Δημοσιεύθηκε Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022 13:00
Του Σεραφείμ Αθανασίου
Η απελευθέρωση της Δωδεκανήσου που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαρτίου 1947 για μένα, εκείνη η ευλογημένη μέρα, παραμένει βαθιά ριζωμένη μέσα στα βάθη της ψυχής μου αλλά να πώς, εγώ ο στεριανός, συνέπεσε να βρεθώ ανάμεσα σε εκείνους τους υπέροχους Νησιώτες που δεν μπορούσαν, με τα όσα έβλεπαν, να συνειδητοποιήσουν ότι από σκλάβοι αιώνων γίνονταν λεύτεροι και από τη χαρά του ένα ξέφρενο πλήθος χιλιάδων λαού και σε κάθε νησί κυριολεκτικά έκανε «τρέλες»!
Αρχές του 1947 που για έναν χρόνο υπηρετούσα στο Σώμα της Χωροφυλακής από διάφορες αστυνομικές υπηρεσίες 550 με 600 άνδρες διάφορων βαθμών μας συγκέντρωσαν στο Παράρτημα της Σχολής Χωροφυλακής, στο Δαφνί.
Τότε εκείνο το μεγάλο στενόμακρο λευκό κτήριο το «μοιραζόμαστε» με τους δυστυχείς αρρώστους του ψυχιατρείου μεταξύ των οποίων νοσηλευόταν και ο συμπαθέστατος Δελαπατρίδης ο οποίος στα διαλείμματά μας και στο απέραντο κοινό προαύλιο αρρώστων και μαθητών της Σχολής βρίσκοντας την ευκαιρία με τις βόλτες που έκαναν άρρωστοι και Χωροφύλακες ανέβαινε σε μια πέτρα, για να τον βλέπουμε όλοι, και μας έλεγε διάφορα τα οποία ήταν τόσο συναρπαστικά που χαιρόμαστε να τον ακούμε!
Μένω με την εντύπωση ότι σε εκείνο το Παράρτημα της Σχολής Χωροφυλακής, στο οποίο για λίγους μήνες κάναμε μετεκπαίδευση, με τα όσα ακούγαμε από Δελαπατρίδη και άλλους την είχαμε «ψωνίσει» γι’ αυτό και εγώ με εκείνο το «ψώνισμά μας», κρατώντας ακόμη μερικά κατάλοιπα «τρέλας», καλά πορεύομαι!
Από τη Σχολή και μετά από σύντομη τρίμηνη μετεκπαίδευσή μας, το πρωί της 27ης Μαρτίου 1947 με φορτηγά αυτοκίνητα μάς μετέφεραν στον Σκαραμαγκά, μας επιβίβασαν στο Αρματαγωγό «ΧΙΟΣ» το οποίο αμέσως σάλπαρε για Δωδεκάνησα επειδή για εκεί μας προόριζαν προκειμένου να επανδρώσουμε τα αστυνομικά τμήματα των νήσων.
Η αρχή έγινε από τη Λέρο. Όμως, εμείς οι συνάδελφοι- κατά τον πλουν μας από Σκαραμαγκά και επειδή λίγο πολύ γνωρίζαμε ότι τα νησιά για αιώνες ήταν σκλαβωμένα σε Ιππότες, Όθωμανούς και Ιταλούς -κουβεντιάζοντας διερωτόμαστε πώς θα συνεννοούμαστε με εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα ενώ εμείς κατά 90 τοις εκατό ιδιαίτερα από ξένες γλώσσες είμαστε σκέτα ντουβάρια.
Η αρχή, όπως είπα, έγινε από τη Λέρο στην οποία φτάσαμε το απόγευμα της ίδιας μέρας (27-03-47) και εκεί στο Λακκί που αγκυροβόλησε το «ΧΙΟΣ» τρίβαμε τα μάτια μας και εντείναμε την ακοή μας όταν είδαμε χιλιάδες λαού να περιμένει τους «απελευθερωτές» (έτσι ονόμαζαν τους χωροφύλακες) και την Ελληνική γλώσσα να την ομιλούν καλύτερα από μας!
Και ήταν τόσο συγκινητικό αυτό που διαπιστώναμε για εκείνους τους συμπαθείς και ευγενείς ανθρώπους, οι οποίοι με βία και εξ ανάγκης λειτουργούσαν ως σκλάβοι, όμως στο πνεύμα τους ένιωθαν λεύτεροι επειδή κανένας δυνάστης δεν μπόρεσε να τους δαμάσει.
Τότε με βάρκες και τρεχαντήρια πήραν από το «ΧΙΟΣ» τους χωροφύλακες που προορίζινταν για Λέρο, Πάτμο και Λειψούς, τους έβγαλαν στον χώρο του Τελωνείου και κλαίγοντας τους σήκωσαν στους ώμους τους και τους έκαναν «βόλτες» μιλώντας τους, όπως είπα, Ελληνικά και χωρίς υπερβολή καλύτερα από μας τους «καρατζόβες»!
Προς, δε, συνεχίζοντας το ζεστό τους καλωσόρισμα με κωδωνοκρουσίες και ασταμάτητα σφυρίγματα πλοίων έκαναν πιο συγκινητική και πιο συναισθηματική τη φορτισμένη ατμόσφαιρα!
Είμαι αδύναμος να περιγράψω εκείνα τα συγκινητικά καλωσορίσματα που, από το κατάστρωμα του «ΧΙΟΣ», ατενίζαμε και μάλιστα την ίδια μέρα που είχαμε φύγει από τον Σκαραμαγκά στον οποίο ακόμη και όταν φεύγαμε βαριά ατμόσφαιρα επικρατούσε.
Και αυτή η ατμόσφαιρα ήταν διάσπαρτη σε όλα τα Στεριανά Διαμερίσματα της Χώρας τα οποία είχε σκεπάσει ο φόβος και η δυστυχία επειδή στα περισσότερα σπίτια το πένθος και τα συνεχή δάκρυα δεν είχαν τελειωμό!
Οι Γερμανοί κατακτητές φεύγοντας με τα εγκλήματά τους και την αβάστακτη πείνα που είχαν σκορπίσει πολλά θύματα άφησαν πίσω τους και σαν να μη έφτανε αυτή η δυστυχία ο εμφύλιος σπαραγμός βρισκόταν στο «φόρτε του» και χωρίς υπερβολή έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του ενώ το όργανο της τάξεως ήταν ο στόχος και ο χειρότερος εχθρός όλων των παράνομων οργανώσεων και εδώ στο νησί της Λέρου μας καλωσόριζαν με κλάδους ελαίας και Πασχαλινά Βάγια, γι’ αυτό και από συγκίνηση κλαίγαμε!
Όμως για τη Λέρο θέλω κάτι ακόμα να συμπληρώσω.
Φεύγοντας από τα Λακκί ο Πλοίαρχος του «ΧΙΟΣ» συγκινημένος από τα μεγάφωνα μας ανακοίνωσε ότι εκεί που είχαμε αγκυροβολήσει στον βυθό της θάλασσας βρισκόταν το Αντιτορπιλικό μας «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ» στα δε «αμπάρια» αυτού κάπου 75 ναύτες και Αξιωματικοί, έχοντας παρέα και τον Διοικητή τους Πλωτάρχη Γιώργο Μπλέσσα, συνέχιζαν τον αιώνιο ύπνο τους!
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1943 τα Γερμανικά Στούκας δείχνοντας την «παλικαριά» τους είχαν βυθίσει το πλοίο μας και εμείς όλοι οι συνάδελφοι το τι νιώσαμε, μαθαίνοντας τα όσα δυσάρεστα μας είπε τότε ο Πλοίαρχος του «ΧΙΟΣ», αφήνω άλλους να κρίνουν τη δική μας συναισθηματική φόρτιση!
Το πρωί της επομένης (28-03-1947) η υποδοχή που μας επεφύλαξαν οι Καλύμνιοι ήταν πιο συγκινητική. Το προηγούμενο βράδυ φτάσαμε στην Κάλυμνο και αγκυροβολημένοι περιμέναμε να ξημερώσει ενώ το νησί ήταν φωταγωγημένο και χιλιάδες κάτοικοι συγκεντρωμένοι στην παραλία κρατώντας αναμμένα κεριά έλεγαν και έπαιζαν τραγούδια λευτεριάς.
Το πρωί και κατ’ απαίτηση του Δημάρχου βγήκε από το «ΧΙΟΣ» στο νησί όλη η δύναμη και αφού μας αγκάλιαζαν και ζεστά μας καλωσόριζαν στην Ελληνική γλώσσα που μίλαγαν καλύτερα από μας και μας χόρτασαν με διάφορα γλυκά μας οδήγησαν στο κοιμητήριο της πόλεως στο οποίο ένας καθηγητής με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε να σηκωθούν οι νεκροί, να νοιώσουν λεύτεροι και, ξανά να κοιμηθούν.
Έκλαιγε ο καθηγητής, έκλαιγαν οι Καλύμνιοι, κλαίγαμε εμείς οι χωροφύλακες που τα είχαμε χαμένα με την θερμή εκείνη υποδοχή την οποία ακολουθούσαν βροντές από δυναμίτες οι οποίοι χαλούσαν κόσμο από τους εκκωφαντικούς θορύβους!
Με συναισθηματικά φορτισμένο στήθος το απόγευμα της ίδιας μέρας (28-03-47) φτάσαμε στην Κω, στην οποία πέρα από την τρελή και ξέφρενη υποδοχή που μας έγινε και εμείς χωρίς κρασί ή άλλο ποτό ζαλισμένοι, ένας Κωος με δάκρυα στα μάτια μπροστά μας έσφαξε ένα μοσχαράκι του για τη θυσία του οποίου όλοι λυπηθήκαμε, όμως συγχωρήσαμε τον Έλληνα σκλάβο επειδή το άμοιρο ζωάκι στον βωμό της λευτεριάς και ως τάμα σκλάβου είχε θυσιαστεί!
Την επομένη το πρωί (29-03-1947) στη Σύμη βρεθήκαμε και την ώρα που από το πλοίο κατέβαιναν οι συνάδελφοι και με τις ίδιες ζεστές ιαχές και αγκαλιάσματα των κατοίκων γινόταν η υποδοχή τους κάποιος Συμιακός, που είχε ανεβεί στο «ΧΙΟΣ», μας έδειχνε το τραπέζι (που βρισκόταν ως ιστορικό κειμήλιο σε μια γωνιά του λιμανιού) στο οποίο ο Γερμανός Στρατηγός Otto Wagener στις 8 Μαΐου 1945 είχε υπογράψει την άνευ όρων παράδοση της δύναμής του στον δικό μας Συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε, Διοικητή του Ιερού Λόχου.
Eκείνος ο Στρατηγός και αμέσως με την υπογραφή της παράδοσης –λέγανε- ότι έδωσε το πιστόλι του στον Χριστόδουλο Τσιγάντε ο οποίος, ως ευγενής και καλόκαρδος Έλληνας ιδιαίτερα προς τους αιχμαλώτους πολέμου και προφανώς για να τον κάνει να ξεχάσει την ταπείνωση τού πρόσφερε διπλό καφέ παρηγοριάς και δεν αποκλείεται να ήταν καφές ΑΔΕΛΜΑ και εννοώ των αδελφών Μακροσάββα γνωστών στους Βολιώτες αλλά και στους Ροδίτες και όχι μόνο για την καλοσύνη τους και την ποιότητα του καφέ τους!
Στη Ρόδο φτάσαμε το απόγευμα στις 29 Μαρτίου 1947 στην οποία και πάλι αδυνατώ να περιγράψω τις ξέφρενες τρέλες από τις χιλιάδες λαού που μας περίμενε στο λιμάνι και κατά μήκος του όμορφου δρόμου που οδηγεί στο εσωτερικό της Πόλεως!
Και η ευλογημένη μέρα της 31ης Μαρτίου 1947 έφτασε και εκείνο το πρωινό μας πήραν οι Αξιωματικοί και μας οδήγησαν στην Πλατεία του Δημαρχιακού Μεγάρου προκειμένου να δούμε την παράδοση και παραλαβή των νήσων.
Χιλιάδες οι Ρόδιοι και πολλοί από αυτούς για να βλέπουν καλύτερα σαν τσαμπιά σταφυλιών κρέμονταν από τις ταράτσες των γύρω στην πλατεία Μεγάρων και , όπως μάθαμε αργότερα, είχαν αδειάσει όλα τα χωριά και οι κάτοικοι αυτών είχαν παρευρεθεί σε εκείνη την ξέφρενη λαοθάλασσα.
Ο Άγγλος Ταξίαρχος Πάρκερ (οι Άγγλοι από τα χαράματα της επόμενης μέρας, που υπεγράφη η παράδοση των νήσων-Σύμη 8 Μαΐου 1945-στον δικό μας Συνταγματάρχη Τσιγάντε, στρογγυλοκάθισαν στα Δωδεκάνησα και έκαναν τον «ψόφιο κοριό» και σιωπηλά προσπαθούσαν να μείνουν εκεί για πάντα όμως- και ευτυχώς- δεν τα κατάφεραν και σ αυτό συνετέλεσε και το πάρε-δώσε κουβεντολόι των τότε καλών δικών μας διπλωματών και την 31η Μαρτίου 1947 αναγκάστηκαν οι ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΕΣ και με κρύα καρδιά να μας παραδώσουν τα νησιά μας!
Ο Ταξίαρχος λοιπόν Πάρκερ, Διοικητής Δωδεκανήσου με μια βλοσυρή και μέχρι τα γόνατα «μούρη» του (βρισκόταν απέναντί μας και τον βλέπαμε όλοι μας) τηρώντας όσο μπορούσε τα προσχήματα και σε στάση προσοχής μπροστά στο Ηρώο παρέδιδε τη Δωδεκάνησο στον δικό μας Ναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη ενώ κάποιος Άγγλος Αξιωματικός διάβαζε τα έγγραφα παράδοσης και παραλαβής!
Μετά τα όσα διάβασε εκείνος ο Άγγλος Αξιωματικός και σε στάση προσοχής όλων, η Αγγλική Σημαία μας «άδειαζε» τη γωνιά του Ιστού στον οποίο αμέσως ετοιμάστηκε να ανέβη η χιλιο-τραγουδισμένη πανέμορφη γαλανόλευκη.
Τότε λίγα μέτρα μπροστά από μας που παρακολουθούσαμε τα όσα συνέβαιναν είδαμε έναν άνδρα να γονατίζει (αργότερα μάθαμε πως ήταν ο Δήμαρχος Γαβριήλ Χαρίτος) και με εκείνη του την κίνηση χιλιάδες λαού συμπαρέσυρε και γονατιστοί, χωρίς να ακούγεται ψίθυρος, παρέμειναν μέχρις ότου και με περίσσια χάρη και ομορφιά ανεβεί στον ίδιο ιστό, που για αιώνες σκλαβωμένος βρισκόταν, η γαλανόλευκή μας, η οποία εδώ και 75 μέχρι σήμερα χρόνια σεμνά, και αν χρειαστεί θυμωμένα, κυματίζει λεύτερα στέλνοντας τα δικά της δίκαια μηνύματα για τον χώρο που βρίσκεται, μην επιτρέποντας σε κανένα βέβηλο χέρι να αγγίξει τον Ιστό της!
Συγκινητικά και τα όσα στη συνέχεια έγιναν!
Κωδωνοκρουσίες, σφυρίγματα πλοίων, κλαρίνα και λοιπά πνευστά όργανα δονούσαν την ατμόσφαιρα ο δε κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, ξέφρενος και χαρούμενος έκανε τρέλες στις οποίες και εμείς τα αστυνομικά όργανα συμμετείχαμε ενώ κάποια στιγμή και με μπροστάρη τον Δήμαρχό τους τον Γαβριήλ Χαρίτο- εκείνον τον αλησμόνητο άνθρωπο ο οποίος και εμένα προσωπικά, στη συνέχεια της εκεί στη Ρόδο για χρόνια παραμονής μου με τη φιλία του με τίμησε- στο Νεκροταφείο της Ρόδου πολλές εκατοντάδες Ροδίτες βρέθηκαν στο οποίο και για ώρες μοιρολόγια και τραγούδια χαράς ακούγονταν ενώ ψυχές προγόνων, εκείνων των χαρούμενων και δακρυσμένων ανθρώπων, φτερούγιζαν πάνω τους!
Όμορφες στιγμές, όμορφες αναπολήσεις που δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Φίλοι Δωδεκανήσιοι, έχετε την απέραντη αγάπη ενός 97χρονου παππού σήμερα, δηλαδή τη δική μου, που σας αγαπά όπως σας αγαπούν και πολλοί Βολιώτες, οι οποίοι πολλά καλοκαίρια την όμορφη Ρόδο αλλά και άλλα νησιά επισκέπτονται!
Χρόνια σας πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου