Γράφει η Φιλόλογος Ευαγγελία Μ. Παναή
Πώς εορταζόταν η ημέρα των Τριών Ιεραρχών στην Βιλλανόβα Ρόδου, στα χρόνια της σκλαβιάς!
Εργασία μου στηριγμένη πάνω στις μαρτυρίες συγχωριανών μου, που δεν ζουν πια...
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι!
Αξίζει να το διαβάσετε!
ΥΓ. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατόν, να δημοσιευθούν και οι παλαιές φωτογραφίες από το αρχείο μου, που συνόδευαν το κείμενο μου.
Ευαγγελία Παναή
Φιλόλογος – Επιχειρηματίας
Δημοτική Σύμβουλος Ρόδου
Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΤΗΣ ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΛΛΑΝΟΒΑ
Μελετώντας την ιστορία του τόπου μας, αυτό προξενεί τη μεγαλύτερη ίσως εντύπωση είναι το πώς μπορούν απλοί άνθρωποι, μέσα από την καθημερινή συνηθισμένη τους ζωή, να κάνουν πράγματα μεγάλα και θαυμαστά εκείνη ακριβώς τη στιγμή που οι ιστορικές συγκυρίες το απαιτούν.
Πράγματα τόσο σπουδαία που να είναι καθοριστικής σημασίας για το πεπρωμένο τους. Τα έκαναν τόσο απλά και τόσο αυθόρμητα και σήμερα σου τα διηγούνται μ΄ένα τρόπο τόσο απλοϊκό, μ΄έκείνο το καλοκάγαθο χαμόγελο που συντροφεύει πάντα τις διηγήσεις τους για τα περασμένα.
Έτσι θα δούμε πως μια ολόκληρη κοινότητα, συσπειρωμένη, βρήκε ένα τρόπο να διατρανώνει τον πόθο της για λευτεριά και για Ελλάδα μέσα από μια θρησκευτική ημέρα.
Την ημέρα των Τριών Ιεραρχών που η εκκλησία μας τιμά τους τρείς λαμπρούς φωστήρες της διάλεξαν οι πρόγονοί μας για να εκδηλώνουν τον πατριωτισμό τους και την αλύγιστη ελληνικότητα τους κι από ημέρα καθαρά θρησκευτική, έγινε ημέρα πατριωτικής έξαρσης.
Για να καταλάβουμε καλύτερα το νόημα του εορτασμού των Τριών Ιεραρχών στην περίοδο της σκλαβιάς, θα πρέπει να δούμε από κοντά όλο το ιστορικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ελάμβανε χώρα κάθε χρόνο ο εορτασμός αυτής της μέρας.
Όταν το 1912 φεύγουν οι Τούρκοι με τον ερχομό των Ιταλών, μπαίνει τέλος σε μια σκοτεινή σκλαβιά που κρατούσε το λαό μας από το 1522 μέσα σε ένα τέλμα αμάθειας.
Είναι εξάλλου τόσο χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Γκερέν που γύρισε στα 1854 όλα τα χωριά της Ρόδου, καταγράφοντας τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις: Μόλις ένας στους χίλιους χωρικούς ήξερε στοιχειωδώς γραφή και ανάγνωση. Σχολείο είχε μόνο η Αρχάγγελος κι ένα δάσκαλο η Κατταβιά που κι αυτός ετοιμαζόταν να τα εγκαταλείψει και να γυρίσει στη γενέτειρα του τη Χάλκη, γιατί δεν πληρωνόταν καλά. Πάντα βέβαια την καταπίεση τη συνοδεύει η φτώχια κι αυτήν την ακολουθεί κατά πόδας ο αναλφαβητισμός. Πώς να μην χαρούν λοιπόν οι βασανισμένοι κάτοικοι των χωριών μας όταν το 1912 ήρθαν οι Ιταλοί κι έφυγαν οι Τούρκοι; !
Δεν ήταν μόνον γιατί ήταν Ευρωπαίος ο καινούργιος κατακτητής, αλλά και γιατί ερχόταν ως ελευθερωτής που προσωρινά μόνο θα κρατούσε τα νησιά μας και σύντομα θα τα παρέδιδε στη χώρα όπου ιστορικά και δικαιωματικά ανήκαν : στη μητέρα Ελλάδα.
Παίρνει μια ανάσα ο κόσμος. Οι σκλάβοι πάνε να στήσουν όρθιο το κορμί τους. Παντού σ’ όλα τα χωριά αντιλαμβάνονται την ανάγκη να χτίσουν σχολεία να μορφώσουν τα παιδιά τους να τους διδάξουν συστηματικά την προαιώνια γλώσσα των προγόνων τους.
Η Βιλλανόβα είναι πρωτοπόρος σ΄αυτό το ξύπνημα, έστω και μέσα στη διχόνοια της. Γιατί βλέπετε σε όλα τα χωριά έχτισαν από ένα σχολείο, αλλά στη Βιλλανόβα χτίστηκαν ταυτόχρονα δύο: το Πάνω και το Κάτω Σχολείο. Οι κάτοικοι της «Μέσα Γειτονιάς» θέλουν το σχολείο κοντά στον Αη Νικόλα και οι εκείνοι της «Ωξω Γειτονιάς» το θέλουν κοντά στην Αγιά Μαρίνα.
Κι έτσι όπως καμία πλευρά δεν υποχωρεί, αρχίζουν και οι δύο να χτίζουν ταυτόχρονα η καθεμιά το δικό της.
Σ΄εκείνους τους καιρούς της ατέλειωτης φτώχειας με τα ταπεινά μέσα που διαθέτουν, ρίχνονται στη δουλειά. Ο εθελοντισμός σε όλο του το μεγαλείο. Άλλοι κόβουν πέτρες από τα πετροκοπιά, άλλοι με τα ζώα τους τις κουβαλούν σε οικόπεδα που κάποιοι είχαν ήδη κάνει δωρεά, άλλοι χτίζουν, σε όλες τις δουλειές βοηθούν ακόμη και τα μικρά παιδιά και ώ του θαύματος: μόλις το 1915 η Βιλλανόβα μας βρίσκεται να έχει αποπερατώσει δύο υπέροχα σχολεία πραγματικά στολίδια από αρχιτεκτονικής άποψης.
Αυτός ο οργασμός εθελοντισμού, προσφοράς στα κοινά και δημιουργίας κοινωφελών έργων υπάρχει παντού στη ζωή του χωριού.
Από τον τομέα της γεωργίας όπου με αγγαρείες δημιουργούνται και στη συνέχεια κάθε χρόνο συντηρούνται τα αποστραγγιστικά και τα αρδευτικά κανάλια που καθιστούν καλλιεργήσιμο τον εύφορο κάμπο του, μέχρι και τον τομέα της κοινοτικής οδοποιίας, όπου πάλι με τη μέθοδο του εθελοντισμού ολοκληρώνεται το στρώσιμο όλων των οδών του χωριού με τους λεγόμενους χοχλάκους.
Εν τω μεταξύ βρίσκεται και μια λύση: στο Πάνω Σχολείο θα στεγαστούν οι πρώτες τάξεις δηλαδή η Πρώτη και η Δευτέρα και στο Κάτω η Τρίτη, η Τετάρτη, η Πέμπτη και η Έκτη τάξη.
Έρχονται οι πρώτοι δάσκαλοι. Είναι κάτω από την αρμοδιότητα της εκκλησίας, τους πληρώνει η Εκκλησιαστική Επιτροπή με τα λεφτά που μαζεύει από τους δίσκους που βγαίνουν μέσα στη λειτουργία και με εκείνα που παίρνει από τις ενοικιάσεις των εκκλησιαστικών καταστημάτων και κτημάτων.
Όλα μοιάζουν να είναι λουσμένα με χαρά, όλα φοράνε τα καλά τους για να υποδεχθούν τη μητέρα Ελλάδα, τουλάχιστον σύμφωνα με ότι αφήνει να εννοηθεί ο Ευρωπαίος κατακτητής.
Όμως τα χρόνια περνούν, η χαρά γίνεται ανησυχία και η ανησυχία αλλοίμονο έμελλε να αποδειχθεί δικαιολογημένη με τον πιο τραγικό τρόπο ένα Κυριακάτικο απομεσήμερο του Πάσχα του 1919.
Τότε πέφτει το προσωπείο του ύπουλου κατακτητή, οι εχθρικές λόγχες αστράφτουν, καρφώνουν το δικό μας Παπαφλέσσα τον Παπά – Λουκά Παπακωνσταντίνου, καρφώνουν τη δική μας Μπουμπουλίνα την Ανθούλα Ζερβού, συλλαμβάνουν τους δασκάλους Νίκο Μαγκαφά και Κωνσταντή Πανταζή - Διακοσάββα, χτυπούν τα παιδιά του σχολείου που ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, προπηλακίζουν άοπλες γυναίκες, σύρουν στις φυλακές και στα δικαστήρια τους συγχωριανούς μας γιατί τόλμησαν να ζητωκραυγάσουν την Ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα.
Έπειτα απ΄όλα αυτά περιμένει κανείς ότι ο απλοϊκός αυτός κόσμος θα τρομοκρατηθεί ή τουλάχιστον θα καταλαγιάσει, θα εγκαταλείψει από φόβο την ιδέα της Ένωσης με τη Μητέρα Ελλάδα.
Κι όμως : η φλόγα καίει άσβεστη.
Ο κόσμος βρίσκει για άλλη μια φορά καταφύγιο στην εκκλησία. Νοιώθει πως η ορθοδοξία είναι το προπύργιο απ΄όπου θα μπορέσει να παλέψει για να διαφυλάξει την ελληνικότητά του.
Οι παπάδες που πολλές φορές είναι και δάσκαλοι και το αντίστροφο, τιμούν τα ράσα τους και συσπειρώνουν γύρω τους το απελπισμένο εκκλησίασμα τους για να το παρηγορήσουν, αλλά και να το εμψυχώσουν. Η εκκλησία σαν μάνα στοργική συνεχίζει με μεγαλύτερο πείσμα να συντηρεί τα σχολεία και τους δασκάλους.
Και οι δάσκαλοι συνειδητοποιούν πως σ΄αυτούς έλαχε ο κλήρος για να σπείρουν το σπόρο της λευτεριάς. Έτσι οι δάσκαλοι γίνονται Τιτάνες σ΄αυτές τις δύσκολες συνθήκες της καινούργιας ύπουλης σκλαβιάς.
Εκκλησία και σχολεία άρρηκτα δεμένα γίνονται οι φωτοδότες του ελληνικού πατριωτισμού που εκδηλώνεται με κάθε τρόπο, με κάθε ευκαιρία.
Κι αν κάπου αυτό αποδεικνύεται περίτρανα είναι ακριβώς στον τρόπο που διάλεξαν οι σκλαβωμένοι μας πρόγονοι για να γιορτάσουν την ημέρα των Τριών Ιεραρχών και από ημέρα καθαρά θρησκευτική την μετέτρεψαν όπως ήδη αναφέρθηκε σε ημέρα πατριωτικής έξαρσης.
Από τις προφορικές μαρτυρίες που μπόρεσα να έχω, συμπεραίνεται ότι ήδη τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς γιορταζόταν λαμπρά η ημέρα των Τριών Ιεραρχών κι ας μην υπήρχε ακόμη ένα κτήριο που να στεγάζει επίσημα το σχολείο μια και τα μαθήματα γίνονταν τότε μια στο ένα σπίτι και μια στο άλλο.
Έτσι ο εορτασμός κατά πάσα πιθανότητα γίνονταν μέσα στην εκκλησία του Αη Νικόλα, με το κόλλυβο των Τριών Ιεραρχών από τη μια μεριά και τα πατριωτικά ποιήματα και τραγούδια των παιδιών από την άλλη.
Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα που μου είπε ο Γιώργος Ζερβός, το οποίο είχε απαγγείλει ως μαθητής του δημοτικού σχολείου ο πατέρας του, Αναστάσης Ζερβός, που γεννήθηκε γύρω στα 1900.
« Ήταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη,
όταν για την Τριπολιτσά, ξεκίνησε ο Κκιαμίλης,
Νύχτα σελλώνει τ’άλογο, νύχταν το καλιγώνει
Και μες΄το δρόμον, το θεόν παρακαλεί και λέει:
- Θεέ μου κει τις προεστούς, κι εδώ τους δεσποτάδες
να ‘βρω εις τα κεφάλια τους απάνω τους ραγιάδες.
Να μην σηκώσουν τ’άρματα, να πάνε με τις κλέφτες.
Σαν έφτασαν, είχαν Γραικοί, το κάστρον πλακωμένον
Μπουλούκμπασης εφώναζεν, απάνω από την ντάπια :
- Μολάστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Και βάρτε τα Τουρκιά μπροστά, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήραν και τους έκλεισαν στην ντάπιαν την μεγάλην
Κι απολογάται ο Κκεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη:
- Κάμε νισάφιν την Τουρκιά, κόψε, με αφησ’ κιόλα !
- Νισάφιν έκαμες εσύ, στην μαύρην τη Βοτσίτσαν
Που ΄σφαξες τ΄άδέρφια μας κι όλους τους ειδικούς μας;!
Για τη λαμπρή αυτή ημέρα λοιπόν η Εκκλησιαστική Επιτροπή, όπως το είχε έθιμο, άρχιζε από μέρες τις ετοιμασίες για το κόλλυβο των Τριών Μεγίστων Φωστήρων.
Οι «πιτρόπισσες», δηλαδή οι γυναίκες των επιτρόπων, καθαρίζουν το σιτάρι, φέρνουν ρεβίθια και σταφίδες, όλα καρποί του κάμπου της Βιλλανόβας, του μόχθου των παιδιών της και προσφορά στην εκκλησία μας τον Αη Νικόλα. Ψήνουν στο μεγάλο καζάνι πάνω από 20 κιλά σιτάρι, γεμίζουν δύο ξύλινες σκάφες του ζυμωτού μέχρι πάνω με τα «κουννιά», όπως τα λέμε στη γλώσσα μας, για να φάνε όλα τα παιδιά του σχολείου και χώρια μια «βατσέλλα κατσαρολλένη» (όπως θυμούνται οι παλιότεροι μέσα στις διηγήσεις τους), για τους δασκάλους, τους παπάδες, το δήμαρχο και όλους τους χωριανούς.
Μόλις τελειώνει η λειτουργία, οι επίτροποι με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα μοιράζουν μέσα στις παλάμες των παιδιών τα κόλλυβα των Τριών Ιεραρχών που για τα πάντα πεινασμένα στομαχάκια τους μοιάζει να είναι μάννα εξ΄ουρανού.
Ύστερα απ΄αυτό, καμαρώνοντας μέσα στα «κυριακάσιμά τους» όπως ονομάζουν τα καλά τους ρούχα, όσο καλά μπορούν να είναι μέσα σ΄αυτή τη φτώχια , και προπάντων χαρούμενα , ανεβαίνουν τρέχοντας τη μεγάλη σκάλα που οδηγεί απ΄την αυλή του Αη Νικόλα στο Πάνω Σχολείο.
Κάθε χρόνο σαν σήμερα είναι ξεχωριστή μέρα. Κάθε χρόνο η σημερινή είναι η δική τους μέρα. Σήμερα των Τριών Ιεραρχών ήρθαν να τους καμαρώσουν συγγενείς και φίλοι και πρώτοι και καλύτεροι κι αυτοί ακόμη οι ίδιοι οι γονείς τους που συνήθως δεν τα ρωτούν αν έγραψαν ή αν διάβασαν τα μαθήματά τους, αλλά αν πότισαν το τάδε «μαντάλι» (περιφραγμένο καλλιεργήσιμο αγροτεμάχιο) ή αν μετάδεσαν τις «αλλιές» ( αγελάδες).
Κι όμως, όπως κάθε χρόνο στις 30 του Γενάρη, αυτοί οι βασανισμένοι απ΄το μόχθο του χωραφιού ή του πετροκοπιού, γονείς ήρθαν να καμαρώσουν τα παιδιά τους που το αξίζουν, γιατί ανοίγουν τη γιορτή με τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο κι ανεβασμένα με καμάρι στη σκηνή του Πάνω Σχολείου, λένε ποιήματα πατριωτικά, τραγουδούν τραγούδια πατριωτικά είναι παιδιά από εφτά έως δώδεκα χρονών, τη λευτεριά δεν την έχουν δει ποτέ, δεν ξέρουν καν τι είναι, ούτε και την Ελλάδα, κι όμως για αυτήν τραγουδούν τα παιδιά της Βιλλανόβας του 1920 - 1921.
Ακόμα στα αθώα τους μάτια είναι ζωγραφισμένη η φρίκη απ΄την πρόσφατη θυσία των συγχωριανών τους, κι όμως με τη διδασκαλία, με την παρότρυνση, με την καθοδήγηση των πατριωτών δασκάλων τους, τα αγόρια και τα κορίτσια του 1920-21-22 και μετά, τραγουδούν για τη λευτεριά και την Ελλάδα, γεμάτα θέρμη, όπως η θεία Μαρία Γιαννά – Αφεντούλη που μου τραγούδησε σε ηλικία 85 χρόνων τα τραγούδια που της είχε μάθει η δασκάλα της Δωροθέα, όταν ήταν μαθήτρια της τρίτης δημοτικού. Και ξαναθυμήθηκε που ο κόσμος όρθιος χειροκροτούσε για ώρα πολύ. Και ξανάγινε κορίτσι 8-9 χρονών.
« Φύσα βοριά μου, φούσκωνε τα πανιά, κι εκείνο το καΐκι , στα γαλανά νερά.
Κάτω στο ακρογιάλι, όλοι μας καρτερούν και με λευκά μαντήλια , όλοι μας χαιρετούν.
Να ο Αβέρωφ προβάλλει με χαρά, σαν έμορφο δελφίνι, στα γαλανά νερά.
Γεια σας Ελληνοπούλες, γεια σας γλυκιά ζωή, γεια σας μικρές ξανθούλες και λεβεντιά καλή!»
Κι ένα άλλο τραγούδι :
« Σ΄αυτά, σ΄αυτά τα κύματα, τα ηλιοφωτισμένα , σ΄αυτά τα αθάνατα νερά εδώ τα βαφτισμένα ,
εβάπτισε η ελευθεριά τον κόσμο μοναχή της και τ΄όνομάν της το΄δωσε μαζί με το σπαθί της.
Πως γιγαντεύεται η ψυχή σε τούτα τα πελάγη, ανδρίζεται, παίρνει καρδιά και σ΄άλλα χρόνια πάει;
Ποια εκκλησιά σ΄όλην τη γη, σ΄όλη την οικουμένη, ωσάν εσέναν τ΄ουρανού σκεπάζουνε οι θόλοι;
Ποια έχει πολυέλαιον τον ήλιο αναμμένον, καντήλια τ΄άστρα τα χρυσά και φως διαμαντωμένον;
Και σε ποια άλλην ο Θεός όλος χωρεί και μπαίνει, παρά σ΄αυτήν τη θάλασσα εδώ την αγιασμένη;
Πως γιγαντεύεται η ψυχή σε τούτα τα πελάγη!
Ανδρίζεται, παίρνει καρδιάν και σ΄άλλα χρόνια πάει!
Χτύπα περήφανη θεά, ελληνοπούλα χτύπα!
Πέρα για πέρα της σκλαβιάς το μαύρο στήθος τρύπα!
Ας καταλάβει μια φορά για πάντα ας καταλάβει πώς τα παιδιά σου πολεμούν και πώς χτυπούν οι σκλάβοι!
Διώξε θεά το μόλυσμα ο κόσμος ν΄ανασάνει κι όποιον ελάβωσε η σκλαβιά ας έχει εδώ ποτάμι.
Πως γιγαντεύεται η ψυχή σε τούτα τα πελάγη, ανδρίζεται, παίρνει καρδιά και σ΄άλλα χρόνια πάει.
Το βάθος της σκηνής είναι στολισμένο με την ελληνική σημαία και η γιορτή κλίνει με τον εθνικό ύμνο.
Τα χρόνια προχωρούν μέσα στη σκλαβιά και η ημέρα των Τριών Ιεραρχών μετατρέπεται πάντα σε ένα γιορτινό πατριωτικό συλλαλητήριο όπου η Βιλλανόβα διατρανώνει τη δίψα της για Λευτεριά και Ελλάδα.
Ώσπου έρχεται η 30η Ιανουαρίου του 1927, στο χωριό μας έχει φτάσει εν τω μεταξύ ένας δάσκαλος από τη Σύμη, ο Ανδρέας Κωστάκης, ο Αντρίκκος όπως τον θυμούνται οι μαθητές της εποχής εκείνης. Και φέρνει ένα έθιμο καινούργιο, τόσο παράξενο, όσο και ευχάριστο για τα παιδιά του σχολείου.
Ο δάσκαλος προτείνει στην Εκκλησιαστική Επιτροπή: «Φέτος θα στολίσουμε ένα δέντρο μέσα στο Πάνω Σχολείο για τους Τρείς Ιεράρχες και θα δώσουμε δώρα στα παιδιά». Οι επίτροποι ξαφνιάζονται κοιτάζουν παραξενεμένοι ο ένας τον άλλον. « Τι θέλει το δέντρο μέσα στο σχολείο;! Κι έπειτα που λεφτά για δώρα στα παιδιά ;!» Έλα όμως πάλι που το λέει ολόκληρος δάσκαλος;! Κάτι θα ξέρει αυτός…
Μια και δυό ανηφορίζουν στο βουνό του Παραδεισίου , κόβουν ένα μεγάλο κυπαρίσσι, αγοράζουν κι ότι μπορούν με τα λιγοστά λεφτά της εποχής εκείνης- καραμέλες, μικρά γυαλιστερά μπαλονάκια, καραμελένια μπαστουνάκια κι άλλα τέτοια μικροπράγματα, τα κρεμούν πάνω στο δέντρο και μπόλικο βαμβάκι στα κλαδιά του και να πως μπήκε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στη Βιλλανόβα, πολύ πιθανόν το πρώτο στα χωριά της Ρόδου, όχι σαν δέντρο των Χριστουγέννων αλλά σαν δέντρο των Τριών Ιεραρχών.
Αρκετά αργότερα, μόλις μετά την Ενσωμάτωση θα αρχίσουν οι Βιλλανοβιάτες, ως Πραδεισιώτες πλέον, δειλά - δειλά να το στολίζουν και στα σπίτια τους τα Χριστούγεννα.
Και να τα παιδιά του δημοτικού σχολείου έχουν ήδη εκκλησιαστεί έχουν ήδη φάει τα κουννάκια τους, έχουν ήδη ψάλει τον εθνικό ύμνο και έχουν απαγγείλει τα πατριωτικά τους ποιήματα και τώρα περιμένουν στη σειρά μια - μια τάξη, με υπακοή, αλλά και απέραντη ανυπομονησία, νάρθει η σειρά του καθενός, να ξεκρεμάσει ο δάσκαλος το δωράκι του από το δέντρο και να του το δώσει.
Θα έπρεπε να είμαστε όλοι εμείς οι νεώτεροι μαθητές του 1927, να μην έχουμε λάβει ποτέ στη ζωή μας ούτε ένα δώρο, να μην έχουμε πιάσει στα χέρια μας ούτε μια δραχμή, να μη ξέρουμε ούτε τι είναι μια καραμέλα, όπως με τόση συγκίνηση μου διηγήθηκαν τα παιδιά της εποχής εκείνης και σημερινοί παππούδες και προπαππούδες, για να κατανοήσουμε τι σήμαινε αυτή η πράξη για αυτά τα παιδιά, γιατί όλη αυτή η χαρά και η λαχτάρα που καθρεφτιζόταν στα πρόσωπά τους, καθώς έπαιρναν το δώρο τους από τα χέρια του δασκάλου τους.
Και τα χρόνια περνούν ο κατακτητής προσπαθεί να ριζώσει όσο μπορεί σ΄αυτά τα χώματα, αλλά οι ρίζες του δεν βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Η εκκλησία και το σχολείο εξακολουθούν να είναι τα προπύργια του ελληνισμού και η ημέρα των τριών Ιεραρχών συνεχίζει να είναι η πιο λαμπρή πατριωτική και θρησκευτική ημέρας στη σχολική ζωή του χωριού.
Η ελπίδα και η φλόγα της λευτεριάς κρατιούνται άσβεστες, τα παιδιά όχι μόνο σκέφτονται και μιλούν, αλλά και γράφουν και διαβάζουν την ελληνική γλώσσα χάρις στις άοκνες προσπάθειες των δασκάλων τους.
Για αυτό όταν το 1936 παύεται από Διοικητής των Δωδεκανήσων ο Mario Lago και αναλαμβάνει στη θέση του ο ένας από τους τετράρχες του φασισμού ο Cessare Maria De Vecchi, Conte di Val Cismon, όπως φανφαρόνικα αποκαλείται, όχι μόνο επιβάλλει υποχρεωτική διδασκαλία της Ιταλικής γλώσσας στα σχολεία καταργώντας την Ελληνική, αλλά νομίζει ότι θα επιτύχει το στόχο του αναγκάζοντας παιδιά να γίνουν balille, δηλαδή πρόσκοποι με φασιστικές στολές, με λάβαρα και σημαίες Ιταλικές.
Δάσκαλοι διώκονται και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την εργασία τους όπως ο αείμνηστος Νικόλαος Μαγκαφάς, ο οποίος αφού παύτηκε από το λειτούργημά του οδηγήθηκε στην εξορία για δέκα περίπου χρόνια.
Γονείς οδηγούνται στην Caserma, τον Αστυνομικό σταθμό των καραμπινιέρων της Βιλλανόβας, και ξυλοκοπούνται άγρια γιατί δεν δίνουν στα παιδιά τους τα χρήματα που επιβάλει το βάρβαρο καθεστώς ώστε να αποκτήσουν τη στολή του φασίστα, που τόσες πόρτες θα τους άνοιγε και τόσες διευκολύνσεις θα τους εξασφάλιζε.
Η εκκλησία ξέρει ότι η γλώσσα μας είναι κινητήρια δύναμή μας. Για αυτό δραστηριοποιείται περισσότερο και δίνει έναν τιτάνιο αγώνα. Τώρα πια η πλειοψηφία των δασκάλων είναι Ιταλοί. Οι έλληνες δάσκαλοι, οι Ιεράρχες της γνώσης και της αντίστασης, έχουν διωχθεί από τα σχολεία.
Στη Βιλλανόβα έρχεται το λεγόμενο Διακάκι ή Σιεριτάκι όπως τον αποκαλούν λόγω της καταγωγής του από τον Άγιο Ισίδωρο. Είναι ο Διάκος Απόστολος Παπαϊωάννου και με τη δικαιολογία της διδασκαλίας της Βυζαντινής μουσικής, παίρνει το δικαίωμα να μαζεύει τα παιδιά κάθε απόγευμα για δυό τρείς ώρες μέσα στην εκκλησία του Αη Νικόλα, όπου τους διδάσκει την ελληνική γλώσσα.
Είμαστε στην ημέρα των Τριών Ιεραρχών του σχολικού έτους 1937 -38. Το καθιερωμένο δέντρο με τα στολίδια – δώρα για τα παιδιά, όσο φτωχό κι αν είναι λάμπει μέσα στον Αη Νικόλα, όπου κατέφυγε διωγμένο και αυτό από τα σχολεία όπως και η ελληνική γλώσσα. Είναι Κυριακή και τα παιδιά περιμένουν με ανυπομονησία όπως κάθε χρόνο να τελειώσει η λειτουργία, για να πάρουν τα δώρα τους από τα χέρια του Διάκου. Όμως η Κυριακή είναι και η ημέρα κατά την οποία οι φασίστες αναγκάζουν τα παιδιά του σχολείου να κάνουν παρέλαση με τις σημαίες και τα φασιστικά εμβατήρια κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του χωριού. Έτσι με το θράσος του κατακτητή, ο Ιταλός δάσκαλος Pulito μπαίνει μέσα στην εκκλησία και με επιτακτικό ύφος και απειλές προσπαθεί να βγάλει έξω τα παιδιά.
Ο Διάκος με υπομονή του εξηγεί το έθιμο της ημέρας και τον παρακαλεί να περιμένει λίγο ώσπου να λήξει η τελετή και να πάρουν τα παιδιά τα δώρα τους που από μήνες πρόσμεναν. Με κόπο, παπάς και διάκος τον πείθουν και μάλιστα τιμητικά του προσφέρουν κάθισμα όπου αυτός με επιδεικτική αλαζονεία το τοποθετεί σχεδόν στην Ωραία Πύλη και με την πλάτη στραμμένη προς το Ιερό περιμένει να λήξει η φτωχή και ταυτόχρονα τόσο λαμπρή για τα παιδία γιορτή.
Κι όταν πια τελειώνει παίρνοντας με μανία τα παιδιά, τα ταλαιπωρεί χρησιμοποιώντας ως μέσο εκδίκησης την παρέλαση, υποχρεώνοντάς τα να χτυπούν τα πόδια τους στο έδαφος τραγουδώντας το φασιστικό εμβατήριο
«Gιοvιnezza, gιοvιnezza, primavera di bellezza» ( Νεότητα νεότητα άνοιξη ομορφιάς).
Οι πιέσεις πλέον στο φασιστικό πια σχολείο γίνονται ανυπόφορες και μια ολόκληρη γενιά παιδιών μένουν σχεδόν αγράμματα, διότι προτιμούν να εγκαταλείψουν το σχολείο, παρά να γραφτούν φασίστες.
Οι δάσκαλοι τα πίεζαν τόσο επίμονα καθημερινά που ανάγκασαν πολλά παιδιά να αφήσουν το σχολείο τους. Κάποια δε πηδώντας από το παράθυρο της τάξης τους και φώναζαν θριαμβευτικά : « Εγώ είμαι Έλλην!»
Αυτό υπήρξε το μεγαλείο αυτής της γενιάς μαθητών και γονιών που αντιστάθηκαν με το μόνο όπλο που διέθεταν, τον ίδιο τον αναλφαβητισμό τους.
Έρχονται τα μαύρα χρόνια του πολέμου και της πείνας. Της άγριας πείνας που πήρε τόσες ζωές. Ο Αης Νικόλας έχει γίνει το «κρυφό σχολειό». Πάνω στον νάρθηκα της εκκλησίας, κάθε απόγευμα επί δύο τρείς ώρες το Διακάκι, ο Παπά - Μιχάλης, η Χρυσάνθη αδερφή του δασκάλου Μελιδώνη και άλλοι δάσκαλοι ήρωες, προσπαθούσαν μέσα στις πιο δύσκολες και αντίξοες συνθήκες να δώσουν ότι φώτα μπορούσαν, στα παιδιά μέσα από το λεγόμενο Κατηχητικό.
Κάθε παιδί φέρνει μαζί του, το σκαμνάκι του και συμβαίνει τρείς διαφορετικές τάξεις να κάνουν μάθημα με τους αντίστοιχους δασκάλους τους στα τρία μέρη του Νάρθηκα.
Η μόρφωση είναι σχεδόν ένα συνονθύλευμα από εκκλησιαστικά τροπάρια και οτιδήποτε μπορούσαν να ξέρουν αυτοί οι άνθρωποι, που από τον δάσκαλο έχουν περισσότερο το ήθος και τον πατριωτισμό, παρά την πλήρη επιστημονική κατάρτιση.
Κι όταν έρχεται η ημέρα των Τριών Ιεραρχών του 1942-43 εξακολουθεί να είναι για τους Βιλλνοβιάτες μέρα πατριωτικής γιορτής.
Είναι η μέση της σχολικής χρονιάς και έχει πια καθιερωθεί να δίνονται ένα είδος προφορικών εξετάσεων των παιδιών παρουσία όλου του εκκλησιάσματος. Οι δάσκαλοι πληρώνονται από την εκκλησία και κατά κάποιο τρόπο πρέπει να αποδείξουν ότι «αξίζουν» τα χρήματα που τους πληρώνουν και μάλιστα για να είναι «αδιάβλητες» οι εξετάσεις καταρτίζουν εκ των προτέρων ένα κατάλογο με διάφορες ερωτήσεις, που τον παραδίδουν στα χέρια της εκκλησιαστικής επιτροπής.
Ο κάθε μαθητής ανεβαίνει στο αναλόγιο και εκεί με απέραντη αγωνία τόσο του ίδιου όσο και των δικών του, περιμένει να του κάνουν οι επίτροποι μερικές ερωτήσεις.
Κάθε σωστή απάντηση είναι αιτία χαράς και περηφάνιας όχι μόνο για το μαθητή αλλά και για τους γονείς του. Αντιθέτως, κάθε λανθασμένη απάντηση κάνει μαθητές και γονείς να θέλουν κυριολεκτικά να ανοίξει η γη και να τους καταπιεί από την ντροπή τους. Ακόμα θυμούνται, όσοι υπεβλήθηκαν σε αυτό το είδος της «Ιεράς Εξέτασης» των γνώσεων τα πρόσωπα των γονιών τους που τους κοίταζαν όλο αγωνία ώσπου να απαντήσουν, καθώς και τα καυστικά σχόλια αποδοκιμασίας εκ μέρους των παρευρισκομένων ( π.χ. ου το βόδι..!»,
αν τύχαινε η απάντηση να είναι λάθος, ακόμα και από ανθρώπους που δεν ήξεραν να βάζουν την υπογραφή τους.
Κι αν οι Βιλλανοβιάτες δεν έχουν πια το δικαίωμα να ψάλουν τον εθνικό τους ύμνο, κι αν τα παπαδάκια δεν μπορούν πια να φορέσουν ούτε την άσπρη στολή με τα γαλανά σιρίτια που υπάρχει μέσα στο Ιερό, γιατί θυμίζει στο καθεστώς την ελληνική σημαία, τα παιδιά όμως ανοίγουν και κλείνουν τη γιορτή τους για τους Τρείς Ιεράρχες με το τροπάριο «Τη Υπερμάχω».
Έτσι γιορταζότανε στη Βιλλανόβα αυτή η ξεχωριστή μέρα της χριστιανοσύνης στα χρόνια της σκλαβιάς και μέχρι την απελευθέρωση. Κι έτσι μπόρεσε αυτός ο τόπος επί 640 συνεχόμενα χρόνια ξένων κατακτητών, να διατηρήσει αλώβητα τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τα ήθη και τα έθιμά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου