Κύματα…
Τα βήματα της Ιόλης βαριά. Δεν μπορούν πια να σηκώσουν τη σχισμένη της ψυχή, φορτωμένη από τις πίκρες, τα χτυπήματα της μοίρας, την απομόνωση, τη θλίψη. Ορφανό μεγάλωσε στους δρόμους. Μια ζωή δαχτυλοδειχτούμενη για την ορφάνια της, για τα φτωχικά της ρούχα, για την αγραμματοσύνη της. Φτάνει και στέκεται στο βράχο που από μικρό κι αδύναμο κοριτσάκι στεκόταν και χάζευε το απέραντο μπλε της θάλασσας ονειρευόμενη μια καλύτερη ζωή. Την αγαπούσε τη θάλασσα. Η αλμύρα της λες κι έβαζε αλάτι στα άγευστα κι άπιαστα όνειρά της και τα νοστίμιζε.
Τις δύσκολες μέρες απάλυνε τον πόνο της ψυχής της τραγουδώντας. Με νότες χάιδευε τον πόνο της, με μελωδίες ζωγραφιζόταν ξανά το χαμόγελο στα χείλη της. Παράξενο μα κι η ταραχή της θάλασσας γαλήνευε στ΄ άκουσμα του τραγουδιού της.
Σήμερα στέκεται στον ίδιο βράχο σιωπηλή. Οι ελπίδες της ν΄ακουστεί η μελωδία της φωνής της παντού και να ξεφύγει από την άθλια ζωή της γκρεμίστηκαν. Τα λόγια της καλοντυμένης πικρόχολης γραμματέας της δισκογραφικής εταιρίας ηχούσαν μέσα στο κεφάλι της σαν παράφωνοι ήχοι κι έπνιγαν τη δική της φωνή μέσα στη σιωπή.
«Να ξέρεις τη θέση σου κοπέλα μου! Θέλει κότσια από το τελευταίο σκαλί να φτάσεις στο πρώτο, αν βέβαια φτάσεις ποτέ…δες καλά ποια είσαι και μετά αν έχεις θράσος ξαναέλα…» της είχε πει.
Τα δάκρυά της έβγαζαν τον πόνο της προς τα έξω. Πόσο θα θελε σήμερα να γίνει βράχος, να κλέψει λίγο από την σκληρότητα της άψυχης πέτρας για να αντέξει τα πελώρια και μανιώδη κύματα της λύπης και της ζωής που ανελέητα τη χτυπούσαν. Η θάλασσα που απλωνόταν μπροστά της άρχισε να μοιάζει με την ταραχή της καρδιάς της. Ξεκίνησε να αφρίζει, να αγριεύει, να θεριεύει τα κύματά της, να λούζει με αλμύρα όλο το κορμί της νεαρής κόρης λες και προσπαθούσε να την ξυπνήσει από το λήθαργο της απελπισίας και της απόγνωσης.
Στεκόταν ακίνητη η Ιόλη και βρεχόταν. Τη λύτρωνε η μανία της θάλασσας. Της ξέπλυνε τον πόνο της ψυχής της με τα αγριεμένα κύματα. Κι ύστερα μούδιασε ολόκληρη. Τα κύματα απέκτησαν φωνή. Μέσα στο βουητό του παφλασμού ακούγονταν λέξεις που διαπερνούσαν σαν μαχαίρι το νου και την καρδιά της. Mια φωνή βαθιά και χαοτική που μόνο εκείνη μπορούσε να ακούσει. Λες κι είχε υποχρέωση η θάλασσα να προστατέψει το ορφανό που τόσα χρόνια έβρισκε καταφύγιο στην αγκάλη της. Τα κύματα μετέφεραν το μύνημά της.
«Πάρε δύναμη από τα κύματά μου! Παρέσυρε στο διάβα σου ότι σε καταστρέφει. Βγες και πάλεψε και ξέβρασε από μέσα σου κάθε δηλητήριο που χεις καταπιεί! Διεκδίκησε ότι σου αξίζει!»
Τα λόγια της μάνας θάλασσας έφτασαν στο κέντρο της καρδιάς της και ξύπνησαν το νου της από τη ζάλη της θλίψης. Πήρε βαθιά ανάσα η Ιόλη και ξεκίνησε το τραγούδι. Η μελωδική της φωνή έσχιζε τον ορίζοντα και τα κύματα δαμάστηκαν σαν άγριο θεριό.
Αναγεννημένη ξεκίνησε να διεκδικήσει το όνειρό της. Σα θάλασσα δυνάμωνε κι άπλωνε παντού τη φωνή της. Σε λίγο καιρό τα κύματα θα μετέφεραν σε κάθε λιμάνι κι ακρογιάλι το μελωδικό τραγούδι της μελαγχολικής ψυχοκόρης της θάλασσας…
Ζωή Σάββα Κοντόγιαννου
(*) Η Ζωή Σάββα Κοντόγιαννου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Αρχάγγελο της Ρόδου όπου και εργάζοται ως καθηγήτρια γερμανικών. Είναι παντρεμένη και έχει 4 παιδάκια! Το μυθιστόρημα της "Δύναμη Ψυχής" Ο Άγγελος της καρδιάς μας, είναι η πρώτη της συγγραφική δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου