Αλέκος Κατταβενός, Χαρίλαος και Παναγιώτης Λαπάκης: Ο οδηγός κι οι εισπράκτορες της καρδιάς μας
Αναπόσπαστο κομμάτι με τη Σορωνή και τους Σορωνιάτες ήταν και οι τρεις τους. Οι δίδυμοι Λαππάκηδες (Τάκης και Χαρίλαος) εισπράκτορες αρχικά και ελεγκτές μετά, της Δημοτικής Επιχείρησης Συγκοινωνιών ΡΟΔΑ κι ο οδηγός Αλέκος Κατταβενός. Και οι τρεις κατοικούσαν στις Φάνες και δεν υπάρχει κάτοικος της δυτικής πλευράς της Ρόδου από όλα τα χωριά, που να μην τους γνωρίζει.
Εκεί διανυκτέρευε και το λεωφορείο τους αφού οδηγός και πλήρωμα ξεκινούσαν από εκεί το πρωί και τέλειωναν το βράδυ τα δρομολόγια σχεδόν κάθε μέρα.
Ο Χαρίλαος και ο Παναγιώτης Λαππάκης ήταν δίδυμοι. Γεννήθηκαν το 1935 στη Νέα Γωνιά του Νομού Χαλκιδικής. Πρώτος στη Ρόδο ήρθε ο Χαρίλαος. Για την ακρίβεια τον έφερε ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης που υπηρετούσε στην Χωροφυλακή της Ρόδου.
Όταν έπιασε δουλειά στη ΔΕΣ ΡΟΔΑ, ο Χαρίλαος απασχολήθηκε στο συνεργείο λεωφορείων μέχρι να πάει στο στρατό. Όταν υπηρέτησε τη θητεία του, επέστρεψε και πάλι στη Ρόδο και την επιχείρηση και εργάστηκε πια ως εισπράκτορας. Λίγα χρόνια μετά, προσελήφθη και ο Τάκης. Εξελίχθηκαν και οι δύο σε ελεγκτές με κάποια διαφορά χρόνων και συνταξιοδοτήθηκαν λίγο μετά το 1993.
Ο Παναγιώτης (Τάκης) Λαππάκης, ήρθε στη Ρόδο πολύ αργότερα από τον Χαρίλαο και συγκεκριμένα το 1962. Έμεινε για ελάχιστα χρόνια και στη συνέχεια ξενιτεύτηκε στη μακρινή Βραζιλία όπου εκεί εργάστηκε ως ψυκτικός. Επέστρεψε ξανά στη Ρόδο λίγο μετά το 1972. Στη Δημοτική Επιχείρηση ΡΟΔΑ ξεκίνησε να εργάζεται το 1976. Συνταξιοδοτήθηκε το 1996. Ως εισπράκτορας εργάστηκε μαζί με τον Χαρίλαο και τον Αλέκο κυρίως στη βασική γραμμή Ρόδος – Καλαβάρδα το χειμώνα και Ρόδος Αρχαία Κάμειρος το καλοκαίρι. Η αλλαγή της βάρδιας γίνονταν στα Καλαβάρδα.
Ο Αλέκος Κατταβενός, ο οδηγός γεννήθηκε το 1934. Ξεκίνησε να εργάζεται στη ΔΕΣ ΡΟΔΑ ως οδηγός το 1972. Σχεδόν όλα τα δρομολόγια μέχρι τα τέλη του 1993 όπου και συνταξιοδοτήθηκε, ήταν από τη Ρόδο προς Καλαβάρδα και Αρχαία Κάμειρο. Παρέα με τους αδελφούς Λαππάκη και με όλους εμάς.
Το δρομολόγιο Σορωνή – Ρόδος και Ρόδος Αρχαία Κάμειρο, δεν ήταν ένα απλό και βαρετό δρομολόγιο για όσους είχαμε την τύχη να ταξιδέψουμε μαζί τους. Ήταν ένα δρομολόγιο απίστευτο, με πλάκες, με αστεία, με πειράγματα και μια ιδιότυπη παράσταση μιας περίπου ώρας (όσο διαρκούσε περίπου το δρομολόγιο δηλαδή) που έκανε εμάς να γελάμε κι αυτούς τους ανθρώπους να μείνουν για πάντα στην καρδιά μας.
Μου άρεσε πάντα να κάθομαι στο μπροστινό μέρος για να βλέπω πως οδηγούσε ο κυρ-Αλέκος ο Κατταβενός
«Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» έγραφε μια πινακίδα που ήταν αναρτημένη στο κεντρικό μπροστινό μέρος του λεωφορείου. Και πόσο θύμωνα όταν έβλεπα να του μιλούν! Το θεωρούσα αδιανόητο, αφού το έγραφε η πινακίδα. Ο Αλέκος πάντως δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Μόνο οδηγούσε. Πάντα προσηλωμένος στο έργο του.
Ζητούσα επίτηδες να κάθομαι με τη μητέρα μου, στην πρώτη - πρώτη θέση, όχι πίσω του αλλά στη δεξιά μεριά. Κι αυτό για να τον βλέπω πως οδηγούσε. Πως πατούσε τα πετάλια. Πως έβαζε τις ταχύτητες. Κι όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, πάντα μου άρεσε να κάνω κι εγώ πως οδηγώ.
Ο Χαρίλαος, ήταν ο πιο έμπειρος και παλαιός από τον Τάκη τον δίδυμο αδελφό του. Εμείς δεν μπορούσαμε να τους ξεχωρίσουμε πάντως. Ίδιο ύψος, ίδια χαρακτηριστικά, ίδιες στολές και κυρίως ίδιο χιούμορ!
Την πρώτη φορά θυμάμαι που είδα και τους δύο στο λεωφορείο σάστισα! Μια μπροστά κοιτούσα μια πίσω. Ο πρώτος μας είχε κόψει εισιτήριο λίγα δευτερόλεπτα πριν και είχε προχωρήσει στο πίσω μέρος του λεωφορείου όπου εκείνη τη μέρα γίνονταν «πατείς με πατώ σε» ενώ ο δεύτερος που ήταν ελεγκτής, μπήκε εν μέσω της διαδρομής από κάποια στάση κάπου στην περιοχή της Θολού και ζήτησε να ελέγξει το εισιτήριο! Την ίδια έκπληξη δε είχαν και χιλιάδες άλλοι επιβάτες, όπως διαπίστωνα πια αργότερα.
Ήταν σβέλτοι και χωρατατζήδες. Έδινες για παράδειγμα χαρτονόμισμα (πενηντάρικο) και έβγαζαν μια ειδική θήκη, καφέ χρώματος αν θυμάμαι καλά, που είχε πάνω ειδικές υποδοχές για μισές δραχμούλες, μία δραχμή, δίφραγκο, τάλιρο (αυτό με το αλογάκι ήταν που μου έμεινε να θυμάμαι περισσότερο) και βέβαια δεκάρικο και εικοσάρικο.
Πως έκαναν αυτό το… μαγικό δεν μπορούσα να το καταλάβω στην αρχή. Το άγγιζαν γρήγορα και μετά βρίσκονταν από το δάχτυλο στην παλάμη τους. Κι ύστερα στη δική μας παλάμη. Κι όλο αναρωτιόμουν, αν αυτό είναι το μηχάνημα που βγάζει τα λεφτά που δεν τελειώνουν ποτέ.
Κρατούσαν επίσης και μια μάτσα με διάφορα χρωματιστά εισιτήρια. Άσπρα, ροζ, πράσινο ανοιχτό και διάφορα άλλα. Το καθένα αντιστοιχούσε στο κόμιστρο της διαδρομής, ανάλογα από το χωριό που θα έμπαινες και που θα ήταν ο τελικός σου προορισμός. Όταν το έπαιρνα στα χέρια μου, το τύλιγα ρολό και το έβαζα στην τσέπη μου, έτοιμος πάντα να το δείξω στον ελεγκτή που θα έμπαινε σίγουρα από κάποια στάση στη διαδρομή.
Στην εφηβική μας ηλικία, η μετακίνηση με τα λεωφορεία της ΡΟΔΑ από το χωριό για τη… Χώρα (όπως λέγαμε την πόλη της Ρόδου) γίνονταν σχεδόν κάθε Σαββάτο. Επιλέγαμε το μεσημεριανό δρομολόγιο (γιατί πρωί δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε από το ξενύχτι της Παρασκευής) και κατεβαίναμε στην πόλη. Οι ατάκες που έλεγαν στη διαδρομή ήταν απίστευτες:
Με μια μελωδία στη φωνή τους και με πολύ δύναμη, φώναζαν σε κάθε στάση για να ενημερωθούν οι επιβάτες:
«Μίρααααα Μάρεεεεεεεε και αμέσως μετά: Μάρεεεεεε Μίρρρρραααααα.»
«Τριάντα…. Κι αμέσως μετά… Σαράντα… Πενήντα… Εξήντα….»
«Παραδείσιιιιιιιιιι» έλεγε ενώ βρισκόμασταν ακόμα στη στροφή για Πεταλούδες, και συμπλήρωνε αμέσως μετά: Θα φωνάξω σε λίγο μόλις φτάσουμε……
Δεν ξέρω ποιος από τους δύο, φώναζε επίσης όταν ήταν το λεωφορείο γεμάτο:
«Αλέκο… κλείσεεεεε μπροοοοοςςς τον πήραμε από πίσωωωωωωω» - και ξεκαρδιζόμασταν πια εμείς στα γέλια.
Αλλά το πιο καλό μου το σκάρωσαν ένα βράδυ που γυρνούσαμε με το τελευταίο δρομολόγιο από τη Ρόδο στη Σορωνή. Εμένα με είχε πάρει ο ύπνος και είχα ξαπλώσει μπροστά ακουμπώντας πάνω στα χέρια μου κρατώντας το κάγκελο. Όταν φτάσαμε λοιπόν στην Κρεμαστή, κι εγώ βρισκόμουν στο 7ο όνειρο , ήρθε από πάνω μου και φώναξε πολύ δυνατά: ΚρεεεεεεΜΑΣΤΗ!!!!!!!Και τινάχτηκα πάνω σαν να με χτύπησε ρεύμα ακούγοντας το επίθετό μου.
Κι οι ίδιοι, πάντα σοβαροί όταν εμείς σκάγαμε στα γέλια. Με εκείνο το παμπόνηρο ύφος και το ελαφρύ χαμόγελο που ποτέ δεν θα ξεχάσει κανένας μας.
Αυτοί ήταν ο Αλέκος, ο Τάκης κι ο Χαρίλαος που τόσο πολύ ήθελα να γράψω δημόσια γι αυτούς εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Συνταξιούχοι κι οι τρεις σήμερα, διαμένουν στις Φάνες με τις οικογένειες και τις ασχολίες τους.
Δρομολόγια δεν κάνουν πλέον, αλλά είναι σίγουρο ότι κι αυτοί αναπολούν σαν κι εμάς εκείνα τα υπέροχα χρόνια και τα χιλιόμετρα ζωής που γράψαμε μαζί στο… κοντέρ των νεανικών μας χρόνων.
Να είναι πάντα καλά τους ευχόμαστε. Κι ευχαριστώ θερμά τις οικογένειές τους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου, δίνοντάς μου πληροφορίες, υλικό και εικόνες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ομάδα «Παλιά Σορωνή»: https://www.facebook.com/groups/2637261696541637/permalink/2687986354802504/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου