Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου: Μύκονος.

Μύκονος 
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα η Μύκονος αποτελεί συνώνυμο του κοσμοπολιτισμού και των πολυτελών διακοπών και είναι ένας από τους πιο διάσημους ελληνικούς ταξιδιωτικούς προορισμούς σε όλο τον κόσμο. Είναι, επίσης, γνωστή ως προορισμός gay friendly.Εκατοντάδες επώνυμοι, μέλη του διεθνούς τζετ σετ, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, μεγιστάνες, εφοπλιστές, πολιτικοί έχουν περάσει από τα σοκάκια της Χώρας διασκεδάζοντας ως το πρωί, ή έχουν δέσει τα πολυτελή σκάφη τους στους όρμους με τα υπέροχα νερά ζώντας αξέχαστες εμπειρίες. Ανάμεσά τους ήταν ο Μάρλον Μπράντο, η Γκρέις Κέλι, ο Ρίτσαντ Μπάρτον, η Τζάκι Κέννεντι, η Μελίνα Μερκούρη, ο Kωνσταντίνος Καραμανλής, η Σοράγια, η Λίζ Τέιλορ, ο Νουρέγιεφ ο Νίκος Καββαδίας, ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ, ο σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης, ο Πιερ Καρντέν, ο Σταύρος Νιάρχος, ο Μoρίς Μπεζάρ, ο Ωνάσης, η Μαρία Κάλας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Καζαντζάκης –για να αναφέρουμε μόνο μερικούς. 
Η Μύκονος είναι ένα νησί φτιαγμένο από θεούς για τους ανθρώπους, λένε. Προσκαλεί τον επισκέπτη να διασκεδάσει, να χορέψει στα beach bars και στα clubs, να κάνει τις αγορές του στα πολυτελή καταστήματα και τους χώρους τέχνης, να ζήσει αξέχαστες στιγμές απολαμβάνοντας το μοναδικό φως της Μυκόνου που τόσο έχουν εξυμνήσει οι ποιητές. Ξεχωρίζει για τις καταπληκτικές παραλίες της, που θεωρούνται από τις ωραιότερες στο Αιγαίο. Η Χώρα της Μυκόνου αποτελεί έναν από τους πιο εντυπωσιακούς κυκλαδίτικους οικισμούς. Διαθέτει ξενοδοχειακές μονάδες κορυφαίας αισθητικής, επώνυμα καταστήματα, χρυσοχοεία, γκαλερί και μερικά από τα πιο γνωστά εστιατόρια και μπαρ της Ελλάδας. Ενα μεγάλο ατού του νησιού από τα πολύ παλιά χρόνια ήταν η γειτνίασή του με τη Δήλο
Μάλιστα, οι πρώτοι τουρίστες των αρχών του 20ου αι. στην, υπανάπτυκτη τότε, Μύκονο που δεν είχε καν ηλεκτρικό ρεύμα, ήταν εκείνοι που έρχονταν για να επισκεφθούν τον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου! Το αιγαιοπελαγίτικο φως, η λιτότητα του κυκλαδίτικου τοπίου, το παιχνίδι του λευκού με το γαλάζιο εξακολουθούν να μαγεύουν τον επισκέπτη -άλλωστε αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους επώνυμοι από όλο τον κόσμο έχουν κτίσει ή αγοράσει βίλες εδώ. Οπως έγραψε κάποτε ο Νίκος Καζαντζάκης «… δεν μπορείς να πεις ότι μια πόλη είναι όμορφη αν δεν έχεις δει την Ιερουσαλήμ, την Αγία Πετρούπολη και τη Μύκονο»… 
Τα αρχαιολογικά δεδομένα μας πιστοποιούν ανθρώπινη εγκατάσταση στο νησί της Μυκόνου που χρονολογείται στην ύστερη Νεολιθική εποχή (5η χιλιετία π.Χ.) στη θέση Φτελιά. Επίσης, ένας θολωτός μυκηναϊκός τάφος στη θέση Αγγελικά του 14ου-13ου αιώνα π.Χ., συγκαταλέγεται στους λιγοστούς που ανακαλύφθηκαν στις Κυκλάδες. 
Η αρχαία πόλη της Μυκόνου ιδρύθηκε από τους Ιωνες τον 11ο αιώνα π.Χ. και ταυτίζεται με την περιοχή της σημερινής Χώρας. Τα ευρήματα φαίνεται ότι συμφωνούν με τις αρχαίες παραδόσεις που θεωρούσαν τους κατοίκους της Μυκόνου Ιωνες που έφθασαν εκεί με αρχηγό τον Ιπποκλή, γιο του Νηλέα και πατέρα του Φοβίου ή Φορβίου. Ο τελευταίος φαίνεται ότι έδωσε το όνομά του στο αρχαίο ακρωτήριο Φορβία, το οποίο σήμερα ταυτίζεται με τον Τούρλο. 
Ο Σκύλαξ έγραφε ότι η Μύκονος κατά την Αρχαϊκή περίοδο ήταν «δίπολις», είχε δηλαδή δυο αυτόνομες πόλεις. Οι θέσεις τους πιθανώς εντοπίζονται στην περιοχή του Παλαιόκαστρου και στη Χώρα. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι αργότερα συνενώθηκαν σε μία. Μετά την ήττα των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., στη Μύκονο αγκυροβόλησε ο Πέρσης στρατηγός από τη Μηδία, Δάτις (ο Αισχύλος στους «Πέρσες» αναφέρει τα νησιά που υποτάχθηκαν σε αυτούς). Στους κλασικούς χρόνους ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και κατέβαλε μικρό ποσό φόρου εξαιτίας της κακής οικονομικής της κατάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη οι Μυκόνιοι διακωμωδούνταν από τους αρχαίους συγγραφείς για την φτώχεια τους και τα πενιχρά μέσα της διαβίωσής τους. «Μυκόνιος», μάλιστα, ονομαζόταν περιπαιχτικά αυτός που πήγαινε απρόσκλητος στα συμπόσια! 
Μετά τη μάχη στους Αιγός Ποταμούς (404 π.Χ) και μέχρι τη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.), οπότε κατέρρευσε η σπαρτιατική κυριαρχία στο Αιγαίο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, η Μύκονος είχε περιέλθει στη Σπάρτη. Επειτα βρέθηκε ξανά κοντά στους Αθηναίους, αλλά η διαμάχη μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας την οδήγησε σε κακή οικονομική κατάσταση, αναγκάζοντάς τη να δανείζεται από το Ιερό Ταμείο της Δήλου
Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα, όταν άρχισε η μεγάλη ακμή της Δήλου, η Μύκονος επωφελήθηκε από αυτήν. Πολλοί Μυκόνιοι προμήθευαν το ιερό της Δήλου με οικοδομικά υλικά και προϊόντα, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της (η χερσόνησος του Διακόφτη και τα κτήματα Δώριον και Θάλειον) ανήκε στο ιερό της Δήλου. Η καταστροφή που υπέστη εκείνη την εποχή η Δήλος και η επακόλουθη παρακμή της συμπαρέσυρε και τη Μύκονο. Επί Πτολεμαίων έκοψε ξανά δικό της νόμισμα και παρουσίασε οικονομική άνοδο. 
Κατά την εποχή της Ρωμαιοκρατίας φάνηκε να απολαμβάνει κάποια εύνοια και οι κάτοικοι την ανταπέδωσαν στήνοντας ανδριάντα στον αυτοκράτορα Αδριανό. Το 1207 περιήλθε στους Βενετούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζι, που ήταν ανιψιοί του δόγη Ερρίκου Δάνδολου, παραμένοντας, ωστόσο, φόρου υποτελής στο δούκα της Νάξου Μάρκο Σανούδο. Οταν ο Γεώργιος Γ’ Γκίζι πέθανε το 1390 άτεκνος, η Μύκονος περιήλθε στην άμεση δικαιοδοσία της Βενετίας. 
Το 1537 γνώρισε τη βίαιη κατάκτησή του από τον Οθωμανό ναύαρχο-πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Πολλοί από τους κατοίκους πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και κάποιοι κατέφυγαν στην Τήνο. Στα τέλη του 13ου αιώνα το νησί καταστράφηκε από τον Καταλανό Ρογήρο Ντελιούρια. Το 1699 η Μύκονος πλήρωνε 4000 γρόσια, ποσό του οποίου η είσπραξη είχε εκχωρηθεί στο Μέγα Διερμηνέα Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά. Εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε ως ναυτικό κέντρο και οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη ναυτιλία. Στο λιμάνι του σύχναζαν πειρατές που έκρυβαν εκεί τη λεία τους, έχοντας μαζί τους τις οικογένειές τους. 
Η ακμάζουσα ναυτική κοινότητα της Μυκόνου την εποχή της επανάστασης του 1821 διέθεσε 22 πλοία με 130 κανόνια στη ναυτική μοίρα των επαναστατημένων υπό τον ναύαρχο Τομπάζη. Το 1822, όταν ο Καπουδάν πασάς προσπάθησε να αποβιβαστεί στη Μύκονο, αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων υπό την ηγεσία της Μαντώς Μαυρογένους. Η τελευταία, μια ηρωική μορφή του Αγώνα, με προσωπικές της δαπάνες συντηρούσε και εξόπλιζε πλοία και ενίσχυε οικονομικά τον πόλεμο εναντίον του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Ο ναυτικός στόλος της Μυκόνου από τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να παρακμάζει εξαιτίας της μετανάστευσης των κατοίκων και των μεγάλων αλλαγών που συντελέστηκαν με την επικράτηση της ατμοπλοΐας. 

Η Μύκονος 
Η Μύκονος μαζί με τη Δήλο, τη Ρήνεια και μερικές βραχονησίδες αποτελούν ενιαίο νησιωτικό σύμπλεγμα. Η Μύκονος είναι νησί επίπεδο, με έκταση 75 τετρ. χλμ. και υψόμετρο 364 μέτρα. Κυρίαρχο πέτρωμα της είναι ο γρανίτης, ενώ αισθητή είναι η απουσία δένδρων με παρουσία θαμνώδους βλάστησης σε ορισμένα μόνο σημεία του νησιού (Πάνορμος, Καλαφάτης, Φτελιά). Η Ρήνεια (13 τετρ. χλμ., 149μ.) είναι επίπεδη και χρησιμοποιείται για βοσκή κοπαδιών, ορισμένα σημεία της καλύπτονται από φρύγανα, ενώ υπάρχουν εγκαταλελειμμένα χωράφια. Το Τραγονήσι (1,1 τετρ. χλμ., 149μ) είναι βραχώδες και δύσβατο, με απότομα σημεία. Υπάρχουν σ' αυτό μεταλλεία κι επίπεδες περιοχές. Τέλος, τα Σταπόδια (0,5 Κm2, 133 m) είναι βραχώδη με απότομα σημεία, περιορισμένης έκτασης θαμνώδεις περιοχές, φρύγανα και λιγοστές επίπεδες επιφάνειες. 
Το κλίμα της Μυκόνου είναι εύκρατο, αρκετά ξηρό, με ήπιους, κατά κανόνα, χειμώνες. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κλίματος είναι οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι (τα γνωστά «μελτέμια») που πνέουν το καλοκαίρι, κατά την διάρκεια της ημέρας. Το χιόνι είναι σπάνιο, οι βροχές ανύπαρκτες το καλοκαίρι και μάλλον λίγες τον χειμώνα. Ο ήλιος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι λαμπρός και πολύ ζεστός άρα και επικίνδυνος, γεγονός που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο επισκέπτης του νησιού. 
Το "σεληνιακό τοπίο" της Μυκόνου κρύβει πολλή περισσότερη ζωή απ' όσο θα συμπέραινε κάποιος κρίνοντας από την πρώτη ματιά: οι γυμνοί λόφοι κρατούν πολλούς μικρούς "θησαυρούς" μακριά απ' τα μάτια του μέσου επισκέπτη. Στους βράχους και στις ξερολιθιές, μια μεγάλη σαύρα μ' αγκαθωτή εμφάνιση είναι το "σήμα κατατεθέν" της Μυκόνου, περισσότερο από οποιονδήποτε πελεκάνο. Από αυτή τη "μυκονιάτικη σαύρα", ευρύτατα διαδεδομένη στη γη της Ιωνίας, πήρε τ όνομά του ο κροκόδειλος του Νείλου. Όταν οι Ίωνες έφτασαν στην Αίγυπτο, συνέκριναν τη μορφή των αληθινών κροκοδείλων (που ως τότε ονομάζονταν "χαμψαι") μ' εκείνη των σαυρών της πατρίδας τους και τους έδωσαν το ίδιο όνομα. Στη Μύκονο, ο "χερσαίος κροκόδειλος" ονομάζεται, ακόμα και σήμερα, "κροκοδειλάκι" ή "κορκόδειλας" κι η παρουσία του είναι εμφανέστατη στο νησί (από παλαιότερο άρθρο του Αχιλλέα Δημητρόπουλου, - Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή). 
Οι παραθαλάσσιοι υγρότοποι του Πανόρμου και της Φτελιάς που, πλημμυρίζοντας εποχιακά, μεταβάλλονται σε μικρές λιμνοθάλασσες, σημαντικούς σταθμούς για τα μεταναστευτικά πουλιά. Ρέματα και λεκάνες απορροής των υδάτων σχηματίζονται σε πολλά σημεία, όπως την περιοχή του Μαραθιού, όπου δημιουργήθηκε μαζί με το φράγμα ένας νέος υγρότοπος, καθώς και στην Άνω Μερά, ενώ οι αμμώδεις ακτές του νησιού είναι πλούσιες σε πυριτική άμμο. 
Η κτηνοτροφία που διατηρείται οριακά σήμερα στο νησί, δίνει τη γνωστή "κοπανιστή", είδος μαλακού πικάντικου τυριού, και "ξυνότυρα" σε περιορισμένες ποσότητες. Τα αλλαντικά της Μυκόνου, λουκάνικα, "λούζες", "παϊδες" κτλ. είναι πάντα περιζήτητα από τους Έλληνες και ξένους καλοφαγάδες. 
Θα πρέπει, τέλος, να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα ονομαστά άλλοτε και πολυβραβευμένα "αμυγδαλωτά" της Μυκόνου, είδος παραδοσιακών γλυκισμάτων ανατολίτικου τύπου με εξαίσιο άρωμα και γεύση και στη "σουμάδα", (είδος παραδοσιακού μη αλκοολούχου δροσιστικού ποτού) με βάση επίσης το αμύγδαλο. 
Η μυκονιάτικη λούζα είναι ένας πολύ χαρακτηριστικός όσο και νόστιμος μεζές που συναγωνίζεται σε προτίμηση, για όσους ξέρουν από ελληνικές λιχουδιές, τα - περίφημα επίσης - λουκάνικα της Μυκόνου. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό αλλαντικό που γίνεται από ντόπιο χοιρινό και περιλαμβάνει ολόκληρο το φιλέτο από τη ράχη του ζώου με το λίγο λίπος που το περιβάλλει. Αυτό, στεγνώνει και "ψήνεται" στο βοριά των αρχών του χειμώνα και τον ήλιο, ετοιμασμένο με αρκετό αλάτι, πιπέρι και άλλα μυρωδικά (θρούμπη). Αφού ωριμάσει η λούζα, διατηρείται για όσον καιρό θέλουμε στην κατάψυξη, για να μη χάσει τη δροσιά της στεγνώνοντας. Σερβίρεται ως εκλεκτός μεζές, κομμένη σε λεπτές φέτες που παίρνουν χρώμα σκούρο ροδοκόκκινο και αφήνουν στο στόμα όλη τη νοστιμιά και το πλούσιο άρωμά της. Η μικρή λούζα που φτιάχνεται από τον άλλο ραχιαίο μύ του χοίρου, το "ψαρονέφρι", είναι ακόμα πιο τρυφερή και λέγεται "μπούμπουλο".
Η κοπανιστή της Μυκόνου είναι ένα τυπικό, πολύ πικάντικο τυρί. Συνοδεύει θαυμάσια το ούζο και κάθε δυνατό ελληνικό απεριτίφ, επάνω σε ψωμί ή - σύμφωνα με το μυκονιάτικο τρόπο- σε μουσκεμένο κρίθινο παξιμάδι, μαζί με ντομάτα ή αγγούρι. Η κοπανιστή είναι το αποτέλεσμα μιάς ελεγχόμενης και επαναλαμβανόμενης ζύμωσης που γίνεται με τη φροντίδα του παραδοσιακού τυροκόμου, σε βάση ντόπιου ανάμικτου τυριού (αιγοπρόβειου), το οποίο αφού ωριμάσει, διατηρείται εύκολα μέσα σε πήλινο ή γυάλινο βάζο. Η παρασκευή της είναι γνωστή και στα άλλα κυκλαδονήσια, αλλά διαφέρει αισθητά από την κοπανιστή των άλλων νησιών και θεωρείται ως η πλέον δυνατή και αρωματική. 
Η Ιστορία του νησιού 
Ο κλασικός μύθος θέλει θαμμένους κάτω από τους επιβλητικούς βραχώδεις σχηματισμούς της Μυκόνου τους Γίγαντες, που εξόντωσε ο Ηρακλής κατά τη Γιγαντομαχία. Το όνομά της φαίνεται να δηλώνει το "σωρό λίθων" ή τον "πετρώδη τόπο". Κατά μία μεταγενέστερη παράδοση, το νησί συνδέεται με τον ήρωα Μύκονο, γιο του βασιλιά της Δήλου Άνιου. 
Κάρες και Φοίνικες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Μυκόνου, αλλά οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν και κυριάρχησαν εδώ γύρω στο 1000 π.Χ. Αναφέρεται ότι στο νησί υπήρχαν δύο πόλεις, ότι στάθμευσαν εδώ ο Δάτις κι ο Αρταφέρνης το 490 π.Χ. κι ότι ήταν μάλλον νησί φτωχό. Λατρεύονταν εδώ κυρίως ο Διόνυσος, η Δήμητρα, ο Δίας, ο Απόλλων, ο Ποσειδώνας κι ο Ηρακλής. 
Οι Ρωμαίοι κατακτητές έδωσαν τη θέση τους στους Βυζαντινούς , οι οποίοι τον 7ο αιώνα έκτισαν στο νησί αμυντικά έργα κατά των Αράβων πειρατών, και κράτησαν στην κυριαρχία τους τη Μύκονο μέχρι τον 12ο αιώνα. 
Μετά τη θλιβερή κατάληξη της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, το νησί παραχωρείται στους Ανδρέα και Ιερεμία Γκύζη. Το 1292 λεηλατείται από Καταλανούς και αφήνεται πάλι στον άμεσο έλεγχο των Βενετών. Έκτοτε, απετέλεσε ενιαία ενετική εδαφική κτήση μαζί με την Τήνο. Κατά τη διάρκεια της επικυριαρχίας των Βενετών, καταστρέφεται από το Μπαρμπαρόσα, ναύαρχο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. 
Επί Οθωμανών, υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρχηγού του Οθωμανικού στόλου, του Καπουδάν-Πασά και σχεδόν αυτοδιοικείται κατά το σύστημα της εποχής, έχοντας Βοεβόδα και Επιτρόπους, που προσπαθούν όπως μπορούν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις από Τούρκους και Βενετούς. 
Ο πληθυσμός της Μυκόνου που κυμαίνονταν, κατά κανόνα, τη νεώτερη περίοδο μεταξύ 2.000 και 5.000 ψυχών ενισχύθηκε μέχρι τα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα, από πάροικους από την Κρήτη ή τα κοντινότερα νησιά Νάξο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Κίμωλο κ.λπ. ύστερα από λιμούς και επιδημίες, επακόλουθα των συχνών πολέμων. Το νησί, υπήρξε σημαντικός σταθμός ανεφοδιασμού για τα ξένα εμπορικά πλοία. Οι Μυκονιάτες, την ίδια περίοδο, επιδόθηκαν βαθμιαία με επιτυχία στη ναυτιλία και το εμπόριο, έχοντας δοκιμαστεί προηγουμένως και στην πειρατεία. 
Κατά την Επανάσταση του 1821, οι Μυκονιάτες οδηγημένοι από την Μαντώ Μαυρογένους (γόνο ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας και μεγαλωμένη στην Τεργέστη με τις ιδέες του Διαφωτισμού), αποκρούουν με επίθεση μοίρας του Τουρκικού στόλου (1822) και συμμετέχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. 
Με τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, η Μύκονος έχει μία δυναμική αστική και μικροαστική τάξη, που καλλιεργεί ιδιαίτερα τους δεσμούς της με τη νότια Ρωσία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, και την ανερχόμενη Σύρο. 
Η πλήρης επικράτηση όμως της τεχνολογίας του ατμού προς τα τέλη του 19ου αι. και η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου (1904) της αφαίρεσαν τη δύναμή της και πολλοί Μυκονιάτες ξενιτεύονταν σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, κάποιοι στο εξωτερικό (Ρωσία μέχρι τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, ύστερα Η.Π.Α.) και άλλοι στα νέα αστικά κέντρα του εσωτερικού (Πειραιάς, Αθήνα). 
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές, που είχε ξεκινήσει από το 1873 στη Δήλο η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, καθιέρωσαν την περιοχή στη συνείδηση της αλλοδαπής και ντόπιας "ελίτ" που είχε την άνεση και την επιθυμία να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Ήδη, από το 1930 αρκετοί διάσημοι επώνυμοι επισκέπτονταν το νησί και ανακάλυπταν μαζί με τις εντυπωσιακές αρχαιότητες της Δήλου, τις δικές του σπάνιες χάρες. Με την αλματώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας του τουρισμού στη νότια Ευρώπη μεταπολεμικά, η Μύκονος αφομοιώνει αρκετά καλά τα νέα δεδομένα και, με την εργατικότητα, το αμίμητο "στυλ" και την επιχειρηματική αντίληψη των ανθρώπων της, διεκδικεί μια από τις πιο αξιοζήλευτες θέσεις στη διεθνή τουριστική αγορά. 
Αξιοθεατα 
Δήλος 
Το ιερό νησί των Αρχαίων Ελλήνων το οποίο, σύμφωνα με την μυθολογία, φανερώθηκε μέσα από τα κύματα του Αιγαίου από τον Ποσειδώνα στην, καταδιωκόμενη από την Ήρα, Λητώ, η οποία εκεί και γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Στη Δήλο σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση τα ερείπια ενός από τους μεγαλύτερους και τους πιο εντυπωσιακά οργανωμένους οικισμούς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Το νησί πρωτοκατοικήθηκε την 3η χιλιετία π.Χ πιθανά από τους Κάρες. Μετατρέπεται στις αρχές του 10 αιώνα π.Χ σε λατρευτικό κέντρο και έδρα Μεγάλης Αμφικτιονίας του Αιγαίου. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ οι Αθηναίοι κυριαρχούν στο ιερό νησί. Το 540 π.Χ, ο Πεισίστρατος αποφασίζει την πρώτη κάθαρσή του νησιού , ενώ με τη δεύτερη, το 426 π.Χ, μεταφέρονται τα οστά όλων των νεκρών της Δήλου στο γειτονικό νησί Ρήνεια και απαγορεύονται πλέον οι γεννήσεις και οι θάνατοι στο νησί του Απόλλωνα ώστε να μη μιαίνουν το Ιερό του. 
Με την έλευση των Μακεδόνων το 315 π.Χ το νησί αποκτά την ανεξαρτησία του και τη δυνατότητα να αναπτυχθεί εμπορικά. H εγκατάσταση των Ρωμαίων αργότερα, έχει σαν αποτέλεσμα την αθρόα προσέλευση Αιγυπτίων, Συρίων και Ιταλών και την περαιτέρω ανάπτυξη του νησιού έως το 88 π.Χ όπου κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, δέχεται δύο φοβερές επιθέσεις και αρχίζει να φθίνει έως την τελική εγκατάλειψη του τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Μετά από αιώνες ακινησίας η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ξεκινά ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο το 1873 και η Δήλος ξαναβγαίνει από την αφάνεια, αποκαλύπτοντας την πλούσια Ιστορία της σε ολόκληρο τον Κόσμο. Το αρχαιολογικό Μουσείο της Δήλου είναι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας. Η Δήλος και η Ρήνεια τελούν υπό την προστασία του Υπουργείου Πολιτισμού και απαγορεύονται ο ελλιμενισμός σκαφών και η διανυκτέρευση ατόμων χωρίς ειδική άδεια. 
Δραφάκι, Βρύση, Γλάστρος, Πλατύ - Γιαλός 
Ενδιαφέροντα μικρά μνημεία βρίσκονται διάσπαρτα σε αγροτικές - έως πρότινος - περιοχές και στα Νότια της Χώρας: στο Δραφάκι (Πασπάρι), μπορεί κανείς να δει μερικά παλαιότατα αλλά καλά διατηρημένα ξωκλήσια. Στη Βρύση, αποκαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια ένας ασυνήθιστος για τις Κυκλάδες θολωτός τάφος της Μυκηναϊκής περιόδου, με πλούσιο και ενδιαφέρον περιεχόμενο που μαρτυρεί τις ιδιαίτερες σχέσεις του νησιού με τα ελλαδικά μυκηναϊκά κέντρα. Στην ίδια περιοχή, υπάρχουν θαυμάσιοι περιστερεώνες μέσα σε παλιούς κήπους. Στη μυκονιάτικη ύπαιθρο σώζονται ακόμα τα ερείπια μερικών αρχαίων τετράγωνων ή στρογγυλών πύργων, που θα πρέπει να άνηκαν σε κάποιο αμυντικό σύστημα του νησιού: Ο πύργος στη Ληνώ, διαμέτρου 10μ. Ο πύργος στη θέση Πόρτες που δεσπόζει του Πλατύ - Γιαλού, με αρκετά μικρότερη διάμετρο (3,5μ.), εντυπωσιάζει με την διατηρούμενη πορτωσιά του. Επίσης υπάρχουν αρχαία πηγάδια που χρησιμοποιούνται ακόμα, όπως το πηγάδι "του Γιάνναρου", μια υπόγεια δεξαμενή κτισμένη με γρανιτόλιθους και σκάλα για την κάθοδο στο νερό. Ένα άλλο πηγάδι, ο «Πούαδος», με βαθμίδες στο πλάι να εξασφαλίζουν εύκολη πρόσβαση, διατηρείται κάτω από τον περιφερειακό δρόμο Τούρλου – Κόρφου, στο ύψος της Ταγκούς. 
Μικρή Βενετία 
Ανάμεσα Κάστρου και Σκάρπας είναι η γραφική γειτονιά που με τα πολύχρωμα μπαλκόνια της και τα ξύλινα "μπουντιά" κρέμεται - θαρρείς - πάνω από την θάλασσα. Μπορεί να απολαύσει κανείς από εδώ σίγουρα ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της Ελλάδας. 
Εκκλησία της Παραπορτιανής 
H Παραπορτιανή αποτελεί ένα ξεχωριστό αξιόλογο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, στην δημιουργία του οποίου δεν συνέβαλε μόνο ο άνθρωπος, αλλά και ο χρόνος, που με τις τυχαίες φθορές που προκάλεσε, δημιούργησε ένα τελικό αποτέλεσμα ανεπανάληπτης αισθητικής. Η "Παραπορτιανή" πήρε το όνομά της, από το γεγονός ότι βρίσκεται δίπλα στη μικρή Β.Δ. πύλη, "το παραπόρτι" του μεσαιωνικού τείχους της Μυκόνου. Στην πραγματικότητα αποτελεί διώροφο συγκρότημα πέντε (5) εκκλησιών, όπου οι τέσσερις από αυτές είναι στο ισόγειο και η μία υπερυψωμένη. Αυτή ακριβώς η εκκλησία είναι που φέρει και το όνομα της Παναγίας Παραπορτιανής. Δημιουργήθηκε σε πρώτη φάση κατά το διάστημα μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα και η αρχιτεκτονική της μοναδικότητά της, την έχουν αναδείξει σε σημαντικό μνημείο, όχι μόνο για την Μύκονο, αλλά και για ολόκληρο το Αιγαίο. 
Ζοωδόχος Πηγή (Μητρόπολη), Πανχάρα, Αγία Κυριακή, Άγιος Νικόλαος του Γιαλού, Αγία Ελένη 
Αυτές οι εκκλησίες είναι μερικές από τις πολλές και αξιοσημείωτες μεταβυζαντινές εκκλησίες της Χώρας, με ωραία αρχιτεκτονική, σημαντικές εικόνες και λεπτοδουλεμένα τέμπλα. Ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών εξηγείται με τα πολλά τάματα και την παλαιά συνήθεια των Μυκονιατών να τοποθετούν στους τοίχους των εκκλησιών τα οστά των νεκρών τους. 
Καλαφάτης - Διβούνια 
Στα Ν.Α. της Άνω Μεράς, απέναντι από την παραλία του Καλαφάτη στη θέση Διβούνια - Ταρσανάς, διατηρούνται επάνω στο μικρό δίδυμο ακρωτήριο τα ίχνη προϊστορικής (πρωτοκυκλαδικής) Ακρόπολης. 
Συγκρότημα των Κάτω Μύλων 
Στα νότια της Χώρας, μεταξύ της γραφικής Αλευκάντρας και της συνοικίας του Νιοχωριού, προσανατολισμένοι στο πέλαγος, εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με τους ολόλευκους επιβλητικούς όγκους τους. Σήμερα, διατηρούνται οι επτά από τους δέκα, που υπήρχαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα και άλεθαν με την δύναμη του βοριά τα ντόπια σιτηρά. Οι μύλοι της Μυκόνου, προμήθευαν με αλεσμένο σιτάρι και αλεύρι τους φούρνους του νησιού, το οποίο ως αναγκαίος σταθμός για τα διερχόμενα από το Αιγαίο πλοία, τα προμήθευε, με την σειρά του, με παξιμάδια. Ένας τέτοιος μνημειακός φούρνος που λειτουργεί μέχρι σήμερα με ξύλα, είναι ο γνωστός «Φούρνος του Γιώρα’’ στο Νιοχώρι. 
Φτελιά - Πώρος 
Σε πολλά μέρη του νησιού, όπως στην περιοχή του όρμου Πάνορμος, έχουν εντοπιστεί προϊστορικά κτίσματα. Σημαντικότερος Νεολιθικός οικισμός είναι αυτός της Φτελιάς. Στην ίδια θέση είναι πιθανό να υπήρχε από την αρχαϊκή περίοδο και ο τάφος του Αίαντα του Λοκρού, ήρωα του Τρωϊκού πολέμου που λατρεύονταν στη Μύκονο. 
Το Μοναστήρι της Παναγίας Τουρλιανής 
Ιδρύθηκε το 1542 σε θέση όπου προϋπήρχε παλαιά εκκλησία των Εισοδίων της Παναγίας. Από το 1757 μέχρι και το 1767 η μονή, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ανακαινίσθηκε από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο Μπάσουλα και απέκτησε τη σημερινή της μορφή. Το αξιοθαύμαστο ξυλόγλυπτο, τεχνοτροπίας «μπαρόκ» τέμπλο του τρίκλιτου ναού, ο επισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας (τέλη 18ου αι.) λέγεται ότι κατασκευάστηκαν στην Φλωρεντία, ενώ οι ωραίες εικόνες του τέμπλου ανήκουν στον αγιογράφο Ιωάννη "τον εκ Κερκύρας". Η αρχιτεκτονική του συγκροτήματος, η πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση του μαρμάρινου κωδωνοστασίου και της βρύσης εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη. Στις συλλογές του μοναστηριού υπάρχουν παλιά εργαλεία και σκεύη, σημαντικά εκκλησιαστικά κειμήλια, αρχιερατικά άμφια, επίπλωση (ένας ξυλόγλυπτος επιτάφιος, αναλόγια κ.α), μεταβυζαντινές εικόνες και διάφορα άλλα αφιερώματα. 
Το Μοναστήρι του Παλαιοκάστρου 
Πρόκειται για γυναικεία μονή του 18ου αιώνα, τυπικό δείγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής των Κυκλάδων, που βρίσκεται στα βόρεια της Ανω Μεράς. Το όνομά της το οφείλει στον ομώνυμο γειτονικό λόφο ("Παλιόκαστρο") που στέφεται από μεσαιωνικό κάστρο, Βυζαντινό και στη συνέχεια ανακαινισμένο από τους Γκύζη. Μεταξύ άλλων, στην ίδια περιοχή, επισκεπτόμαστε και την εκκλησία του Αγ. Βλάση με τον μεγάλο περιστερεώνα της και ένα ιδιότυπο προϊστορικό ταφικό μνημείο, αποτελούμενο από ένα μεγάλο γρανιτόλιθο ο οποίος υψώνεται 3μ. πάνω από το έδαφος. 
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη 
Εκτός των 10.000 τόμων της (το μεγαλύτερο μέρος τους ανήκει στη ιστορική βιβλιοθήκη του Αλεξάνδρου Μελετόπουλου), η Βιβλιοθήκη στεγάζει μια πλούσια συλλογή από φωτογραφίες, έγραφα του 18ου και του 19ου αιώνα, χαρακτικά κ.α. Βρίσκεται στην Αγία Κυριακή στη Χώρα, στο ισόγειο του θαυμάσιου αρχοντικού Καμπάνη (18ος αιώνας). 
Η Παναγιά "Λοζαρία" 
Βρίσκεται στην πλατεία της Αλευκάντρας, με το οικόσημο των Βουρβόνων στην πρόσοψη (χτίστηκε επί Λουδοβίκου ΙΔ΄). 
Μαράθι - Αμπελόκηπος 
Δύο ακόμα αξιόλογα εκκλησιαστικά μνημεία του νησιού είναι ο Αγιος Παντελεήμονας στο Μαράθι, χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής του 17ου αι. με εξαίρετες εικόνες, τοιχογραφίες κλπ., καθώς και ο Άγιος Γεώργιος, τέλη του 17ου αι. στον Αμπελόκηπο της Άνω Μεράς. 
Τα Τρία Πηγάδια 
Στην ομώνυμη θέση στο κέντρο σήμερα της πόλης, τα πηγάδια αυτά κυρίως εξασφάλιζαν από τα μέσα του 18ου αι. έως την δεκαετία του 50, την ύδρευση της Χώρας Μυκόνου. 
Το Δημαρχείο 
Κομψό, με κεραμοσκεπή, διώροφο κτίριο του 1780 κατασκευάστηκε κατά την, μετά τα «Ορλωφικά», περίοδο για να αποτελέσει την έδρα του Ρώσου Γενικού Πρόξενου του Αρχιπελάγους. Περιήλθε μερικά χρόνια αργότερα στην δικαιοδοσία της Κοινότητας (του τοπικού οργάνου αυτοδιοίκησης του νησιού που λειτουργούσε πριν από την Επανάσταση), για να στεγάζει μέχρι σήμερα τα γραφεία του Δήμου Μυκόνου. Δίπλα, το λιτό και επιβλητικό κτίριο "Του Μαύρου" υπήρξε το πρώτο δημόσιο σχολείο της Μυκόνου. Χτίστηκε επί Όθωνα (1859) σε σχέδια του Βαυαρού μηχανικού Βάιλερ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου