Μανώλης Κυπριώτης. Ο αγωνιστής της ζωής
Δύο ανθρώπους θυμάμαι μονίμως με έναν καφέ μπροστά τους κι ένα τσιγάρο στο στόμα τους ή στα δάχτυλά τους. Ο ένας ήταν ο πατέρας μου και ο δεύτερος ο Μανώλης ο Κυπριώτης. Σύζυγος της Ασημίνας Τομάζου και πατέρας της Μαρίας.
Ξερακιανός, με μουστακάκι, με κινήσεις αργές αλλά κουβέντες ζυγισμένες.
Πατέρας του ήταν ο Νικόλας. Ο πρώτος από τα 13 παιδιά της μεγάλης οικογένειας των Κυπριώτηδωνκαι μητέρα του ήταν η Μαρία Χατζηκυριαζή. Κόρη του δασκάλου και αδελφή της γιαγιάς μου Φωτεινής, της Βαρβάρας, του Κυριαζή, του Θεμιστοκλή και του Γιάννη.
Η μητέρα του, έφυγε νωρίς από τη ζωή, αφήνοντας πίσω της τρία παιδιά: Τον Μανώλη, την Ελένα (που ήταν μεγαλύτερή του), σύζυγο του Παρασκευά Παπακωνσταντίνου και τον Κώστα, έναν λαμπρό Σορωνιάτη δάσκαλο, ο οποίος έφυγε κι αυτός νωρίς από τη ζωή, όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. (Για τον Κώστα, ετοιμάζεται ξεχωριστό αφιέρωμα).
Η μητέρα τους Μαρία, έφυγε από τη ζωή όταν ο Μανώλης ήταν σε ηλικία 6 ετών, έπειτα από νοσηλεία σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ο Νικόλας Κυπριώτης, παντρεύτηκε στη συνέχεια την Αναστασία, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά: Την Τσαμπίκα (σύζυγο του Μανώλη Μπονιάτη) και τον Γρηγόρη (σύζυγο της Στάσας Λαού.)
O Γεννήθηκε στη Σορωνή, στις 7 Απριλίου του 1927. Σε ηλικία 19 ετών η ζωή του κινδύνευσε σοβαρά. Αναγκάστηκε έπειτα από επιπλοκές να κάνει μια σοβαρή εγχείρηση στο στομάχι στο Νοσοκομείο που λειτουργούσε τότε εκεί που βρίσκεται σήμερα το ΘΕΡΜΑΙ.
Για το Μανώλη Κυπριώτη, οι παλαιότεροι έλεγαν ότι άναβε ένα το πρωί και στη συνέχεια δεν χρησιμοποιούσε ξανά αναπτήρα! Με αυτό άναβε και δεύτερο και τρίτο και πάει λέγοντας μέχρι να πέσει για ύπνο. Κάπνιζε υπερβολικά. Σαν παιδί τον θυμάμαι σχεδόν καθημερινά στην γειτονιά, στο μαγαζί του που βρίσκονταν αρχικά απέναντι από το καφενείο του Αναστάση Μαριέττου (Κουρέτη) και στη συνέχεια το μεγαλύτερο που δημιουργήθηκε λίγες δεκάδες μέτρα πιο έξω, απέναντι από τον Φούρνο.
Διατηρούσε δύο καταστήματα με σιδηρικά και χρώματα στη Σορωνή. Κι εκεί έβρισκες τα πάντα. Από εργαλεία, τζάμια, βίδες, χρώματα, σύρματα, ανοξείδωτα, κλειδαριές, κλειδιά κι ότι άλλο χρειάζονταν ένας ερασιτέχνης ή επαγγελματίας για να μαστορέψει.
Είχε ένα κόκκινο αγροτικό αυτοκίνητο κι ένα κίτρινο αν θυμάμαι καλά τρακτέρ. Με το κόκκινο ΤΟΥΟΤΑ είχαμε κάνει πολλά δρομολόγια μαζί με την οικογένειά μου. Ελάχιστες φορές είχα μπει στην καμπίνα και πολύ περισσότερες στην καρότσα του. Το αγαπημένο δρομολόγιο: Σορωνή – Άγιος Σουλάς.
Παντρεύτηκε την Ασημίνα το γένος Τομάζου τον Αύγουστο του 1958. Τα πρώτα χρόνια εργάστηκε για μία επταετία ως εισπράκτορας του ΚΤΕΥΛ σε δρομολόγια της ανατολικής πλευράς του νησιού μας και απέκτησε πολλούς φίλους στα χωριά που επισκεπτόταν με το λεωφορείο. Στην συνέχεια αγόρασε τρακτέρ και κατόπιν ξεκίνησε το πρώτο του μαγαζί λίγο πριν το 1963.
Θυμάμαι που σε κάποια στιγμή, έμαθα ότι είχε κόψει το τσιγάρο και δεν το πίστευα. Είχε αναγκαστεί να το κάνει αυτό, επειδή είχε διάφορες επιπλοκές. Όταν τον ρωτούσαν αν το έκοψε, ο Μανώλης απαντούσε:
«Πάει αυτό, εξεγκρέμμισά το».
Το σκέφτεσαι Μανώλη; Σου λείπει το τσιγάρο; - τον ρωτούσαν.
«Όχι καλέ ούτε που το θυμούμαι πιο» – απαντούσε αυτός. «173 μέρες ακριβώς έχω που το κοψα…»
Οι επιπλοκές που του είχε αφήσει, ήταν πολύ σοβαρές. Σε μια από τις επισκέψεις του γιατρού Δημήτρη Κρητικού στο σπίτι, η κατάστασή του έδειξε να έχει επιδεινωθεί.
Μανώλη, του είπε ο Δημήτρης. Πρέπει να μπεις στο νοσοκομείο.
Δεν πάω –απάντησε εκείνος ξερά – κοφτά
Δεν πάω πούετα σου λέω… επέμεινε.
Αν δεν πας, θα πεθάνεις Μανώλη- του είπε ο γιατρός
Θα πάω λοιπόν, απάντησε αμέσως ο Μανώλης.
Πήγε, αλλά δεν τα κατάφερε. Η μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, ήταν πολύ σκληρή και άνιση. Έφυγε από τη ζωή στις 21 Μάιου 2000 σε ηλικία 73 ετών. Δεν έμαθε ποτέ τι είχε. Ο ίδιος νόμιζε ότι τον είχε καθηλώσει κάποιο εγκεφαλικό.
Όλοι εμείς που γνωρίσαμε τον Μανώλη όμως, μάθαμε. Μας έμαθε η στάση ενός απλού ανθρώπου και αγωνιστή της ζωής, ότι σημασία έχει να είσαι αυθεντικός. Να μιλάς και να λες την άποψή σου ευθέως. Όποια κι αν είναι αυτή. Να αγαπάς τη ζωή. Παρά τις όποιες δυσκολίες και δοκιμασίες.
Το ίδιο έκανε κι εκείνος. Γι αυτό και κανένας Σορωνιάτης και Σορωνιάτισσα, δεν πρόκειται ποτέ να τον ξεχάσουν.
Ευχαριστώ τη σύζυγό του Ασημίνα που στα 94 της χρόνια, έψαξε και άνοιξε το «μπαούλο των αναμνήσεων» και την κόρη του Μαρία, για το υλικό και τις φωτογραφίες που μου εμπιστεύτηκαν.
Μιχάλης Μαστής
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ομάδα «Παλιά Σορωνή»: https://www.facebook.com/groups/2637261696541637/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου