Χάνεται στα βάθη του
χρόνου η ιστορία της γνωριμίας των ανθρώπων με το σφουγγάρι και την τέχνη
της σπογγαλιείας. Από την εποχή του Ομήρου, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια
βρίσκουμε τις πρώτες αναφορές και πολύ αργότερα όπως μας αναφέρουν Ρωμαίοι
και Βυζαντινοί συγγραφείς το σφουγγάρι το χρησιμοποιούσαν στη γραφή, στη
ζωγραφική, στην ιατρική και φαρμακευτική. Από τους πρώτες αιώνες του
χριστιανισμού, μας έρχεται στην μνήμη η τραγική σκηνή της Σταύρωσης, όταν
ο Ρωμαίος στρατιώτης βρέχει με σφουγγάρι βουτηγμένο σε ξύδι και χολή τα χείλη
του Χριστού.
Η ιστορία της παραγωγής
και της αλίευσης του ξεκινάει από την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και
όταν πλέον η ζήτηση του αυξήθηκε κατακόρυφα αναζητήθηκε και σε άλλες θάλασσες
του πλανήτη. Αλιεύτηκε στην Καραϊβική στις ακτές της Φλώριδας και της
Κούβας, όμως η ποιότητα των αλιευμάτων ήταν πολύ κατώτερη από αυτή της
μεσογείου. Στις ακτές της Μαδαγασκάρης στον κόλπο της Βεγγάζης και στις
Φιλιππίνες έγινε επίσης σπογγαλιεία όμως με ποιότητα κατώτερη και από αυτή
της Αμερικής. Τα καλύτερα ποιοτικά σφουγγάρια βρίσκονταν στην Ανατολική
Μεσόγειο.
Επάγγελμα σκληρό και
επικίνδυνο, έγινε μεγάλο προνόμιο για τα άγονα και φτωχά νησιά του Αιγαίου.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στα Δωδεκάνησα, Κάλυμνο, Σύμη, Χάλκη και
Καστελόριζο δημιουργήθηκαν τα πρώτα σπουδαία σπογγαλιευτικά κέντρα. Αργότερα
Καλύμνιοι, Συμιακοί, Υδραίοι σφουγγαράδες ανακάλυψαν και επέκτειναν την αλιεία
τους και στις ακτές της Β. Αφρικής, έτσι οι τόποι ψαρέματος πλέον απλώνονται σε
όλη τη μεσόγειο από την Αδριατική έως και την Κύπρο.
Οι πρώτοι έμποροι σφουγγαράδες
αγόραζαν την πραμάτεια τους και την πωλούσαν γυρνώντας στους δρόμους της
Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, της Οδησσού φτάνοντας έως και
την Αγία Πετρούπολη. Καλύμνιοι σπογγέμποροι ο Θεόφιλος
Κουτρούλης και ο Μιχαήλ Τουλουμάρης διέδωσαν την χρήση του σφουγγαριού
στις αγορές της Βορείου Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας. Μεγάλοι εμπορικοί
οίκοι εμφανίζονται στην Ύδρα στην Κάλυμνο τη Σύμη με διακίνηση
σφουγγαριού στις χώρες Ευρώπης και Αμερικής.
Στη δεκαετία του 1860 λόγω της
μεγάλης ζήτησης του σφουγγαριού δοκιμάστηκε η αλίευση με σκάφανδρο και
πολύ αργότερα εμφανίστηκαν και άλλες καταδυτικές μηχανές, όπως το Φερνέζ και
μετέπειτα η αυτόνομη κατάδυση με μποτίλιες. Μεγάλη όμως ήταν και η αύξηση
των θυμάτων από την αλιεία με καταδυτικά εργαλεία. Η νόσος των δυτών, όπως και
οι θάνατοι από ασφυξία ή ολική παράλυση θέριζαν τους σφουγγαράδες της
εποχής, λόγω της άγνοιας των κανόνων κατάδυσης και της παρατεταμένης διαμονής
τους στο βυθό.
Η μεγάλη χρήση καταδυτικών
συσκευών οδήγησαν στη υπεραλίευση και κατά συνέπεια στην αποψίλωση
των βυθών από τα σφουγγάρια. Σιγά σιγά τα πεδία αλίευσης μειώθηκαν
σημαντικά στην Μεσόγειο με αποτέλεσμα και την μείωση των ασχολούμενων
πληθυσμών των νησιωτικών περιοχών με την σπογγαλιεία.
Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο
και τις καταστροφές του μόνο η Κάλυμνος θα ανασυγκροτηθεί και θα
παραμείνει η μοναδική σπογγαλιευτική δύναμη στην Ελλάδα με εξαγωγές σε Ευρώπη
και Αμερική και τεράστιο συναλλαγματικό όφελος για την πατρίδα μας. Μετά
το 1970 αρχίζει η παρακμή της σπογγαλιείας και στην Κάλυμνο, το τεχνητό
σφουγγάρι αναβαθμίζεται και αντικαθιστά το φυσικό σε όλες τις χρήσεις και
ολοκληρώνοντας την καταστροφή το 1986 μια τρομερή ασθένεια των
σφουγγαριών κατέστρεψε ολοσχερώς όλα τα αλιευτικά πεδία της Μεσογείου.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια
βλέπουμε μια ανάκαμψη στον τομέα της σπογγαλιείας γεγονός που προδίδει
ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον.
Ένα μοναδικό βίντεο με τους
σφουγγαράδες του Αιγαίου. Το βίντεο αναρτήθηκε από τον Demetres Anagnostopoulos
στο Youtube.
Δείτε το βίντεο ΕΔΩ: https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=uYLdjlQ5200
Οι τελευταίοι σφουγγαράδες του
Αιγαίου
Δύτης με τη στολή του στον
βυθό της Καλύμνου. Σήμερα οι βουτιές με σκάφανδρο γίνονται μόνο για επιδείξεις
ή εκπαιδευτικούς λόγους.
Γιόγιακας Προκόπης
«Σήμερα τα δέκα σφουγγαράδικα που έχουν
απομείνει αλιεύουν ετησίως γύρω στους δύο τόνους σφουγγάρια. Και να φανταστείς
ότι πριν από το 1986 κάθε καΐκι έβγαζε - μόνο το καλοκαίρι - από έναν
τόνο! Τότε δραστηριοποιούνταν 100 μικρά και μεγάλα καΐκια». Αυτό υποστηρίζει,
μιλώντας στα «ΝΕΑ», ένας από τους τελευταίους καλύμνιους σφουγγαράδες, ο
Παντελής Γιωργαντής. Στα πενήντα πέντε του χρόνια, δυσκολεύεται να περπατήσει.
Κάτω όμως από την επιφάνεια της θάλασσας και σε βάθη 60-65 μέτρων κινείται με
ευκολία εφήβου.
Σήμερα, η παρέα των
βουτηχτάδων αριθμεί μόλις 80 μέλη. Πλέον, το παραδοσιακό επάγγελμα του
σφουγγαρά τείνει να εξαφανιστεί.
«Κανείς από εμάς δεν μπορεί να
ζήσει στις μέρες μας από τα σφουγγάρια. Γι' αυτό είμαστε αναγκασμένοι να
ασχολούμαστε και με αλλά πράγματα, όπως είναι για παράδειγμα η οστρακοαλιεία»
λέει ο πρώην πρόεδρος των σφουγγαράδων. Πλέον, τόσο ο ίδιος όσο και οι λιγοστοί
συνάδελφοί του ψάχνουν για σφουγγάρια - κυρίως - στη θαλάσσια περιοχή
γύρω από την Κάλυμνο, τη Σύμη, τη Λήμνο, την Υδρα, την Αίγινα και τη Νότια
Κρήτη. Οπως λέει, οι Καλύμνιοι θα ήθελαν να αλιεύουν και στις Σποράδες
- όπου υπάρχουν σήμερα πολλά σφουγγάρια - αλλά απαγορεύεται στο
πλαίσιο του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου Βορείων Σποράδων.
Αλλοτε, τέτοια εποχή το λιμάνι
της Καλύμνου ήταν άδειο από σφουγγαράδικα. Μετά το Πάσχα τα σφουγγαράδικα (στις
αρχές του 20ού αιώνα έφταναν τα 500) τραβούσαν κατά τις ακτές της Βόρειας
Αφρικής. Επειτα από δυο μερόνυχτα, μέσω Κρήτης, έφταναν στις ακτές της Βόρειας
Αφρικής (Τομπρούκ, Ντέρνα, Βεγγάζη, Τρίπολη). Από εκεί χωρίζονταν. Αλλά έφευγαν
για τις ακτές της Αιγύπτου (Σαλούμ, Μάρσα Μαστρούχ, Αλεξάνδρεια, Αμπουκίρ) και
άλλα για τις ακτές της Τυνησίας. Η επιστροφή γινόταν τέλη Σεπτεμβρίου -
αρχές Οκτωβρίου.
Η μαύρη χρονιά
Το 1986 θεωρείται
χρονιά-ορόσημο για την καταστροφή των σφουγγαριών. Ηταν μια μαύρη χρονιά για
τους σφουγγαράδες. Αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν ήταν καλύτερα. Τα
σφουγγάρια άρχισαν να ασπρίζουν και σε χρόνο-ρεκόρ να νεκρώνουν χτυπημένα από
μια άγνωστη ασθένεια.
Η αρρώστια χτύπησε όλη τη
Μεσόγειο. Εκτιμάται ότι πάνω από το 90% των σπογγαλιευτικών πεδίων της
Μεσογείου, σε βάθος μέχρι 50 μέτρων, καταστράφηκε! Οι καλύμνιοι σφουγγαράδες
είδαν τη ζωή τους να αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Η σπογγαλιεία μέχρι το 1986
έφτανε σε μια ετήσια παραγωγή πάνω από 30 τόνους (με αλιεία στην Κρήτη, την
Ιταλία, το Βόρειο Αιγαίο και το Λιβυκό Πέλαγος). Εκτοτε η παραγωγή ακολούθησε
φθίνουσα πορεία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το 1993, για παράδειγμα,
έφτασε μόλις τους 3,5 τόνους και σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, δεν ξεπερνάει τους
2 τόνους.
«Οι ασθένειες που πλήττουν τις
τελευταίες δεκαετίες τα θαλάσσια ασπόνδυλα - και ιδιαίτερα τους σπόγγους
- είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στα «ΝΕΑ» η
καθηγήτρια στον Τομέα Ζωολογίας του Τμήματος Βιολογίας στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ελένη Βουλτσιάδου.
Οπως λέει, «οι μαζικές
επιδημίες που έπληξαν τους σπόγγους της Μεσογείου το 1986 και το 1999 έχουν
αποδοθεί από τους επιστήμονες κυρίως στην κλιματική αλλαγή και στην αύξηση της
θερμοκρασίας του θαλασσινού νερού».
Στον βυθό με «αργιλέ»
Λίγα επαγγέλματα έχουν
προκαλέσει τόσο δέος όσο αυτό του παραδοσιακού σφουγγαρά, μια και απαιτούσε από
τον δύτη να φτάνει καθημερινά στα όρια της αντοχής του και να θέτει σε κίνδυνο
τη ζωή του για το μεροκάματο.
Πριν από 17 χρόνια ο Παντελής
Γιωργαντής χτυπήθηκε από τη νόσο των δυτών, γι' αυτό και δυσκολεύεται στο
περπάτημα. Το χτύπημα όμως δεν τον εμπόδισε να ασκεί το επάγγελμά του. Δεν
χρησιμοποιεί σκάφανδρο όπως οι παλιοί. Αλλωστε σήμερα οι βουτιές με σκάφανδρο
γίνονται μόνο για επιδείξεις ή εκπαιδευτικούς λόγους στη Σχολή Δυτών που
λειτουργεί στην Κάλυμνο. Βουτάει με «αργιλέ».
Ενα κομπρεσέρ που είναι πάνω
στο σκάφος στέλνει αέρα από την μπουκάλα (η οποία χρησιμοποιείται ως αποθήκη)
μέσω ενός ελαστικού σωλήνα (κοινώς ένα απλό λάστιχο).
Τα σφουγγάρια μόλις αλιευθούν
πρέπει να καθαριστούν από το εξωτερικό μαύρο μεμβρανώδες περίβλημά τους και στη
συνέχεια να ξεκινήσει η διαδικασία απομάκρυνσης του εσωτερικού κυτταρικού
περιεχομένου τους, μαζί με τους συμβιωτικούς οργανισμούς, την άμμο ή τα χαλίκια
που περιέχονται στο σώμα τους.
Με μηχανικούς και χημικούς
τρόπους επεξεργασίας, παράγεται τελικά από το φυσικό, ζωντανό σφουγγάρι η
καθαρή μάζα σπογγίνης, ο ενδοσκελετός δηλαδή του σπόγγου που θα πωληθεί.
Τα έτοιμα επεξεργασμένα
σφουγγάρια διατίθεται σε δύο μορφές: είτε με το φυσικό τους καφετί χρώμα (το
σκούρο καφέ χρώμα της σπογγίνης) είτε ασπρισμένα με μια επιπλέον χημική
επεξεργασία, η οποία δίνει και ένα πιο ελκυστικό άσπρο - κίτρινο χρώμα στο
σφουγγάρι.
Η εμπορική αξία ενός
σφουγγαριού καθορίζεται με βάση το είδος του, ενώ η τελική τιμή υπολογίζεται με
το βάρος του σπόγγου. Από τα 600 είδη σπόγγων που υπάρχουν στη Μεσόγειο, μέχρι
σήμερα, το εμπορικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους σπόγγους μπάνιου, σε
τέσσερα είδη (φίνο ή ματαπάς, καπάδικο, τσιμούχα και λαγόφυτο).
Σύμφωνα με τον ερευνητή του
ΕΛΚΕΘΕ Βασίλη Γεροβασιλείου, οι ελληνικές θάλασσες αποτελούν μια από τις
καλύτερα μελετημένες περιοχές της Μεσογείου σε ό,τι αφορά την πανίδα των
σπόγγων. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 215 είδη σπόγγων που αντιστοιχούν στο
1/3 των μεσογειακών ειδών.
Πρόσφατες έρευνες από έλληνες
ερευνητές σε υποθαλάσσια σπήλαια αποκάλυψαν είδη σπόγγων άγνωστα μέχρι σήμερα.
Οι επιστήμονες δοκιμάζουν τις
ιδιότητες των σφουγγαριών στη βιοτεχνολογία. Ετσι, σφουγγάρια που εκκρίνουν
βιοδραστικές ουσίες με φαρμακευτικό ενδιαφέρον χρησιμοποιούνται στην παραγωγή
θεραπευτικών σκευασμάτων. Επίσης, επειδή κάποια σφουγγάρια για να τραφούν
φιλτράρουν το θαλασσινό νερό απομακρύνοντας το οργανικό φορτίο και τους
μικροοργανισμούς, οι ερευνητές μελετούν τη χρησιμοποίησή τους στον καθαρισμό
των ιχθυοτροφείων.
Κλείνεις τα μάτια και
ηρεμείς...
Το 1837 ο Αύγουστος Σίμπε
(Siebe) κατασκεύασε το πρώτο τελειοποιημένο σκάφανδρο, το λεγόμενο «αγγλικό».
Το 1860 ένας δύτης από τη Σύμη, ο Φώτης Μαστορίδης, που είχε μάθει να
καταδύεται με σκάφανδρο εργαζόμενος στην ανέλκυση ναυαγίων στις Ανατολικές
Ινδίες, φαίνεται ότι ζήτησε και πήρε δώρο από την εταιρεία του ένα σκάφανδρο.
Τρία χρόνια αργότερα το έφερε στο νησί του. Μάλιστα, για να πείσει τους
παραδοσιακούς βουτηχτές ότι η βουτιά με σκάφανδρο ήταν εύκολη υπόθεση, έβαλε τη
γυναίκα του Ευγενία να καταδυθεί στο λιμάνι.
Η… υπεροχή των μηχανικών
απέναντι στους γυμνούς (δηλαδή τους ελεύθερους δύτες που βουτούσαν με τη
σκανδαλόπετρα) μόλις είχε αρχίσει.
Σήμερα, η σύγχρονη τεχνολογία
προσφέρει στον αυτοδύτη όλες τις ανέσεις και την ασφάλεια μιας κατάδυσης.
Ωστόσο, ακόμη στις μέρες μας η βουτιά με σκάφανδρο εξακολουθεί να αποτελεί
πρόκληση για πολλούς λάτρεις του βυθού. Η επαφή με το παρελθόν θα μπορούσε ίσως
να είναι μια εξήγηση.
Αυτήν την εμπειρία έζησα και
εγώ πριν από χρόνια στην Κάλυμνο. Το ντύσιμο έγινε πάνω στο τρεχαντήρι «Καπετάν
Σπύρος» του Παντελή Γεωργαντή. Το αδιαβροχοποιημένο ύφασμα (καραβόπανο) έπρεπε
να περάσει μέσα από την μεταλλική πλάκα και να βιδωθεί με γαλλικό κλειδί το
κολάρο πάνω στο οποίο θα στερεωνόταν το κράνος (ή περικεφαλαία).
Η τοποθέτηση και το βίδωμα του
κράνους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Νιώθεις σαν να μπαίνεις για μαγνητική
τομογραφία. Το μυστικό είναι να κλείσεις για λίγο τα μάτια και να ηρεμήσεις.
Και όταν αρχίζει η παροχή του αέρα - και πριν βουτήξεις - πρέπει να
αρχίζεις να καταπίνεις γιατί αλλιώς θα πονάνε τα αφτιά σου. Αφού βρεθείς στο
νερό νιώθεις ότι δεν έχεις καμία επαφή με το περιβάλλον και απλώς βλέπεις τα
πάντα μέσα από τα παραθυράκια που υπάρχουν στο κράνος. Κατά διαστήματα πρέπει
να χτυπάς με το κεφάλι τη «Βαρβάρα», τη βαλβίδα εκτόνωσης, για να βγαίνει ο
αέρας, αποτρέποντας έτσι μια ανεξέλεγκτη άνοδο στην επιφάνεια της θάλασσας
γιατί η νόσος των δυτών μπορεί να χτυπήσει ανά πάσα στιγμή…
Ακτινογραφία του σκάφανδρου
Το σκάφανδρο ή φόρεμα, όπως το
λένε, είναι στην ουσία μια στεγανή στολή που καλύπτει όλο το σώμα εκτός από το
κεφάλι. Το τελευταίο καλύπτεται από μια μεταλλική περικεφαλαία (κράνος) που
στερεώνεται στους ώμους του δύτη κυκλικά και κλειδώνει πάνω σε μια μεταλλική
πλάκα στο κολάρο της στολής.
Το κράνος είναι το βαρύτερο
κομμάτι της εξάρτυσης (όλα μαζί ζυγίζουν περίπου 40 κιλά). Είναι χάλκινο και
έχει τρία παραθυράκια (μπροστά και δεξιά - αριστερά) για να βλέπει ο σκαφανδρίτης
ή μηχανικός. Εξού και το τραγούδι «ή μηχανικός θα γίνω ή στην άμμο θ'
απομείνω…».
Στο πίσω του κράνους υπάρχει
μια παροχή πάνω στην οποία συνδέεται το λάστιχο (ή αλλιώς αργιλές ή μαρκούτσι)
μέσω του οποίου διοχετεύεται αέρας μέσα στο σκάφανδρο. Αυτό με τη σειρά του
είναι συνδεδεμένο με ένα κομπρεσέρ χαμηλής πίεσης που είναι πάνω στο σκάφος.
Στα πρώτα σκάφανδρα τον ρόλο
του κομπρεσέρ έπαιζε μια χειροκίνητη αντλία (μια διπλή ρόδα) την οποία
περιστρέφανε δυο άτομα πάνω στο σκάφος, οι ροδάδες, ενώ τον χειροκίνητο
αεροσυμπιεστή τον έλεγαν και κάσα. Στο πλάι - και δεξιά - της
περικεφαλαίας υπάρχει μια βαλβίδα εξαγωγής, η «Βαρβάρα». Πρόκειται για
παράφραση της ιταλικής λέξης «Farfalla» η οποία σημαίνει πεταλούδα, που είναι
το σχήμα της βαλβίδας. Η παροχή του αέρα είναι συνεχής, γι' αυτό ο δύτης πρέπει
να χτυπάει το κεφάλι του στη βαλβίδα για να φύγει γρήγορα ο αέρας.
Η στολή περιλαμβάνει επίσης
ένα ζευγάρι μεταλλικά παπούτσια βάρους 4-6 κιλών και τα μολύβια από 14 έως 16
κιλά. Για ενδοεπικοινωνία υπήρχε το σκοινί. Τραβώντας οι δύτες συνθηματικά το
σκοινί, άνδρες που βρίσκονταν πάνω στο σκάφος τούς τραβούσαν προς την
επιφάνεια.
ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ -
ΚΑΛΥΜΝΟΣ 1950 - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΙΣΙΑΔΗΣ
Μια εκδοχή για το πώς το σκάφανδρο βρέθηκε για πρώτη φορά
στη Σύμη.
Όπως μας λέει ο φίλος
Salaci Symialo το σκάφανδρο το είδαν πρώτοι οι συμιακοί το οποίο χρησιμοποιούσαν
οι Γάλλοι στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ και το έφεραν στη Σύμη για δοκιμή.
Επειδή φαινόταν περίεργο στους βουτηχτάδες, κανένας άνδρας δεν δέχτηκε να το δοκιμάσει… δέχτηκε όμως μια γυναίκα από τη Λήμνο (και η Λήμνος είχε μεγάλη παράδοση στη σπογγαλιεία) η οποία ήταν παντρεμένη στη Σύμη με το συμιακό Μαστορίδη.
Πρώτοι λοιπόν το χρησιμοποίησαν οι συμιακοι και η παραγωγή εκτοξεύτηκε στα ύψη,
τότε χτίσθηκαν και τα περίφημα αρχοντικά της Σύμης.
Στην Κάλυμνο έγιναν φασαρίες μεταξύ των βουτηχτάδων (γυμνοί δύτες που κατέβαιναν στο βυθό με καμπανελλόπετρα) και αυτών που ήθελαν το σκάφανδρο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην Κάλυμνο 5 χρόνια μετά τη χρησιμοποίηση του στη Σύμη.
Επειδή φαινόταν περίεργο στους βουτηχτάδες, κανένας άνδρας δεν δέχτηκε να το δοκιμάσει… δέχτηκε όμως μια γυναίκα από τη Λήμνο (και η Λήμνος είχε μεγάλη παράδοση στη σπογγαλιεία) η οποία ήταν παντρεμένη στη Σύμη με το συμιακό Μαστορίδη.
Πρώτοι λοιπόν το χρησιμοποίησαν οι συμιακοι και η παραγωγή εκτοξεύτηκε στα ύψη,
τότε χτίσθηκαν και τα περίφημα αρχοντικά της Σύμης.
Στην Κάλυμνο έγιναν φασαρίες μεταξύ των βουτηχτάδων (γυμνοί δύτες που κατέβαιναν στο βυθό με καμπανελλόπετρα) και αυτών που ήθελαν το σκάφανδρο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην Κάλυμνο 5 χρόνια μετά τη χρησιμοποίηση του στη Σύμη.
ΠΗΓΗ: https://rokar-rokar.blogspot.com/2019/02/blog-post_86.html
Ο Pierre Berthuel φωτογραφίζει
τους περίφημους σφουγγαράδες της Καλύμνου Παρουσιάζει στο LIFO.gr 29
ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, και μιλά για το πρότζεκτ του ΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΙΔΗΣ 16.5.2015
Λέει ο Pierre
Berthuel για τις εικόνες που σήμερα παρουσιάζονται στο LIFO.gr: «H
φωτογραφική μου μηχανή μού επέτρεψε να αναζητήσω περιπέτειες απαθανατίζοντας
τους περίφημους σφουγγαράδες της Καλύμνου. Aυτούς τους
αγέρωχους, θαρραλέους άντρες, όπως τους περιγράφει κι ο Σωκράτης. Γι'αυτό
το πανάρχαιο επάγγελμα της σπογγαλιείας, που γραπτές αναφορές γι' αυτό
βρίσκουμε σε κείμενα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, οι Καλύμνιοι έδωσαν
μέχρι και τη ζωή τους. Μες στην απέραντη και υπέροχη θάλασσα του
Αιγαίου, στα δωδεκάνησα, έχει απομείνει μόνο μια μικρή ομάδα σφουγγαράδων,
που συνεχίζουν πιστά την παράδοση. Ένα λάστιχο ποτίσματος, ένα 'κομπρεσέρ',
ένα 'φόρεμα' (στολή δύτη) και μία μάσκα αρκούν για την ανεύρεση της πολύτιμης
ψαριάς, τα σφουγγάρια, άλλοτε χωμένα ακόμα και σε βάθος ογδόντα μέτρων, σ'ενα
βυθό που κρατάει μαζί με εκείνα τόσα πολλά και καλά κρυμμένα μυστικά.
Σ'ένα ψαροκάικο, όπου η αβέβαιη τύχη των δυτών ορίζεται από την προστασία των
Αγίων, τους συνόδεψα αναρωτόμενος εάν οι φωτογραφίες μου αποτύπωναν τις
τελευταίες στιγμές ενός ιστορικού επαγγέλματος και τους ανθρώπους που
αφιερώθηκαν σε αυτό ψυχή τε και σώματι - και στους οποίους αφιερώνω
ολοκληρωτικά αυτή μου τη σειρά.» Πηγή: www.lifo.gr
Δείτε τις φωτογραφίες
του Pierre Berthuel ΕΔΩ: https://www.lifo.gr/team/greekicons/57485
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου