Ενετοί και Φράγκοι την είπαν Αρζαντιέρα, δηλαδή Ασημένια, για τα γκριζόλευκα βράχια που θα σε υποδεχτούν αναδυόμενα από μία θάλασσα αστραφτερή και διάφανη, καθώς πλησιάζεις το λιμάνι της Ψάθης . Κάποιοι περιηγητές πίστευαν ότι το όνομα οφείλεται σε αρχαία ορυχεία αργύρου, τα οποία όμως δεν έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί. Όμως οι κάτοικοί της, εδώ και χιλιάδες χρόνια, τη λένε πάντα Κίμωλο δείχνοντας έτσι απεριόριστο θαυμασμό σ' ένα τόπο με τη δική του μοναδική προσωπικότητα που, μπορεί μ’ ένα ανεξήγητο τρόπο να αιχμαλωτίζει τη σκέψη τους και την
καρδιά τους.
Με τη λιτή και προσιτή ομορφιά του, το νησί σε κερδίζει, κιόλας, με την πρώτη ματιά. Φαίνεται τόσο ήμερο!
Κι όμως γελιέσαι, γιατί η Κίμωλος είναι γέννημα του θυμού των ηφαιστείων. Θα σου το πουν πέτρες σε κάθε πιθανή και απίθανη απόχρωση, βότσαλα με ανεκτίμητα λαμπυρίσματα, ξανθές αμμουδιές, βράχια με σχήματα που δεν είχες φανταστεί πως υπάρχουν, θερμές πηγές που αναβλύζουν δίπλα στη θάλασσα.
Σύμφωνα με τον Διονύσιο Καλλιφώντα, η Κίμωλος κατά την αρχαιότητα είχε δυο λιμάνια. Η πόλη βρίσκονταν στη νοτιοανατολική ακτή,
απέναντι από το νησάκι Αγιος Ανδρέας (ή Δασκαλειό) που ήταν κάποτε ενωμένο με την ακτή, και σήμερα ονομάζεται Ελληνικά. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίας νεκρόπολης με τάφους σκαλισμένους στο βράχο, ενώ θραύσματα αγγείων χρονολογούνται από τη Γεωμετρική και την Αρχαϊκή εποχή (9ος-6ος αιώνας π.Χ.). Στον όρμο της Ψάθας υπάρχουν τα «σύρματα» όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Είναι νεώσοικοι λαξευμένοι στους βράχους, δηλαδή λιμενικές εγκαταστάσεις που καλύπτονταν με στέγαστρο και εξυπηρετούσαν τη φύλαξη των πλοίων όταν ανελκύονταν από τη θάλασσα.
Ο Αθήναιος από την πλευρά του μας παρέδωσε την πληροφορία ότι οι κάτοικοι της Κιμώλου διέθεταν «ορυκτά ψυγεία», όπου μέσα σε πήλινα αγγεία κρύωναν το νερό τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Φημισμένες ήταν στην αρχαιότητα οι «ισχάδες» της Κιμώλου (ξερά σύκα), και βέβαια η «κιμωλία γη» που ήταν χρήσιμη στην ιατρική της εποχής εκείνης.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους δεν έχουμε πολλές μαρτυρίες για το νησί, επειδή η μοίρα του ήταν συνδεδεμένη με εκείνη της Μήλου. Γνωρίζουμε ότι πλήρωνε φόρο στους Αθηναίους 1000 αττικές δραχμές. Φαίνεται ότι κατά την εποχή που η Κίμωλος ήταν ανεξάρτητη, υπήρχε
έριδα με την Μήλο σχετικά με τη κατοχή του γειτονικού νησιού Πολύαιγος.
Μετά την Δ΄ Σταυροφορία, το 1207, το νησί συνενώθηκε στο Δουκάτο της Νάξου με ηγεμόνα το Μάρκο Σανούδο. Το 1537 γνώρισε την οθωμανική κατάκτηση από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και αργότερα βρέθηκε κάτω από την εξουσία του Αγγελέτου (Αντζιελότο) Γκοτζαντίνι που πλήρωνε για την κατοχή της φόρο υποτελείας στον Σουλτάνο.
Στην Αρτζιαντιέρα, όπως ονομαζόταν η Κίμωλος κατά τον Μεσαίωνα, σύχναζαν πειρατές γι’ αυτό ο τουρκικός στόλος την απέφευγε. Το 1638 πειρατές τη λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι το 1655 είχαν απομείνει μόνο 200 κάτοικοι. Την εποχή εκείνη η τοπική παράδοση ομιλεί για την εγκατάσταση στο νησί 12 οικογενειών από τη Σίφνο. Κατά τον εικοσιπενταετή τουρκοβενετικό πόλεμο (1644-1669) η Κίμωλος έγινε πραγματικό ορμητήριο των πειρατών και οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να συνυπάρξουν μαζί τους. Απέκτησαν μεγάλη ναυτική εμπειρία και ήταν περιζήτητοι όπως οι Μήλιοι, ως πλοηγοί. Διοικείτο τότε το νησί από χριστιανό βοεβόδα και οι κάτοικοι κατέβαλλαν 1000 γρόσια ως φόρο στον καπουδάν πασά. Στην Κίμωλο υπήρχε το 1678 Ελληνας πρόξενος της Ολλανδίας και από το 1727 πρόξενος της Γαλλίας.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1770-1774) βρέθηκε κάτω από την εξουσία του ρωσικού στόλου. Λέγεται ότι οι προσπάθειες που έκαναν τότε οι Ρώσοι να εκμεταλλευθούν τα μεταλλεία αργυρούχου βαρυτίνης στο νησί, απέτυχαν.
Στον Δήμο Κιμώλου υπάγεται η νήσος Πολύαιγος καθώς και δύο μικρότερα: ο Άγιος Ευστάθιος (Άη Φτάθης) και ο Άγιος Γεώργιος (Άη Γιώργης) ιδιοκτησίας κληρονόμων Κιμώλιου πλοιοκτήτη[6].
Το νησί έδωσε το όνομά του στο λευκό πέτρωμα, τη γνωστή από τους μαυροπίνακες κιμωλία. Μικρότεροι οικισμοί που κατοικούνται κυρίως το καλοκαίρι είναι η Ψάθη, η Γούπα, το Ρέμα, ο Καράς, τα Πράσσα ή Πράσα, η Αλυκή, και η Μπονάτσα. Απέναντι από το ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας υπάρχει το Αρχαιολογικό Μουσείο και μέσα στο Κάστρο το Λαογραφικό Μουσείο[7].
Μυθολογία-Αρχαιότητα
Η Κίμωλος είναι νησί με πλούσιες ιστορικές καταγραφές. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος μυθικός οικιστής της υπήρξε ο Κίμωλος, σύζυγος της Σίδης, κόρης του Ταύρου, στον οποίο οφείλει το όνομά της. Ήταν επίσης γνωστή και σαν Εχινούσα[2], πιθανόν λόγω της κιμωλίας έχιδνας (οχιάς) που ακόμη και σήμερα αφθονεί στο νησί. Κατά την αρχαιότητα, η Κίμωλος είχε δύο θαυμάσιους λιμένες των οποίων τα λείψανα υπάρχουν στη θέση «Ελληνικά»[2], ενώ στο λιμάνι της Ψάθης υπάρχουν λαξευτά νεωλκεία (όμοια με εκείνα της Αίγινας στη θέση «Στρατηγού») που οι ντόπιοι αποκαλούν "σύρματα".
Η Κίμωλος συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία (425 - 424 π.Χ.) κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου[8] και υπήρξε πεδίο μαχών των Αθηναίων, που τη κυρίευσαν, αφού προηγουμένως τη λεηλάτησαν, όταν οι Σπαρτιάτες, είχαν υποτάξει τη γειτονική Μήλο. Μάλιστα, όπως προκύπτει ιστορικά υποχρεώθηκε στη καταβολή στους Αθηναίους φόρο υποτέλειας χιλίων δραχμών.
Μεσαίωνας-Νεότερα χρόνια
Το Μεσαίωνα και μέχρι τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ονομαζόταν Αρζιαντιέρα ή Αρζεντιέρα, λέξη ενετικής προέλευσης, λόγω των ασημόχρωμων βράχων της στα νότια, (αρτζέντο = ασήμι στα λατινικά). Επί Φραγκοκρατίας (13ος αιώνας) τη νήσο κατέλαβε ο Μάρκος Σανούδος την οποία και προσάρτησε στο Δουκάτο της Νάξου, μέχρι το 1537 που την κατέλαβε για λίγο ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα όπου και την επανέκτησε ο Αντζιελότο Γκοζαδίνο κατόπιν φόρου υποτελείας προς τον Σουλτάνο[2][8].
Από το 1383 και μετά από την κατάληψή του από τους Οθωμανούς (1537) το νησί διοικήθηκε από την οικογένεια Κρίσπι ως δούκες της Νάξου και του Αρχιπελάγους (duci di Nasso e dell' Archipelago). Από το 1566 έως το 1579 ο Σουλτάνος Σελίμ Β' παραχώρησε τη διοίκηση της Κιμώλου και άλλων νησιών των Κυκλάδων στον Ισπανό Εβραίο ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη τον οποίο ονόμασε Βασιλέα της Νάξου και Δωδεκανήσου (=έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τις Κυκλάδες)[9][8].
Συχνά όμως τη νήσο επισκέπτονταν πειρατές τους οποίους φοβούνταν και οι Τούρκοι. Το 1638 η Κίμωλος καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τους πειρατές, οπότε οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Σίφνο, εναπομείναντες μόνο 200 στη νήσο. Φαίνεται όμως πως οι Κιμώλιοι αδυνατώντας να αντιμετωπίζουν μόνοι τους κάθε φορά τους πειρατές αναγκάσθηκαν να συμφιλιωθούν με αυτούς και να τους παρέχουν ακόμη και υπηρεσίες. Σε αυτό οφείλεται και η μεγάλη ναυτική εμπειρία τους που είχε εκτιμηθεί τα χρόνια εκείνα και από τους Γάλλους αλλά και από τον Σουλτάνο τον οποίο και θεωρούσαν μέγα προστάτη, ενώ έσπευδαν να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας, 1.400 γρόσια ετησίως, και μάλιστα με ιδιαίτερη σπουδή στον Καπουδάν Πασά που επισκέπτονταν τη Κίμωλο μια φορά το χρόνο. Από το 1678 στη Κίμωλο εγκαταστάθηκαν διπλωματικοί αντιπρόσωποι, Ολλανδός υποπρόξενος καθώς και Γάλλος το 1727, οι οποίοι κάλυπταν τους καθολικούς νησιώτες. Μάλιστα ανήγειραν και καθολική εκκλησία της "Μαντόνα ντι Ροζάριο" ερείπια της οποίας υφίστανται και σήμερα. Από τους καθολικούς εκείνους μόνο μια οικογένεια ευγενών ζούσε στο νησί το 1778, στη μεγάλη θαλάσσια πειρατεία που είχε συμβεί το έτος εκείνο, κατά περιγραφή του περιηγητή Σοννίνι, που και αυτή η οικογένεια των Μπρεστ, το 1795 εγκαταστάθηκε στη Μήλο.[10]
Στην περίοδο των Ορλωφικών και των Ρωσοτουρκικών Πολέμων (1770 - 1774) υποτάχθηκαν στους Ρώσους οι οποίοι εντόπισαν ποσότητες αργυρούχου βαρυτίνης στη περιοχή αυτή προσπάθησαν ανεπιτυχώς να την εκμεταλλευτούν, τότε ήδη η νήσος λεγόταν Αρζιαντιέρα, οπότε και άρχισε η εξαγωγή της μοναδικής στο είδος της, κιμώλιας γης, με συνέπεια το νησί να καταστεί και εμπορικός κόμβος. Η Κίμωλος προσαρτήθηκε μαζί με όλες τις Κυκλάδες στην υπόλοιπη Ελλάδα το 1830, όταν αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο κράτος ως «Βασίλειο της Ελλάδος»[2].
20ός αιώνας
Κατά τη δικτατορία Μεταξά, από το 1936, η Κίμωλος κατέστη τόπος εξορίας αντιφρονούντων. Αποτέλεσε μάλιστα τον τόπο όπου εκτοπίζονταν κυρίως γυναίκες ανάμεσα στις οποίες και σημαντικές διανοούμενες της επόχης όπως η Φούλα Χατζιδάκη.[11][12][13][14]
Κίμωλος - Τα Αξιοθέατα της Κιμώλου
Παρά το μικρό της μέγεθος, η Κίμωλος έχει πολλές ομορφιές:
Στο Χωριό μπορείτε να επισκεφτείτε το Μεσαιωνικό Κάστρο και τα Μουσεία (Αρχαιολογικό και Λαογραφικό), και τις μεταβυζαντινές εκκλησίες, πολλές από τις οποίες είναι προστατευόμενες από το ΥΠ.ΠΟ. Εξαιρετική θέα στη γύρω περιοχή και στα κοντινά νησιά έχετε από την πλατεία του Σχολείου και την αυλή του Παντοκράτορα στο Ξαπλοβούνι. Όλο το Χωριό είναι όμορφο με χαρακτηριστικές κυκλαδίτικες πινελιές που θα ανακαλύψετε στα στενά φιδογυριστά δρομάκια .
Ανεβείτε από το δρόμο που ξεκινά από την περιοχή του Τσουκαλά, στο Ξαπλοβούνι για να δείτε τους ανεμόμυλους. Μπορείτε να συνεχίσετε μέχρι τον Παντοκράτορα και να κατεβείτε από το μονοπάτι στην είσοδο του Χωριού (Μυζηθρού). Μύλοι υπάρχουν και στην περιοχή του Καρκάνη.
Κοντά στη βόρεια έξοδο του Χωριού, λίγο μετά την εκκλησία του Αγ. Ευσταθίου, υπάρχει η πέτρινη, παλιά γέφυρα στο Πανωκλήμα, με ενδιαφέρουσα θέα στις απότομες χαραδρώσεις και τις αναβαθμίδες (πεζούλες) του εσωτερικού του νησιού.
Δείτε τον αμπουρδέκτη (ομβροδέκτης) στου Ξέβρη, στη διαδρομή προς
το Σκιάδι, πριν την εκκλησία των Αγ. Αναργύρων.
Στη νότια έξοδο του χωριού, επισκεφθείτε το γραφικό ψαράδικο οικισμό της Γούπας με τα «σύρματα» (σπηλιές πελεκημένες στο μαλακό βράχο, όπου φυλάσσονται οι βάρκες).
Αν επισκεφθείτε την Κίμωλο την άνοιξη, στην παραλία της Αλυκής, η «λίμνη» θα φιλοξενεί πολλούς φτερωτούς μετανάστες και η Φύση θα σας ξαφνιάζει σε κάθε σας βήμα με χρώματα και μυρωδιές. Στην παραλία, δίπλα στο ακρωτήρι του Αγ. Γεωργίου στο Καλαμίτσι, μπορείτε να δείτε τη σκαλισμένη, από χέρι ανώνυμου καλλιτέχνη,μορφή στο βράχο.
Στις περιοχές Ελληνικά – Μαυροσπήλια θα δώσετε ραντεβού με την ιστορία, αφού εκεί βρίσκεται βυθισμένη στα ρηχά η αρχαία πόλη του νησιού, ενώ στην παραλία θα δείτε πολλούς αρχαίους τάφους από τη Μυκηναϊκή μέχρι την Ελληνιστική περίοδο.
Στην ίδια περιοχή τα Ασπράγκρεμνα σφραγίζουν μοναδικά το ηλιοβασίλεμα , ενώ οι πιο παρατηρητικοί θα ανακαλύψουν απολιθώματα θαλάσσιων οργανισμών.
Αν έχετε στη διάθεσή σας πλωτό μέσον, μπορείτε να δείτε την Πελεκητή σπηλιά στον Κακοποταμό, να αναζωογονηθείτε στο θερμό ιαματικό νερό που αναβλύζει στην παραλία Αγιόκλημα ή να εξερευνήσετε τη σπηλιά στον Κάβο της Γερακιάς και να βουτήξετε στα υπέροχα τυρκουάζ νερά.
Τέλος εντυπωσιακά είναι «Του Γερονικόλα τ` Αψηλά» με τις λεπτές στρώσεις από γκριζόλευκα ηφαιστειακά πετρώματα.
Βγαίνοντας από τη νότια έξοδο του Χωριού και ακολουθώντας τον ασφαλτόδρομο προς Πράσα, λίγο μετά τη διακλάδωση προς Γούπα, θα δείτε το γραφικό ψαράδικο λιμανάκι του Αγ. Νικόλα, τα εντυπωσιακά απορρίμματα από την κατεργασία των πωριών και το απάνεμο αραξοβόλι του
Αγ. Μηνά με την παλιά σκάλα φορτώσεως σιδηρομαγγανίου.
Στην είσοδο του οικισμού των Πρασών, θα συναντήσετε τις εγκαταστάσεις των ιαματικών λουτρών, ενώ μπορείτε να θαυμάσετε τη θέα από τον κάβο του Αγ. Γεωργίου, με τις σπηλιές της Μεσογειακής φώκιας.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα από κει βρίσκεται η περιοχή εξόρυξης μπεντονίτη. Μπορείτε ακόμα να επισκεφτείτε τη μισοβυθισμένη σπηλιά στη Βρωμόλιμνο (κατακόμβη ή στοά ορυχείου;).
Στο εσωτερικό του νησιού, μπορείτε να επισκεφτείτε την ερειπωμένη ακρόπολη στο Παλιόκαστρο και το, «σήμα κατατεθέν» του νησιού, γεωλογικό μνημείο Σκιάδι.





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου