.
Πατέρα, έλεγαν τα παιδιά να μην μας λησμονήσης,
και έρημα κι΄ απροστάτευτα στους δρόμους να μας φίσης.
Και με την προστασίαν σου και μεις θα αναδειχθούμε,
κι΄όταν θελήσης γρήγορα θα ρθούμε να σε βρούμε.
Με κλάματα χωρίζανε, με πόνον στην καρδιά τους,
που άφινα άλλοι τους γονείς, και άλλοι τα παιδιά τους.
Έφθασαν εις την ξενητειά και στον προορισμόν τους,
δια να εκτελέσουνε με πόθον τον σκοπόν τους.
Και η μόνη τους απόφαση κ΄ή μόνη τους ελπίδα,
ήτον να κάμουν χρήματα να στείλουν στην πατρίδα.
Δια να ξεπληρώσουνε ναύλα πούχαν παρμένα,
και να ντυθούν και τα παιδιά πούτον κακονδυμένα.
Μα όσον περνούσαν οι καιροί κ΄ημέρες εις τα ξένα,
Αραίωνε τα γράμματα την αλληλογραφία,
και εις κάθε του επιστολήν εύρισκε μιαν αιτία.
Γυναίκα δεν εδούλεψα τον περασμένο μήνα,
και για λεφτά αν θέλετε να στείλω δεν μου μείνα.
Πάρε λοιπόν υπομονή και αν τύχη και δουλέψω,
λίγα θα αφίσω επάνω μου και τάλλα θα τα πέψω.
Και πες εις τον πατέρα μου να μην αδιαφορίση,
κείνο το χρέος πούβαλα αυτός ας κανονίση.
Περνούν οι μήνες και οι καιροί και χρόνος πλησιάζη,
και για γυναίκα και παιδιά ποτέ δεν λογαριάζει.
Γιατί πολύ στην ξενητειάν έχει παραστρατήσει,
και τας υποχρεώσεις του τας έχει λησμονήσει.
Έπαψε να τους σκέπτεται παράτησεν να γράφη,
και για γυναίκα και παιδιά δεν αρωτά να μάθη.
Γράφει η γυναίκα τακτικά μαυτός δεν της εγράφει,
γιατί τες ασωτίες του δεν θέλει να τες μάθη.
Απελπισμένη βρίσκεται, δεν ξέρει τι θα πράξη,
σκέφτεται κάποιον χωριανόν ή συγγενή να γράψη.
Αν ξέρει για τον άνδρα της, να την διαφωτίση,
γιατί φοβάται η φτωχειά μην έχει αρωστήση.
Δεν ξέρει τι απάντησιν ο ξένος θα της δώση,
να μην το μάθη ο άνδρας της, μαζύ του να θυμώση.
Της γράφη διαφορετικά λοιπόν για να γλυτώση,
πώς έχει μήνες και καιρόν πολύν να τον νταμώση.
Κι΄αν μάθη που ευρίσκεται και θα τον συναντήση,
αμέσως της υπόσχεται πως θα της απαντήση.
Περνούν οι μήνες κ΄οι καιροί τα χρόνια ένα - ένα,
και λησμονούν παντοτεινά αυτοί πούνε στα ξένα.
Ετούτα κι΄άλλα γίνονται εδώ στα ξένα μέρη,
και θα σας γράψω μερικά καθένας σας να ξέρη.
*****
Λουκάς Μπονιάτης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Μ. ΤΟΜΑΖΟΥ
ΡΟΔΟΣ 1958
Παυτά που παρατήρησα και κρινα μοναχός μου,
και γράφω σας να μάθετε ποιός είνε ο σκοπός μου.
Όποιος προσέχει εις την ζωήν αυτός πολλά κερδίζει,
κι΄όποιος το παίρνει στο αλαφρύ απένταρος γυρίζει.
Πολλά κορίτσια ευρίσκονται εδώ νεοφερμένα,
που η φτώχεια και η κακομοιριά ταφερεν εις τα ξένα.
Δίχως αδέλφια και γονείς με δίχως προστασία,
το αποφάσισαν κ΄ήλθανε να βρούνε εργασία.
Και μόλις το ποδάριν τους τα ξένα είχε πατήσει,
ευθύς το ιμικρέσιον ταις είχεν κανονίσει.
Γιατί είχεν υποχρέωσιν και γράφαν τα χαρτιά τους,
ως φθάσουνε να βρίσκεται έτοιμη η δουλειά τους.
Όλες τες εκανόνιζεν κ΄ήτον φχαριστημένες,
μα όσες είχανε μυαλό εβγήκαν κερδεμένες.
Πολλά κορίτισα απ ΄αυτά που λίγον εδουλέψα,
φέραν αδέλφια και γονείς εδώ και προστατέψα.
Κι έναν κορίτσι λογικόν έγινεν η αιτία,
να βγάλη αδέλφια και γονείς από την δυστυχία.
Και τώρα εδώ στην ξενητειάν είν' όλοι ενωμένοι,
Η άλλη όμως ήρχετο μόνον με μιαν ελπίδα,
να φέρη κάποιον πούθελεν και αγάπαν στην πατρίδα.
Γιατί έδωσεν υπόσχεσιν πως μόλις θα δουλέψη,
ευθύς το εισιτήριον και πρόσκλησιν θα πέψη.
Και μόλις οικονόμισεν έναν πεντακοσάρι,
τρέχει στον ιμικρέσιον την πρόσκλησιν να πάρη.
Γιατί ο νόμος το καλεί, κιαυτή καλά το ξέρει,
πως όταν πη να παντρευτή κάποιον μπορεί να φέρη.
Στέλει λοιπόν την πρόσκλησιν δίχως μεγάλην σκέψι,
και γράφει του όσον μπορεί αυτός να συντομέψη.
Μόλις περάση από γιατρούς ευθύς να της εγράψη,
γιατί θέλει να ετοιμαστή, τα νυφικά να ράψη.
Περνούν τρείς μήνες καίρχεται γράμμα ασφαλισμένο,
πως είναι όλα έτοιμα τα ναύλα περιμένω.
Παίρνει το βιβλιάριον με την χαράν στα χείλη,
για να τραβήξη τα λεφτά γρήγορα να τα στείλη.
Εκτός τα ναύλα στέλει του μιαν φορεσιά να φτιάση,
για ναναι εμφανίσιμος σαν τον παρουσιάση.
Και αυτή τώρα την κάμαραν θέλει να επιπλώση,
όταν θα φθάση ο Γαμπρός εντύπωσιν να δώση.
Και αφού τα φτιάξει μια χαρά και θα τα ετοιμάση,
στο πρακτορείον αρωτά, πότε ημπορεί να φθάση.
Κι΄ο πράκτορας της απαντά την ώραν ωρισμένη,
και η νυμφοπούλλα κάθεται τώρα και περιμένει.
Ήλθεν η μέρα πούθελε, δεν πάει στην δουλειάν της,
ντύνεται και στολίζεται και βάλλει τα καλά της.
Πέρνει ταξί για το σταθμόν και όσα και αν πληρώση,
σώνει μονάχα το καλό φόρεμα μην λερώση.
Με καρδιοχτύπι στέκεται με το παλτό στις πλάτες,
τα μάτια της κοιτάζουνε όλους τους επιβάτες.
Με αγωνία καρτερεί γα να τον αντικρύση,
να πάψη η λαχτάρα της κι ο πόθος της να σβήση.
Και μόλις τον αντίκρυσε άνοιξεν η καρδιά της,
κι΄αγκαλιστόν τον έδινε τα τρυφερά φιλιά της.
Παίρνει ταξί και μπαίνουσι κι΄έτσι αγκαλιασμένοι,
τραβούνε για την κάμαραν όπου τους περιμένει.
Τι εγίνη, τι μιλήσανε δεν τάχω εδώ γραμμένα,
και σεις θα καταλάβετε και μην ρωτάτε μένα.
Αυτή κάμνει τα έξοδα για να ετοιμασθούσι,
γιατί στο τέλος του μηνός πρέπει να παντρευτούσι.
Κι΄αν το παιδί είνε καλό κι΄'εχει τα λογικά του,
τελειώνει το καθήκον του και πιάνει την δουλειά του.
Κι΄αφού εργάζονται κ΄οι δύο ευτυχισμένα ζούσι,
και λίγο- λίγο φτειάχνουνε εκείνο που ποθούσι.
****
Λουκάς Μπονιάτης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Μ. ΤΟΜΑΖΟΥ
ΡΟΔΟΣ 1958
Στον ίδιον παρανομαστή δεν είναι όλοι οι νέοι,
μέσα σ΄αυτούς ευρίσκονται πολλοί κατεργαρέοι.
Και αφού της φάνε τα λεφτά την φίνουνε στην μέση,
δεν θέλουν να την παντρευθούν, γιατί δεν τους αρέσει.
Βρίσκουνε χίλιες αφορμές για να την παρατήσουν,
γιατί το είχαν πρόγραμμα προτού να ξεκινήσουν.
Και μόνον για την πρόσκλησιν είχαν παρασυρθούσι,
γιατί άλλον τρόπον δεν είχεν για να ξενητευθούσι.
Και έν΄όσω το ποδάριν τους επάτησεν στα ξένα,
τες λένε πως δεν έχουνε ανάγκη πια κανέναν.
Κι΄αν είνε για τα έξοδα της λέγει σαν δουλέψη,
Ας κάμη τον λογαριασμόν να της τα επιστρέψη.
Κλαίει φωνάζει, δέρνεται με πικραμμένα χείλη,
πηγαίνει στην κοινότητα για να τον καταγγείλη.
Κι΄αυτοί στο ιμικρέσιο της λεν να ειδοποιήση,
κι΄αν δεν θέλει να παντρευτή πίσω θα τον γυρίση.
Και με τα μέσα τα πολλά και με πολλές φοβέρες,
κάμνει τον γάμον, μα βαστά μόνον λίγες ημέρες.
και χαρτζιλίκι τακτικά στην ντζέπην να τον βάλη.
Με χίλιους τρόπους προσπαθεί να την δυσαρεστήση,
εως ότου να τον βαρεθή, να πη να τον χωρίση.
Στα καφενεία κάθεται απ΄το πρωί ώς το βράδυ,
γιατί του αρέσει η ζωή να ζη σαν το ρημάδι.
Κι΄όταν απο το χέρι του λείψη το χαρτζιλίκι,
είνε το αποτέλεσμα καυγάς και ρεζιλίκι.
Μα έχει και περίστασι που φταίει κι΄η γυναίκα,
γιατί με νουν και λογικήν, βρίσκεται μια στις δέκα.
Θέλει τον άνδραν να τραβά, από το χαλινάρι,
κι΄ότι της ρέσει κι΄οτι δει ευθύς να της το πάρη.
Και με την μόδαν ντύνεται, δίχως να λογαριάζει,
κι΄αν της μιλήση ο άνδρας της αρχίζει και φωνάζει.
Ότι ζητήση κι ότι πη αυτό πρέπει να γένη,
γιατί του λέγει πως και πριν έτσιτον μαθημένη.
Και μέσα στο νοικοκυριό αυτή να κουμαντάρη,
και αν κάτι ο άνδρας χρειασθή αυτή να της το πάρη.
Σαν πληρωθή απ΄την δουλειά σ΄αυτήν να τα μετρήση,
κι΄αυτή να κάμη πρόγραμμα πως θα τα κανονίση.
Γιατί το γράφει βρε παιδιά το καταστατικόν της,
να τα ξοδεύει τα λεφτά για τον λογαριασμόν της.
Κι αν είν΄ο άνδρας της μπουταλάς και δεν καταλαμβαίνει,
με χαλινάρι τον τραβά και δω και κει τον σέρνει.
Σαν είνε όμως έξυπνος και δεν τα υπομένει,
έχουν αντιπολίτευσιν κι΄είν πάντα τσακωμένοι.
Ώσπου το αποτέλεσμα είνε για να χωρίσουν,
και δύο στοιχεία αντίθετα δεν ημπορούν να ζήσουν.
Γιαυτό το θέμα το λοιπόν πρέπει να σχοληθήτε,
και να το μελετήσετε για να μην εκτεθήτε.
Και για πανδρειάν όταν σκεφθή κόρη ή παλληκάρι,
να το ξετάση απο πριν το μέρος που θα πάρη.
Καθώς λέγει το γνωμικόν κ΄είναι παντού γραμμένο,
παπούτσι από τον τόπον σου κι ας είναι μπαλωμένο.
****
Λουκάς Μπονιάτης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Μ. ΤΟΜΑΖΟΥ
ΡΟΔΟΣ 1958
Βρίσκουν την τύχην αφορμήν πολλοί νεοφερμένοι,
που δεν τους εβοήθησεν κ΄είναι εκτεθημένοι.
Μ΄άλλες ελπίδες έρχονταν μ΄όνειρα περπατούσαν,
νόμιζαν πως στα χέρια τους τον πλούτον εβαστούσαν.
Νόμιζαν τα δολλάρια κι ΄ήτανε πεταμένα,
κι΄από τους δρόμους τα αρπά όποιος έλθη στα ξένα.
Μα την πραγματικότητα όταν την αντικρύσουν,
θυμούται την πατρίδα τους και θέλουν να γυρίσουν.
Κι΄άς έχωμεν υπομονή και ο θεός άς δώση,
το όνειτο του καθενός να του το εκπληρώση.
Έχω δύο χρόνια βρε παιδιά, στα τρία μπαίνω τώρα,
και την πατρίδα νοσταλγώ δέκα φορές την ώρα.
Κοιμούμαι μ΄έναν όνειρον ξυπνώ με μιαν ελπίδα,
να μ΄αξιώση ο θεός να στρέψω στην πατρίδα.
Στο μέρος που γεννήθηκα και στο μικρό χωρίο μου,
νάχω αδέλφια και γονείς και φίλους στο πλευρό μου.
Και στο μικρό σπιτάκι μου να πέσω να ξαπλώσω,
δίχως να καρτερώ κανέν το νοίκι να πληρώσω.
Να βλέπω όνειρα γλυκά και όχι τρομαγμένα,
και κτυποκάρδι της καρδιάς να μην έχω κανένα.
Να συνεχίσω την ζωήν εκείνην που κρατούσα,
πούμουνα πάντα εύθυμος με φίλους και γλεντούσα.
Να δω τα κτηματάκια μου, εκείνα πούχα φτιάξει,
ο πόνος πούχω στην καρδιάν ογρήγορα ν΄αλλάξη.
Να πιώ νερό του πηγαδιού κρύο και παγωμένο,
να φάγω φρούτον ώριμον και σύνωρο κομμένο.
να πάρω αέραν δροσερόν το σώμα να λαφρώσω.
Να φάγω απ΄την συκιάν σταφύλια απο τ΄αμπέλι,
καρπούζια και ροδάκινα πούνε γλυκά σαν μέλι.
Στο καφενείο του χωριού να πάω να καθήσω,
φίλους μπιστούς και συγγενείς να βρω να συζητήσω.
Σε πανηγύρια εξωχικά να τρέχω, να γλεντίζω,
και με ευθυμία και χαράν στο σπίτι να γυρίζω.
Ετούτα κι΄άλλα πιο πολλά έρχονται στο μυαλό μου,
όπου με ξαναγκάσασι ν΄αλλάξω τον σκοπόν μου.
Και τον θεόν παρακαλώ δεξιά νε με τα φέρη,
για να γυρίσω γρήγορα από τα ξένα μέρη.
Κι΄αν με ρωτήση και κανείς η ξενητειά πως έχει,
ότι γνωρίζω θα του πω κι ΄αυτός να το κατέχη.
Γιατί ο κόσμος βρε παιδιά πάσχει παυτήν την σκέψι,
με χίλιους τρόπους προσπαθεί για να μεταναστέψη.
Και όλη η συζήτησις μέσα στα καφενεία,
είναι για μετανάστεψιν και για ξενομανία.
Διότι κάτι μερικοί πούχουν έλθη στα ξένα,
γράφουνε κάτι γράμματα πολύ παραλλαγμένα.
Δίχως να νιώσουν την ζωήν και να την μελετήσουν,
γράφου που βρήκαν θησαυρούς και πια δεν θα γυρίσουν.
Και ξεσηκώνουν τακτικά φίλους και συγγενείς τους,
κι΄ ακόμη το χειρότερον τους γέρους τους γονείς τους.
Γνώρισα γέρους και γρηές μέχρι βδομήντα χρόνια,
όπου μεταναστέψασι κ΄ήλθανε μες τα χιόνια.
Κι΄ αν αρωτήσης μια γρηά αν είν΄φχαριστημένη,
κλαίει σαν το μωρόν παιδί πούναι μετανοιωμένη.
Γιατί έχασεν την εξοχή και τον καλόν αέρα,
και μέσα στο δωμάτιο κλειστήναι κάθε μέρα.
Ο Καναδάς είνε καλός για κείνους που γνωρίζουν,
τον τρόπο και την μέθοδον χρήματα να κερδίζουν.
Γιατί είνε μέρος πλούσιο μ΄απέραντες εκτάσεις,
και πάντα χρήμα συναντάς όπου και να περάσης.
Χιλιάδες εργοστάσια παντού θα συναντήσης,
και κάπου θα βρεθή δουλειά αν πας και θα ζητήσης.
Φάρμες χιλιάδες βρίσκονται κι΄ανθρώπους εζητούνε,
να έχουν ειδικότητα να ταις καλλιεργούνε.
Κτηνοτροφία απέραντη, πρόβατα κι΄αγελάδες,
όπου υπολογίζονται αμέτρητες χιλιάδες.
Νιάτα λοιπόν χρειάζονται, υπομονή και σκέψις,
και εξυπνάδα και μυαλό αν θέλης να προοδέψης.
Γιατί είπαμεν ο Καναδάς δεν είν΄για τον τυχόντα,
αλλά για νέους έξυπνους και με καλά προσόντα.
Αυτά τα λόγια δίστιχα που βλέπετε γραμμένα,
απ΄την ζωήν του Καναδά είν΄όλα βγαλωμένα.
Τα είδα με τα μάτια μου δίχως να με τα πούνε,
και τάγραψα μες το χαρτί ο κόσμος να τα δούνε.
Και όποιος θέλει φίλοι μου ας πάρη να διαβάση,
κι΄αν δεν κερδίση και πολλά την ώραν θα περάση.
Μα ένα μικρό συμπέρασμα ελπίζω να κερδίση,
εκείνος πούχει λογικήν και περπατεί με κρίσι.
Το όνομά μου μυστικόν δεν θέλω να πομείνη,
και σας το γράφω φίλοι μου μ΄όλην την καλωσύνη.
Από τ Δωδεκάνησα είν΄η καταγωγή μου,
στην Ρόδον εγεννήθηκα καίζησα την ζωήν μου.
Το όνομα μου Λαμπριανός, επίθετο Τομάζου,
από την Ρόδον το νησί που όλοι το θαυμάζου.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου