Στου Κυριαζή τον Καφενέ
Τρεις ολόκληρες γενιές συνυπάρξαμε στο καφενείο του αείμνηστου Κυριαζή Διακολαμπριανού και της καλοσυνάτης Δέσποινας, της γυναίκας του. Στον παραδοσιακό καφενέ, σε κεντρικό σημείο της Σορωνής, όπου κάθε πρωί, μεσημέρι ή και βράδυ, φροντίζαμε να σμίγουμε. Ήταν το μοναδικό καφενείο στο χωριό, (εκείνη την εποχή) όπου επιτρέπονταν και σε εμάς τους μικρότερους να έχουμε… διακριτική παρουσία.
Δίπλα ακριβώς για αρκετά χρόνια ήταν το κρεοπωλείο του Λάμπρου Τομάζου (Σαντουριέρη). Απέναντι το πίσω μέρος του καφενείου που τότε λειτουργούσε ο Λούκας Δημητράς (Λουκάκι) και παραδίπλα το καφενείο του Δημήτρη Δημητρά. Πιο πέρα, το κουρείο του Χρήστου Κυπριώτη όπου κουρευόμασταν τις Κυριακές. Αλίμονο μας, αν έπαιζε η ΑΕΚ και δεν εξελίσσονταν καλά ο αγώνας. Με… καρούμπαλα φεύγαμε στο κεφάλι από την μηχανή που κρατούσε!
Για όσους δεν γνωρίζουν (όπως κι εμείς δεν γνωρίζαμε τότε) ο Κυριαζής δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Ήταν ένας κορυφαίος σερβιτόρος, εκπαιδευμένος αριστοκρατικά, που είχε υπηρετήσει επί σειρά ετών στο πλέον πολυτελές ξενοδοχείο των ΡΟΔΩΝ.
Φορούσε μαύρο παντελόνι, μαύρο παπούτσι και πάντα μα πάντα άσπρο πουκάμισο. Έφερνε τον καφέ και το ποτήρι με το νερό, με εκείνο το τρεμάμενο χέρι (λόγο ηλικίας) αλλά ποτέ δεν έφευγε ούτε μια σταγόνα απέξω.
Μιλούσε γαλλικά, συνεννοούνταν στην ιταλική και αγγλική και βέβαια κατείχε την ελληνική γλώσσα σε βάθος, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις, που σε πολλούς από εμάς έμοιαζαν τότε άγνωστες ή δυσνόητες. Μιλούσε ελάχιστα, όταν χρειάζονταν να μας νουθετήσει και είχε μια απίστευτη υπομονή για να διαχειρίζεται τις ακραίες και δύσκολες περιπτώσεις, οι οποίες κάθε τρεις και λίγο παρουσιάζονταν.
Την εποχή που τα καφενεία στο χωριό μας, όπως και σε όλα τα χωριά, ήταν χωρισμένα σε κόκκινα, πράσινα ή μπλε, ο καφενές του Κυριαζή (παρά το ότι ο ίδιος ήταν ανοικτά αριστερός και ανήκε στο ΚΚΕ) αποτελούσε ένα διακομματικό τόπο συνάντησης. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στη δική μας γενιά, η οποία μπορεί να ήταν βαθειά πολιτικοποιημένη, αλλά είχε αρχίσει νωρίς να βάζει στην άκρη τις ανόητες και ανούσιες πολώσεις.
Η Δέσποινα, η σύζυγός του, πάντα στο πλευρό του, σκυφτή, την θυμάμαι, να ανακατεύει καφέδες, να πλύνει φλιτζάνια και να σκουπίζει με τελετουργικό τρόπο τα τραπέζια ή τον πάγκο.
Όλοι σχεδόν οι μαθητές του Λυκείου και του Γυμνασίου Σορωνής, φροντίζαμε να είμαστε εκεί στο πρωινό καθιερωμένο μας ραντεβού: Για καφέ και πρωϊνή κουβεντούλα. Μέναμε μέχρι να ακούσουμε το κουδούνι από το Γυμνάσιο ή το Λύκειο που βρίσκονταν λίγες δεκάδες μέτρα μακρυά ή τις… φωνές της αγαπημένης μας καθηγήτριας Μαρίκας Καραγιάννη.
Στο εσωτερικό του, αν ήταν χειμώνας και άνοιγε κανείς την πόρτα, η ορατότητα ήταν… μηδέν. Κι αυτό γιατί ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από καπνό. Το καλοκαίρι, είχε πάντα ανοικτά παράθυρα και όλα τα τραπέζια ήταν έξω στην αυλή.
Η πρώτη δουλειά της Δέσποινας ή του Κυριαζή μόλις έφθανε στο σημείο ήταν να ανοίξει το μεγάλο ξύλινο ραδιόφωνο, που υπήρχε εκεί. Κι αυτό γιατί χρειάζονταν αρκετή ώρα να ζεσταθεί η λάμπα του όπως μας έλεγε, για να πιάνει καθαρά. Η βελόνα του μόνιμα καρφωμένη στα μεσαία και στην ΕΡΤ Ρόδου. Το «πρωϊνό δρομολόγιο» αν θυμάμαι καλά με τον Διαμαντή Διαμαντή τον οποίο δεν γνώριζα τότε και τα αγαπημένα μας τραγούδια τα οποία βάζαμε στη διαπασών.
Κάποια μεσημέρια ή στις κοπάνες, πάλι εκεί. Όχι για καφέ όμως. Για βανίλια υποβρύχιο ίσως, για καμιά «αφρόζα», ή για κουβέντα και πολιτικές συζητήσεις με μεζεδάκια και μπύρες ή ούζα.
Το τάβλι ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όταν όμως στο καφενείο δεν υπήρχαν μεγάλοι. Αν υπήρχαν δεν τολμούσαμε να το ακουμπήσουμε. Ίσως από σεβασμό, ίσως από το ότι εμείς παίζαμε ερασιτεχνικά και επιπόλαια σε αντίθεση με τους μεγάλους που είχαν τα πάντα ζυγισμένα στο παιχνίδι.
Όταν φέρνω καμιά φορά την σκέψη μου στον χώρο και την εποχή, είναι σαν να ακούω ακόμα τα δυνατά χτυπήματα στο πλακωτό, τις ζαριές, τις φωνές και τις διαφωνίες. Είναι σαν να βλέπω όλους τους φίλους, τους χωριανούς και τους συμμαθητές μου, εκεί στο… πεδίο των μαχών.
Θυμάμαι ακόμα ως επισκέπτης με τον πατέρα μου, πριν «μου επιτραπεί» να έχω πρόσβαση στο καφενείο, τον αείμνηστο παππού μου Λουκά Μαστή, σε ηλικία λίγο πριν τα 90 να παίζει τάβλι με τον πολύ μικρότερό του Μιχάλη Μικρομανώλη, (πατέρα της Ελένης και της Ρένας). Η σκηνή μου έμεινε αξέχαστη. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη: Ο Μιχάλης, νομίζοντας ότι ο παππούς δεν έβλεπε καλά, επιχείρησε να τον «κλέψει» στη ζαριά. Τον είδε αλλά δεν μίλησε. Τον περίμενε στην επόμενη. Και τότε με μια κίνηση αστραπή ο παππούς μου, έκλεισε το τάβλι απότομα, πιάνοντας τα δάχτυλα του Μιχάλη μέσα! «Αυτό, για να με θυμάσαι του πε.» Και ο Μιχάλης, το θυμάται ακόμα μέχρι σήμερα.
Στο καφενείο υπήρχαν επίσης και ειδικά μικρά τραπεζάκια για «Ντάμα» ή σκάκι. Εγώ έπαιζα κι από τα δύο. Ντάμα είχα μάθει από τον πατέρα μου και σκάκι από τον αείμνηστο Κώστα Διακολαμπριανό, που ήταν εξαιρετικός παίκτης. Θυμάμαι μαθητής ότι «αναμετρήθηκα» με τον τότε κοινοτάρχη μας, τον Ίων Λαμπριανό. Δεν τον νίκησα, τον δυσκόλεψα όμως αρκετά.
Εκεί σύχναζε και ο Σταυριανός, ο παππούς του Αντώνη και του Σταύρου Μπονιάτη, που ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ένα κινητό ληξιαρχείο όπως έλεγε και ο ίδιος, που γνώριζε τους πάντες και τα πάντα στο χωριό, τα τελευταία… 200 χρόνια. Σόγια, χωράφια, καταγωγή, τα πάντα γνώριζε. Την ιστορία του χωριού και του καθενός μας, την ήξερε απέξω κι ανακατωτά.
Εκεί σύχναζαν τα καλοκαίρια και οι φοιτητές μας που γύριζαν από το εξωτερικό. Θυμάμαι σαν να είναι τώρα, περνώντας με το ποδήλατό μου, τον Λάμπρο Λαμπριανό, τον Δημήτρη Κρητικό τον Γιώργο Κυρμιχάλη και πολλούς άλλους, να πίνουν τον καφέ τους καλοκαίρια.
Όλοι πέρασαν από αυτό το καφενείο. Που στην συνέχεια κράτησε και λειτούργησε για πολλά χρόνια η αείμνηστη κόρη τους Τσαμπίκα.
Μόνιμοι θαμώνες του καφενείου, ο Νικήτας Κλαδάς, ο Γιάννης Διακοσταυριανός (Παπής) που σατίριζαν τους πάντες και τα πάντα. Απέναντι στο διώροφο έμενε η καλοσυνάτη Κατερίνη. Είχε σταματήσει να βγαίνει στο μπαλκόνι του σπιτιού της από τα πειράγματα και τις πλάκες που σκάρωναν οι δυο τους. Τίποτα δεν άφηναν ασχολίαστο, τίποτα δεν τους ξέφευγε.
Ούτε και σε εμάς ξέφευγε τίποτα. Ο καφενές του Κυριαζή και της Δέσποινας, ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο για όλους μας. Εκεί, μέσα κι έξω «μεγαλώσαμε» και κοινωνικοποιηθήκαμε. Γι αυτό και τον θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία και σεβασμό. Γι αυτό και όσοι γνώρισαν αυτούς τους ανθρώπους, δεν πρόκειται ποτέ να τους ξεχάσουν.
Υ.γ. Ευχαριστώ τον εγγονό του Κυριάκο Κορκίδα για τις φωτογραφίες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ομάδα «Παλιά Σορωνή»:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου