Ένα παραμύθι με όνομα "Ανοιξιάτικες
Ανεμώνες" από το βιβλίο της πολύ καλής φίλης Κύπριας Συγγραφέως Όλγας
Ρουβήμ "Ήλιος ο Παραμυθάς" και το οποίο έχω την τιμή να ανεβάσω στο
Ιστολόγιο μου μαζί με ένα ποίημα και ένα κείμενο τα οποία μου έστειλε.
Κάθε Άνοιξη οι πιο απότομες
πλαγιές του Περήφανου Βράχου γέμιζαν ανεμώνες.
Όμορφες, λιγνές, χαρούμενες, ποικιλόχρωμες ανεμώνες. Ο Περήφανος Βράχος καμάρωνε την ομορφιά τους
και τις φρόντιζε σαν να ήταν κόρες του.
Αυτές, χρόνο με το χρόνο πλήθαιναν και γίνονταν ακόμα πιο όμορφες.
Αγαπητή
Όλγα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ!!
Ανοιξιάτικες Ανεμώνες
Κάθε Άνοιξη οι πιο απότομες
πλαγιές του Περήφανου Βράχου γέμιζαν ανεμώνες.
Όμορφες, λιγνές, χαρούμενες, ποικιλόχρωμες ανεμώνες. Ο Περήφανος Βράχος καμάρωνε την ομορφιά τους
και τις φρόντιζε σαν να ήταν κόρες του.
Αυτές, χρόνο με το χρόνο πλήθαιναν και γίνονταν ακόμα πιο όμορφες.
Η
ανοιξιάτικη βροχή τις έλουζε και τις γέμιζε ζωντάνια. Πότιζε το χορτάρι που σαν χαλί απλωνόταν σ’
όλη την έκταση του βράχου. Ο απότομος
σκληρός βράχος φάνταζε σαν ένα αφράτο λουλουδένιο μαξιλάρι στη μέση του
καταπράσινου ανθισμένου κάμπου.
Στην πιο ψηλή κορφή του βράχου, η βλάστηση
ήταν πολύ αραιή. Πολύ λίγα λουλούδια
τολμούσαν να μείνουν εκεί. Τα
περισσότερα σποράκια κάνοντας τσουλήθρα στα ρυάκια, κατέληγαν στους πρόποδες
του βουνού όπου η βλάστηση ήταν πυκνή και το χώμα αφράτο. Οι ρίζες τους βουτούσαν άνετα στο χώμα,
έβρισκαν εύκολα τροφή και οι βλαστοί ψήλωναν και άνθιζαν.
Εκεί
λοιπόν, στην απόμακρη κορφή, κάθε Άνοιξη φύτρωναν δυο φυτά ανεμώνων. Δυο δυνατά φυτά που άφηναν το φύλλωμά τους να
απλώσει. Με πολύ κόπο έβρισκαν
τροφή. Οι ρίζες τους τεντώνονταν όσο
μπορούσαν. Τρύπωναν στις σχισμάδες του
βουνού και ρουφούσαν τη δροσιά και το νερό που ήταν φυλαγμένα εκεί.
Με πολλή δυσκολία τα δυο φυτά ανεμώνων
κατάφερναν να φέρουν στον κόσμο από ένα μπουμπούκι. Από ένα μεγάλο περήφανο μπουμπούκι. Το ένα δίπλα στο άλλο. Κι όταν ο ήλιος γινόταν απλοχέρης και άφηνε
τις αχτίδες του να περιλούσουν με τη ζεστασιά τους όλη την πλάση, τα μπουμπούκια
των ανεμώνων άνοιγαν περήφανα τα πέταλα τους:
Μια φωτεινή κίτρινη ανεμώνη δίπλα σε μια φλογερή κόκκινη ανεμώνη. Η κορώνα του Περήφανου Βράχου.
Η κίτρινη ανεμώνη διάλεξε να βλέπει την
ανατολή γιατί η πρωινές αχτίδες του ήλιου έκαναν τα πέταλά της να φαίνονται σαν
χρυσαφένια. Η κόκκινη ανεμώνη διάλεγε
πάντα να βλέπει τη δύση όπου το ηλιοβασίλεμα έκανε το χρώμα της πιο
ρομαντικό. Και κυλούσαν οι λιγοστές
μέρες της ζωής τους στην ψηλή απότομη κορφή, δίπλα-δίπλα, με τις πλάτες
ενωμένες.
Και η Άνοιξη έφευγε. Ο άνεμος φυσούσε και τα πέταλα των λουλουδιών
χόρευαν μαζί του αφήνοντας το βράχο μόνο, να καρτερεί την επόμενη Άνοιξη για να
ντυθεί στη λουλουδάτη ομορφιά του.
Κάθε Άνοιξη το ίδιο γινόταν! Τα χρόνια κυλούσαν και η Άνοιξη έβρισκε τις
δυο ανεμώνες, δίπλα-δίπλα, περήφανες, με τις πλάτες ενωμένες. Αμίλητες, μόνες, όμορφες, περήφανες, ψηλές
ανεμώνες. Μια φωτεινή κίτρινη ανεμώνη
δίπλα σε μια φλογερή κόκκινη ανεμώνη.
Πέρασαν πολλά χρόνια. Μα κάποια Άνοιξη, ο ήλιος φάνηκε πιο
τσιγκούνης και δε νοιάστηκε για την πλάση γύρω του. Οι μέρες ήταν γκρίζες. Τα βαρετά σύννεφα δεν έλεγαν να το κουνήσουν
και ο ήλιος το έριξε στον ύπνο.
Τα αγριολούλουδα άνθισαν και φέτος. Με πιο αργό ρυθμό από άλλες χρονιές μιας και
τους έλειπε ο ήλιος. Παρόλα αυτά, ο
Περήφανος Βράχος φόρεσε ακόμα μια φορά το ποικιλόχρωμο πέπλο του. Τα αγριολούλουδα συνέχισαν να φυτρώνουν και
να ζουν όπως κάθε χρόνο.
Μόνο στην κορφή τα πράγματα ήταν
δύσκολα. Η κίτρινη ανεμώνη και η κόκκινη
ανεμώνη ήταν συγχυσμένες. Ο ήλιος
έλειπε. Έχασαν τον προσανατολισμό τους. Δεν ήξεραν πού είναι η Ανατολή και πού η
Δύση. Τα πέταλα τους δεν πήραν το χρώμα
που έπαιρναν κάθε χρόνο. Χάθηκε το
φωτεινό κίτρινο. Κρύφτηκε το φλογερό
κόκκινο. Τη θέση τους πήρε ένα χλωμό
χρώμα. Άρχισαν να στριφογυρίζουν το σώμα
τους σε μια προσπάθεια να βρουν τη θέση τους.
Όπως γύριζαν, το βλέμμα της μιας συνάντησε το βλέμμα της άλλης. Δυο ωχρές ανεμώνες με κατάμαυρες καρδιές κοίταζαν
η μια την άλλη στα μάτια. Και οι δυο
χαμένες χωρίς τον ήλιο. Δυο ολόιδιες
ανεμώνες με τα βλέμματα ενωμένα.
Κρατήθηκαν η μια πάνω στην άλλη.
Αμίλητες, μόνες, όμορφες, περήφανες, ψηλές ανεμώνες.
Οι δύσκολες μέρες πέρασαν. Το παιχνιδιάρικο αεράκι φύσηξε και έδιωξε τα
σύννεφα μακριά. Κι ο ήλιος! Ο πατέρας ήλιος, ξεκούραστος, ανανεωμένος,
δυνατός σκόρπισε τις αχτίδες του στη μάνα Γη.
Η πλάση άνθισε. Τα λουλούδια
ζωντάνεψαν, στύλωσαν το σώμα τους, αφέθηκαν στις ζεστές αχτίδες του ήλιου.
Οι δυο ανεμώνες στην κορφή του βράχου
ξύπνησαν με ανακούφιση. Και άνοιξαν
περήφανα τα πέταλα τους:
Μια
φωτεινή κίτρινη ανεμώνη με φλογερές κόκκινες πινελιές στα πέταλα της δίπλα σε
μια φλογερή κόκκινη ανεμώνη με φωτεινές κίτρινες πινελιές στα πέταλα της. Η κορώνα του Περήφανου Βράχου. Χαρούμενες παρατηρούσαν η μια την άλλη. Η μητέρα φύση φρόντισε τις δυο ανεμώνες. Δανείστηκε λίγο χρώμα από την κίτρινη και
έκανε την κόκκινη πιο φωτεινή.
Δανείστηκε λίγο χρώμα από την κόκκινη και έκανε την κίτρινη πιο φλογερή. Οι ρίζες των δυο φυτών, χρόνο με το χρόνο
μπλέχτηκαν. Και το φύλλωμα τους
ενώθηκε. Τώρα, ήταν σαν δυο άνθη στο
ίδιο φυτό.
Ο ήλιος τις βρήκε μαζί. Να κοιτάνε η μια την άλλη και να
χαμογελούνε. Και ένα δάκρυ κύλησε από τα
μάτια του και έφτασε κοντά τους. Και
έγινε κορώνα στα κεφάλια τους.
Η λαμπερή κορώνα του Περήφανου Βράχου!
Σε ευχαριστώ πολύ Ρουβήμ που ανέβασες το παραμύθι μου! Εύχομαι να απολαύσετε την ανάγνωσή του και να γίνεται για λίγο παιδιά :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλγα σε ευχαριστώ πάρα πολύ!!! Είναι τιμή μου που μου εμπιστεύτηκες τα υπέροχα κείμενα σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή