ΤΑ ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ====
Στο γέρμα τη μέρας ξεκίνησε από το μεγιάλο κεππούλι του ο Γιακουμής με γκιό γαδάρους κατά ψόφου φορτωμένους με ξύλα και κλαδγκιά για τον φούρνο του Σαββάτου... Συγκιρντίστηκε γιαμιας που την αρκή γιατί του πεσε η ταμπακιέρα στο μυλόβλακο και εβράχει ο καπνός και τα τσαριόχαρτα, όταν έσκυψε να πλύνει τα χέργκα του και να πιεί δροσερό τρεχούμενο νερό.
Πεστάθηκε στην ανηφόρα των Ψυχνών νερών, τον έπιασε η σπλήνα του,ντεροκόπηκε, αλλά ενέ κατσε στο κουνέττο, γιατί εφούτο μην του κκατίσουν τα ζα που το γουμάρι. εφούτο πιο πολύ μην του ρτει κανένας ταμπλάς, κανένας καργκιόλικας και το μπελοκάδι του Πλαστήρα... Βάλε το χέρι σου Παναγιούλα μου Κυρά Ψηλή να πάμε σαλαμέττι στο χωργκό και εν' νά σου φέρω μια λαμπάδα που το κερί της μέλισσας..
Στο ίσιωμα της στράτας ΄νταμώθηκε με τον Φανιό τον ακράνη φίλο του. -Εβώ στρέφω πρε Φανιέ και συ πάνεις τέκκια ώρα στον Ναίθωνα??? λω και στένεις ττέλια και σίγερα για να πιάσεις κανένα μακρόφτη ή κανένα μεγιάλο αλαφά... καταφέρνεις τα πρε γκιαλόφτη ούλα τα κουτραπάντικα... -Χάτε πρέ Γιακοιμή.. εβάνεψες με τον κακόμο,,... πάνω να ξεροποτήσω το κεππουλι της γεναίκας μου στο Κιργκοσίφι και να δω αν επιάστη και κανένας αλαφάς που μου ρημάξανε και ξεκωλοριζιάσασι τα πωρικά...
- Δος μου ένα γλυκοσέρτικο τσιάρο να φουμάρω και να συγκαλαμιστώ μέχρι να πω στο χωργκό..
- Πιάσε ένα μοναχά που την πούγκα της καμουζέρας...πήρα κουμπάνια, γιατί 'χω αβατέ εφτη την νύχτα και φούμαι μην πομείνω μετά άτσιαρος..
- Ενα 'ρτω κανένα απόβραδο να σε γειτονέψω και ένα φέρω κι ένα μπούκαλο ρακή... εε...και τι ρακή..καθαρό σπίτο..πίνεις μια -δγκιό λαρουγγιές και ξύφτουν τα μέσα σου... κολωφανούν τα σωτικά σου...ενά τη δοκιμάσεις κι εν να μου πεις.. ενά μιλήσουμε και για τα παντρολήματα του γιου μου του Ναστάση με την κόρη σου τήν Ειρήνη... σαν κι εφτή ενέ χει καμιά άλλη στο χωργκό..,,, εμ μαθές, ξέρεις τα και ξέρει τα και η γεναίκα σου το Ζωγιό που ΄ναι του γκιάλου η κάρσα...
Πάνε τώρα στη δουλκειά σου και τα λώμε άλλη βολά,,,ενά λαμένω να μου στείλεις μήνυμα... ..
- Ενταξει Γιακουμή...εε και ξάννα καλά,,εν' να βρεθούμε στο δικό μου σπίτι που ΄ναι λίγιο παράμερο κι ενέ χω και γειτόνους..μπορεί το πορνό να βρω τον αλαφά με τη γλώσσα του δακκαμένη...εε τότε η γεναίκα μου ενά τηγιανίσει την συκωταργκά του και ένα κάμει και γιαπράκια με τάκκους κυμά που τα κωλομέργκα του,,, -Ερκίνηξε μετά απο τρείς μερες να χολοσκά ο ζαβάλης ο Γιακουμής
-.Εμ με τι κάμιει ο φτοσδας ο χρισκιανός??? λω και ξεχάστηκε..έκατσε στα χαλά πανιά...,, εμέ τι λαμαίνει ποττέ??? να .νέβη ο γάδαρος στον πεύκο του Καράβου??? εν το ξέρει που το σίγερο κολλά στη βράση του???
-Γιακουμή..το Σάββατο να ΄ρτεις στο σπίτι αγκαζέ με τη γεναίκα σου,,. ε κατεβαίνω να μιλήσουμε που κοντά, γιατί επιάσασι οι στελλίτρες οι μύγες το άλοβο και με το ζόρι το κάμιω ζάφτι... ενά το ξεσουμαργκάσω στο σπίτι μου κι ένα το τρίψω με ξύδι και λίγιο λάδι να ξεκάμει το κακόμο το ζο.... εν'να σας λαμενουμε...έχω ψουνίσει πολλά μεζελίκια οξον που τα άλλα μαρέματα...κια που να ρακοπίνουμε ένα τα λακκερτίσουμε κιόλας ,,ούλα εν' να μας τα φέρουν δεξιά ο μεγιαλόχαρος ο Ταξάρκης και Τσαμπίκα ....
-Βρανά το Σάββατο και μόλις ήβγκε ο αποσπερίτης που το Κάστρο, ο Γιακουμής αγκαζέ με τη γυναίκα του Ζωγιό πήραν το τουχεμένιο σοκάκι για το σπίτι του Φανιού.
-Θύμιαζε η Αννούλα με την καπνιστήρα και μοσχομύριζε ο τόπος από τους φλόμους της ζιάς που της έφερνε τακτικά ο Φανιός από τον Ναίθωνα....
- Καλώς τους...ελάτε μέσα ...ήρτετε στην πιο ευλογημένη ώρα του Θιού...άμα θυμιάζω, θαρρώ και 'νοίγιουν οι ουρανοί κι 'κούω τα ζαπάταχλα των βημάτων των αγγέλων.
- Εμέ τι 'ναι ούλα φτα που μας εφέρετε ??? λω κι έγκειασες το μαγαζί του Μανιού.. εμείς μόνο την αγάπη σας θέλουμε.. ξέρετε πόσο σας 'γαπούμε...να ΄στε καλά και να σας τα δίνει ο Θιός διπλά και τρίδιπλα,,,.
-Και 'μεις σας ΄γαπούμε Αννούλα μου...Ο Γιακουμής λε τ΄όνομα του Φανιού και κολλούν τα χείλη του....
-Ζωγιό !!! ε Ζωγιό ... επιάσετε τη λίμα και μας εξεχάσετε ... φέρε τώρα τους μεζέδες να μην πίνουμε τη ρακή ξεροσφύρι...
-Εμέ τι ρακή είναι εφτή Γιακουμή μου?? από το πρώτο ποτήρι ετσούστησαν τα μέσα μου... λω κι ενά φέρω το περσινό κόκκινο γλυκό κρασί..
Που λες Γιακουμή ενά σου πω και για την κόρη μου...όχι που θέλω να παινευτώ, αλλά είναι και πρώτη στο χωργκό μας..Όμορφη με λίγια λόγια, σεμνή, τίμια, καλόγνωμη. και δασκάλα στο πάνω σκολειό.. κι από προίκα ??? ε τι να πω? αμπέλια, κεπούλκια, χωράφκια με ελιές κι ένα οικόπεδο μες στην καργκιά του χωργκού...μαλαματικά αρίφνητα... μισό καφίζι λω κι ΄ναι . πλακκιές καδένες του λαιμού, φουσκιά, πεντόλιρα, λίρες Αγγλίας, τούμπλες και μαμουκέδες...τα πιο πολλά ειναι της γεναίκας μου που τη μάνα και τη μάμμη της κι ό,τι εγόρασα κι εβώ,,, και ούλα εφτά εν' να τα γράψω στην εγκλαβή...στην κόπια .... -Και το Ναστασιό μου εμ πάει κάτω...όμορφος, ντελικάιτος, έξυπνος και του γκιάλου η κάρσα...στο γυμνάσιο που ΄ναι στη χώρα καθηγητής, ό,τι πιο δύσκολο το αναλαμβάνει και το κάμιει στο πι και φι...
Ατε πρε Φανιέ... εμείς τα 'παμε. εν' να τα πούμε και στα παιγκιά μας..πιστέβγκω να μη μας χαλάσουν το χατήρι μας για να γίνει εφτό το παντρολόγημα αράνας και παντρειά...
Μέρος δεύτερο . ΑΛΛΑ ΕΙΠΑΝ ΟΙ ΓΟΝΙΟΙ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ====
Είχε πια χαράξει η ανατολή μετά το κράξιμο του μσυροκόκκινου πετεινού της αυλής του.
Έβλεπε τη γυνσίκα του που έβαλε τα γιορτινά της για να πάει στην εκκλησιά, χωρίς να της μιλήσει.
Έκανε πως τάχα κοιμόταν κι εκείνη έκανε το κσθετί αθόρυβα για νσ μην τον ξυπνήσει..
Ακούστηκε ο απόηχος της μεγάλης καμπάνσς που έφεραν οι πιο παλιοί άντρες του χωριού από την ιταλική εκκλησιά των Κολυμπιών μετά το τέλοε του πολέμου.
--Γιακουμή.! εβώ πάνω στην εκκλησισ γισ να βρω θρανί να κάτσω. Είναι μεγισλη γιορτη κι ψαλτάδες κι ο παπάς θα τα παρακανακίσουν και ένα αργκήσει να πολύκει. Έκαμα σου τον καφε κι ξεχώρισά σου τα ρούχα που ένα βάλεις...ντύσου κι έλα άμα σημάνει η τρίτη καμπάνα ...
--Πάνε και εν' να 'ρτω εκειά που κοντεβγκει η απόλυση...
--Καλημέρα Γιακουμή... πιο καλά που εν ήρτες.. εκήρυσσε ο παπά Γιάννης κι έλε μας να 'γσπούμε τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχτρούς μας, να μην κρατούμε κακία, να συγχωρούμε, να τα βρίσκουμε μεταξύ μας με το καλό κι άλλα πολλά που έν' νε ττυμούμαι. χα-χα ήτο να του μπήξω τες φωνές και να του πω τ' άξια του ""παπά, άλλα λες μες στην εκκλησιά κι άλλα κάμιεις όξω στα νταλαβέγκα σου...με εσύ εν'νε πηρες τ'αδέργκια σου στα δικαστήρια για μισό μέτρο χώμα και έν' νε πήγες στο Νοσοκομείο που πέθαινε η μεγιάλη ' δερφή σου που υποστήριξε τον μικρό 'δερφό σου... άσε που άμα εν σου βάλουν στο χερόλο σου χάρτενο φράγκο τα λες μουρμουριστά και σιγιανά""" Εμέ και η παπαγκιά είχε στημένα τ'αφκκιά της κι εφκράτο αν καμιά ξερόβηχε κι έμούγκριζε.
--Συγκιρτίστηκα και με τους 'πιτρόπους..ούλοι με καινούργκσ ρούχα, κουτσαβάκια... εμέ που τα βρίσκουν τα φράγκα έλα που μέσα μου και η μακιά μου έπεσε στον μεγιαλόχαρο Ταξάρκη με τη μεγιάλη σπάθσ... εφτοί εν' νε βάλασι στη ζωή τους ούτε ένα μερκάματο κι έχουσι τώρα διπλά σπίκκια, οικόπεδα κι ούλα τα κτήματα τους φραμένα με ττέλια γύρου-τριγύρου με μεγιάλες μακέλλες.... ε ε λω και τανούν τα χέργκα τους τους μουκερέδες των παγκαργκών... εμέ καλά τα ελέασι οι παλκοί ''τον πρώτο χρόνο ο 'πίτροπος φούται τον άγιο...τον δέφτερο χρόνο ο άγιος φούται τον επίτροπο... εφτοί που 'χουν πάνω από είκοσι χρόνια εκάμασι αποσινό τους μεγιαλόχαρους.
Συχγχώρα με Θιέ μου......
--Έλα σου τα κι εμέ πίστεβγκες.. λίγιοι είναι οι καλοί παπάδες, μετρημένοι στα δαχτύλκια του μικρού χεργκού...οι πολλοί ενα χοχλάζουν στες καζάνες της κόλασης με την τσουστή πίσσα....
Μέρος 3 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΤΈΡΑ κσι ΓΙΟΥ ====
Καθόταν μέχρι το μεσημέρι κάτω από τον δροσιό της μουνουριάς της αυλής του ο Γιακουμής. Ήθελε να του 'πει τα μαντάτα του λογοδοσήματος του.
--Καλημέρα γιε μου...ελάμενα να νιώσεις για να σου 'πω το καλό μαντάτο...εψές επήγια με τη μάνα σου στο σπίτι του Φανιού -ξέρεις τον- για ν'αποσπερίσουμε... εκειά που πίναμε ήρτε και η κουβέντα για σένα..η μια κουβέντα έφερε την άλλη και για μη σου τα πολολαλώ σε λογοδότησα με την κόρη του... εγκιάλεξα για σένα τον ελλεμέ του χωργκού.. το πεντινί.
Έτοιμο νοικοκυργκό που την πρώτη κιόλας μέρα... κουβάνι γεμάτο μέλι να το τρυγίσεις.. δασκάλα η κορούλα του, όμορφη, τίμια, σεμνή και με ολάκερη προίκα σ'αμπέλγκια. κεπούλια κσι χωρσφκια με αμέτρητες ελγκιές και μισό καφίζι χρουσαφικά... ενοίξασι.οι ουρανοι γιε μου και η τύχη έκλωσε χρυσό βατάνι..σήμερο που ενά μαθητευτεί ένα συγκλιστεί το χωρκό κσι ούλα τα παλάμεντα....
-.άντε Ναστάση μου...ώρα κσλή στα σιάσματά σου και στις αράνες σου......
-- Πατέρα μου.... σε σένα και στη μάνα μου χρεωστώ την ύπαρξη μου. Στερηθήκατε πολλσ για νσ με μεγαλώσετε και πιο πολλά για να σπουδάσω στην Αθήνα. Νιώθω από πσιδί περήφανος για τις ηθικές αρχές που μου μάθετε. Προσπάθησα πολύ κσι προσπαθώ να φανώ αντσξιος της αγάπης που είχα ως παιδί κι ασφαλώς και τώρα που έγινα άντρας
--Στα χρόνιας σας η γνώμη του πατέρα αφέντη ήτο διαταγή στα παιδιά. δεν είχαν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν τη βούληση του αφέντη γονιού. έστω κι αν είχαν αντίρρηση.
Ήθελαν νύφη με προίκα και χρουσαφικά ή γαμπρό με μεγάλη μάντρα και καλή σταθερή δουλειά... "Τ' αντρόγυνα χώριζαν μετά και περίμεναν επτά χρόνια την εκκλησία για να πει ναι ή όχι στη λύση του γάμου και άλλα τόσα για να εκδώσουν αποφάσεις τα δικαστήρια για τα περιουσιακά.... έμεινε στην ιστορία ο γάμος του Κουτρούλλη που περίμενε να χωρίσει με τη γυναίκα που τον πάντρεψε με το στανιό ο αφέντης του είκοσι ολάκερα χρόνια για να πάρει το διαζύγιο και να πάρει εκείνη που ήτο ερωτευμένοι από παιδιά...έσφαξε τρεις αγελάδες και 30 πρόβατα για να τσ'ί'σει το χωριό της αγαπημένης του..... --Λίγα ζευγάρια στέριωσαν κι έζησαν γαλήνια, όπως εσύ πατέρα με τη μάνα μου που ήσουν και είσαι κσι τώρα ερωτευμένος. αφού τότε σκαρφάλωνες τον αυλότοιχο για να δώσεις στη μάνα ένα κκόκινο γαρίφαλο. το ραβασάκι κσι να πάρεις ένα φιλί... -- Σήμερα οι νέοι πηγαίνουν στην καφετέρια, πίνουν ένα ποτό, κουβεντιάζουν για΄όλα, συμφωνούν ή διαφωνουν,ι πηγαίνουν στο βουνό και στη θάλασσα να δουν τη γιόμιση του φεγγαριου, να ακούσουν τον φλοίσβο των κυμάτων με αγκαλιές, φιλιά, χάδια και έρωτα. ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί. Η γνώμη των γονιών πρέπει να είναι μόνο σεβαστή και συμβουλευτική και όχι διαταγή....
-- Ούλη την ώρα που εμίλγκιες Ναστάση μου στα αρκαία ελληνικά λίγια εκατάλαβα...το μόνο σίγιουρο είναι πως εν' νε συμφωνείς μαζί μου...εσύ έν' να κτυπάς την κεφάλη αύριο στον ξεροτράχαλο τοίχο...εβώ νίβγκω τα χέργκα μου.. . Την ίδια χρονιά παντρέθηκε ο Ναστάσης την όμορφη Ελένη και η Δέσποινα τον όμορφο μελαχρινό Παύλο.. Πριν κλείσουν χρόνο γιόρτασαν τον ερχομό των παιδιών τους.
--Ο Γιακουμής κι ο Φανιός έμειναν, έστω κι αν δεν συμπεθεριάσανε καλο φίλοι. Βρέθησαν ξανά στον καφενέ του Βασιλαρά..
Ο Γιακουμής κρατούσε την εγγονή του Ζωή κι ο Φανιός τον Βλάση... έπαιζαν αμέριμνα με τα χαλίκια τα παιδάκια... .
- Φανιέ !!! στην εποχή τους ε θα χρειαστουν προξενιά, σιασίσματα, εγκλαβές, κόπιες και ΠΑΝΤΡΟΛΟΓΗΜΑΤΑ.....
Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα
Στέργος Α Λαμπριανός.
ΥΓ. ετούτη η ιστορία είναι μυθοπλασία.. ονόματα και γεγονότα καμιά σχέση με το πριν και τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου